«Το επίσημο Βυζαντινό Κράτος ουδέποτε συνθηκολόγησε. Πολέμησε μέχρι την τελευταία στιγμή. Αν υπήρξε, και είναι πολύ πιθανόν ότι υπήρξε, προδοσία, αυτή έγινε από τον Λουκά Νοταρά και τους ανθενωτικούς για να σώσουν τα αξιώματα, τις περιουσίες και τις ζωές τους»
του καθηγητή Δρ. Αντώνη Καμμά
Μέσα στην πορεία της Ευρωπαϊκής ιστορίας, όλων των προηγούμενων αιώνων, εκατοντάδες πόλεις και περιοχές άλλαξαν άπειρες φορές ηγεμόνες, κατακτήθηκαν, καταστράφηκαν, ανοικοδομήθηκαν, γνώρισαν περιόδους δόξας, παρακμής, ελπίδας και απογοήτευσης.
Καμιά όμως από όλες αυτές τις ιστορικές στιγμές δεν είχε τις ευρύτερες κοσμογονικές επιπτώσεις για την ιστορία της ανθρωπότητας που είχε η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, στις 29 Μαΐου του 1453.
Η άλωση της Πόλης δεν ήταν, απλά και μόνο, μία ακόμα γραμμή στην Παγκόσμια ιστορία αλλά το ουσιαστικό και τυπικό τέλος ενός πολιτισμού δώδεκα αιώνων που, μπορεί μεν σε μεγάλο βαθμό να αυτοκαταστράφηκε από τα δικά του λάθη, έχασε όμως, με την κατάκτησή του από τους Οθωμανούς, τη δυνατότητα της συμμετοχής και της ενεργούς συμβολής του στην Αναγεννησιακή προσπάθεια των Ευρωπαϊκών κρατών η οποία σηματοδότησε -και εξακολουθεί να σηματοδοτεί ακόμα και σήμερα- την πνευματική, καλλιτεχνική και επιστημονική ανέλιξη του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Θα αποτελούσε επικίνδυνη υπεραπλούστευση, για όποιον ιστορικό ερευνητή, ο διαχωρισμός των γεγονότων από την αιτιοπαθογένειά τους, η απλή καταγραφή των περιστατικών που οδήγησαν στην άλωση της Πόλης χωρίς, μέσα από τα ιστορικά δεδομένα της, να ανιχνεύσει το μεγαλείο και τα ελαττώματα της πιο αντιφατικής φυλής της ανθρωπότητας δια μέσου των αιώνων, δηλαδή της φυλής των Ελλήνων.
Γιατί καμιά, πραγματικά, φυλή, μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι της ανθρωπότητας, δεν μπόρεσε να συσσωρεύσει μέσα στο χαρακτήρα της συγχρόνως τόσο ηρωισμό και τόση προδοσία, τόση ανιδιοτέλεια και τόση ευτέλεια, τόση ευφυΐα και τόση πονηριά.
Και το χρονικό της άλωσης της Πόλης, μέσα από τις διασωζόμενες ιστορικές του περιγραφές, αυτήν ακριβώς την αντίφαση τονίζει, για όσους τουλάχιστον επιμένουν να ψάχνουν την ιστορία βαθύτερα από την απλή απομνημόνευση γεγονότων και χρονολογιών.
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι, μετά τη Μακεδονική Δυναστεία, το Βυζάντιο μπήκε αμετάκλητα στο δρόμο της παρακμής. Ιδιαίτερα μάλιστα μετά την ήττα στο Ματζικέρτ (1071) και την αποτυχημένη προσπάθεια των Κομνηνών να την ανορθώσουν οικονομικά και στρατιωτικά, η Αυτοκρατορία χάνει σιγά - σιγά όλη την παλιά αίγλη της.
Από την απελευθέρωση της Πόλης από τους Λατίνους (1261) και μετά, Βυζαντινή Αυτοκρατορία ουσιαστικά δεν υπάρχει. Σχεδόν το σύνολο της Μικράς Ασίας είχε περιέλθει στους Τούρκους, ενώ τα περισσότερα λιμάνια και τα νησιά τα κατείχαν Λατίνοι.
Ο τελευταίος αιώνας ζωής του Βυζαντίου ξεκίνησε με μια σειρά εμφυλίων σπαραγμών (1320, Ανδρόνικος Γ΄. 1342, Ζηλωταί - Ι. Καντακουζηνός) για να τελειώσει με την αναπόφευκτη κατάκτηση της Πόλης από τους Τούρκους του Μωάμεθ. Μιας Πόλης που είχε από αιώνες πάψει πια να είναι «το κλειδί της Ρωμανίας όλης».
Οι τελευταίοι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου και ιδιαίτερα ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είχαν δικαίως πεισθεί ότι χωρίς την υποστήριξη των Δυτικών οι Τούρκοι, αργά ή γρήγορα, θα έμπαιναν στην Πόλη.
Στο βωμό αυτής της πολιτικής σκέψης, ήσαν πρόθυμοι να θυσιάσουν τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις τους πάνω στα παπικά προνόμια που, βέβαια, πέρα από τα θρησκευτικά φαινόμενα είχαν και συγκεκριμένα υλικά αίτια.
Σ’ αυτή την πολιτική συνάντησαν απ’ αρχής την έντονη αντίδραση ενός τμήματος της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας, μιας σημαντικής μερίδας ευγενών και του μεγαλύτερου μέρους του Λαού (που αποκλήθηκαν ομαδικά «ανθενωτικοί») και που είχαν σαν ηγέτες των το Γεννάδιο Σχολάριο και τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά.
Έτσι η 6η Απρίλη 1453 βρήκε έξω από τα τείχη της Πόλης ένα πανίσχυρο και πολυάριθμο (Φραντζής 258 χιλ., Χαλκοκονδύλης 400 χιλ., Κορδάτος 100 χιλ., Χαιρουλλάχ 80 χιλ.) στρατό Τούρκων και μέσα από τα τείχη ένα Λαό χωρισμένο σε δυο φατρίες που αλληλοεμισούντο θανάσιμα.
Σ’ αυτές τις κρίσιμες ώρες η στάση των ανθενωτικών ήταν χαρακτηριστική των προθέσεών των. Η φράση «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν», έστω ακόμη και αν δεν ανήκει στον ίδιο το Νοταρά, μαρτυρεί αδιάψευστα το βαθύτερο πιστεύω τους. Ο Γεώργιος Φραντζής, ο μόνος Έλληνας ιστορικός, που ήταν παρών στην άλωση της Πόλης, περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα το Λουκά Νοταρά και τους ομοϊδεάτες του.
Ο Steven Runciman, στην προσπάθειά του να αμβλύνει την αλγεινή εντύπωση που προξένησε ο Λ. Νοταράς στους μελετητές του Χρονικού της Άλωσης, αφ’ ενός μεν μυθοποιεί την εκτέλεσή του από τον Μωάμεθ, αφ’ ετέρου δε δεν διστάζει να επιτεθεί κατά του Φραντζή παρά το ότι, σε όλα τα άλλα, χαρακτηρίζει την ιστορία του τίμια και πειστική.
Αν ο Νοταράς θανατώθηκε από το Σουλτάνο, διότι αρνήθηκε να του παραδώσει το μικρότερο γιο του, είτε διότι ο Σουλτάνος θέλησε να σφετερισθεί τη μεγάλη περιουσία του, είτε, τέλος, διότι κατηγορήθηκε από το συνεργάτη του Παλαιολόγου στην αυλή του Μωάμεθ, Χαλήλ Πασά ως ραδιούργος και διπρόσωπος, άποψη που αναφέρει ο Κριτόβουλος και δέχεται ο Κορδάτος, τα πράγματα δεν είναι τελείως ξεκαθαρισμένα.
Οτιδήποτε όμως και αν συνέβη είναι ιστορικά βέβαιο ότι ο Λουκάς Νοταράς υπήρξε ο ένας των μεγάλων ηγετών της ανθενωτικής φατρίας και, ως εκ τούτου, υπέρμαχος της άνευ όρων παράδοσης της Πόλης στους Τούρκους. Ο άλλος ηγέτης των ανθενωτικών, ο Γεννάδιος Σχολάριος, «χρίσθηκε» από το Μωάμεθ, την άνοιξη του 1454, πατριάρχης και ουσιαστικά αρχηγός των ορθοδόξων υπηκόων του σουλτάνου, με γραφτά μάλιστα προνόμια.
Παρά τη μεγάλη εσωτερική αντίδραση που αντιμετώπιζε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της Πόλης κατά τον καλύτερο τρόπο. Σ’ αυτή του την προσπάθεια είχε συμπαραστάτη τον αρχηγό των Γενοβέζων, Ιουστινιάνη που υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, εξαίρετος στρατιωτικός.
Λίγο πριν από την Άλωση ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε βαριά και εγκατέλειψε την Πόλη. Οι επικρίσεις εναντίον του γι’ αυτή τη φυγή φαίνονται μάλλον άδικες μια που, όπως μας πληροφορεί ο Βαρβερινός Κώδικας, «....ελαβώθη ο καπετάνιος Γιουστουνιάς με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια....».
Πάνω όμως απ’ όλους τους υπερασπιστές της Πόλης, αναμφισβήτητα, βρισκότανε ο Παλαιολόγος. Είναι ίσως το μόνο σημείο που συμφωνούν απόλυτα όλες οι ιστορικές γραφές, τόσο της εποχής εκείνης όσο και οι μεταγενέστερες.
Ο Vasiliev γράφει ότι «η τιμιότης, η γενναιοδωρία, η δραστηριότης, το θάρρος και η αγάπη για τη χώρα του είναι τα χαρακτηριστικά του Κωνσταντίνου».
Πενήντα τρεις ημέρες κράτησε η πολιορκία της Πόλης. Στις 29 Μαΐου 1453 ο Μωάμεθ Β΄ έμπαινε νικητής στην Πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Πως όμως πάρθηκε η Πόλη; Στο σημείο αυτό οι αντιφάσεις των ιστορικών πηγών είναι τεράστιες.
Ο Δούκας γράφει ότι, όταν ο Παλαιολόγος είδε ένα μέρος των τειχών να πέφτει, έστειλε πρεσβεία στο σουλτάνο να τον ρωτήσει κάτω από ποιους όρους θα δεχόταν να λύσει την πολιορκία της Πόλης και να φύγει με το στρατό του.
Ο Μωάμεθ αρνήθηκε λέγοντας «ουκ έστι δυνατόν αναχωρήσαι με. Ή πόλιν λαμβάνω ή Πόλις λαμβάνει με ζώντα ή τεθνεώτα». Στη συνέχεια αντιπρότεινε στον Παλαιολόγο να φύγει ειρηνικά και να εγκατασταθεί στην Πελοπόννησο, λύση, που απέρριψε χωρίς συζήτηση ο Βυζαντινός Βασιλιάς.
Ο Χαλκοκονδύλης και ο Λεονάρδος ο Χίος, με μικρές παραλλαγές συμφωνούν με την άποψη του Δούκα.