10 May 2011

Άλλη μια εποχή μεγαλείου για το χριστιανισμό

Εικονοκλάστες κατά εικονόδουλων και τούμπαλιν


Ο στρατηγός Κόνων από τη Συρία απέκρουσε τους Άραβες στη δεύτερη αραβική πολιορκία της Κων/πολης, μετά από δύο δεκαετίες ολικής αναρχίας, αλληλοϋπονομεύσεων και δολοφονιών, και κατέλαβε την εξουσία ως αυτοκράτορας Λέων Γ' Ίσαυρος (βασίλεψε 717-741 μ.Χ.). Αυτός ο Λέων προκάλεσε μία σύγκρουση μεταξύ των ομάδων εξουσίας του κράτους, στρατό, διοίκηση, μοναχούς, κληρικούς, αλλά και των παπικών ομάδων: την εικονομαχία.

Είναι γεγονός ότι, ενώ για τον 6ο αιώνα είναι γνωστή η ιστορία του Βυζαντίου από τον Προκόπιο, για τον 7ο και 8ο αιώνα υπάρχει σκοτάδι. Μόνες πληροφορίες προέρχονται από δύο θεολόγους: τον πατριάρχη Κων/πόλεως Νικηφόρο και τον μοναχό Θεοφάνη Ομολογητή. Η απουσία άλλων πληροφοριών για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα οφείλεται μάλλον στις καταστροφές που προκάλεσαν και οι δύο πλευρές των αντιμαχομένων, οι οποίες κατηγορούσαν αλλήλους για αμορφωσιά και οδήγησαν τη «Φιλόχριστον των Ρωμαίων Πολιτεία» σε πολιτισμική υποβάθμιση, από την οποία δεν συνήλθε ποτέ πια. Οι μεταγενέστερα κατασκευασμένες ιστορίες για «αναγεννήσεις» και «ουμανισμούς» είναι μεγάλες ταμπέλες της σχολικής ιστορίας για ταπεινά δημιουργήματα…

Κατά την πιο έγκυρη εκδοχή, αφορμή για την έναρξη των αντιδικιών και των επακόλουθων συγκρούσεων για τις εικόνες, αποτέλεσε ένα σύνηθες στην ανατολική Μεσόγειο φυσικό φαινόμενο: ένας ισχυρός σεισμός που συνέβη το έτος 726 στο νότιο Αιγαίο, ο οποίος προκάλεσε τεράστιες καταστροφές. Οι κύκλοι του παλατιού συμπέραναν ότι αυτή η καταστροφή είναι θεϊκή τιμωρία για τη διαδεδομένη ειδωλολατρική δεισιδαιμονία της λατρείας των εικόνων. Προφανώς υπήρχε σχέδιο για επέμβαση κατά των εικόνων και περιορισμού της επιρροής του κλήρου, οπότε ο σεισμός έδωσε μια άριστη αφορμή.

Οι πρωτοχριστιανικές αντιλήψεις ήταν ανεικονικές, γιατί και η Π.Δ. απαγορεύει κάθε λατρεία «ειδώλων», είτε είναι αυτά αγάλματα, είτε πίνακες ζωγραφικής. Έτσι και οι χριστιανοί «πατέρες» καταδίκαζαν κάθε λατρεία ανθρώπινων κατασκευασμάτων, επειδή αυτά αποτελούσαν μια από τις σημαντικές πνευματικές εκφράσεις του ελληνο-ρωμαϊκού πολιτισμού. Το έτος 306 απαγορεύει η επισκοπική σύνοδος της Ελβίρας την ανάρτηση εικόνων και τη λατρεία τους, απόφαση που απέρριπταν «αιρετικοί» γνωστικοί και ζωγράφιζαν εικόνες του Χριστού.

Από τον 4ο αιώνα αρχίζει, μαζί με την κρατικοποίηση της θρησκείας, η ραγδαία εξάπλωση στη Μικρά Ασία της εικονολατρείας (η οποία συνεχίζεται στην ορθόδοξη και την καθολική εκκλησία μέχρι σήμερα)· αυτή η λατρεία είχε πάρει τον 6ο και 7ο αιώνα μορφή επιδημίας και υστερίας. Οι μοναχοί προωθούσαν μαζικά και έναντι χρημάτων εικόνες για κάθε υπαρκτό ή φανταστικό πρόσωπο της χριστιανικής θρησκείας και οργάνωναν προσκυνήματα σε μοναστήρια και ναούς με «θαυματουργές εικόνες», περίπου όπως σήμερα.

Οι θεολόγοι, μέχρι των ημερών μας, δικαιολογούν αυτή την «ειδωλολατρική» υστερία με το επιχείρημα ότι οι πιστοί δεν λάτρευαν το ξύλο κτλ., αλλά το εικονιζόμενο πρόσωπο. Η θέαση του εικονιζόμενου προσώπου οδηγεί στην πίστη, έλεγαν! Οι εικονολάτρες θεολόγοι αναγκάζονταν πλέον να χρησιμοποιούν τα επιχειρήματα των υπερασπιστών της αρχαιοελληνικής θρησκείας, ειδικότερα του φιλοσόφου Πορφύριου Μάλχου «Περί αγαλμάτων» (3ος αιώνας μ.Χ.), για τη σημασία που είχαν τα αγάλματα στην Αρχαιότητα.

Έγραφε ο Πορφύριος: «Δεν πρέπει ν’ απορεί κάποιος που οι αμαθέστατοι των ανθρώπων θεωρούν τα αγάλματα ξύλα και πέτρες, αφού και τα γράμματα έτσι τα θεωρούν οι αναλφάβητοι, αντιμετωπίζοντας τις ενεπίγραφες στήλες σαν απλές πέτρες, τις πινακίδες σαν ξύλα και τα βιβλία σαν δεμένο πάπυρο... Όσοι αποδίδουν τον πρέποντα σεβασμό στους θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο θεός βρίσκεται στο ξύλο, στο λίθο η στο χαλκό από τον οποίο κατασκευάζεται το ομοίωμα τους, ούτε θεωρούν ότι αν ακρωτηριασθεί ένα μέρος του αγάλματος μειώνεται η δύναμης του θεού. Τα ομοιώματα και οι ναοί ιδρύθηκαν από τους προγόνους μας για τη διαρκή υπενθύμιση της υπάρξεως των θεών, για να παρέχουν τη δυνατότητα σε όσους φοιτούν εκεί να ανάγονται στην έννοια του θεού με συστηματική εργασία και καθαρό βίο και σε όσους προσέρχονται εκεί, να μπορούν να απευθυνθούν στο θεό με προσευχές και ικεσίες, ζητώντας από αυτόν ό,τι έχει ο καθένας ανάγκη... Και πραγματικά, εάν κάποιος φτιάξει την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει βεβαίως ότι ο φίλος του βρίσκεται μέσα στην εικόνα ούτε τα μέλη του σώματος του έχουν εγκλεισθεί μέσα στην ζωγραφιά, αλλά θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει την τιμή που αποδίδει στο φίλο του.»

Τα ίδια περίπου, εμπλουτισμένα με χριστιανική ορολογία, έλεγαν πλέον και οι χριστιανοί εικονολάτρες στους αντιπάλους τους, επίσης χριστιανούς αλλά εικονοκλάστες! Μόνο που από δύο εικόνες με το ίδιο πρόσωπο και την ίδια ακριβώς μορφή, η μία ήταν θαυματουργή και η άλλη όχι. Άρα πρέπει τα διαφορετικά υλικά να έκαναν τη διαφορά… Οι Γότθοι αυτοκράτορες είχαν επιβάλλει μία ενιαία και υποχρεωτική θρησκεία για να ηρεμήσουν την επικράτεια από τις θρησκευτικές διαμάχες, αλλά τους βγήκαν ακριβώς τα ίδια με χριστιανικό μανδύα πλέον!

Όμως, κι αυτές οι θεολογικές ερμηνείες δεν έφτασαν ποτέ –μέχρι σήμερα– στο ποίμνιο, το οποίο συνέχιζε να ροκανίζει το ξύλο «θαυματουργών εικόνων» ή να ξύνει τα χρώματά τους και να τα βάζει με προτροπή (και εισπράξεις) κληρικών ως δυναμωτικά και προστατευτικά στο κρασί της μετάληψης, στο φαγητό και στο ποτό. Οι εικόνες άρχισαν να κλαίνε, να μιλάνε, να μετακινούνται χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, μερικές μάλιστα αμύνονταν σε εχθρικές επιθέσεις. Και όλα αυτά (που επαναλαμβάνονται μέχρι σήμερα) καταγεγραμμένα και επιβεβαιωμένα από «μαρτυρίες» μοναχών, γερόντων και πιστών… Μάλιστα, ήδη τότε άρχισαν να εμφανίζονται και εικόνες που είχαν ζωγραφιστεί με μαγικό τρόπο, «αχειροποίητες», εννοείται από θαυματοποιούς αγίους, αγγέλους και άλλα όντα της θρησκευτικής φαντασίας – ίσως όμως και από τον σατανά· ουδείς μπορεί να είναι βέβαιος!

Αυτές οι πρακτικές και άλλες συναφείς, π.χ. στα βαφτίσια μωρού δεν υπήρχε ανάδοχος αλλά μια εικόνα του αγίου τάδε, ο οποίος ήταν ο νονός (με βάφτισε ο άγιος Κηφήνιος αυτοπροσώπως!) συνεχίστηκαν πολλούς αιώνες αργότερα –ίσως γίνονται και σήμερα– και έχουν διασωθεί γραπτές περιγραφές από Ευρωπαίους περιηγητές στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας, όπου μοναχοί πουλούσαν στους πιστούς σκόνη από τοίχους ή από χρώματα ή ροκανίδια από ξύλο εικόνας ως θαυματουργά και προστατευτικά.

Το έτος 726 εξέδωσε λοιπόν ο αυτοκράτορας διάταγμα, με το οποίο απαγορευόταν η ανάρτηση εικόνων οπουδήποτε στην επικράτεια, αφενός ως άχρηστων και αφετέρου ως επιβλαβών. Άχρηστες ήταν, επιχειρηματολογούσαν οι αντίπαλοι των εικόνων, αφού δεν έσωσαν το στρατό που τις έφερε μαζί του, από ήττες (στις εκστρατείες ακολουθούσε πάντα συνεργείο παπάδων με όλα τα εξαρτήματα της λατρείας τους) ή φρούρια στολισμένα με εικόνες είχαν καταληφθεί από τους εχθρούς – οι οποίοι κάποιες φορές ήταν επίσης χριστιανοί. Επιβλαβείς ήταν οι εικόνες επίσης, γιατί απορρίπτονταν ως ειδωλολατρικά κατασκευάσματα εκ μέρους των ανατολικών θεολόγων και πληθυσμών.

Έτσι καθαιρέθηκαν και καταστράφηκαν, στο βαθμό που εντοπίστηκαν, εικόνες θεών και δαιμόνων, αγγέλων, αγίων και ό,τι άλλο είχε επινοήσει η καλογερική απληστία. Αυτή η ενέργεια χαρακτηρίστηκε ως «εικονοκλασία» και οι οπαδοί της «εικονοκλάστες». Οι αντίπαλοι που επεδίωκαν τη συνέχιση της λατρείας, ονομάστηκαν «εικονόδουλοι» ή «εικονολάτρες».

Ο Λέων και η συνοδεία του ήταν επηρεασμένοι σε σημαντικό βαθμό από τους πληθυσμούς στα ανατολικά εδάφη, αγρότες στη μεγάλη πλειοψηφία τους, οι οποίοι είχαν επηρεαστεί από ανεικονικές αντιλήψεις, λόγω της γειτονίας με εξισλαμισθέντες λαούς. Αυτοί οι πληθυσμοί σήκωναν και το κύριο βάρος στις επιστρατεύσεις κατά των Αράβων και ήταν λογικό να επηρεάζουν την Αυλή. Σ’ αυτές τις περιοχές του κράτους είχαν σημαντική επιρροή οι Παυλικανοί, οι οποίοι ήταν σφόδρα αντίθετοι με τις ειδωλολατρικές συνήθειες που είχαν εισχωρήσει στις χριστιανικές τελετές.

Η εικονοκλαστική κίνηση στη Μικρά Ασία δεν είχε κοσμική ηγεσία αλλά εκκλησιαστική, με ηγέτες ανώτερους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους της περιοχής, όπως ήταν ο μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως Θωμάς, ο Εφέσου Θεόδωρος και ο επίσκοπος Νακωλείας Κωνσταντίνος. Ο τελευταίος φαίνεται να ήταν και ο πραγματικός πνευματικός υποκινητής της βυζαντινής εικονομαχίας, τον όποιο οι ορθόδοξοι παράγοντες των μεγάλων πόλεων ονόμασαν, όπως συνήθιζαν με καθένα που διαφωνούσε μαζί τους, «αιρεσιάρχη».

Από κει και πέρα άρχισαν οι εχθροπραξίες ένθεν κακείθεν, υποκινούμενες αφενός από τους μοναχούς, αφετέρου από τους στρατιωτικούς του κλίματος των Ισαύρων. Ο αξιωματούχος που πήρε εντολή να αντικαταστήσει την εικόνα του Ιησού με ένα σταυρό σε κάποια πύλη της πόλης, εξοντώθηκε από τον εξαγριωμένο όχλο. Στρατιωτικοί ηγέτες από ελλαδικές περιοχές κατέπλευσαν με το στόλο εναντίον της πρωτεύουσας, όπου αναχαιτίστηκαν με τη χρήση «υγρού πυρός». Ένας εμφύλιος πόλεμος με αφορμή τις εικόνες και στόχο την κρατική εξουσία!

Στους «εικονόδουλους» ανήκε και ο πατριάρχης Κων/πόλεως Γερμανός, αλλά και ο πάπας της Ρώμης, Γρηγόριος Γ’, ο οποίος θεώρησε ότι είναι μια καλή ευκαιρία να αυτονομηθεί από την Κων/πολη, αφού λόγω των συγκρούσεων είχε ήδη μειωθεί σημαντικά η παρουσία του βυζαντινού στόλου στις θάλασσες γύρω από την Ιταλία. Ο Λέων εξεδίωξε τον Γερμανό –πάνω από 90 ετών ήδη– και έβαλε στη θέση του έναν της δικής του επιρροής, ο οποίος θεωρήθηκε «μοιχεπιβάτης» από τους εικονολάτρες… Και μόνο η ορολογία των παπάδων στους αμοιβαίους αναθεματισμούς και στις κατάρες προκαλούν ψυχαγωγία!

Με αυτό τον πατριάρχη οργάνωσε ο Λέων μια τοπική σύνοδο ή συνδιάσκεψη επισκόπων –άμα καλούσε όλους τους επισκόπους, δεν θα είχε πλειοψηφία!–, στην οποία αποφασίστηκε η κατάργηση των εικόνων! Έτσι, εκτός από την αυτοκρατορική επιταγή, υπήρχε και η συμβολή του αγίου πνεύματος δια των επισκόπων που πήραν μέρος!

Ο διάδοχος του Λέοντα Γ’, Κων/νος Ε’ με αρχικό όνομα Άνθης (βασίλεψε 741-776), ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε ως «αληθινός φίλος του Χριστού» (όχι δούλος, φίλος!), συνέγραψε ο ίδιος εικονοκλαστικά κείμενα με δική του θεολογική αντίληψη. Βέβαια, θεολόγους που εξυμνούσαν και δικαιολογούσαν τις εικόνες είχαν και οι εικονολάτρες, μια και κάθε δοξασία μπορεί να βρει τους υποστηρικτές της, οι οποίοι διαθέτουν παρακαταθήκη με αποσπάσματα από τις γραφές και λόγια του ενός ή του άλλου εκκλησιαστικού «πατέρα».

Μεταξύ 742 και 743 βρέθηκε ο Κων/νος για 16 μήνες εκτός εξουσίας, γιατί ένας δικός του στρατηγός, ο Αρτάβασδος, του επετέθη με στράτευμα και τον νίκησε, καταλαμβάνοντας έτσι το θρόνο. Όμως ο Κων/νος επανήλθε με φιλο-εικονοκλαστικά στρατεύματα, τα οποία νίκησαν τους στασιαστές και «εισπηδητές» στο θρόνο κι έτσι βρέθηκε πάλι αυτοκράτορας. Οπότε τώρα άρχισαν οι σφαγές των συγγενών και των συνεργατών του Αρτάβασδου, με αποκεφαλισμούς, ακρωτηριασμούς και άλλα χριστιανικά και αγαπησιάρικα.

Μάλιστα, ο πατριάρχης Αναστάσιος που είχε αναλάβει εργολαβικά να ευλογεί αυτοκράτορες, τιμωρήθηκε εξευτελιστικά από τον επανακάμψαντα Κων/νο, συρόμενος στον ιππόδρομο πίσω από γαϊδούρι, υπό τη χλεύη του όχλου στις εξέδρες… Τέτοια ξεφτίλα για τους εραστές της εξουσίας (και το άγιο πνεύμα να παρακολουθεί!)

Και επειδή «αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω», συνήλθε το έτος 754 εκκλησιαστική οικουμενική σύνοδος στην Κων/πολη με 338 επισκόπους, η οποία αποφάσισε –φυσικά– την οριστική κατάργηση των εικόνων. Γενικώς είχε δημιουργηθεί μια ωραία ατμόσφαιρα παρακμής η οποία, μέσα σε αλληλοσφαγές και αναθέματα, κράτησε μέχρι το 843, πάνω από 100 χρόνια συνολικά, οπότε επανήλθαν οι εικόνες και το ποίμνιο συνεχίζει μέχρι σήμερα να προσκυνά ξύλα, τοίχους και τζάμια…