29 Μαϊου 1453 - το χρονικό μιας ημέρας της παγκόσμιας ιστορίας (IV)
του καθηγητή Δρ. Αντώνη Καμμά
«Το επίσημο Βυζαντινό Κράτος ουδέποτε συνθηκολόγησε. Πολέμησε μέχρι την τελευταία στιγμή. Αν υπήρξε, και είναι πολύ πιθανόν ότι υπήρξε, προδοσία, αυτή έγινε από τον Λουκά Νοταρά και τους ανθενωτικούς για να σώσουν τα αξιώματα, τις περιουσίες και τις ζωές τους»
(συνέχεια από προηγούμενο)
Οι εκδοχές αυτές των δύο Ελλήνων ιστορικών στηρίζονται σε κάποιο γεγονός, που δεν έχουμε λόγο ν’ αμφισβητήσουμε τελείως, ότι δηλαδή, 70-80 χρόνια μετά την Άλωση (ούτε στην χρονολογία συμφωνούν οι δύο συγγραφείς), ο τότε σουλτάνος θέλησε να καταστρέψει εκκλησίες και μοναστήρια και, για να εμποδισθεί από τον Πατριάρχη του φέρανε τρεις γέρους γενίτσαρους που είχαν πάρει μέρος στην Άλωση της Πόλης και οι οποίοι του επιβεβαίωσαν προφορικά ότι η Πόλη πάρθηκε με συνθηκολόγηση και όχι με το σπαθί του Μωάμεθ.
Το γεγονός αυτό, που δέσμευε τον σουλτάνο από το να καταστρέψει τις εκκλησίες, σύμφωνα με το Κοράνι, συνέβηκε, αν πιστέψουμε τον Μαλαξό στα 1532 μεταξύ Πατριάρχη Ιερεμία και Σουλτάνου Σουλεϊμάν, ενώ, αν πιστέψουμε τον Υψηλάντη, στα 1519 μεταξύ Πατριάρχη Θεολήπτου και Σουλτάνου Σελίμ Α'.
Μπορεί πράγματι κάποιο τέτοιο γεγονός να έγινε 70-80 χρόνια μετά την Άλωση, δεν μπορούμε όμως να δεχθούμε εύκολα ότι τρεις ανώνυμοι και υπέργηροι γενίτσαροι είναι δυνατόν να αναιρέσουν με τα λεγόμενά τους όλους τους σύγχρονους της Άλωσης ιστορικούς συγγραφείς (Φραντζή, Δούκα, Κριτόβουλο κ.ά.). ίσως μάλιστα και αυτοί να αναφέροντο στα γραπτά Προνόμια που σίγουρα είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ στο Γεννάδιο όταν τον έκανε Πατριάρχη στα 1454.
Όσον αφορά τους ιστορικούς που πήραν στοιχεία αποκλειστικά από Τουρκικές πηγές (Δ. Καντεμίρ και Εβλιγιά Τσελεμπή), παρά το ότι δεν συμφωνούν μεταξύ τους απόλυτα, υποστηρίζουν στις γραφές τους ότι κάποια συμφωνία υπήρξε ανάμεσα στους πολιορκημένους και το Σουλτάνο που δεν τηρήθηκε ως το τέλος, είτε λόγω παρεξήγησης (Δ. Καντεμίρ), είτε λόγω επιθυμίας μιας μερίδας στρατού (προφανώς πιστών στον Παλαιολόγο φανατικών ενωτικών) να φυλάξουν το Παλάτι (Ε. Τσελεμπή).
Δεν μπορούμε να απορρίψουμε εντελώς τους δύο τελευταίους ιστορικούς αλλά και δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι συνθηκολόγησε ο Βασιλιάς γιατί τότε καμιά σφαγή δεν θα γινόταν όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη. Πως συμβιβάζονται όμως αυτές οι, εκ πρώτης όψεως, διαμετρικά αντίθετες απόψεις;
Ο Καρολίδης δέχεται για την ιστορία του Μολδοβλάχου Δημήτρη Καντεμίρ ότι «ο μόνος εν ταύταις ιστορικός πυρήν φαίνεται ότι η μνημονευθείσα, μέχρι των μεταμεσημβρινών ωρών διαρκέσασα επί των παραθαλασσίων τειχών άμυνα και η δια συμβάσεως ελευθέρα αποχώρησις των επί τούτω αμυνομένων μαχητών».
Για αθρόες λιποταξίες μιλάει και ο Ε. Τσελεμπής, που τονίζει μάλιστα ότι ο Μωάμεθ έδωσε μιας ημέρας διορία (ίσως αυτή η μέρα να ήταν η προαναφερθείσα 28η Μαΐου) για να φύγουν όσοι ήθελαν ανενόχλητοι, πράγμα που έγινε.
Όλα όμως αυτά δεν μπορούσαν να γίνουν χωρίς κάποια συμφωνία και αυτή η συμφωνία πρέπει να έγινε, χωρίς τη συμμετοχή του Παλαιολόγου, από κάποιους ευγενείς που ανήκαν στην ανθενωτική φατρία.
Και δεν μπορούσε να είχε άλλο περιεχόμενο αυτή η συμφωνία από την υπόσχεση των ανθενωτικών να μειώσουν ακόμα περισσότερο την άμυνα της Πόλης οδηγώντας όσο περισσότερους υπερασπιστές της μπορούσαν σε λιποταξία και τη δέσμευση, έναντι αυτών, του Μωάμεθ να μη σφαγούν οι συνθηκολογήσαντες και να τους δοθούν, μετά την Άλωση, ορισμένα προνόμια.
Ίσως μάλιστα και ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη (αν δεχθούμε το «Χρονικό του Ιέρακος») να ήταν έργο των ανθενωτικών («Λέγεται δε εκ των εντός Ρωμαίων ην ο δράσας τούτο το επιβούλευμα κατά του Γενοβίου»).
Ο μόνος Έλληνας ευγενής που σίγουρα επέζησε μετά την Άλωση ήταν ο Λουκάς Νοταράς. Φυσικά δεν είναι δυνατόν να δεχθούμε την άποψη του ιδίου συγγραφέα ότι «ο κοσμικός Νοταράς ην εκ των μέχρι της εσχάτης ώρας επί των παραθαλασσίων τειχών αμυνομένων».
Ο Νοταράς ουδέποτε κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης πολέμησε. Οι ιστορικές γραφές των σύγχρονων της Άλωσης τον θέλουν επί κεφαλής κάποιου μικρού εφεδρικού τμήματος στρατού για να σπεύσει σε βοήθεια όπου υπήρχε ανάγκη (Φραντζής - Λεονάρδος ο Χίος).
Μια βοήθεια όμως που όταν του ζητήθηκε από τον Ιουστινιάνη την αρνήθηκε κατηγορηματικά προκαλώντας την ιστορική έκρηξη θυμού του Γενοβέζου αρχηγού που τον απείλησε με την φράση “O traditor et che me tien che adesso non te scanna cum questo pugnal” δηλαδή «Ε προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί και δεν σε σφάζω μ’ αυτό το μαχαίρι».
Αλλά και ο Καρολίδης αναγκάζεται στο ίδιο βιβλίο να ομολογήσει ότι «τελευταίον ο Λουκάς Νοταράς, όστις συνελήφθη μετά της συζύγου και των τέκνων εν τω ιδίω οίκω μετά μικράν τινά αντίστασιν και έμεινε κατ’ αρχάς εν αυτώ φυλαττόμενος εκ διαταγής του σουλτάνου».
Όσον δε αφορά τα παιδιά του που, κατά τον Runciman «έπεσαν ηρωικώς στις επάλξεις των τειχών» την απάντηση την έχει δώσει πριν από πέντε αιώνες ο Δούκας γράφοντας ότι συνελήφθησαν κοιμώμενα στο σπίτι τους («ην γαρ ο Μάϊος φέρων είκοσι εννέα και ο πρωϊνός ύπνος ηδύς ην εν οφθαλμοίς των νέων και νεανίδων»).
Την άποψη αυτή την δέχεται και ο Καρολίδης άσχετα αν την χαρακτηρίζει «παράδοξον». Άλλοι μεγάλοι αξιωματούχοι του Βυζαντινού Κράτους μάλλον δεν επέζησαν μετά την Άλωση.