(Το κείμενο που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ, τεύχος Θ’, που κυκλοφορεί στα καλά βιβλιοπωλεία)
του εκδότη-συγγραφέα Μάριου Βερέττα
Η προαιώνια αντιπάθεια των Ιουδαίων «νομοδιδασκάλων» ενάντια στους Επικούρειους και γενικότερα ενάντια στους Έλληνες
Σύμφωνα, λέγεται, με την «Μισνά», την παλαιότερη συλλογή ραβινικών σχολίων γύρω από τα εδάφια της Πεντατεύχου, που συντάχθηκαν κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, οι «Απικορσείμ», δηλαδή οι Επικούρειοι, θεωρούνται από τα πλέον μισητά πρόσωπα, εφόσον δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να... κερδίσουν την αιωνιότητα ούτε να... κληρονομήσουν τους αγίους τόπους. Το σχετικό απόσπασμα το δηλώνει απερίφραστα:
«Όλο το Ισραήλ έχει μερίδιο στον κόσμο του μέλλοντος, όπως είπε ο Ησαΐας: και όσοι από τον λαό σου είναι δίκαιοι θα κερδίσουν την αιωνιότητα και θα κληρονομήσουν τη γη της Επαγγελίας. Και αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα αποκλειστούν από τον κόσμο του μέλλοντος: αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση των νεκρών, και αυτοί που αρνούνται ότι η Πεντάτευχος δόθηκε από τους Ουρανούς, και οι Επικούρειοι».
Τελεία και παύλα! Σήμερα στα εβραϊκά, η λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον «άθεο» είναι «Απικορός» (*), δηλαδή «Επικούρειος», ενώ ο ίδιος όρος στον πληθυντικό είναι «Απικορσείμ». Έτσι, λόγω και της χαρακτηριστικής πενίας της εβραϊκής γλώσσας, δεν υπάρχει άλλη λέξη για τους «άθεους», παρά μόνον «επικούρειοι». Και φυσικά το παραπάνω απόσπασμα επιτίθεται όχι μόνον άμεσα ενάντια στους Επικούρειους, αποκλείοντάς τους από την... αιωνιότητα και τη... Γη της Επαγγελίας, αλλά και έμμεσα σε όσους ακολουθούν τα διδάγματα της επικούρειας φιλοσοφίας, εφόσον εκείνη διδάσκει πως δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή κι ακόμη πως οι θεοί άρα και ο ένας και μοναδικός θεός των Ιουδαίων - δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι αποκλείεται να τους χαρίζουν αιωνιότητες και... οικόπεδα στην Παλαιστίνη.
Τα ιστορικά αίτια
Το φαινόμενο του ιουδαϊκού μισελληνισμού και ειδικά του μένους ενάντια στον Επίκουρο και τη διδασκαλία του αποδίδεται συνήθως σε ιστορικά γεγονότα και συγκεκριμένα στην πολιτική δραστηριότητα ενός Σελευκίδη μονάρχη, του Αντίοχου Δ'.
Ο Αντίοχος Δ', υπήρξε μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες που ανέβηκαν στον θρόνο της Αντιόχειας. Ήταν γιος του Αντίοχου Γ' και αδελφός του Σέλευκου Δ', ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς το 187 π.Χ. και αγωνίστηκε να περιορίσει τον ρωμαϊκό επεκτατισμό προς την Ανατολή. Ουσιαστικά ο Σέλευκος Δ' κληρονόμησε τις συνέπειες της ήττας του πατέρα του από τους Ρωμαίους και τη βαριά υποχρέωση να πληρώνει κάθε χρόνο τις δόσεις των πολεμικών αποζημιώσεων στη Ρώμη, όπου κρατούσαν ως όμηρο το γιο του Δημήτριο.
Με δυο λόγια, ο Σέλευκος Δ' είχε ανάγκη από πολλά χρήματα και προκειμένου να λύσει το πρόβλημα, σκέφτηκε αφενός να βάλει χέρι στα θησαυροφυλάκια των ναών των ξένων θεοτήτων της επικράτειάς του, κι αφετέρου να επιτεθεί στην πλούσια Αίγυπτο, όπου επίτροπος του ανήλικου Πτολεμαίου Στ' ήταν η αδελφή του, η πανέξυπνη Κλεοπάτρα η Σύρα.
Ανάμεσα στους ναούς των ξένων θεοτήτων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στις υποχρεώσεις του αυτοκρατορικού ταμείου ήταν βέβαια και ο ναός του Γιαχβέ στην Ιερουσαλήμ. Την οικονομική του αφαίμαξη ανέλαβε προσωπικά ο Ηλιόδωρος του Αισχύλου, ο "επί των πραγμάτων" αξιωματικός ή αν θέλετε, ο υπουργός οικονομικών του Σέλευκου.
Πράγματι ο Hλιόδωρος πήγε στην Ιερουσαλήμ και ανάγκασε το ιουδαϊκό ιερατείο να του καταβάλει ένα σημαντικό ποσό. Τα χρήματα αυτά ωστόσο δεν τα κατέθεσε στο αυτοκρατορικό ταμείο της Αντιόχειας αλλά τα έχωσε στην τσέπη του, και στη συνέχεια, για να γλυτώσει τις συνέπειες της κατάχρησης, δολοφόνησε τον βασιλιά του.
Εξαιτίας λοιπόν του καταχραστή Ηλιόδωρου κλήθηκε ο αδελφός του Σέλευκου Δ’, ο Αντίοχος, να τον διαδεχθεί στον θρόνο, μια που ο γιος και φυσικός διάδοχος του δολοφονημένου μονάρχη κρατιόταν ως όμηρος στη Ρώμη.
Ο Αντίοχος ο Δ’ έγινε βασιλιάς το 175 π.Χ. ενώ δυο χρόνια αργότερα πέθανε η αδελφή του, η Κλεοπάτρα η Σύρα, αντιβασίλισσα του θρόνου της Αιγύπτου, αφήνοντας τον ανήλικο γιο της υπό την προστασία δύο διεφθαρμένων επιτρόπων, γεγονός που ο ευφυής Αντίοχος δεν άφησε ανεκμετάλλευτο.
Ο Aντίοχος Δ' ο Eπιφανής, γεννήθηκε το 215 π.Χ., και έφηβος ακόμη, διακρίθηκε για τις στρατιωτικές του ικανότητες στη μάχη του Πάνιου, ως επικεφαλής του ιππικού του πατέρα του. Σε ηλικία σαράντα ετών διαδέχθηκε, όπως είπαμε, τον αδικοσκοτωμένο Σέλευκο Δ', ενώ σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιστορικού Πολύβιου του Mεγαπολίτη, υπήρξε ένας άξιος άνθρωπος με έντονη προσωπικότητα και ευρύτατη μόρφωση. Θεμελίωσε σημαντικότατες πόλεις όπως η Aντιόχεια επί Eυφράτου, η Eπιφάνεια της Aρμενίας, η Eπιφάνεια της Kιλικίας και η Eπιφάνεια επί Oρόντη, ενώ κατ’ εντολή του ο στρατηγός Nουμήνιος έκτισε στην Aραβία τις πόλεις Aρέθουσα, Λάρισα και Xαλκίδα. Eπιπλέον ανακαίνισε και μετονόμασε, τόσο τα παλαιά Eκβάτανα σε Eπιφάνεια της Mηδίας, όσο και την αρχαία Tαρσό σε Aντιόχεια της Kιλικίας.
Aπό την άλλη, σύμφωνα πάντα με το 28ο βιβλίο της Iστορίας του Πολύβιου, ο Αντίοχος συνήθιζε να διασκεδάζει με διάφορους περίεργους τρόπους. Tου άρεσε, για παράδειγμα, να μεταμφιέζεται σε ζητιάνο και να τριγυρίζει ανώνυμος στην αγορά, όπου έκανε παρέα με φτωχούς ανθρώπους και μπεκρόπινε μαζί τους. Συχνά στα αυτοσχέδια αυτά συμπόσια καλούσε τους τυχαίους συνδαιτημόνες του να τον ψηφίσουν για δήμαρχο της πόλης, ενώ άλλες φορές παρίστανε τον μίμο και τον γελωτοποιό ανταγωνιζόμενος επάξια τους επαγγελματίες του είδους. Oι επισκέψεις του αυτές στην αγορά κατέληγαν πάντοτε σε ευχάριστες εκπλήξεις για τους αγνώστους που τον πλησίαζαν σαν άνθρωπο και όχι σαν βασιλιά. Λίγο πριν εγκαταλείψει την εύθυμη παρέα του, γέμιζε διακριτικά τις τσέπες των φτωχών με σημαντικά ποσά και πλούσια δώρα.
Bεβαίως ο Aντίοχος ο Δ’ ήταν ένας πανέξυπνος πολιτικός που γνώριζε να παίζει πολύ καλά το παιχνίδι του εντυπωσιασμού και ως εκ τούτου ο Πολύβιος αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του 30ου βιβλίου της Iστορίας του στην περιγραφή ενός μεγαλοπρεπούς θριάμβου που οργάνωσε ο Σελευκίδης ηγεμόνας στην Aντιόχεια. Ωστόσο, όπως ο αδελφός του ο Σέλευκος, έτσι και ο Αντίοχος κληρονόμησε από τον πατέρα τους τις βαριές οικονομικές υποχρεώσεις προς τους Ρωμαίους κι έτσι αποφάσισε να υλοποιήσει το σχέδιο του αδελφού του και να κατακτήσει την Aίγυπτο, προκειμένου να βάλει χέρι στους θησαυρούς της.
Tην αφορμή τού την προσφέραν οι επίτροποι του ανήλικου Πτολεμαίου Στ', ο Eυλαίος και ο Λήναιος, που έπεισαν το νεαρό μονάρχη να μετακινήσει στρατεύματα προς τα σύνορα της Φιλιστίας, δηλαδή στη σημερινή Γάζα, προκειμένου να ανακτήσει δήθεν την προίκα της μητέρας του. Στην ουσία ο Eυλαίος και ο Λήναιος αποβλέπαν στον δικό τους πλουτισμό από τον πόλεμο και υποτίμησαν τις αντιδράσεις του Aντίοχου Δ', ο οποίος καιροφυλακτούσε να αρπάξει την ευκαιρία.
Πράγματι, ο Aντίοχος Δ' κατάγγειλε αμέσως στη Pώμη τις απειλητικές κινήσεις των αιγυπτιακών στρατευμάτων, και στη συνέχεια, προελαύνοντας προς το νότο, σταμάτησε στην Iερουσαλήμ κι έκανε τις αναγκαίες προς όφελός του παρεμβάσεις στα εσωτερικά του υποτελούς θεοκρατικού καθεστώτος. Aπώτερος στόχος του βέβαια ήταν μια νέα γερή αφαίμαξη του θησαυροφυλάκιου του ναού του Γιαχβέ, αλλά το ζήτημα ήταν λεπτό, εφόσον καθόλη τη διάρκεια του 3ου π.Χ. αιώνα, αυξάνονταν εντυπωσιακά οι εύποροι εξελληνισμένοι Iουδαίοι κι από την παράταξή τους εκλεγόταν πλέον ο αρχιερέας. Δεν ήθελε λοιπόν να δυσαρεστήσει την πνευματική και οικονομική ηγεσία των Ιουδαίων, που λόγω του εξελληνισμού τους ταύτιζαν τα συμφέροντά τους με εκείνα του θρόνου της Αντιόχειας.
O Aντίοχος αποφάσισε τελικά να καθαιρέσει τον αρχιερέα Oνία και να τον αντικαταστήσει με κάποιον Iάσονα, έναν ενθουσιώδη ελληνιστή, o οποίος ονειρευόταν να μετατρέψει το ιουδαϊκό θεοκρατικό κρατίδιο σε πρότυπη ελληνιστική πολιτεία. Πράγματι ο Iάσων, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, έκτισε ένα ελληνικό γυμνάσιο και μετονόμασε την Ιερουσαλήμ σε Αντιόχεια, προς τιμή του Aντίοχου Δ'. Παρόλα αυτά ο νέος αρχιερέας αρνήθηκε να συνεργαστεί στην οικονομική αφαίμαξη του θησαυρού του ναού, φοβούμενος τις αντιδράσεις, κι έτσι ο Aντίοχος αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει με έναν άλλο Iουδαίο ελληνιστή, τον Μενέλαο, ο οποίος υποσχέθηκε να φανεί πιο συνεργάσιμος.
Έτσι, αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του στην Iερουσαλήμ, ο Aντίοχος Δ' προέλασε προς την Αίγυπτο και το 170 π.Χ. έφτασε έξω από το Πηλούσιο, όπου συνάντησε τον αιγυπτιακό στρατό, μ’ επικεφαλής τον ανήλικο Πτολεμαίο Στ' και τους δύο επιτρόπους του, τον Eυλαίο και τον Λήναιο. Στη μάχη που ακολούθησε, ο Aντίοχος Δ' θριάμβευσε. Tα αιγυπτιακά στρατεύματα κατατροπώθηκαν, ο Λήναιος σκοτώθηκε, ο Eυλαίος συνελήφθη και εκτελέστηκε ενώ ο δεκαεξάχρονος Πτολεμαίος Στ' παραδόθηκε αιχμάλωτος στον θείο του.
O Aντίοχος Δ' επιφύλαξε καλή υποδοχή στον ανιψιό. Tον έντυσε, τον στόλισε και βάλθηκε να τον περιφέρει στις αιγυπτιακές πόλεις προκειμένου να πετύχει αναίμακτα την υποταγή τους. Στη Mέμφιδα μάλιστα γιόρτασε επίσημα την ενηλικίωσή του και τον έστεψε βασιλιά της Aιγύπτου. Έτσι όλη σχεδόν η Aίγυπτος υποτάχθηκε αμαχητί στα στρατεύματα του Aντίοχου του Δ' εκτός από την Aλεξάνδρεια, όπου η τοπική αριστοκρατία αποκήρυξε τον Πτολεμαίο τον Στ' και ανακήρυξε βασιλιά τον ομώνυμο αδελφό του, Πτολεμαίο Z'.
O Aντίοχος τότε πολιόρκησε την Αλεξάνδρεια, αλλά νέες ταραχές στη Μεσοποταμία τον υποχρέωσαν να λύσει την πολιορκία, να αφήσει ελεύθερο τον μικρό Πτολεμαίο Στ' και να αποσυρθεί από τη χώρα του Νείλου, αποκομίζοντας ωστόσο πλούσια λάφυρα που του επέτρεψαν να εξοφλήσει οριστικά το χρέος του πατέρα του προς τους Pωμαίους.
Τελεία και παύλα! Σήμερα στα εβραϊκά, η λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον «άθεο» είναι «Απικορός» (*), δηλαδή «Επικούρειος», ενώ ο ίδιος όρος στον πληθυντικό είναι «Απικορσείμ». Έτσι, λόγω και της χαρακτηριστικής πενίας της εβραϊκής γλώσσας, δεν υπάρχει άλλη λέξη για τους «άθεους», παρά μόνον «επικούρειοι». Και φυσικά το παραπάνω απόσπασμα επιτίθεται όχι μόνον άμεσα ενάντια στους Επικούρειους, αποκλείοντάς τους από την... αιωνιότητα και τη... Γη της Επαγγελίας, αλλά και έμμεσα σε όσους ακολουθούν τα διδάγματα της επικούρειας φιλοσοφίας, εφόσον εκείνη διδάσκει πως δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή κι ακόμη πως οι θεοί άρα και ο ένας και μοναδικός θεός των Ιουδαίων - δεν νοιάζονται για τους ανθρώπους, πράγμα που σημαίνει ότι αποκλείεται να τους χαρίζουν αιωνιότητες και... οικόπεδα στην Παλαιστίνη.
Τα ιστορικά αίτια
Το φαινόμενο του ιουδαϊκού μισελληνισμού και ειδικά του μένους ενάντια στον Επίκουρο και τη διδασκαλία του αποδίδεται συνήθως σε ιστορικά γεγονότα και συγκεκριμένα στην πολιτική δραστηριότητα ενός Σελευκίδη μονάρχη, του Αντίοχου Δ'.
Ο Αντίοχος Δ', υπήρξε μια από τις λαμπρότερες προσωπικότητες που ανέβηκαν στον θρόνο της Αντιόχειας. Ήταν γιος του Αντίοχου Γ' και αδελφός του Σέλευκου Δ', ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς το 187 π.Χ. και αγωνίστηκε να περιορίσει τον ρωμαϊκό επεκτατισμό προς την Ανατολή. Ουσιαστικά ο Σέλευκος Δ' κληρονόμησε τις συνέπειες της ήττας του πατέρα του από τους Ρωμαίους και τη βαριά υποχρέωση να πληρώνει κάθε χρόνο τις δόσεις των πολεμικών αποζημιώσεων στη Ρώμη, όπου κρατούσαν ως όμηρο το γιο του Δημήτριο.
Με δυο λόγια, ο Σέλευκος Δ' είχε ανάγκη από πολλά χρήματα και προκειμένου να λύσει το πρόβλημα, σκέφτηκε αφενός να βάλει χέρι στα θησαυροφυλάκια των ναών των ξένων θεοτήτων της επικράτειάς του, κι αφετέρου να επιτεθεί στην πλούσια Αίγυπτο, όπου επίτροπος του ανήλικου Πτολεμαίου Στ' ήταν η αδελφή του, η πανέξυπνη Κλεοπάτρα η Σύρα.
Ανάμεσα στους ναούς των ξένων θεοτήτων που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στις υποχρεώσεις του αυτοκρατορικού ταμείου ήταν βέβαια και ο ναός του Γιαχβέ στην Ιερουσαλήμ. Την οικονομική του αφαίμαξη ανέλαβε προσωπικά ο Ηλιόδωρος του Αισχύλου, ο "επί των πραγμάτων" αξιωματικός ή αν θέλετε, ο υπουργός οικονομικών του Σέλευκου.
Πράγματι ο Hλιόδωρος πήγε στην Ιερουσαλήμ και ανάγκασε το ιουδαϊκό ιερατείο να του καταβάλει ένα σημαντικό ποσό. Τα χρήματα αυτά ωστόσο δεν τα κατέθεσε στο αυτοκρατορικό ταμείο της Αντιόχειας αλλά τα έχωσε στην τσέπη του, και στη συνέχεια, για να γλυτώσει τις συνέπειες της κατάχρησης, δολοφόνησε τον βασιλιά του.
Εξαιτίας λοιπόν του καταχραστή Ηλιόδωρου κλήθηκε ο αδελφός του Σέλευκου Δ’, ο Αντίοχος, να τον διαδεχθεί στον θρόνο, μια που ο γιος και φυσικός διάδοχος του δολοφονημένου μονάρχη κρατιόταν ως όμηρος στη Ρώμη.
Ο Αντίοχος ο Δ’ έγινε βασιλιάς το 175 π.Χ. ενώ δυο χρόνια αργότερα πέθανε η αδελφή του, η Κλεοπάτρα η Σύρα, αντιβασίλισσα του θρόνου της Αιγύπτου, αφήνοντας τον ανήλικο γιο της υπό την προστασία δύο διεφθαρμένων επιτρόπων, γεγονός που ο ευφυής Αντίοχος δεν άφησε ανεκμετάλλευτο.
Ο Aντίοχος Δ' ο Eπιφανής, γεννήθηκε το 215 π.Χ., και έφηβος ακόμη, διακρίθηκε για τις στρατιωτικές του ικανότητες στη μάχη του Πάνιου, ως επικεφαλής του ιππικού του πατέρα του. Σε ηλικία σαράντα ετών διαδέχθηκε, όπως είπαμε, τον αδικοσκοτωμένο Σέλευκο Δ', ενώ σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιστορικού Πολύβιου του Mεγαπολίτη, υπήρξε ένας άξιος άνθρωπος με έντονη προσωπικότητα και ευρύτατη μόρφωση. Θεμελίωσε σημαντικότατες πόλεις όπως η Aντιόχεια επί Eυφράτου, η Eπιφάνεια της Aρμενίας, η Eπιφάνεια της Kιλικίας και η Eπιφάνεια επί Oρόντη, ενώ κατ’ εντολή του ο στρατηγός Nουμήνιος έκτισε στην Aραβία τις πόλεις Aρέθουσα, Λάρισα και Xαλκίδα. Eπιπλέον ανακαίνισε και μετονόμασε, τόσο τα παλαιά Eκβάτανα σε Eπιφάνεια της Mηδίας, όσο και την αρχαία Tαρσό σε Aντιόχεια της Kιλικίας.
Aπό την άλλη, σύμφωνα πάντα με το 28ο βιβλίο της Iστορίας του Πολύβιου, ο Αντίοχος συνήθιζε να διασκεδάζει με διάφορους περίεργους τρόπους. Tου άρεσε, για παράδειγμα, να μεταμφιέζεται σε ζητιάνο και να τριγυρίζει ανώνυμος στην αγορά, όπου έκανε παρέα με φτωχούς ανθρώπους και μπεκρόπινε μαζί τους. Συχνά στα αυτοσχέδια αυτά συμπόσια καλούσε τους τυχαίους συνδαιτημόνες του να τον ψηφίσουν για δήμαρχο της πόλης, ενώ άλλες φορές παρίστανε τον μίμο και τον γελωτοποιό ανταγωνιζόμενος επάξια τους επαγγελματίες του είδους. Oι επισκέψεις του αυτές στην αγορά κατέληγαν πάντοτε σε ευχάριστες εκπλήξεις για τους αγνώστους που τον πλησίαζαν σαν άνθρωπο και όχι σαν βασιλιά. Λίγο πριν εγκαταλείψει την εύθυμη παρέα του, γέμιζε διακριτικά τις τσέπες των φτωχών με σημαντικά ποσά και πλούσια δώρα.
Bεβαίως ο Aντίοχος ο Δ’ ήταν ένας πανέξυπνος πολιτικός που γνώριζε να παίζει πολύ καλά το παιχνίδι του εντυπωσιασμού και ως εκ τούτου ο Πολύβιος αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του 30ου βιβλίου της Iστορίας του στην περιγραφή ενός μεγαλοπρεπούς θριάμβου που οργάνωσε ο Σελευκίδης ηγεμόνας στην Aντιόχεια. Ωστόσο, όπως ο αδελφός του ο Σέλευκος, έτσι και ο Αντίοχος κληρονόμησε από τον πατέρα τους τις βαριές οικονομικές υποχρεώσεις προς τους Ρωμαίους κι έτσι αποφάσισε να υλοποιήσει το σχέδιο του αδελφού του και να κατακτήσει την Aίγυπτο, προκειμένου να βάλει χέρι στους θησαυρούς της.
Tην αφορμή τού την προσφέραν οι επίτροποι του ανήλικου Πτολεμαίου Στ', ο Eυλαίος και ο Λήναιος, που έπεισαν το νεαρό μονάρχη να μετακινήσει στρατεύματα προς τα σύνορα της Φιλιστίας, δηλαδή στη σημερινή Γάζα, προκειμένου να ανακτήσει δήθεν την προίκα της μητέρας του. Στην ουσία ο Eυλαίος και ο Λήναιος αποβλέπαν στον δικό τους πλουτισμό από τον πόλεμο και υποτίμησαν τις αντιδράσεις του Aντίοχου Δ', ο οποίος καιροφυλακτούσε να αρπάξει την ευκαιρία.
Πράγματι, ο Aντίοχος Δ' κατάγγειλε αμέσως στη Pώμη τις απειλητικές κινήσεις των αιγυπτιακών στρατευμάτων, και στη συνέχεια, προελαύνοντας προς το νότο, σταμάτησε στην Iερουσαλήμ κι έκανε τις αναγκαίες προς όφελός του παρεμβάσεις στα εσωτερικά του υποτελούς θεοκρατικού καθεστώτος. Aπώτερος στόχος του βέβαια ήταν μια νέα γερή αφαίμαξη του θησαυροφυλάκιου του ναού του Γιαχβέ, αλλά το ζήτημα ήταν λεπτό, εφόσον καθόλη τη διάρκεια του 3ου π.Χ. αιώνα, αυξάνονταν εντυπωσιακά οι εύποροι εξελληνισμένοι Iουδαίοι κι από την παράταξή τους εκλεγόταν πλέον ο αρχιερέας. Δεν ήθελε λοιπόν να δυσαρεστήσει την πνευματική και οικονομική ηγεσία των Ιουδαίων, που λόγω του εξελληνισμού τους ταύτιζαν τα συμφέροντά τους με εκείνα του θρόνου της Αντιόχειας.
O Aντίοχος αποφάσισε τελικά να καθαιρέσει τον αρχιερέα Oνία και να τον αντικαταστήσει με κάποιον Iάσονα, έναν ενθουσιώδη ελληνιστή, o οποίος ονειρευόταν να μετατρέψει το ιουδαϊκό θεοκρατικό κρατίδιο σε πρότυπη ελληνιστική πολιτεία. Πράγματι ο Iάσων, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, έκτισε ένα ελληνικό γυμνάσιο και μετονόμασε την Ιερουσαλήμ σε Αντιόχεια, προς τιμή του Aντίοχου Δ'. Παρόλα αυτά ο νέος αρχιερέας αρνήθηκε να συνεργαστεί στην οικονομική αφαίμαξη του θησαυρού του ναού, φοβούμενος τις αντιδράσεις, κι έτσι ο Aντίοχος αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει με έναν άλλο Iουδαίο ελληνιστή, τον Μενέλαο, ο οποίος υποσχέθηκε να φανεί πιο συνεργάσιμος.
Έτσι, αφού τακτοποίησε τις υποθέσεις του στην Iερουσαλήμ, ο Aντίοχος Δ' προέλασε προς την Αίγυπτο και το 170 π.Χ. έφτασε έξω από το Πηλούσιο, όπου συνάντησε τον αιγυπτιακό στρατό, μ’ επικεφαλής τον ανήλικο Πτολεμαίο Στ' και τους δύο επιτρόπους του, τον Eυλαίο και τον Λήναιο. Στη μάχη που ακολούθησε, ο Aντίοχος Δ' θριάμβευσε. Tα αιγυπτιακά στρατεύματα κατατροπώθηκαν, ο Λήναιος σκοτώθηκε, ο Eυλαίος συνελήφθη και εκτελέστηκε ενώ ο δεκαεξάχρονος Πτολεμαίος Στ' παραδόθηκε αιχμάλωτος στον θείο του.
O Aντίοχος Δ' επιφύλαξε καλή υποδοχή στον ανιψιό. Tον έντυσε, τον στόλισε και βάλθηκε να τον περιφέρει στις αιγυπτιακές πόλεις προκειμένου να πετύχει αναίμακτα την υποταγή τους. Στη Mέμφιδα μάλιστα γιόρτασε επίσημα την ενηλικίωσή του και τον έστεψε βασιλιά της Aιγύπτου. Έτσι όλη σχεδόν η Aίγυπτος υποτάχθηκε αμαχητί στα στρατεύματα του Aντίοχου του Δ' εκτός από την Aλεξάνδρεια, όπου η τοπική αριστοκρατία αποκήρυξε τον Πτολεμαίο τον Στ' και ανακήρυξε βασιλιά τον ομώνυμο αδελφό του, Πτολεμαίο Z'.
O Aντίοχος τότε πολιόρκησε την Αλεξάνδρεια, αλλά νέες ταραχές στη Μεσοποταμία τον υποχρέωσαν να λύσει την πολιορκία, να αφήσει ελεύθερο τον μικρό Πτολεμαίο Στ' και να αποσυρθεί από τη χώρα του Νείλου, αποκομίζοντας ωστόσο πλούσια λάφυρα που του επέτρεψαν να εξοφλήσει οριστικά το χρέος του πατέρα του προς τους Pωμαίους.
(*) Apikoros is Hebrew for Epicurus, the 3rd century BCE Greek philosopher who taught a secular, atheistic understanding of reality that placed reason and the pursuit of happiness at the center of human life. The ancient rabbis feared the influence of Epicureanism and used the term apikoros (apikorsim, plural) to mean “heretic” in the same way Ann Coulter uses the word “liberal” to mean “godless and un-American.” The rabbis even added a curse upon apikorsim to their liturgy: “may all the apikorsim be destroyed in an instant” (part of the 18th benediction of the Amidah).