Από το http://www.tvxs.gr/v10314
Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, ξεκίνησε μια σειρά από δίκες αστυνομικών που είχαν βασανίσει άγρια πολίτες. Σε μια παρόμοια δίκη στην Πάτρα, πρωταγωνιστής ήταν ο νυν εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδας. Ο "Ιός" της "Ελευθεροτυπίας" δημοσίευσε πριν από λίγες μέρες τα αποκαλυπτικά πρακτικά της δίκης.
Ευχαριστούμε τον χρήστη giorgos1 για την επισήμανση του άρθρου του "Ιού" (Ελευθεροτυπία) που αναφέρει μεταξυ των άλλων:
Φέρνουμε σήμερα στη δημοσιότητα ένα σημαντικό ντοκουμέντο της μεταπολίτευσης. Πρόκειται για τα πρακτικά μιας δίκης που διεξήχθη στις 15 Δεκεμβρίου 1975 στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών.
Η αξία του ντοκουμέντου ενισχύεται από το γεγονός ότι στην υπόθεση αυτή πρωταγωνιστούν δύο πρόσωπα που έχουν και σήμερα μια εξέχουσα κοινωνική θέση, σε διαφορετικά βέβαια πόστα. Ο εισαγγελέας της δίκης εκείνης στην Πάτρα δεν είναι άλλος από τον κ. Γεώργιο Σανιδά, τον (τότε) εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος έχει επιδείξει ιδιαίτερη δραστηριότητα την τελευταία περίοδο. Αλλά και ο μηνυτής, αυτός που υπέστη τα βασανιστήρια, είναι ο τότε φοιτητής Γιάννης Πουντουράκης, ο οποίος είναι σήμερα καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών στον Τομέα Επικοινωνιών, Ηλεκτρονικής και Συστημάτων Πληροφορικής.
Από τα επίσημα πρακτικά της δίκης μεταφέρουμε τα βασικά στοιχεία από την κατάθεση του κ. Πουντουράκη:
Όταν μας επήγαν εις τον 1ον όροφον εκεί ήσαν 15-20 αστυνομικοί οι οποίοι άρχισαν να μας κτυπούν με κλωτσιές, γροθιές και μας έριξαν κάτω από τα κτυπήματα. Όλα αυτά εγένοντο κατ’ εντολήν των κατηγορουμένων. Κατόπιν μας επήγαν σε μία μεγάλη αίθουσα, όπου ήλθε και ο κατηγορούμενος Α.Σ. και μας είπε ότι, το Πανεπιστήμιον το φτιάξαμε εμείς και δεν ημπορείτε εσείς να το διαλύσετε και άλλα πολλά, ήθελε δε να μας εκμηδενίση την προσωπικότητα.
Εμένα μάλιστα με ερώτησε ο Α.Σ. γιατί τραγουδάμε το τραγούδι ‘Πότε θα κάνει ξαστεριά’ και του απήντησα ότι είναι δημοτικό τραγούδι. Εν συνεχεία με ερώτησε πότε πρωτοτραγουδήθηκε και εγώ του απήντησα ‘προ 500 ετών’ και ακολούθως με ερώτησε γιατί το τραγουδάμε και του είπα ‘γιατί είχαμε Τούρκους’ και αυτός τότε μου είπε ‘σήμερα έχουμε Τούρκους;’ Και εγώ του απήντησα ‘δεν ξέρω’. Τότε άρχισε να με βρίζη.
Κατόπιν έπαιρναν έναν-έναν φοιτητήν οι αστυνομικοί. Εμένα με ωδήγησαν εις τον 4ον όροφον, όπου εκεί ήτο ο κατηγορούμενος Γ.Α., ο Α.Σ., ο Λ.Π. και άλλοι αστυνομικοί, αφού με πέταξαν κάτω μου πέρασαν τα πόδια μέσα σε μια καρέκλα και ο κατηγορούμενος Λ.Π. μου κρατούσε τα πόδια παραπάνω από τους αστραγάλους και ο κατηγορούμενος Γ.Α. με κτυπούσε με ένα ξύλο το οποίον είχε μήκος ένα μέτρο η δε διάμετρος αυτού ήτο 2,5-3 εκατοστά εις τα πέλματα των ποδών μου.
Το ξύλο αυτό το σήκωνε ψηλά και έπαιρνε φόρα προκειμένου να μη κτυπήση, μάλιστα ενθυμούμαι χαρακτηριστικά ότι σε μία στιγμή που τράβηξα τα πόδια μου κτύπησε το ξύλο σε ένα πλευρό της καρέκλας και έσπασε τούτο. Ο κατηγορούμενος Γ.Α. με κτυπούσε κατ’ αυτόν τον τρόπον επί τρία τέταρτα της ώρας και αυτός ήτο ο φάλαγξ που μου έκαμαν. Κατά την ώραν του μαρτυρίου του φάλαγγος ο κατηγορούμενος Α.Σ. ήτο παρών.
Με κτυπούσαν και μου έλεγαν να παραιτηθώ από μέλος της απεργιακής επιτροπής των φοιτητών, αλλά επειδή εγώ ηρνούμην να πράξω τούτο μου έλεγαν τούτο ‘θα σε κτυπούμε μέχρι να μας πης ότι θα παραιτηθής’ και οι τρεις κατηγορούμενοι. Όταν σηκώθηκα από κάτω με έβαλαν να κάνω τροχάδην και ο κατηγορούμενος Γ.Α. με κτυπούσε με μία βέργα ξύλινη στις παλάμες, στους μηρούς και στην πλάτη. Το τροχάδην πιστεύω με έβαλαν να το κάνω προκειμένου να κυκλοφορήση το αίμα εις τα πόδια μου. Μάλιστα όταν κατόπιν με επήγαν σε ένα δωμάτιο ο κατηγορούμενος Α.Σ. μου είπε ‘τα ήθελες και τα έπαθες’.
Μετά από το δωμάτιο αυτό που με είχαν, με πήρε ο κατηγορούμενος Γ.Α. να δώσω κατάθεσι, εκεί όμως δεν με κτύπησε. Εγώ εζήτησα δικηγόρο προκειμένου ν’ απολογηθώ, τον κ. Στεφανόπουλον, αλλά δεν μου επέτρεψαν και την άλλη ημέρα με παρέπεμψαν στο αυτόφωρο, αλλά επειδή εγένοντο διαδηλώσεις από τους φοιτητάς ανεβλήθη η δίκη για να γίνη την 10/8/1973. Λέγω ότι με εκτυπούσαν προκειμένου να μου πάρουν κατάθεσιν, δηλαδή να ωμολογήσω προκειμένου να με παραπέμψουν εις δίκην με κατηγορία ότι προέτρεπα τους συμφοιτητάς μου εις απεργίαν. Όταν μου έπαιρνε κατάθεσι ο Γ.Α. έγραφε ότι ήμουν μέλος της επιτροπής, ότι είχα πάει εις την λέσχην και εις το Πανεπιστήμιον, την οποία κατάθεσιν εγώ θα την υπέγραφα. Αυτά που έγραφε εις την κατάθεσίν μου ήσαν αλήθεια.
Με κτυπούσαν προκειμένου να με εξουθενώσουν και να με βγάλουν από την επιτροπήν του απεργιακού αγώνος. Ο πρώτος λόγος που κτυπούσαν ήτο να παραιτηθώ από μέλος της επιτροπής κι ο δεύτερος λόγος να μη αρνηθώ να καταθέσω εις τον Γ.Α.. Οι Γ.Α. και Λ., εκτός από τας εντολάς που έπαιρναν από το κέντρον, ανέπτυσσαν και ιδικήν των πρωτοβουλίαν, αλλά το κέντρον τα ανεχότανε αυτά που έκαναν.
Τι ώρα με εκτύπησαν εις τον 4ον όροφον δεν ενθυμούμαι, διότι μας είχαν πάρει τα ωρολόγια όταν μπήκαμε μέσα εις την Ασφάλεια. Εκτός από εμένα μέσα εις την Ασφάλεια εδάρησαν και άλλοι φοιτηταί. Εμένα με εκτύπησαν ημέραν Παρασκευήν προς Σάββατον και την Δευτέρα επήγα εις τον ιατρόν Τσ. εις το ιατρείον του το οποίο ευρίσκεται επί της Κορίνθου προκειμένου να με εξετάση».
Η παρέμβαση Σανιδά
Στο σημείο αυτό ο εισαγγελέας κ. Σανιδάς διέκοψε την κατάθεση, προκειμένου να σημειώσει μια αντίφαση που είχε κατά τη γνώμη του η εξιστόρηση του κ. Πουντουράκη, ότι δηλαδή στην προδικασία είχε δηλώσει ότι εξετάστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πατρών και όχι σε ιδιωτικό ιατρείο. Μάλιστα κατά τον κ. Σανιδά το σημείο αυτό ήταν τόσο σοβαρό ώστε χρειαζόταν να εξεταστεί αμέσως ο ιατρός. Το δικαστήριο διέκοψε την κατάθεση του κ. Πουντουράκη για να εξετάσει το αίτημα του εισαγγελέα. Όταν συνέχισε, ο μηνυτής ανέφερε ότι στον γιατρό πήγε μόνο για το τραυματισμένο χέρι του που υποχρεώθηκε να κρατά σε νάρθηκα. Αλλά τα σοβαρότερα χτυπήματα ήταν στα πέλματα:
«Οταν μου έκαναν φάλαγγα δεν μου έβγαλαν τα παπούτσια και τούτο είναι πιο επικίνδυνο. Πριν του φάλαγγος συνήντησα τον Α.Σ. και με απειλούσε ότι θα με τσακίση αν δεν σταματήσω τη δραστηριότητά μου. Μετά τον φάλαγγα μου πήραν κατάθεσιν. Την κατάθεσιν την έπαιρναν μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας. Από την λέσχην τότε συνελήφθησαν 12-13 άτομα και παρεπέμφθησαν εις το δικαστήριον μόνον 8 άτομα. Η σύλληψις όμως τότε έγινε κατ’ επιλογήν. […] Κατά την ώραν του φάλαγγος με ερωτούσαν αν θα παραιτηθώ από μέλος της απεργιακής επιτροπής».
Στη συνέχεια εξετάστηκε ο γιατρός Ν. Τσ., ο οποίος ήταν καθηγητής στο τοπικό Νοσοκομείο. Και πάλι ο εισαγγελέας κ. Σανιδάς δεν έμεινε ικανοποιημένος από την κατάθεσή του και παρά το γεγονός ότι υπήρχε σχετική ιατρική βεβαίωση, ζήτησε «όπως προσαχθώσιν τα βιβλία του Νοσοκομείου Πατρών, προκειμένου να διαπιστωθή εάν εισήχθη εις το ίδρυμα τούτο κατά μήνα Μάρτιον 1973 και ενοσηλεύθη ο περί ου πρόκειται παθών, Ιωάννης Πουντουράκης, διατασσομένης της κατασχέσεώς των».
Την καταγγελία του Γιάννη Πουντουράκη επιβεβαίωσαν οι μάρτυρες κατηγορίας που εξετάστηκαν. Ο Δημήτρης Δημητριάδης διηγήθηκε πώς τον συνέλαβαν κι αυτόν στη Λέσχη και τον μετέφεραν μαζί με τον Πουντουράκη στην Ασφάλεια. «Εκεί ήσαν 15-20 αστυνομικοί, οι οποίοι μας εξάπλωσαν κάτω και μας κτυπούσαν με κλωτσιές και με τα κλοπς μας κτυπούσαν στα χέρια και σε άλλα σημεία του σώματος. […] Τον Πουντουράκη τον πήραν πρώτα και του έκαναν φάλαγγα. […] Ο φάλαγξ είχε σκοπό να μας αποσπάσει ομολογίες».
Τον βασανισμό επιβεβαίωσαν και οι φοιτητές συγκάτοικοι του Πουντουράκη Θανάσης Σπανός και Κώστας Καραγκιουρλής, ενώ ο Χριστόδουλος Λέφας περιέγραψε τα πρησμένα πέλματα του συμφοιτητή του και εξήγησε ότι τον βασάνισαν επειδή ήταν από τα ηγετικά στελέχη του κινήματος και στόχος της χουντικής αστυνομίας ήταν να εκφοβίσει το φοιτητικό κόσμο.
Ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν τρεις αστυνομικοί. Ο πρώτος, που υπηρετούσε ως υπασπιστής στην αστυνομική διεύθυνση Πάτρας την περίοδο το 1973 δήλωσε ότι «ο μηνυτής πρωτοστάτησε εις τα γεγονότα της Λέσχης» και ότι «αν όπως ισχυρίζεται υπεβλήθη εις το μαρτύριον του φάλαγγος δια ποίον λόγον δεν παρεπονέθη τότε εις τον Εισαγγελέα;» Ανάλογο ήταν το επιχείρημα και του δεύτερου μάρτυρα υπεράσπισης, ο οποίος ήταν αξιωματικός υπηρεσίας κατά τη σύλληψη του Πουντουράκη: «Σ’ εμένα δεν παρεπονέθη κανείς ότι εκακοποιήθη».
Οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί αρνήθηκαν την κατηγορία. Ο επικεφαλής Α.Σ. άφησε το ενδεχόμενο «να κτυπήθηκε στην Λέσχη από καμιά κλοπιά αστυνομικού» (ένα είδος ζαρντινιέρας της εποχής), αλλά απέκλεισε να χτυπήθηκε μέσα στην Ασφάλεια: «Ο Πουντουράκης και ανακρινόμενος ουδέν καν κατέθεσεν ότι ήτο κτυπημένος». Μ’ άλλα λόγια δεν είπε στους βασανιστές του ότι τον βασάνισαν…
Η δικαστική απόφαση
Τελικά ο κ. Σανιδάς μέχρι τέλους διατήρησε την ίδια στάση. Βασισμένος σ’ αυτά που ονόμασε αντιφάσεις μεταξύ των διαδοχικών καταθέσεων του μηνυτή, πρότεινε την ενοχή μόνο του Γ.Α. «δι’ απλήν σωματικήν βλάβην, κατ’ επιτρεπτήν μεταβολήν της κατηγορίας, την απαλλαγή δε του συγκατηγορουμένου του Λ.Π., δεχόμενος ότι δεν ετελέσθη το μαρτύριον του φάλαγγος, εις βάρος του παθόντος Ιωάννη Πουντουράκη. Ωσαύτως επρότεινε την απαλλαγήν απάντων των κατηγορουμένων διά την πράξιν της καταχρήσεως εξουσίας, εις βάρος του ως άνω παθόντος, καθ’ όσον αύτη δεν ετελέσθη».
Τελικά το δικαστήριο δεν δέχτηκε την –ουσιαστικά απαλλακτική- πρόταση του κ. Σανιδά και δεν μετέτρεψε την κατηγορία. Με την απόφασή του απέρριψε και τα επιχειρήματα του εισαγγελέα περί αντιφάσεων:
«Οι κατηγορούμενοι κατά τον κρίσιμον ώδε χρόνον της 16 Μαρτίου 1973 ετύγχανον αξιωματικοί της αστυνομίας πόλεων, υπηρέτουν δε εν Πάτραις. Κατά την άνω ημεροχρονολογίαν υπό των φοιτητών του εν Πάτραις Πανεπιστημίου εξεδηλώθη, εκτός των άλλων, άμα και διά καταλήψεως υπ’ αυτών της φοιτητικής λέσχης, αντίδρασις κατά του τότε καθεστώτος. Αι αστυνομικαί αρχαί συνέλαβον, εκτός των άλλων, κατά την άνω ημεροχρονολογίαν λόγω των φοιτητικών ως άνω αντιδράσεων και τον μηνυτήν Ιωάννην Πουντουράκην, φοιτητήν του ενταύθα Πανεπιστημίου.
Ούτος ήτο, κατά τον άνω χρόνον, εκ των ιθυνόντων των φοιτητικών εκδηλώσεων. Μετά την σύλληψίν του ο μηνυτής, μετά των άλλων συλληφθέντων, προσήχθη εις το κατάστημα της ασφαλείας, ίνα, μετά σχηματισμόν της δικογραφίας, προσαχθή αρμοδίως. Εις το περί ου πρόκειται κατάστημα, οι εκ των κατηγορουμένων Γ.Α. και Λ.Π. εξηνάγκασαν τον μηνυτήν όπως ‘ξαπλώση’ επί του δαπέδου γραφείου τινος. Είτα εξηνάγκασαν οι ανωτέρω τον μηνυτήν να θέση τους πόδας του εις το διάκενον του οπισθίου τμήματος (πλάτης) καθίσματος τινος. Εν συνεχεία ο εκ των κατηγορουμένων Γ.Α. ήρξατο διά χάρακος τινος να κτυπά μετά δυνάμεως τα πέλματα του μηνυτού.
Ο έτερος των κατηγορουμένων εκράτει, καθ’ όλην την διάρκειαν των άνω κτυπημάτων τους πόδας του μηνυτού. Το τοιούτον (καταφορά κτυπημάτων) διήρκεσεν επί 45 λεπτά της ώρας. Μετά ταύτα ο ρηθείς Γ.Α. εκτύπησε πολλάκις τον μηνυτήν διά ξυλίνης βέργας εις τους μηρούς, πλάτην, κλπ. Συνεπεία των κτυπημάτων τούτων ο μηνυτής υπέστη μώλωπας, σκληρύνσεις και οιδήματα.
Η τοιαύτη συμπεριφορά των άνω κατηγρουμένων απεσκόπει εις την καταπτόησιν του μηνυτού με την απωτέραν επιδίωξιν όπως ούτος παύση ασχολούμενος με την, κατά του τότε καθεστώτος, κίνησιν των φοιτητών. Διά της τοιαύτης συμπεριφοράς των κατηγορουμένων δεν εσκοπείτο η λήψις καταθέσεώς τινος του μηνυτού.
Πάντα ταύτα προκύπτουν εκ της σαφούς καταθέσεως του μηνυτού, πλήρως συνεπικουρουμένης υπό των καταθέσεων των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, ιδία του Δημητρίου Δημητριάδη, και είναι αληθές ότι ο μηνυτής περιέπεσεν εις αντιφάσεις τινάς, ιδία αν εξητράσθη υπό ιατρού εις το εν Πάτραις κρατικώ Νοσοκομείω ή εν ιδιωτικώ ιατρείω, ουχ ήττον απεδείχθη περιτράνως, εκ σχετικής βεβαιώσεως της διευθύνσεως του αυτού νοσοκομείου ότι ο μηνυτής και διαληφθείς μάρτυς εξητάσθησαν, κατά την 20 μαρτίου 1973, εν τω άνω Νοσοκομείω (ούτοι είναι εγγεγραμμένοι εις τα άνω βιβλία υπ’ αύξοντας αριθμούς 673 και 674/20-3-1973).
Η κατάθεσις του μηνυτού και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας εξ ουδενός στοιχείου αναιρείται. Τα άνω κτυπήματα λόγω της μεθ’ ην κατεφέρθησαν δυνάμεως και του χρόνου διαρκείας των, ηδύναντο να περιάγωσι τον μηνυτήν εις κίνδυνον ζωής και να επιφέρουν εις αυτόν βαρείαν σωματικήν βλάβην. Κατ’ ακολουθίαν τούτων δέον να κηρυχθή ένοχος ο εκ των κατηγορουμένων Γ.Α. επικινδύνου σωματικής βλάβης, ο δε Λ.Π. ένοχος αμέσου συνεργείας εις την άνω πράξιν, άπαντες δ’ οι κατηγορούμενοι αθώοι της δι’ ην κατηγορούνται πράξεως της καταχρήσεως εξουσίας».
Τελικά ο Γ. Α. καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών και ο Λ.Π. τεσσάρων μηνών με αναστολή, ενώ ο προϊστάμενός τους Α.Σ. κηρύχθηκε αθώος.
Ασφαλώς ξενίζει τον σημερινό αναγνώστη οι χαμηλές ποινές που επιβλήθηκαν κι ακόμα περισσότερο η επιμονή του σημερινού ανώτατου δικαστικού (που είχε πρωτοδιοριστεί ως εισαγγελικός πάρεδρος στις 17/9/1971) να πέσουν στα μαλακά οι βασανιστές αστυνομικοί.