03 July 2011

Βιβλιοθεραπεία

Τα βιβλία, εκτός από εργαλεία μάθησης ή απόλαυσης, επιτελούν και πολύτιμες ψυχοθεραπευτικές λειτουργίες

του Σπύρου Μανουσέλη, Ελευθεροτυπία, 2/7/2011

Διαβάζουμε για να γνωρίσουμε, να βιώσουμε ή να σκεφτούμε νέα πράγματα, αλλά και για να ξεχάσουμε ή για να μη σκεφτόμαστε ό,τι μας αγχώνει, μας πληγώνει ή μας ενοχλεί. Υπάρχουν βιβλία που μας συγκλονίζουν και αλλάζουν βαθύτατα τον τρόπο σκέψης μας, άλλα πάλι τα βρίσκουμε εντελώς αδιάφορα ή βαρετά.

Από τις αρχαιοελληνικές τραγωδίες μέχρι τον Χάρι Πότερ, η ανάγνωση κειμένων μάς βοηθά να ξεπερνάμε -και ενίοτε να κατανοούμε- τα τραύματα και τους φόβους μας. Γραφή και ανάγνωση αποτελούν δύο τυπικά ανθρώπινες εκδηλώσεις των ιδιαίτερων νοητικών ικανοτήτων μας, εκδηλώσεις μοναδικές και αποκλειστικές του είδους μας, οι οποίες μας διαφοροποιούν εμφανώς από τα υπόλοιπα ζώα. Πάντως, ο γραπτός λόγος δεν προέκυψε από κάποια φυσική προδιάθεση του ανθρώπινου νου, ήταν ένα επικοινωνιακό τέχνασμα που επινοήθηκε σχετικά πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία.


Αν όμως η γραφή και η ανάγνωση, ως μαζικά κοινωνικά φαινόμενα, αποτελούν σχετικά πρόσφατη κατάκτηση των ανθρώπινων πολιτισμών, η ανάγκη μας να επινοούμε ή να ακούμε διηγήσεις ιστοριών είναι πανάρχαια.

Ο αναγιγνώσκων εγκέφαλος

Γιατί άραγε η αφήγηση ιστοριών (προφορική ή γραπτή, αδιάφορο) ασκεί τέτοια ακαταμάχητη έλξη και μαγική επιρροή πάνω στον ανθρώπινο νου; Το ερώτημα αυτό απασχολεί τους μεγαλύτερους στοχαστές ήδη από την αρχαιότητα.

Αρκεί να θυμηθούμε τις ρηξικέλευθες απόψεις του Σωκράτη και του Πλάτωνα σχετικά με τα πρωτεία του προφορικού έναντι του γραπτού λόγου. Οπως υποστηρίζει ο Πλάτων διά στόματος Σωκράτη στον περίφημο διάλογο «Φαίδρος» (275c-277a), ο γραπτός λόγος καταστρέφει τη μνήμη και αποδυναμώνει το νου. Επιπλέον, το γραπτό κείμενο δεν είναι ζωντανό και δεν μπορεί να απαντά στα ερωτήματα που του θέτει ο αναγνώστης.

Η γραφή και η ανάγνωση, σύμφωνα με τον μεγάλο φιλόσοφο, είναι δραστηριότητες παθητικές και μοναχικές, ικανές να παράγουν μόνο μια αυτιστική προσομοίωση, δηλαδή μια πλασματική εικόνα της πραγματικότητας. Σήμερα, υπό το φως των πιο πρόσφατων νευροψυχολογικών ανακαλύψεων, αλλά και την τάση επικράτησης της ψηφιακής τεχνολογίας, η πλατωνική κριτική στην παραπλανητική δύναμη του γραπτού λόγου ακούγεται αξιοπερίεργα επίκαιρη.

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια οι ειδικοί (νευρολόγοι, γνωσιακοί ψυχολόγοι, νευρογλωσσολόγοι) δεν διέθεταν τα αναγκαία τεχνολογικά μέσα για να μελετήσουν σε βάθος το πώς και σε ποιο βαθμό η πράξη της γραφής ή της ανάγνωσης επηρεάζουν τις εγκεφαλικές μας δραστηριότητες. Σήμερα όμως, χάρη στις νέες νευροαπεικονιστικές τεχνικές (μαγνητική λειτουργική τομογραφία, τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων κ.ά.), είναι πλέον εφικτή η μελέτη των νευρωνικών κυκλωμάτων που επηρεάζουν και επηρεάζονται από τη δραστηριότητα της ανάγνωσης.

Στον τομέα αυτό πρωτοποριακές είναι οι μελέτες του Γάλλου νευροεπιστήμονα Στανισλάς Ντεέν (Stanislas Dehaene) και της Αμερικανίδας Μέριαν Γουλφ (Maryanne Wolf), επιφανούς ερευνήτριας των εγκεφαλικών υποδομών και των παθήσεων της αναγνωστικής λειτουργίας. Με τις έρευνές τους απέδειξαν ότι η ανάγνωση και η γραφή δεν αποτελούν αθώες και χωρίς συνέπειες πολιτισμικές επινοήσεις, ούτε όμως και βιολογικά προκαθορισμένες εγκεφαλικές ικανότητες.

Πλήθος μεταγενέστερων μελετών επιβεβαίωσαν ότι η δημιουργική επίδραση της ανάγνωσης επηρεάζει δραματικά την αρχιτεκτονική των νευρωνικών κυκλωμάτων του εγκεφάλου μας, τα οποία με τη σειρά τους ανασυγκροτούνται δομικά και λειτουργικά ώστε να διευκολύνουν και να ενισχύσουν την αναγνωστική δραστηριότητα.

Χάρη στην εγγενή πλαστικότητα και ευελιξία των εγκεφαλικών δομών, χάρη δηλαδή στην «ανοιχτή αρχιτεκτονική» του, ο εγκέφαλός μας μπόρεσε πριν από περίπου έξι χιλιάδες χρόνια να μετατραπεί σε αναγνωστική μηχανή.

Θεραπευτές από χαρτί

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο γραπτός λόγος και η ανάγνωση δεν προέκυψαν από κάποια γονίδια ή από βιολογική προδιάθεση του ανθρώπινου νου, αντίθετα ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικά κοινωνικά-επικοινωνιακά τεχνάσματα που επινοήθηκαν σχετικά πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία. Ισως γι' αυτό η λειτουργία της ανάγνωσης ισορροπεί επισφαλώς ανάμεσα στις δύο μεταβλητές της ανθρώπινης ύπαρξης: τη βιολογία και τον πολιτισμό.

 
Γονείς και δάσκαλοι παροτρύνουν τα παιδιά από την πιο τρυφερή ηλικία να διαβάζουν, όχι τόσο για να διευρύνουν το πνεύμα ή τις κριτικές τους ικανότητες -αρετές αμφίβολης οικονομικής αξίας και κοινωνικά επιζήμιες, σύμφωνα με τα επικρατέστερα σήμερα κοινωνικά πρότυπα-, αλλά επειδή «κάνει καλό» στην ανάπτυξη του εγκεφάλου τους. Η μέχρι πρόσφατα καθαρά εμπειρική εικασία ότι η ανάγνωση βιβλίων βελτιώνει σημαντικά τις εγγενείς εγκεφαλικές μας ικανότητες, θεωρείται σήμερα επαρκώς επιβεβαιωμένη.

Υπάρχει όμως και μια άλλη, εξαιρετικά επωφελής, λειτουργία της αναγνωστικής πρακτικής, την οποία τείνουμε να την παραλείπουμε ή να την υποβαθμίζουμε: ό,τι διαβάζουμε επηρεάζει βαθύτατα τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα και τους άλλους.

Αρκετές νευροψυχολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι εγκεφαλικές περιοχές που ενεργοποιούνται κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ενός διηγήματος δεν είναι οι ίδιες με τις εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με την κατανόηση των λέξεων και των σημασιολογικών δομών του κειμένου που διαβάζουμε.

Υπό αυτή την έννοια ο χρόνος που «σπαταλάμε» στην ανάγνωση ενός λογοτεχνικού διηγήματος μας αποδίδει στο τέλος, εκτός από τις όποιες αισθητικές απολαύσεις, και μια βαθύτερη γνώση του εαυτού μας και των συνανθρώπων μας. Επιπλέον, η διαπιστωμένη χαλαρωτική δράση του λογοτεχνικού, κυρίως, λόγου πάνω στον αναγνώστη, σχετίζεται στενά με το γεγονός ότι η ίδια η πράξη της ανάγνωσης απαιτεί τη συγκέντρωση της προσοχής του αναγνώστη στο κείμενο και άρα την απόσπασή του από την πραγματικότητα και την οικειοθελή παράδοσή του στη «μαγεία» της διήγησης.

Ολο και μεγαλύτερος αριθμός ψυχοθεραπευτών υιοθετούν ως θεραπευτική στρατηγική τη διήγηση ή την ανάγνωση κλασικών διηγημάτων και παραμυθιών, με σκοπό να βοηθήσουν τους ασθενείς να ξεπεράσουν τις ψυχικές και σωματικές διαταραχές τους.

Για να καταλάβει κανείς πώς η ανάγνωση λογοτεχνικών διηγημάτων δρα πάνω στο νου των ενηλίκων θα πρέπει να αναλογιστεί τη στάση των παιδιών απέναντι στα παραμύθια. Τα παιδιά λατρεύουν να ακούνε ξανά και ξανά την ίδια ιστορία, χωρίς παραλλαγές. Αυτό συμβαίνει επειδή επαναλαμβάνοντας νοητικά τα συμβάντα και τα γεγονότα της ιστορίας που τους δημιουργούν μεγάλο άγχος ή αμηχανία, βρίσκουν το χρόνο για να ελέγξουν και ενδεχομένως να συνειδητοποιήσουν ό,τι τα φοβίζει.

Η αγχολυτική και θεραπευτική επίδραση της λογοτεχνίας βασίζεται ίσως σε έναν ανάλογο ψυχολογικό μηχανισμό, το ακριβές νευροεγκεφαλικό υπόστρωμα του οποίου απομένει ακόμη να αποκαλύψουμε.