(της Mαριας Kατσουνακη, Καθημερινή, 16/5/2010)
Στην Ελλάδα το θέμα «καύση νεκρών» είχε τεθεί δημόσια για πρώτη φορά το 1987, επετράπη ύστερα από είκοσι, σχεδόν, χρόνια με την ψήφιση, το 2006, του σχετικού νόμου και πριν από λίγες ημέρες τα συναρμόδια υπουργεία (Περιβάλλοντος, Εσωτερικών και Υγείας) υπέγραψαν κοινή απόφαση για τη ρύθμιση των ζητημάτων που αφορούν την ίδρυση και τη λειτουργία κέντρων αποτέφρωσης. Σημαντικό βήμα, αναγκαίο το δικαίωμα της επιλογής. «Ταφή ή καύση;» Αρχές του 21ου αιώνα μπορούν και οι Ελληνες, πλέον, να απαντήσουν.
Η Εκκλησία αντιδρά. Αναμενόμενο. Εκ της φύσεώς τους οι Εκκλησίες είναι συντηρητικοί οργανισμοί. Εκτός από τις παραδόσεις, τις Γραφές, ερωτήματα θεολογικού και φιλοσοφικού περιεχομένου, εκκρεμούν και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Μια ολόκληρη βιομηχανία που έχει στηθεί γύρω από το τελετουργικό της κηδείας και η οποία θα θιγεί σημαντικά αν, τελικά, ένα μέρος των πιστών επιλέξει την οδό της αποτέφρωσης.
Το αδιαχώρητο των νεκροταφείων της Αττικής, οι αστρονομικές τιμές στις οποίες έχει εκτοξευθεί η αγορά τάφου, η δαπάνη της κηδείας (2.000 με 3.000 ευρώ ή, απλώς, αξιοπρεπής), η φρικώδης διαδικασία της εκταφής, όλα θα ανακουφιστούν μόλις λειτουργήσει το πρώτο Κέντρο Αποτέφρωσης Νεκρών. Η καύση είναι υπόθεση πολιτισμού.
Τώρα, μάλιστα, που η μεταφυσική αγωνία βαραίνει όσο και η πραγματική αβεβαιότητα, η υπουργική απόφαση ανοίγει ένα δρόμο. Δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε ώριμα και ρεαλιστικά όχι μόνο τη ζωή, αλλά και τον θάνατο.
Σε μία από τις πιο προβεβλημένες σκηνές του «Αμλετ», στην πέμπτη πράξη του έργου, ο ένας νεκροθάφτης απευθύνεται στον άλλον: «Ποιος χτίζει πιο γερά και από τον χτίστη και το μαραγκό; (...) Ετσι και σου ξαναβάλουνε το αίνιγμα αυτό, εσύ θα απαντήσεις “ο νεκροθάφτης”. Γιατί τα δικά του σπίτια θα κρατήσουν μέχρι Δευτέρα Παρουσία». Η στιχομυθία, λίγο πριν ο Αμλετ κρατήσει το κρανίο στα χέρια του και σαρκάσει για τη ματαιότητα του βίου.
Πάνω στο θρυλικό ερώτημα του πρίγκιπα της Δανίας η τέχνη έχει θριαμβεύσει δίνοντας ανθεκτικούς στον χρόνο καρπούς, δημιουργώντας ακατάλυτους δεσμούς. Η εμπειρία του τέλους, άλλοτε τρομακτική άλλοτε λυτρωτική, τροφοδοτεί τους καλλιτέχνες με ανεξάντλητο υλικό.
Η στάχτη, είτε φυλάσσεται είτε σκορπίζεται, είναι μια διαρκής υπόμνηση της θνητότητας. Ο αποχωρισμός είναι τελεσίδικος, οριστικός.
Πώς θα αντιδράσει άραγε μια κοινωνία γαλουχημένη στη διαδικασία της ταφής; Στη φροντίδα του μνήματος και στον θρήνο; Σε αυτό το νοητό «σημείο συνάντησης» όπου ο συγγενής επιστρέφει και αναζητεί, παλεύει ακατάπαυστα να συμφιλιωθεί με την απώλεια του αγαπημένου προσώπου; Σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη η αποτέφρωση νεκρών αποτελεί θεσμό εδώ και αιώνες (από το 1789 στη Γαλλία, από το 1884 στη Βρετανία). Η Ελλάδα, εγκλωβισμένη σε παραδόσεις, αγκυλώσεις και συμφέροντα, δυσκολεύεται να υιοθετήσει την ελευθερία της επιλογής. Η αποτέφρωση, στο μυαλό ενός μέρους του πληθυσμού, είναι συνώνυμη με την πολιτική κηδεία. Εκτός θρησκείας, εκτός Γραφών. Σχεδόν σε καθεστώς παρανομίας.
Η καύση νεκρών δαιμονοποιείται, από άγνοια ή από πρόθεση, με αποτέλεσμα η ταφή να θεωρείται μονόδρομος. Ομως, τα τελευταία χρόνια, πληθαίνουν παράλληλα και εκείνοι που τολμούν και επιλέγουν την άλλη λύση. Που δηλώνουν αυτό που επιθυμούν και ζητούν από το περιβάλλον τους να το εκπληρώσει. Αναγκαστικά τότε, η σορός ταξιδεύει σε χώρες του εξωτερικού, όπου η διαδικασία της αποτέφρωσης επιτρέπεται.
Σε μια εποχή απρόβλεπτη, ανακατατάξεων και ανατροπών, η «καύση νεκρών» προσφέρεται για ασκήσεις μαύρου χιούμορ (ειδικά με τις περικοπές μισθών και συντάξεων...), κινδυνεύοντας να βρεθεί στο περιθώριο ή να αποτελέσει άλλο ένα πεδίο εσωτερικού εμφυλίου. Πρόκειται, όμως, για σημαντικό ζήτημα, που αποτελεί κοινωνική κατάκτηση. Τα παιχνίδια εξουσίας ας τα αφήσουμε στη ζωή. Ο θάνατος έχει το δικό του βασίλειο, αχανές και ανεξιχνίαστο. Κι όπως λέει ο Αμλετ απευθυνόμενος στον Οράτιο: «Ο ουρανός κι η γη κρύβουνε περισσότερα μυστήρια από όσα ονειρεύτηκε ποτέ η φιλοσοφία σου» …