(ΕΘΝΟΣ, 23/1/2010)
Ο Χριστιανισμός «αιμορραγεί» στη Δύση, καθώς εκατομμύρια πιστοί πειραματίζονται με την πνευματικότητά τους αναζητώντας το κάτι που δεν τους προσφέρει το δόγμα στο οποίο βαπτίστηκαν.
Σε μια εποχή αβεβαιότητας, η στροφή στη θρησκεία και στην πνευματικότητα που παρατηρείται θεωρείται σχεδόν αυτονόητη. Διόλου αυτονόητη δεν είναι η επιλογή του θρησκεύματος, καθώς τα τελευταία χρόνια έχει διαπιστωθεί ότι ο Χριστιανισμός στη Δύση «αιμορραγεί» χάνοντας εκατομμύρια πιστούς, οι οποίοι αναζητούν περισσότερες απαντήσεις και λιγότερη παράδοση.
Η «προσφορά» είναι σχεδόν ανεξάντλητη και δεν περιορίζεται στις επικρατούσες θρησκείες, αλλά κυρίως στον δυτικό κόσμο λειτουργεί ένα άτυπο... σούπερ μάρκετ πίστης, όπου καθένας επιλέγει εκείνο που του ταιριάζει.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η θρησκευτικότητα είναι της μόδας, αρκεί να έχει μια εξωτική χροιά. Οπως η Μαντόνα και η Ντέμι Μουρ έγιναν οπαδοί της Καμπάλα, όπως ο Ρίτσαρντ Γκιρ και η Τίνα Τάρνερ πίστεψαν στον Βουδισμό, έτσι εκατομμύρια Αμερικανοί «πειραματίζονται» με την πνευματικότητά τους, ψάχνοντας κάτι που δεν τους προσφέρει το δόγμα στο οποίο τους βάφτισαν οι γονείς τους.
Σύμφωνα με έρευνα του 2008, το 44% των Αμερικανών έχει αλλάξει θρήσκευμα, αρκετοί δε περισσότερο από μία φορά και στην πλειοψηφία τους απομακρύνονται από όλες τις μεγάλες θρησκείες, στρεφόμενοι σε μικρά, συχνά φανατικά μεσσιανικά κινήματα. Σε μια κοινωνία όπου το να κάνεις πλαστική είναι πιο αποδεκτό από το να προσεύχεσαι όπως έκαναν οι παππούδες μας, ο Χριστιανισμός θεωρείται ξεπερασμένος.
Στη Γηραιά Ηπειρο η λέξη κλειδί δεν είναι η μόδα, αλλά η πνευματικότητα, την οποία αποζητούν πλέον εκατομμύρια άνθρωποι. Μόνο στη Γερμανία οι χριστιανικές εκκλησίες έχουν χάσει περισσότερους από 8 εκατομμύρια πιστούς μέσα στα προηγούμενα 30 χρόνια και το επιχείρημα είναι ότι δεν βρίσκουν απλές απαντήσεις στα ερωτήματά τους. «Ο κόσμος δεν ψάχνει την ηθική, αλλά εμπειρίες που μαρτυρούν την ύπαρξη του Θεού, εμπειρίες κοντά στον Θεό και στη φώτιση», εξηγεί ο ευαγγελιστής ιερέας Βόλφγκανγκ Μπίτνερ.
Οπότε, πολλοί εγκαταλείπουν τους καθεδρικούς ναούς και τις εκκλησίες και ψάχνουν ίχνη της θείας παρουσίας στα δάση, σε πολύχρωμους ναούς, σε βουνοκορφές ή με προσκυνήματα σε μακρινούς και εξωτικούς τόπους. Ορισμένοι αναζητούν τον ίδιο τους τον εαυτό, κάποιοι την επαφή με το θείο ή με το σύμπαν.
Πολλούς οπαδούς αποκτούν στην Ευρώπη οι «wicca», δηλαδή οι σύγχρονοι μάγοι που θεωρούν ολόκληρο το σύμπαν ζωντανό και έχει δύο θεότητες, μία αρσενική και μία θηλυκή. «Οι κρατούσες θρησκείες είναι διχαστικές», υποστηρίζει η «μάγισσα» από την Ελβετία Νικόλ Μάγιερ. «Υπόσχονται σωτηρία στον θάνατο και χωρίζουν τον κόσμο σε πιστούς και άπιστους. Πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να βρίσκει εκείνο που είναι σωστό για τον ίδιο. Ο ναός μου είναι η φύση που κάθε μέρα μου δίνει δύναμη».
Θρησκείες για κάθε γούστο
Κάθε τι διαφορετικό φαίνεται πιο ελκυστικό από όσα ήδη γνωρίζουμε. Με μεγάλη ευκολία χριστιανοί μεταπηδούν σε θρησκείες όπως το Ισλάμ, επειδή αποζητούν αυστηρούς κανόνες ή γίνονται μέλη φανατικών χριστιανικών αιρέσεων που απειλούν διαρκώς με τον ερχομό της Αποκάλυψης.
Δύσκολος είναι ο δρόμος και για όσους επιλέγουν τον Τζαϊνισμό, που επιβάλλει να φοράς προστατευτική μάσκα στο στόμα, έτσι ώστε να μη σκοτώσεις ούτε ένα τόσο δα πλασματάκι με την αναπνοή σου.
Αλλοι πάλι προτιμούν τον εσωτερικισμό, τον μυστικισμό και την ηρεμία που αποπνέουν διάφορα κινήματα εξ Ανατολής, που παράλληλα έχουν ευεργετικά αποτελέσματα και στο σώμα. Υπάρχει, για παράδειγμα ο «Δρόμος των διαμαντιών», που περιλαμβάνει τμήματα της βουδιστικής διδασκαλίας, ειδικά προσαρμοσμένα στον δυτικό τρόπο σκέψης και νοοτροπίας, και κερδίζει φανατικούς οπαδούς κυρίως στις σκανδιναβικές χώρες από όπου και ξεκίνησε.
Στη Βόρεια Ευρώπη, εξάλλου, αναβιώνει και η λατρεία της φύσης, η παλιά κέλτικη θρησκεία, οι οπαδοί της οποίας προσπαθούν να επιστρέψουν νοερά στην προχριστιανική περίοδο και πειραματίζονται με διαφόρων ειδών ελιξίρια.
Η τάση: Πιστεύω χωρίς να ανήκω...
Η πλέον συνηθισμένη τάση, ωστόσο, στην οποία φαίνεται ότι ανήκει περίπου το 25% των νέων Αμερικανών και δεκάδες εκατομμύρια Ευρωπαίοι είναι το... «φτιάξτο μόνος σου». Διεθνώς αυτή η τάση αποκαλείται από τους κοινωνιολόγους «believing without belonging» (πιστεύω χωρίς να ανήκω κάπου) και σημαίνει ότι κάποιος δεν γίνεται μέλος μιας συγκεκριμένης εκκλησίας ή θρησκείας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πιστεύει στον Θεό ή σε κάποια ανώτερη δύναμη. Διαμορφώνει μόνος του την πίστη του και τον τρόπο ζωής που ακολουθεί, χωρίς να υπάρχει κάποιο όνομα γι’ αυτό το θρησκευτικό κράμα που έχει δημιουργήσει.
Φανατικοί και... οπισθοδρομικοί
Δεν είναι τυχαίο που στις ΗΠΑ πολλοί φονταμενταλιστές χριστιανοί (εκφραστές της άκρας Δεξιάς του Κυρίου όπως η ένωση «Christian Coalition of America») αντιδρούν εντονότατα σε μεταρρυθμίσεις που πρόκειται να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο μεγάλης μερίδας του πληθυσμού (όπως οι προωθούμενες από τον Ομπάμα αλλαγές στο σύστημα ιατροφαρμακευ τικής περίθαλψης).
«Οι εν λόγω ομάδες έχουν πολλά να χάσουν από τα συγκεκριμένα φιλολαϊκά μέτρα», δεδομένου ότι ουσιαστικά θρέφονται από την κοινωνική ανέχεια (με όλο και περισσότε ρους απελπι σμένους υποστηρικτές).
Εύστοχος σε έναν (στατιστικό έστω) βαθμό, ο Αμερικανός ερευνητής Γκρέγκορι Πολ παραβλέ πει, ωστόσο, μια σημαντική παράμετρο του όλου ζητήματος: το γεγονός πως η πίστη σε έναν Θεό αποτελεί μηχανισμό άμυνας, όχι μόνο απέναντι σε καθημερινά ζητήματα που έχουν «λύσει» οι ευημερούσες κοινωνίες (ανεργία, εγκληματικό τητα, περίθαλψη κ.ά.), αλλά και σε ζητήματα που δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν, όπως ο φόβος του θανάτου και η νοηματοδότηση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η ΕΥΗΜΕΡΙΑ... ΤΟΥΣ ΕΒΓΑΛΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
Οσο πιο καλά περνάς τόσο λιγότερο πιστεύεις...
Πίστη στον Θεό και κοινωνική ευημερία δεν πάνε μαζί. Και όχι μόνο δεν πάνε μαζί, αλλά κινούνται αντιστρόφως ανάλογα. Οσο ισχυρότερη είναι η μία, τόσο πιο αδύναμη είναι η άλλη και τούμπαλιν.
Αυτό είναι το πόρισμα έρευνας με τον τίτλο «Η χρόνια συνάρτηση της λαϊκής θρησκευτικότητας προς δυσλειτουργικές ψυχοκοινωνικές συνθήκες», η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην ψηφιακή επιθεώρηση «Εξελικτική Ψυχολογία» ( www.epjournal.net).
Αφού πρώτα έβαλε στη «ζυγαριά» τα δεδομένα 17 ανεπτυγμένων χωρών (Ιαπωνίας, Αυστραλίας, Καναδά, Νέας Ζηλανδίας, ΗΠΑ και 12 ευρωπαϊκών κρατών), ο συντάκτης της έκθεσης, ο Αμερικανός παλαιοντολόγος Γκρέγκορι Πολ, διαπίστωσε πως η κοινωνική ευημερία είναι μεγαλύτερη στις κοινωνίες που το θρησκευτικό αίσθημα είναι μικρότερο.
Πιο συγκεκριμένα, από τη μια μεριά της ερευνητικής πλάστιγγας ο Πολ έβαλε 25 «μέτρα» κοινωνικοοικονομικής σταθερότητας (ποσοστά εγκληματικότητας, αυτοκτονιών, κρατικής διαφθοράς, ανεργίας, διαζυγίων κ.ά.) και από την άλλη εννέα «σταθμά» θρησκευτικότητας (συχνότητα επισκέψεων στην εκκλησία, ποσοστό πίστης στη μετά θάνατον ζωή, βαθμός αποδοχής της θεωρίας της εξέλιξης κ.ά.).
Τα «ζύγισε» και είδε πως: οι χώρες που «σκαρφάλωσαν» υψηλότερα στην κλίμακα της κοινωνικής ευημερίας (Δανία, Σουηδία, Νορβηγία) «τερμάτισαν» χαμηλότερα στην κλίμακα της θρησκευτικότητας, ενώ αντιστρόφως οι κοινωνίες που αποδείχτηκαν λιγότερο ευημερούσες (ΗΠΑ, Ιρλανδία, Ιταλία) διακρίθηκαν ως οι περισσότερο θρησκευόμενες.
Οι έρευνες
Με τα παραπάνω στοιχεία φέρεται να συμφωνούν και οι έρευνες του Αμερικανού ακαδημαϊκού Φιλ Τσούκερμαν, κοινωνιολόγου στο κολέγιο «Pitzer» της Καλιφόρνια και συγγραφέα δύο βιβλίων με θέμα τη σχέση μεταξύ ευτυχίας και πίστης. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ωστόσο, ο Γκρέγκορι Πολ έσπευσε να ξεκαθαρίσει πως η παραπάνω αντιστοιχία (ή μάλλον αναντιστοιχία) μεταξύ κοινωνικής ευημερίας και θρησκευτικής πίστης αποτελεί απλώς καταγραφή ενός γεγονότος και όχι νομοτελειακή εξήγηση.
Από μόνα τους τα στατιστικά στοιχεία αδυνατούν να απαντήσουν στο ερώτημα εάν η κοινωνική ευημερία οδήγησε στην αποδυνάμωση της θρησκείας ή το ανάποδο (εάν δηλαδή η έλλειψη θρησκευτικού αισθήματος είχε ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη κοινωνική ανάπτυξη).
Ο συντάκτης της έρευνας, ωστόσο, εκβιάζει ένα συμπέρασμα: η θρησκεία, λέει, είναι μηχανισμός ο οποίος βοηθά τον άνθρωπο να αντεπεξέλθει στις καθημερινές του ανησυχίες και ανασφάλειες. Οταν οι εν λόγω σκοτούρες φθίνουν (όπως συμβαίνει στο πλαίσιο ενός ευνομούμενου κράτους πρόνοιας), μαζί τους φθίνει και η ανάγκη πρόσδεσης των πολιτών στο άρμα του Θεού.
Μ. Αδαμίδου - Γ. Σκαφιδάς