Aντιμετώπιση της επιστήμης και της τεχνολογίας, μέρος IV
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος αυτής της σειράς, μετά την τεχνο-αδιαφορία και -νωθρότητα και τον τεχνο-σκεπτικισμό, καλύπτει ένα ακόμα, αρκετά σημαντικό πρόβλημα κατά την αντιμετώπιση της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Το τέταρτο και τελευταίο μέρος αυτής της σειράς, μετά την τεχνο-αδιαφορία και -νωθρότητα και τον τεχνο-σκεπτικισμό, καλύπτει ένα ακόμα, αρκετά σημαντικό πρόβλημα κατά την αντιμετώπιση της επιστήμης και της τεχνολογίας.
4. Άγνοια των δυνατοτήτων της τεχνολογίας
Ένα ακόμα φαινόμενο, το οποίο αποτελεί επίσης συνέπεια των προαναφερόμενων κεντρικών εκπαιδευτικών επιλογών που περιέγραψε ο Σνόου, χαρακτηρίζει ειδικότερα το νεοελληνικό μορφωτικό χώρο: Από πολλές συζητήσεις με νέους σπουδαστές τεχνικών κατευθύνσεων, αποφοίτους Γενικού Λυκείου, διαπιστώνεται ότι αυτοί, σε σημαντικό ποσοστό, αγνοούν τους λόγους που γίνονται αντικείμενο μελέτης τα τεχνικά και άλλα έργα των αρχαίων λαών. Επίσης, δεν φαίνεται να έχουν μια αποδεκτή εικόνα για το επίπεδο και τις δυνατότητες της σύγχρονης Τεχνολογίας.
Για παράδειγμα, σε ερώτηση κρίσης προς σπουδαστές, γιατί δεν κατασκευάζουμε σήμερα ένα κτήριο σαν τον Παρθενώνα και με υποβολή κατάλληλων συμπληρωματικών ερωτήσεων, εκμαιεύονται συνήθως απαντήσεις του είδους ότι σήμερα οι επιστήμονες διαθέτουν περιορισμένες γνώσεις Στατικής και Αντοχής Υλικών σε σχέση με αυτές που διέθεταν οι Αθηναίοι τον 5ο π.Χ. αιώνα, ότι οι σύγχρονοι τεχνίτες δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν το μάρμαρο, όπως οι αρχαίοι συνάδελφοί τους, ότι μια μηχανή επεξεργασίας μαρμάρου δεν είναι δυνατόν να κατασκευάσει κίονες οποιουδήποτε αρχαίου ρυθμού κ.ο.κ.
Τέτοιες αντιλήψεις, εξόφθαλμα εσφαλμένες, εκφράζονται από ένα σημαντικό μέρος των νέων κατά τις τελευταίες δεκαετίες και, κατά συνέπεια, θα εκφράζονται και τις επόμενες δεκαετίες από το μέσο όρο του γενικού πληθυσμού! Για τη δημιουργία τέτοιων εσφαλμένων αντιλήψεων πιστεύουμε ότι ευθύνονται: Αφενός η «πλύση εγκεφάλου», κυρίως από τους φιλολόγους στα σχολεία και τους αρχαιολόγους στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μουσεία, με αγιογραφικές περιγραφές υπερβάλλοντος θαυμασμού, για τον (διαφορετικού είδους από το σημερινό) πολιτισμό της κλασικής ελληνικής εποχής. Αφετέρου, η αποσπασματική διδασκαλία στο σχολείο, αλλά συχνά και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των φυσικοχημικών και τεχνολογικών μαθημάτων και χωρίς σαφείς συσχετισμούς με τις σύγχρονες τεχνολογικές κατακτήσεις, οι οποίες φυσικά ήταν αδιανόητες την αρχαία εποχή.
Αλλά και κατά τη διδασκαλία τεχνικών θεμάτων του αρχαίου ή του σύγχρονου κόσμου στα σχολεία, επιλέγονται προς ανάπτυξη πρωτίστως αντικείμενα εντυπωσιασμού, «δαιδαλώδη ανάκτορα» της Κνωσού, «κυκλώπεια τείχη» των Μυκηνών κ.ά. και δευτερευόντως ή καθόλου το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης των ανακτόρων που εξασφαλίζει την υγιεινή συμβίωση μεγάλου αριθμού ατόμων σε περιορισμένο χώρο, τα εγγειοβελτιωτικά έργα της Κωπαΐδας και της Τίρυνθας που δημιούργησαν εύφορα εδάφη προς καλλιέργεια και κατά συνέπεια οδήγησαν σε βελτίωση της διατροφής του πληθυσμού κ.ο.κ. (Κλαίρη Παλυβού: «Οικοδομική τεχνολογία των προϊστορικών χρόνων», στο περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 94)
Ως προς τις ανακρίβειες και υπερβολές σε σχέση με τις τεχνικές δυνατότητες του αρχαίου κόσμου αναφέρουμε εδώ μερικά ενδεικτικά παραδείγματα που αλιεύθηκαν σε εύκολα προσβάσιμες πηγές:
- Στο περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ που προαναφέρθηκε, περιέχεται σε άρθρο για την «Υφαντική τέχνη την εποχή του χαλκού», μεταξύ άλλων το εξής: «Οι κλωστές που παράγονταν τότε ήταν εξαιρετικά λεπτές, τόσο λεπτές που δεν μπορούν να αναπαραχθούν πια.» Με τη διατύπωση αυτή καταλαβαίνει ο αναγνώστης ότι δεν υπάρχουν σήμερα μηχανές και τεχνικές που θα μπορούσαν να παραγάγουν μια λεπτή κλωστή, όπως εκείνες της μυκηναϊκής εποχής, πράγμα που δηλώνει πλήρη άγνοια εκ μέρους της συγγραφέως του άρθρου για τις δυνατότητες της σύγχρονης υφαντουργικής τεχνολογίας, αλλά και της νανοτεχνολογίας (~10-9m) με ελαστικά νήματα άνθρακα, 20 φορές ανθεκτικότερα από αντίστοιχο χάλυβα, όπου γίνεται επεξεργασία της ύλης σε κλίμακα ατόμου και μορίου με στόχο τη δημιουργία νέων υλικών και λειτουργιών.
- Σε πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού, στην οποία περιγράφεται η λεγόμενη «Νοτιοανατολική Οικία» του ανακτόρου, πιθανολογείται η ύπαρξη μινωικού χαλυβουργικού κλιβάνου! Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ως απαρχή της παραγωγής του χάλυβα (=σίδηρος με πρόσμιξη άνθρακα) την εποχή περί το 1200 π.Χ., όταν αξιοποιήθηκαν από διάφορους πολιτισμούς υπολείμματα σιδηρούχων μετεωριτών που είχαν πέσει στη Γη ή την εποχή περί το 1000 π.Χ., όταν άρχισε να παράγεται συστηματικά ο σκληρός σίδηρος (χάλυβας, ατσάλι), σίγουρο είναι ότι η μινωική εποχή είναι προγενέστερη ακόμα και της χρήσης του σιδήρου στον ελληνικό χώρο. Πέρα απ' αυτά, παραγωγή χάλυβα με γνώση των συντελούμενων διεργασιών, άρχισε να πραγματοποιείται μόλις κατά το 19ο αιώνα.
Αυτά αφορούν τα εκπεμπόμενα μηνύματα από φιλολόγους και αρχαιολόγους, τα οποία εκλαϊκεύονται και διαχέονται με δημοσιογραφικές περιγραφές και καταλήγουν σε διατυπώσεις τής μορφής: «Η θυροτηλεόραση οφείλει την ύπαρξή της σε τεχνολογικό επίτευγμα των αρχαίων Ελλήνων» (Ελευθεροτυπία, Τα αρχαία μηχανήματα, ένθετο στις 17-7-2005). Και στην πραγματικότητα δεν εννοεί οτιδήποτε σχετίζεται με τηλεόραση, αλλά αναφέρεται στην τηλεπισκόπηση χώρου, π.χ. της εισόδου σπιτιού, η οποία τηλεπισκόπηση γινόταν στην Αρχαιότητα με έναν απλό καθρέφτη, όπως αυτός που υπάρχει σήμερα στα αυτοκίνητα.
Θα ήταν βέβαια δυνατόν οι δέκτες αυτών των μηνυμάτων να αναγνωρίζουν και να απορρίπτουν τέτοια φαινόμενα άγνοιας ή βαριάς αμέλειας. Όμως, οι σπουδαστές που μόλις έχουν αποφοιτήσει από τα Λύκεια και πρόκειται να παρακολουθήσουν μαθήματα τεχνολογικού προσανατολισμού, αφενός είχαν εκεί διδάσκοντες που δείχνουν σε σημαντικό ποσοστό τεχνο-φοβία και/ή τεχνο-νωθρότητα, όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα (Ελένη Κoνιδάρη: «Εκπαιδευτικοί και νέες τεχνολογίες»), αφετέρου δεν έχουν βρεθεί ποτέ προηγουμένως σε χώρους παραγωγής, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν τα προσλαμβανόμενα μηνύματα και να εκτιμήσουν την πραγματική μορφή και τον τρόπο χρήσης των πραγμάτων που θα συναντήσουν στις σπουδές και σε διάφορους χώρους τεχνολογικών εκθεμάτων και περιγραφών.
Συναφές με τον προβληματισμό που διατυπώνεται εδώ, είναι ένα περιστατικό, το οποίο περιγράφει σε επιστολή του ο διάσημος Φυσικός, Richard Feynman (Φέυνμαν, 1918-1988). Είχε επισκεφτεί την Αθήνα και ξεναγήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Γράφει στην επιστολή του:
«Περπάτησα (στο μουσείο) και είδα τόσα πολλά που τα πόδια μου άρχισαν να πονάνε... Τέλος, είχα βαρεθεί, επειδή έβλεπα συνεχώς όμοια πράγματα. Υπήρχε όμως κάτι διαφορετικό από τα άλλα έργα, κάτι πολύ παράξενο, σχεδόν απίστευτο. Το είχαν ανασύρει απ' τη θάλασσα το έτος 1900, ήταν κάποιο είδος μηχανής με μεγάλους οδοντωτούς τροχούς. Έμοιαζε πολύ με το εσωτερικό ενός ρολογιού με ελατήριο. Υπήρχαν πολλοί τροχοί, προσαρμοσμένοι μεταξύ τους, με πολύ κανονικά "δόντια", καθώς και βαθμολογημένοι κύκλοι με χαραγμένες επάνω τους ελληνικές επιγραφές... (σημ.: εννοεί το «Μηχανισμό των Αντικυθήρων»).
Ρώτησα την αρχαιολόγο για τη μηχανή που είχα δει στο μουσείο - αν είχαν βρεθεί άλλες τέτοιες μηχανές ή απλούστερες που οδήγησαν στην κατασκευή της - αλλά ούτε που καταλάβαινε για ποιο πράγμα τη ρωτούσα... Μου ζήτησε να της εξηγήσω το ενδιαφέρον μου και τον εντυπωσιασμό μου για τη μηχανή...
Πόση άγνοια έχουν οι άνθρωποι που έκαναν κλασικές σπουδές. Κι ύστερα αναρωτιέμαι, γιατί δεν εκτιμούν την εποχή τους, δεν ανήκουν σ' αυτήν, δεν την καταλαβαίνουν... Κάποια κυρία από το προσωπικό του μουσείου παρατήρησε, όταν της είπαν ότι ο Αμερικανός καθηγητής ήθελε να μάθει περισσότερα για το έκθεμα 15087: "Απ' όλα αυτά τα ωραία πράγματα του μουσείου, γιατί στάθηκε ειδικά σε εκείνο το έκθεμα; Γιατί είναι τόσο σημαντικό;"...» (R.Feynman: «Τι σε νοιάζει εσένα τι σκέφτονται οι άλλοι;», Τροχαλία, Αθήνα).
Πρόκειται για μια διεισδυτική περιγραφή της αφέλειας και άγνοιας πολλών από τους Φιλολόγους/Ιστορικούς για την τεχνολογία, μπροστά σε ένα αρχαιολογικό εύρημα, του οποίου η ύπαρξη δείχνει ότι η επινόηση του μηχανικού ρολογιού και των λεπτομηχανικών κατασκευών γενικότερα που προέκυψε κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, θα μπορούσε να είχε συμβεί σχεδόν μιάμιση χιλιετία προηγουμένως - με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για τις τεχνολογικές, επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις.
σχήμα του Μεσαίωνα, στη Δύση η πράξη, στην Ανατολή η θεωρία. μια αντίληψη που καλλιεργείτο τη βυζαντινή εποχή από τους διανοούμενους, διαχειριστές της κληρονομιάς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και εξυπηρετούσε τη δικαιολόγηση του φαινομένου της σταδιακής πολιτισμικής και μορφωτικής υποχώρησης στην Ανατολή. Σήμερα γνωρίζουμε όμως ότι, ούτε και σε θεωρητικούς τομείς αναδεικνύονται κατά μέσο όρο οι σημερινοί Έλληνες, δεδομένου ότι:
- σε όλες τις αξιολογήσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ καταλήγουν οι αξιολογούμενοι Έλληνες μαθητές σε μια από τις τελευταίες θέσεις κατατάξεως (PISA),
- οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ανάμεσά τους φιλόλογοι, θεολόγοι, φυσικοί, μαθηματικοί κ.ά., αποτυγχάνουν παταγωδώς στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ (το έτος 2005 περί το 90% κάτω από τη βάση).
Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι, οι εκφράσεις τεχνοφοβίας και άγνοιας των σύγχρονων τεχνολογικών δυνατοτήτων προκύπτουν, πρωτίστως βέβαια από τη μειωμένη αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά στη συνέχεια και από τη διάχυση και ανακύκλωση αντιλήψεων μιας παιδείας διπλής κουλτούρας, όπου η λεγόμενη ανθρωπιστική αντιμετωπίζεται προνομιακά ως ευγενής και η τεχνολογική ως συμπληρωματική, υποδεέστερη και δημιουργούσα κοινωνικά προβλήματα.
Αυτή η υποβαθμιστική αντίληψη οδηγεί επιπλέον και σε μία καθημερινά βιούμενη σχιζοφρένεια, να εξαρτώνται πολλοί στο έπακρο από τα τεχνολογικά προϊόντα και ταυτόχρονα οι ίδιοι να περιφρονούν ή να αγνοούν την Τεχνολογία.
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)