11 July 2007

29 Μαϊου 1453 - το χρονικό μιας ημέρας της παγκόσμιας ιστορίας (II)





του καθηγητή Δρ. Αντώνη Καμμά


«Το επίσημο Βυζαντινό Κράτος ουδέποτε συνθηκολόγησε. Πολέμησε μέχρι την τελευταία στιγμή. Αν υπήρξε, και είναι πολύ πιθανόν ότι υπήρξε, προδοσία, αυτή έγινε από τον Λουκά Νοταρά και τους ανθενωτικούς για να σώσουν τα αξιώματα, τις περιουσίες και τις ζωές τους»

(συνέχεια από προηγούμενο)

Πότε όμως έγινε αυτή η ανταλλαγή πρεσβειών ανάμεσα στον Παλαιολόγο και στο Μωάμεθ; Είναι αναμφισβήτητο ότι πριν αρχίσει η Τουρκική επίθεση, δηλαδή στις αρχές Απριλίου, ο σουλτάνος έστειλε, όπως επιβάλλει το Κοράνι, αντιπροσώπους στον Παλαιολόγο για να του παραδώσει την Πόλη. Η Ισλαμική Θρησκεία επιβάλλει πάντα να γίνεται τέτοια πρόταση στην αρχή κάθε εχθροπραξίας και απαγορεύει αυστηρά στους πιστούς της να προβούν σε σφαγές και αιματοχυσίες αν ο εχθρός παραδοθεί αμαχητί.

Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι ο Μωάμεθ, που υπήρξε πιστός τηρητής της θρησκείας του πάντα, δεν έκανε την παραπάνω πρόταση. Σαν βέβαιη θα πρέπει επίσης να θεωρήσουμε την αποστολή και δεύτερης πρεσβείας από τον Μωάμεθ στον Παλαιολόγο πριν από την τελική του επίθεση και της οποίας, αποστολής, επικεφαλής ήταν ο Ισμαήλ Χαμζάς, ηγεμόνας της Σινώπης.

Σ’ αυτόν τον Τούρκο ηγεμόνα δόθηκε από τον Βυζαντινό Βασιλιά η απάντηση: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστιν ουτ’ άλλου των κατοικούντων ενταύθα· κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μη φειδομενοι της ζωής ημών».

Η απάντηση αυτή του Παλαιολόγου παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις όταν εγνώριζε ότι ήσαν πολλοί περισσότεροι αυτοί που, μέσα στην Πόλη, επιθυμούσαν την παράδοσή της στους Τούρκους.

Εγκαταλελειμμένος από τον Ιουστινιάνη και τους Γενοβέζους, πολεμούμενος ύπουλα από Λουκά Νοταρά και τον Γεννάδιο Σχολάριο, που δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να κηρύσσουν πως «είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψη» προσπαθούσε απεγνωσμένα να σώσει, όχι πια το Βυζάντιο, μα την Τιμή του και την Τιμή της κάποτε κραταιής Αυτοκρατορίας.

Τώρα αν η πρεσβεία υπό τον Ισμαήλ Χάμζαν συναντήθηκε με τον Παλαιολόγο ύστερα από πρωτοβουλία του ίδιου του Βυζαντινού Βασιλιά ή ύστερα από προσπάθεια του ηγεμόνα της Σινώπης «ίνα προκαλέση πρεσβείαν του βασιλέως προς τον Σουλτάνον» αυτό είναι κάτι που καμιά ιστορική πηγή δεν μπορεί με βεβαιότητα να μας γνωρίσει.

Και αν ακόμη δεχθούμε την άποψη του Δούκα, ότι δηλαδή ο Παλαιολόγος έστειλε πρώτος πρεσβεία στον Μωάμεθ - η πρεσβεία αυτή θα πρέπει να είχε διαταγή να διαπραγματευτεί τους όρους υπό τους οποίους ο σουλτάνος θα ΕΛΥΕ την πολιορκία της Πόλης και όχι τους όρους υπό τους οποίους θα του την παρέδιδαν.

Άρα και σ’ αυτή ακόμη την περίπτωση η προσπάθεια του Βυζαντινού Βασιλιά ήταν, μέχρι την τελευταία στιγμή η διάσωση της Πόλης και όχι η παράδοσή της. Είναι γεγονός ότι ο Παλαιολόγος, σ’ αυτή του την προσπάθεια, δεν δίστασε να καταφύγει ακόμη και στην δωροδοκία ενός των πιο ισχυρών ηγετών των Τούρκων, του Χαλήλ Πασά.

Ο G. Walter ισχυρίζεται ότι μεσάζων (intermédiaire) σ’ αυτή την συναλλαγή ήταν ο Νοταράς. Ο ισχυρισμός αυτός βασίζεται πιθανόν σε τουρκικές πηγές του τέλους του 15ου αιώνα που αποδίδονται στον χρονογράφο Αασίκ - Πασά Ζάντε. Δεν είναι εύκολο όμως να γίνει πιστευτό ότι θα εμπιστευόταν ο Παλαιολόγος τον κύριο πολέμιο της πολιτικής του σε μια τόσο λεπτή υπόθεση όπως η συναλλαγή του με τον Χαλήλ Πασά.

Ίσως μάλιστα να πετύχαινε τον στόχο του ο Βυζαντινός Βασιλιάς, δηλαδή να έπειθε ο Χαλήλ Πασά τον Μωάμεθ να αναβάλλει την τελική του επίθεση για λίγους μήνες αργότερα αν, στο τελευταίο πολεμικό συμβούλιο που συγκάλεσε ο σουλτάνος στο στρατόπεδό του, ο Ζαγκάν (Ζαγανός) Πασά ορκισμένος εχθρός του Χαλήλ, δεν επέμενε να επιτεθούν αμέσως εναντίον της Πόλης.

Ο Κορδάτος αμφισβητεί την αποστολή δεύτερης πρεσβείας του Μωάμεθ στον Παλαιολόγο. Θεωρεί ότι πιθανότερο είναι «πως στάλθηκαν από τον Παλαιολόγο αντιπρόσωποι στον σουλτάνο για να ιδούν τις διαθέσεις του».

Η ουσία είναι πως, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση η πρόταση του Παλαιολόγου δεν μπορούσε να έχει άλλο νόημα από αυτό που προαναφέραμε, δηλαδή για ποιο αντίτιμο θα δεχόταν ο Μωάμεθ να λύσει την πολιορκία της Πόλης και να σταματήσει τις εχθροπραξίες.

Όλες όμως οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και στις 27 Μαΐου οι Τούρκοι άρχισαν νέα λυσσαλέα επίθεση. Τότε τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης και εγκατέλειψε την άμυνα της Πόλης μαζί με όσους Γενοβέζους του είχαν απομείνει. Αυτό ήταν και το τελικό πλήγμα για το ηθικό των ενωτικών.

Στις 28 Μαΐου επικράτησε (κατά τον Κριτόβουλο) στο Τουρκικό στρατόπεδο απόλυτη ηρεμία. Αυτή ακριβώς η ηρεμία της παραμονής της τελικής τουρκικής επίθεσης έδωσε λαβή στις περισσότερες παρεξηγήσεις και κάπως αυθαίρετες ερμηνείες σε ορισμένους ιστορικούς.

Ο Κριτόβουλος, αν και Έλληνας (καταγόταν από την Ίμβρο) έγραψε την ιστορία του εκθειάζοντας τις αρετές του Μωάμεθ. Η αφιέρωση του όλου έργου του «Αυτοκράτορι μεγίστω, Βασιλεί βασιλέων Μεχεμέτι....» δεν αφήνει αμφιβολία για το πνεύμα της συγγραφής του αλλά σύγχρονα τον στερεί από τις ιδιότητες τόσον του αμερόληπτου και αντικειμενικού, που του απονέμει ο Κορδάτος, όσο και του «εν πολλοίς αξιοπιστοτάτο», που του απονέμει ο Καρολίδης.

Στην ιστορία του ο Κριτόβουλος περιγράφει λεπτομερώς τις σφαγές των Τούρκων και συμφωνεί απόλυτα με τα γραφόμενα του Φραντζή και του Δούκα ως προς το μέγεθος της λεηλασίας της Πόλης.

Ελέγχεται μόνο όταν γράφει, μόνος αυτός, ότι η Αγία Σοφία παραδόθηκε από τους κλεισμένους σ’ αυτή Βυζαντινούς με συνθήκη. Ίσως σ’ αυτό το σημείο η διήγησή του να είναι σκόπιμα ανακριβής για να μη χαρακτηρίσουν οι αναγνώστες της ιερόσυλο και τελείως βάρβαρο το σουλτάνο, του οποίου ο Κριτόβουλος υπήρξε γραμματέας.

Η άποψη ότι η Πόλη δεν πάρθηκε ολόκληρη ή μέρος αυτής με το σπαθί, αλλά με κάποια συνθηκολόγηση, στηρίζεται κυρίως σε μεταγενέστερες Τουρκικές (Τσελεμπή) και Ελληνικές (Μαλαξός και Αθ. Υψηλάντης) πηγές.

Είναι γεγονός ότι οι πηγές αυτές σε πολλά σημεία αντιφάσκουν μεταξύ τους φθάνοντας μάλιστα, στην περίπτωση του Μαλαξού, να ισχυρίζονται ότι ο ίδιος ο Παλαιολόγος παράδωσε τα κλειδιά της Πόλης στον Μωάμεθ και υπέγραψαν αμοιβαία συνθήκη φιλίας που την επικύρωσαν με τριήμερο γλέντι.

Κάπως όμοια τα γράφει και ο Αθ. Υψηλάντης στο «Μετά την Άλωσιν» έργο του, όπου όμως ισχυρίζεται ότι την παράδοση της πόλης δεν την έκανε ο Παλαιολόγος αλλά οι ευγενείς.