από τους τοίχους των δικαστικών αιθουσών της Θεσσαλονίκη
Προς την Επιτροπή Διοίκησης Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης
ΑΙΤΗΣΗ
Χρήστου Ζουμπουλίδη του Βασιλείου, δικηγόρου Θεσσαλονίκης (ΑΜ 5782), μέλους του Πανελλαδικού Συμβουλίου των Οικολόγων Πράσινων,
Ελεάννας Ιωαννίδου του Δημητρίου, δικηγόρου Θεσσαλονίκης (ΑΜ 4930), μέλους των Οικολόγων Πράσινων,
Παναγιώτη Λογγινίδη του Γεωργίου, δικηγόρου Θεσσαλονίκης (ΑΜ 8572), μέλους της εκτελεστικής γραμματείας της Πολιτικής Κίνησης Θεσσαλονίκης των Οικολόγων Πράσινων, αναπληρωματικού μέλους του Πανελλαδικού Συμβουλίου των Οικολόγων Πράσινων
Θεσσαλονίκη, 19-11-2009
Κοινοποίηση:
- Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
- Συνήγορο του Πολίτη
- Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, με αίτημα παρέμβασης υπέρ των αιτούντων
Οι ισχύουσες σήμερα συνταγματικές ρυθμίσεις ως προς την αναγνώριση “επικρατούσας θρησκείας” (άρθρο 3 Σ) οριοθετούν ένα ήπιο πολιτειοκρατικό σύστημα, του οποίου τα κύρια χαρακτηριστικά τείνουν στην απαγκίστρωση από το σύστημα της “νόμω κρατούσης Πολιτείας” προς ένα σύστημα αμιγούς χωρισμού. Το άρθρο για την “επικρατούσα θρησκεία” (3 του Συντάγματος) δεν προηγείται πλέον -όπως συνέβαινε στα προϊσχύσαντα Συντάγματα- αλλά έπεται των διατάξεων που καθορίζουν την μορφή του πολιτεύματος, ενώ οι ρυθμίσεις που αφορούν στην προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας έχουν παύσει από το 1975 να έχουν παρακολουθηματικό και οιονεί εξαιρετικό χαρακτήρα. Πλέον, οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό και όχι από τον Θεό, όπως υπαγόρευαν τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα.
Αυτό έχει ως αναπόδραστη συνέπεια ότι η καθιέρωση της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ως “επικρατούσας θρησκείας” εντάσσεται συστηματικά στο Μέρος Πρώτο, Τμήμα Β’ του κειμένου του Συντάγματος 1975/86/01 που ανάγεται στην Οργάνωση της Πολιτείας και έχει διαπιστωτικό χαρακτήρα του ότι οι περισσότεροι Έλληνες πρεσβεύουν το ανωτέρω δόγμα, ακολούθως προς το οποίο απλώς εναρμονίζεται το επίσημο εορτολόγιο, καθορίζονται οι αργίες, και με βάση το οποίο δύναται να υπάγεται η διοικητική οργάνωση της εκκλησίας της επικρατούσας θρησκείας στο καθεστώς των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και στην κρατική εποπτεία.
Αντίθετα, η θρησκευτική ελευθερία των προσώπων-υποκειμένων συνταγματικών δικαιωμάτων ρυθμίζεται στο Μέρος Δεύτερο, υπό τον τίτλο “Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα” και μάλιστα ως θεμελιώδης, μη υποκείμενη σε αναθεώρηση (άρθρο 110 §1 Σ) ή αναστολή (48 §1 Σ). Έτσι η διάκριση μεταξύ “επικρατούσας” και λοιπών “γνωστών” θρησκειών είναι διάκριση που επιτρέπει διαφοροποιήσεις μόνο στο θεσμικό-οργανωτικό επίπεδο των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Ελλάδα και δεν είναι δυνατό να παραχθεί λογικά στο τελείως έτερο επίπεδο των θεμελιωδών δικαιωμάτων, εισάγοντας έτσι, κατά κάποιο τρόπο, μία “διαβάθμιση” της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Η εξίσωση, η οποία έχει επέλθει ανάμεσα στην “επικρατούσα” και τις άλλες “γνωστές” θρησκείες αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων από όλους τους Έλληνες, χωρίς διακρίσεις λόγω πεποιθήσεων (13 §1 εδ.β΄ Σ), η οποία υποτάσσεται στην αρχή του Κράτους Δικαίου, που περιχαρακώνει την πρώτη γενιά των αμυντικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Αν, ωστόσο, τα ισχύοντα συνταγματικά δεδομένα δεν συνιστούν καθαυτά, παρά την αναγνώριση “επικρατούσας θρησκείας”, μεμονωμένη ιδιαιτερότητα στο ευρωπαϊκό πολιτειακό γίγνεσθαι, που υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τούτο συμβαίνει αναμφισβήτητα με την νομοθετική και διοικητική τους εξειδίκευση. Με βάση αυτή την εξειδίκευση, οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας σε πολλά σημεία όχι μόνο δεν παρουσιάζουν ορατές τάσεις χαλάρωσης των εκατέρωθεν εξαρτήσεων, όπως θέλησε ο συντακτικός νομοθέτης, αλλά αντίθετα διαπλέκονται βάσει ριζωμένων έξεων και προκαταλήψεων, υποτάσσουν τις συνταγματικές επιταγές στην δύναμη της αδράνειας και αναπαράγουν κατεστημένες ερμηνείες και πρακτικές.
Κραυγαλέο παράδειγμα μιας τέτοιας διάστασης μεταξύ συνταγματικού "δέοντος" και νομοπολιτικού "είναι" αποτελεί η ύπαρξη θρησκευτικών συμβόλων, εικόνων και σταυρών, στις δικαστικές αίθουσες, η οποία, εκτός του ότι δεν υπαγορεύεται από δικονομικούς λόγους, όπως η ύπαρξη του Ευαγγελίου για τον θρησκευτικό όρκο, επιπλέον δεν βρίσκει νομοθετική έδραση στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων. Η πρακτική αυτή προσβάλλει μια δέσμη συνταγματικών εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών, μεταξύ των οποίων η αρχή της ισότητας και της αξίας του ανθρώπου, και, ίσως, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι καθιστά τα μέλη των θρησκευτικών μειονοτήτων και τους άθρησκους πολίτες “πολίτες δεύτερης κατηγορίας” όσον αφορά στην απόλαυση από μέρους τους του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας και της αξίωσής τους να παραμένει η κρατική εξουσία ουδέτερη απέναντι στις θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις τους, καθόσον, κάθε φορά όπου βρίσκεται ένας πολίτης, είτε ως λειτουργός της Δικαιοσύνης, είτε ως διάδικος, είτε ως μάρτυρας ή ακροατής στην αίθουσα του Δικαστηρίου, το θρησκευτικό σύμβολο, εικόνα ή σταυρός, που δεσπόζει σε περίοπτη θέση πάνω από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου, επανεπιβάλλει την καταργημένη τυπικά από το έτος 1983 –και ουσιαστικά με το Σύνταγμα του 1975- λήψη των δικαστικών αποφάσεων «εν ονόματι του Θεού» -και όχι του Λαού, από τον οποίο πηγάζουν όλες οι λειτουργίες της κρατικής εξουσίας, σύμφωνα προς το άρθρο 1§ 3 του Συντάγματος.
Οι αίθουσες των Δικαστηρίων, που αποτελούν τους χώρους εξατομίκευσης της δικαστικής λειτουργίας της κρατικής εξουσίας, τους χώρους εκδήλωσης της αμεροληψίας που οφείλει να διέπει την κρατική εξουσία σε ένα κράτος δικαίου, τους χώρους προστασίας των συνταγματικών δικαιωμάτων των υποκειμένων του δικαίου, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέονται με την «επικρατούσα θρησκεία», εισάγοντας, εμμέσως πλην σαφώς, με την διακόσμησή τους αποκλειστικά με θρησκευτικά σύμβολα, μια «μεταφυσική διάσταση» στην απονομή της Δικαιοσύνης που παραπέμπει σε θεοκρατικά και –συνεπακόλουθα- ολοκληρωτικά καθεστώτα, διότι κανείς θνητός δεν δύναται να αμφισβητήσει μια εξουσία που έχει θεϊκή και όχι ανθρώπινη προέλευση.
Η ύπαρξη θρησκευτικών συμβόλων στις δικαστικές αίθουσες, δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί αποδεκτή ούτε ως στοιχείο που συνδέεται άρρηκτα με την ελληνική παράδοση και πολιτισμό, καθόσον ο βυζαντινός πολιτισμός, στον οποίο παραπέμπουν, αποτελεί ένα μικρό μόνο κομμάτι της Ελληνικής Ιστορίας, το οποίο, μάλιστα, μοιραζόμαστε και με άλλες βαλκανικές χώρες, ενώ ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι ανεξίτηλα συνδεδεμένος στην συνείδηση των πολιτών, όχι μόνο της χώρας μας, αλλά και των υπόλοιπων χωρών του κόσμου, με την ιστορική οντότητα του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους αλλά και η πηγή του κράτους δικαίου και της έννοιας της δικαιοσύνης, όπως την αντιλαμβανόμαστε από την εποχή του Διαφωτισμού και εντεύθεν.
Οι θρησκευτικές εικόνες είναι πρωτίστως θρησκευτικά και όχι πολιτιστικά σύμβολα, η δε ύπαρξή τους σε δεσπόζουσα θέση στις δικαστικές αίθουσες απευθύνεται, όπως όλα τα σύμβολα, στο θυμικό όσων τις αντιλαμβάνονται, προκαλώντας συναισθήματα που, εφόσον είναι θρησκευτικά, είναι ξένα προς την διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης, η οποία διέπεται από τον ορθό λόγο, αφού μόνον αυτός οδηγεί στην αμεροληψία. Εκτός αυτού, οι θρησκευτικές εικόνες δεν δύνανται να θεωρηθούν ούτε εθνικά σύμβολα, γιατί δεν αποτελούν Ελληνική αποκλειστικότητα, καθόσον η Ορθοδοξία έχει εκατομμύρια πιστούς και σε άλλα έθνη.
Επί του θέματος ήδη απεφάνθη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που έκρινε, στην πρόσφατη απόφαση Lautsi κατά Ιταλίας, ότι η παρουσία του σταυρού στις σχολικές αίθουσες εύκολα εκλαμβάνεται από τους μαθητές όλων των ηλικιών ως ένα θρησκευτικό σύμβολο, το οποίο επιβάλλεται μέσα από την επίσημη εκπαίδευση. Όπως έκρινε το ευρωπαϊκό δικαστήριο, η ύπαρξη του σταυρού θα μπορούσε να ενισχύει τους θρησκευόμενους μαθητές, αλλά και να προκαλεί απέχθεια στους μαθητές που ακολουθούν άλλες θρησκείες ή είναι άθεοι, ιδιαίτερα εκείνους που ανήκουν σε θρησκευτικές μειονότητες. Η ελευθερία του να μην ακολουθείς κάποια θρησκεία (περιλαμβανόμενη στην θρησκευτική ελευθερία που κατοχυρώνεται από το άρθρο 9, σε συνδυασμό προς το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ) δεν αφορά μόνο την θρησκευτική εκπαίδευση, αλλά περιλαμβάνει όλες τις πρακτικές και τα σύμβολα που εκφράζουν μία πίστη, μια θρησκεία ή την αθεΐα. Αυτή η ελευθερία αξίζει ιδιαίτερης προστασίας, όταν το ίδιο το Κράτος προωθεί μια συγκεκριμένη θρησκεία σε μέρη και με διαδικασίες που οι πολίτες δεν μπορούν να αποφύγουν ή δεν θα μπορούσαν να το κάνουν χωρίς υπέρμετρο κόπο και θυσία. Σε αυτές τις τελευταίες γραμμές βρίσκεται το πνεύμα αλλαγής που φέρνει αυτή η απόφαση: έξω τα θρησκευτικά σύμβολα που χρησιμοποιεί το κράτος από όλες τις διαδικασίες που οι πολίτες δεν μπορούν να αποφύγουν.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ουσιαστικά καλεί τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης να αφαιρέσουν τα θρησκευτικά σύμβολα όχι μόνο από τα σχολεία, αλλά και από τα δικαστήρια και όλες τις περιστάσεις της δημόσιας ζωής, στις οποίες οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να συμμετέχουν.
Με δεδομένο ότι οι αιτούντες παρευρισκόμαστε στις αίθουσες των δικαστηρίων της Θεσσαλονίκης, όχι τυχαία, αλλά ως συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης (άρθρο 38 του Κώδικα Περί Δικηγόρων) και στα πλαίσια της υποχρεωτικότητας της παρουσίας μας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων μας,
Με δεδομένο ότι οι αίθουσες των δικαστηρίων είναι χώροι όχι απλώς δημόσιοι, αλλά επιπλέον χώροι, όπου, όχι μόνον οι υπόλοιποι πολίτες, αλλά και εμείς οι αιτούντες, δεν επιλέγουμε, αλλά υποχρεωνόμαστε να παριστάμεθα, γεγονός που θεμελιώνει το ειδικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον μας για την υποβολή της παρούσας αίτησης,
Με δεδομένο ότι έχουμε στις δικαστικές αίθουσες της Θεσσαλονίκης το κέντρο των βιοτικών κι επαγγελματικών μας δραστηριοτήτων, στις οποίες περιλαμβάνεται συχνά η υπεράσπιση προσώπων που συμμετέχουν σε θρησκευτικές ή ιδεολογικές μειονότητες (των οποίων τα δικαιώματα ενίοτε θίγονται εξαιτίας της συμμετοχής τους αυτής), και είμαστε μέλη κοινοβουλευτικού κόμματος, στις καταστατικές αρχές του οποίου περιλαμβάνεται η διαφύλαξη και η προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Με δεδομένο ότι η κατάργηση των θρησκευτικών συμβόλων από τις αίθουσες των δικαστηρίων είναι επιβεβλημένη, κατά τα ανωτέρω, από το Σύνταγμα, την εφαρμογή του οποίου αιτούμεθα,
Με δεδομένο ότι η ύπαρξη των θρησκευτικών συμβόλων δεν προβλέπεται από καμία –νομίμως δημοσιευμένη- κανονιστική διάταξη,
Με δεδομένο ότι το αίτημά μας δεν επιδιώκει να αλλάξει κάτι, για το οποίο χρειάζεται η οποιαδήποτε νομοθετική ή κανονιστική παρέμβαση, αλλά να εφαρμοστεί το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,
Για τους λόγους αυτούς
ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
Να διατάξετε την αφαίρεση όλων των θρησκευτικών εικόνων και συμβόλων από τους τοίχους των δικαστικών αιθουσών της αρμοδιότητάς Σας.
Να μας καλέσετε να εκθέσουμε και προφορικά τις απόψεις μας ενώπιόν Σας.
Με τιμή,
Οι αιτούντες