(του Γιάννη Παπαδόπουλου, ΤΑ ΝΕΑ, 10/5/2010)
Η νόσος Λου Γκέριγκ άφησε τον Βρετανό ιστορικό τετραπληγικό, αλλά δεν του στέρησε την κριτική ματιά απέναντι στον κόσμο. Από το δωμάτιό του στο Μανχάταν μιλάει για την ασθένειά του και σχολιάζει την οικονομική και ηθική κρίση της Ελλάδας.
O Τόνι Τζουντ ακολουθεί μια πορεία δίχως γυρισμό. Πρώτα παρέλυσαν τα χέρια του. Επειτα τα πόδια του. Σήμερα, οι μύες του διαφράγματός του είναι τόσο αδύναμοι που δεν μπορεί να αναπνεύσει χωρίς αντλία οξυγόνου και η φωνή του έχει περιοριστεί σε έναν τραχύ ψίθυρο. Διατηρεί ακόμα την αίσθηση των άκρων του, δεν νιώθει πόνο, αλλά δεν μπορεί να τα ελέγξει. Καθηλωμένος σε μια αναπηρική καρέκλα είναι καταδικασμένος να παρακολουθεί τον θάνατό του.
Ο Βρετανός Τόνι Τζουντ είναι ένας από τους πιο φημισμένους ιστορικούς στην Αμερική. Από το 1987 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και αρθρογραφεί σε έντυπα όπως οι «Νew York Τimes» και η «Νew Υork Review of Βooks». Είναι γνωστός για τις ριζοσπαστικές- ενοχλητικές για πολλούς - ιδέες του. Αν και Εβραίος, έχει αμφισβητήσει τη νομιμότητα του κράτους του Ισραήλ και έχει ταχθεί υπέρ της «λύσης ενός κράτους» για την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση. Εχει πάρει την αμερικανική υπηκοότητα, αλλά δεν έχει σταματήσει να ασκεί κριτική απέναντι στην καταναλωτική μανία της νέας του πατρίδας. Πρόσφατα το περιοδικό «Νew Υork» έγραψε ότι ο Τζουντ είναι το «πιο ζωντανό μυαλό της Νέας Υόρκης. Ενα εκθαμβωτικό και εριστικό μυαλό που αποτελεί τον σπουδαιότερο θησαυρό της πόλης». Αυτό το μυαλό είναι ό,τι του έχει απομείνει.
Τον Σεπτέμβριο του 2008, ο Τζουντ διαγνώστηκε με μια σπάνια παραλυτική ασθένεια, γνωστή ως «αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση» (ΑLS) ή αλλιώς «νόσος Λου Γκέριγκ» (πήρε το όνομα του παίκτη των Νew Υork Υankees που πέθανε από αυτή το 1941). Φυλακισμένος στην ίδια του την ύπαρξη, ο Τζουντ είναι «ένα μάτσο νεκροί μύες που σκέφτονται». Παρά την κατάστασή του υπαγόρευσε μια σειρά εξαιρετικών δοκιμίων που δημοσιεύτηκαν στη «Νew Υork Review of Βooks» και ένα βιβλίο που απευθύνεται στη συλλογική συνείδηση των νέων. Με τον Τόνι Τζουντ δεν συναντηθήκαμε ποτέ. Οταν ζήτησα να τον βρω στο σπίτι του στο Μανχάταν, η απάντησή του ήταν αρνητική. «Κάθε συνάντηση είναι πολύ επώδυνη στην κατάστασή μου», μου είπε. Πρότεινε να κάνουμε τη συνέντευξη μέσω e-mail. Θα του έστελνα τις ερωτήσεις, θα τις διάβαζε και θα υπαγόρευε τις απαντήσεις σε έναν από τους δύο βοηθούς του.
Πώς σας έκανε να νιώσετε αυτή η αιφνίδια αλλαγή στη ζωή σας;
«Στην αρχή υπέφερα από κατάθλιψη. Χρειάστηκαν μερικοί μήνες για να βρω την ενέργεια και τη θέληση να επιστρέψω στη δουλειά. Πλέον η ζωή μου είναι διαφορετική, αλλά έχω μάθει να την υπομένω».
Τι σας δίδαξε η ασθένειά σας;
« Ότι η εξάρτηση από συναδέλφους και φίλους -κάτι ασυνήθιστο για ένα μοναχικό και ανεξάρτητο άτομο σαν κι εμένα- μπορεί να είναι πολύ ευεργετική».
Σκέφτεστε την ευθανασία;
«Η ευθανασία είναι η λάθος λέξη: κανείς δεν χρειάζεται να με βοηθήσει να θέσω τέλος στη ζωή μου. Αυτή η ασθένεια κάποτε θα με σκοτώσει. Η ερώτηση είναι το αν θα αποφασίσω να την αφήσω να ολοκληρώσει τον κύκλο της».
Φοβάστε τον θάνατο;
«Οχι δεν τον φοβάμαι. Περισσότερο ανησυχώ για την επίδραση που θα έχει στην οικογένειά μου. Αλλωστε δεν θα είμαι μαζί τους για να υποφέρω τις συνέπειες της απουσίας μου... Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι να εγκλωβιστώ σε μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει η δυνατότητα επικοινωνίας».
Εχετε δηλώσει άθεος. Η ασθένειά σας άλλαξε τις απόψεις σας για τη θρησκεία;
«Δεν άλλαξε η οπτική μου για τη θρησκεία ή για το αν υπάρχει Θεός. Σκέφτομαι αρκετά τη μετά θάνατον ζωή. Κυρίως όμως σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους που μένουν πίσω».
Δεν θα ήταν πιο εύκολο να παραιτηθείτε μόλις μάθατε για την ασθένειά σας;
«Τότε θα βαριόμουν και θα έχανα κάθε ίχνος αυτοσεβασμού. Ηταν πιο εύκολο τελικά να πω "άι στον διάολο, έχω ακόμα πολλά να πω και είμαι σε θέση να το κάνω"».
«Πάντοτε απέφευγα τον κομφορμισμό»
Στο καινούργιο του βιβλίο «Ιll Fares the Land», ο Τζουντ εμφανίζεται θυμωμένος απέναντι στους ανθρώπους που σπαταλούν τη ζωή τους.
Ζητά από τους νέους να μην απορρίπτουν μηδενιστικά το παρόν ούτε να αποδέχονται παθητικά τις αδικίες του. Κάποτε ο Τζουντ στοχοποιούσε με την κριτική του ιστορικούς ή θέματα εξωτερικής πολιτικής. Τώρα μιλάει πιο έντονα για πολιτικά ζητήματα.
Από πού πηγάζει αυτός ο θυμός για τις αδικίες και το πολιτικό σύστημα; Μήπως η ασθένεια σας κάνει πιο ριζοσπαστικό ή πιο θυμωμένο;
«Σίγουρα είμαι θυμωμένος για την ασθένειά μου- ο καθένας θα ήταν. Αυτό όμως δεν με κάνει πιο θυμωμένο για το χάλι των δημοκρατικών πολιτικών μας τα τελευταία χρόνια. Τα ίδια θα υποστήριζα ακόμα κι αν ήμουν υγιής».
Συνήθως οι περισσότεροι νέοι, από αριστεροί ή επαναστάτες γίνονται δεξιοί ή πιο συντηρητικοί καθώς μεγαλώνουν. Εσείς πώς καταφέρατε να μείνετε ανεπηρέαστος;
«Δεν ήμουν ποτέ ο τυπικός ριζοσπάστης της δεκαετίας του '60. Ποτέ δεν πίστεψα ότι πρέπει "να κάνουμε έρωτα και όχι πόλεμο" (εφάρμοσα βέβαια αυτό το ρητό, αλλά όχι επειδή ήταν πολιτικό σλόγκαν!). Ημουν ένας σκεπτικιστής μαρξιστής όταν όλοι οι φίλοι μου γίνονταν μαοϊστές.
Κατά κάποιο τρόπο έμενα πάντα εκεί που ήμουν ιδεολογικά, ενώ οι φίλοι μου πέρασαν από την Αριστερά στη Δεξιά. Αλλά πάντοτε απέφευγα τον κομφορμισμό. Οχι λόγω ματαιοδοξίας, αλλά περισσότερο γιατί επιθυμούσα να αποφύγω τους κύκλους ταύτισης απόψεων και αυταρέσκειας».
Οταν ανήκετε παντού και πουθενά, ρισκάρετε να παρεξηγηθούν οι απόψεις σας. Δεν έχετε την ιδεολογική ασφάλεια που προσφέρει μια ομάδα.
«Είμαι ένας Εβραίος που δεν ανήκει στους Εβραίους, ένας Αγγλος που δεν ανήκει στους Αγγλους, ένας μπέιμπι μπούμερ που δεν συμφωνεί με τη δεκαετία του ΄60 και ένας μη παραδοσιακός αριστερός. Ξέρω ότι μπορεί να με δουν ως αποστάτη και να παρανοήσουν τις σκέψεις ή τη δουλειά μου. Δεν θέλω να συμβεί αυτό. Αλλά είναι το τίμημα που πρέπει να αποδεχτείς όταν είσαι αντικομφορμιστής».
«Περισσότερο κοσμοπολίτες, λιγότερο ευάλωτοι»
Απογοητευμένος από την πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα, ο Τζουντ προσπαθεί να αφυπνίσει σήμερα τη νέα γενιά από τον πολιτικό της λήθαργο.
«Το μόνο ριζοσπαστικό πάνω στον Ομπάμα ήταν ότι παρά το χρώμα του δέρματός του κέρδισε την προεδρία», μου γράφει ο Τζουντ στο e-mail του. «Ο Ομπάμα είναι ένας μετριοπαθής πολιτικός που επιλέγει τους συμβιβασμούς τη στιγμή που χρειαζόμαστε απεγνωσμένα έναν θυμωμένο φιλελεύθερο (άντρα ή γυναίκα) με πειθώ και πολιτικό ταλέντο».
Το βιβλίο σας είναι ουσιαστικά ένα γράμμα προς τους νέους. Τους ζητάτε να κοιτάξουν τον κόσμο διαφορετικά. Δεν προσφέρετε όμως λύσεις. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, μία από τις πιο συνήθεις αντιδράσεις της κοινωνίας είναι οι πορείες ή οι απεργίες. Αρκούν όμως αυτά;
«Οι απεργίες και οι πορείες τις περισσότερες φορές απλά επαναλαμβάνουν τη ρητορική, τις αντιπαλότητες και τις προσωρινές λύσεις του παρελθόντος. Δεν λέω ότι ο κόσμος δεν πρέπει να αντιδρά. Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 στην Ελλάδα άλλωστε το δείχνουν. Αυτό που λέω είναι ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ηθική ορθότητα μιας διαμαρτυρίας και στην πολιτική ορθότητα της χρήσης οργανισμών, ιδεών και προγραμμάτων που μπορούν όντως να αλλάξουν τα πράγματα. Και οι δύο τρόποι απόρριψης του παρόντος φαντάζουν ορθοί, αλλά δεν είναι ίδιοι.
Τουλάχιστον ιστορικά, ο καλύτερος τρόπος αντίδρασης απέναντι σε περιόδους κρίσεων ήταν η δημιουργία ενός νέου πολιτικού κινήματος. Χωρίς ένα πολιτικό κόμμα- αν εγκλωβιστείς μόνο στη λογική των συμμαχιών του δρόμου- δεν υπάρχει αίσθηση συνέχειας ή δυνατότητα να αποκτήσεις μεγαλύτερη ισχύ. Τότε απλά ζεις σε έναν κόσμο μόνιμων διαμαρτυριών που σταματούν για λίγο, όταν εξαγοράζονται από διαφθαρμένους ηγέτες. Επομένως εγώ θα ξεκινούσα με ένα νέο κόμμα, έξω από τις οικογένειες Καραμανλή και Παπανδρέου».
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης. Ομως παράλληλα παρατηρείται και μια πολιτισμική παρακμή. Πόσο αλληλένδετα είναι αυτά τα δύο;
«Συμφωνώ με όσους υποστηρίζουν ότι η οικονομική διάσταση της κρίσης, ειδικά στην Ελλάδα, ίσως είναι η λιγότερο σημαντική. Αλλωστε ο πρόσφατος λόγος της οικονομικής κρίσης της Ελλάδας ήταν η αθέμιτη σχέση των δημοσίων οικονομικών με μια διεφθαρμένη επενδυτική τράπεζα. Αυτή είναι μια ηθική πρόκληση, όχι ένα οικονομικό μυστήριο.
Οι οικονομικές κρίσεις στο παρελθόν οδήγησαν σε πολιτισμική παρακμή. Αυτό συνέβη τις δεκαετίες του 1840 και του 1930. Αλλά σήμερα συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Το γεγονός ότι ένα ερωτικό DVD ήταν πρώτο θέμα στην Ελλάδα, τη στιγμή που η χώρα σας αντιμετωπίζει τον κίνδυνο περιθωριοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, λέει κάτι για το επίπεδο των μέσων ενημέρωσης και της κοινής γνώμης- κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα και στην Ιταλία και στην Αγγλία. Κατά κάποιο τρόπο, οι μικρές πιθανότητες πολιτικής καταστροφής επιτρέπουν την υποβάθμιση της δημοκρατίας.
Αν η Ευρώπη ήταν λιγότερο ασφαλής, τότε η απουσία φιλελεύθερης αυτοπεποίθησης θα ήταν αντικείμενο μεγάλης ανησυχίας. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει πιθανότητα να οδηγηθούν πραγματικά στην καταστροφή. Επομένως καταρρέεις οικονομικά και πτωχεύεις πολιτισμικά, αλλά υπό την απουσία παραδοσιακής πολιτικής αντίδρασης, οι πολίτες δύσκολα νοιάζονται.
Κατηγορώ γι΄ αυτό την Ευρωπαϊκή Ενωση - ό,τι καλύτερο συνέβη στην Ευρώπη, αλλά ταυτόχρονα και μια δικαιολογία για να απομακρυνόμαστε από την ιστορία και τις ευθύνες μας. Ισως η κρίση στην Ελλάδα και η πιθανότητα να επηρεαστεί το ευρώ, να οδηγήσει σε νέες εξελίξεις. Αν η Ευρώπη αρχίσει να νιώθει ανασφαλής, τότε οι πολίτες ίσως ενδιαφερθούν για την άνοδο της Δεξιάς στην Ουγγαρία, την Ολλανδία και την Ιταλία».
Στο τελευταίο σας βιβλίο αναφέρετε ότι «όλοι είμαστε παιδιά των Ελλήνων». Τι μπορούν να διδαχτούν οι Ελληνες σήμερα από την ιστορία τους;
«Οι Ελληνες πρέπει να είναι πιο μετριόφρονες και να θυμηθούν ότι κανένας δεν ενώνεται με μια ευθεία γραμμή με κάποιον άλλον στο παρελθόν. Οι Ελληνες του σήμερα μπορεί να έχουν τις ρίζες τους στους Βούλγαρους, τους Τούρκους, τους Σέρβους ή ακόμα τους Αραβες του χθες, όπως έχουν τις ρίζες τους και στους Αθηναίους του 5ου αιώνα π.Χ. Οι Ελληνες πρέπει να θυμηθούν ότι οι φτωχοί λαοί στα άκρα μιας αυτοκρατορίας (και η Ε.Ε. είναι κατά μία έννοια μια αυτοκρατορία) είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι. Και γίνονται πιο ευάλωτοι όταν κλείνονται στη δική τους ταυτότητα και δίνουν έμφαση στη μοναδικότητα ή τη διαφορετικότητά τους. Η Ελλάδα πρέπει να είναι ένα κοσμοπολίτικο μέρος. Αν καταφύγει σε μια εθνικιστική αγνότητα (κάτι που συμβαίνει στην Ιταλία) ρισκάρει να μπει στο περιθώριο. Θα πρότεινα ακόμα στους Ελληνες να διαβάσουν τους κλασικούς συγγραφείς για να καταλάβουν καλύτερα ότι η διαφθορά (οικονομική, θεσμική και ηθική) είναι η αρχή του τέλους για τις ελεύθερες κοινωνίες».