(της Έλενας Φυντανίδου, ΒΗΜΑ, 8/6/2010)
Στο νοσοκομείο -και ειδικότερα στο ψυχιατρείο- στέλνουν τους Ελληνες η οικονομική κρίση και η ανασφάλεια της εργασίας. Στο Δρομοκαΐτειο έχουν διπλασιαστεί το τελευταίο τετράμηνο τόσο οι εισαγωγές ψυχικά πασχόντων όσο και οι επισκέψεις στα εξωτερικά ιατρεία ατόμων που θέλουν να τους δει γιατρός και να τους γράψει έστω και ένα φάρμακο. Δεν βρίσκονται όμως όλοι σε παραγωγική ηλικία. Πολλοί από αυτούς που επισκέπτονται το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο είναι συνταξιούχοι, οι οποίοι έχουν στην κυριολεξία τρελαθεί μετά τις ανακοινώσεις για τις περικοπές των συντάξεων, αλλά και εργαζόμενοι που βρίσκονται λίγο πριν από τη σύνταξη.
«Υπάρχουν οικογένειες, οι οποίες επειδή δεν αντέχουν πλέον να κρατούν στο σπίτι άνθρωπο με προβλήματα ψυχιατρικής φύσεως ήπιας μορφής. Μας παρακαλούν να τον δεχθούμε. Αν δεν τα καταφέρουν, καταγγέλλουν στην Αστυνομία, δήθεν ότι φωνάζει προκειμένου να εισαχθεί με εισαγγελική παραγγελία. Από τη στιγμή που το περιστατικό είναι διαγνωσμένο, ο γιατρός δεν μπορεί να μην τον κρατήσει για παρακολούθηση. Άλλοι μένουν δέκα ημέρες, άλλοι ένα μήνα, εξαρτάται από την περίπτωση» δηλώνει προς «Το Βήμα» ο πρόεδρος του συλλόγου εργαζομένων του Δρομοκαϊτείου κ. Μιχ. Γιαννάκος.
Ο αριθμός των εισαγωγών ατόμων με ψυχικές παθήσεις στο Δρομοκαΐτειο αυξάνεται συνεχώς. Την περασμένη Πέμπτη, ημέρα εφημερίας, εισήχθησαν 25 ασθενείς. Χθες μέσα σε μισή ώρα (3 μ.μ.- 3.30 μ.μ.) εισήχθησαν οκτώ ασθενείς. «Αν μπαίνουν 25 ασθενείς σε κάθε εφημερία, υπολογίζουμε ότι τον μήνα θα έχουμε επιπλέον 200 περιστατικά» αναφέρει ο κ. Γιαννάκος. Την ίδια στιγμή, καταγγέλλει, υπάρχει σημαντική έλλειψη γιατρών και νοσηλευτών. «Οι ελλείψεις γιατρών είναι πολλές. Ως παράδειγμα αναφέρω ότι δεν έχουμε καρδιολόγο. Αν συμβεί οτιδήποτε σε ασθενή, πρέπει να τον μεταφέρουμε σε γενικό νοσοκομείο» σημειώνει.
Από την πλευρά τους, οι εκπρόσωποι της διοίκησης του Δρομοκαϊτείου δηλώνουν ότι σε κάθε γενική εφημερία το νοσοκομείο δέχεται κατά μέσον όρο 40 έκτακτα περιστατικά, ενώ τα ψυχιατρικά τμήματα του «Ευαγγελισμού» και του «Γ. Γεννηματάς» δέχονται στις γενικές εφημερίες από 50 ως 70 επείγοντα περιστατικά. Στοιχεία που δίνουν δείχνουν ότι τα επείγοντα περιστατικά ανέρχονται το τελευταίο τετράμηνο σε περίπου 1.200, ενώ η κίνηση των εξωτερικών ιατρείων το ίδιο διάστημα κυμαίνεται στις 3.500. Σύμφωνα με τον διευθυντή Ψυχιατρικής Κλινικής στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής («Δαφνί») κ. Θ. Μεγαλοοικονόμου, στο ΨΝΑ «δεν έχουν ακόμη φανεί οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ποσότητα των αιτημάτων όσο στο περιεχόμενό τους, αλλά θα φανούν το προσεχές διάστημα και στον αριθμόκαι στην πολυπλοκότητα των αναγκών».
Όπως επισημαίνει, το περιεχόμενο της σκέψης, το άγχος και ο φόβος των ατόμων που προσέρχονται στα εξωτερικά ιατρεία έχουν άμεση σχέση με τη σημερινή κατάσταση. «Βλέπουν αδιέξοδο, καταστροφή» τονίζει. Ο διοικητής του Νοσοκομείου κ. Γ. Παπαδόπουλος σημειώνει ότι γίνεται προσπάθεια καταγραφής των στοιχείων των έκτακτων εισαγωγών και της νοσηλευτικής κίνησης των ψυχιατρικών τμημάτων. Ως τον Ιούλιο, προσθέτει, θα είναι πιο ξεκάθαρη η εικόνα.
Σύμφωνα με την κλινική ψυχολόγο στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο κυρία Ιλια Θεοτοκά-Χρυσοστομίδη , τα περιστατικά που αφορούν αγχώδεις διαταραχές και κρίσεις πανικού έχουν αυξηθεί λόγω οικονομικής κρίσης. «Βλέπουμε παθητικότητα στην επίλυση προβλημάτων, δηλαδή οι άνθρωποι αισθάνονται λιγότερο ενεργητικοί και μάχιμοι. Υπάρχει τάση αδράνειας και αδιαφορίας προς την επίλυση των προβλημάτων» σημειώνει, τονίζοντας ότι παρατηρείται τάση αύξησης της χρήσης ουσιών. «Η παθητικότητα και η απουσία κινήτρου οδηγούν σε μια καταθλιπτική συμπεριφορά. Οι άνθρωποι νιώθουν αβοήθητοι και πιστεύουν ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι γι΄ αυτό. “Βουλιάζουν” στην παθητικότητα». Ωστόσο καταλήγει ότι υπάρχει και μερίδα πληθυσμού που δέχεται να προσαρμοστεί στις αλλαγές.
«Πώς θα ζήσουμε χωρίς δουλειά;..»
«Αν χάσουμε τη δουλειά μας, πώς θα ζήσουμε τα παιδιά μας;». Αγωνία, απελπισία, αδιέξοδο... Συναισθήματα «ζωγραφισμένα» στο πρόσωπο της Ελένης Χ. Η 50χρονη γυναίκα εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, όπως και ο σύζυγός της. Τους τελευταίους μήνες αισθάνεται ανασφάλεια για το μέλλον της οικογένειάς της και ειδικότερα των δύο παιδιών της. «Τον άντρα μου καθυστέρησαν να τον πληρώσουν. Τι θα κάνουμε, πώς θα ζήσουμε;». Το βλέμμα της είναι τρομαγμένο και η ανάσα της κόβεται καθώς μιλάει στη γιατρό που την παρακολουθεί τους τελευταίους μήνες. Ωστόσο η συνομιλία μαζί της την κάνει να νιώθει καλύτερα.