Σκέψεις και σχόλια για ένα άρθρο του Th. Dobzhansky
Στη διεύθυνση του πολύ καλού «ηλεκτρονικού περιοδικού Βιολογίας» biology4u δημοσιεύτηκε ένα παλαιό άρθρο (1973) του Θεοδόσιου Ντομπζάνσκι (Dobzhansky, 1900-1975) Ρωσο-Αμερικάνου γενετιστή, ζωολόγου και βιολόγου ο οποίος, μαζί με τον Γερμανο-Αμερικάνο Έρνστ Μάυρ (Mayr, 1904-2005), αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της «συνθετικής εξελικτικής θεωρίας» που συνδυάζει τη Γενετική (νόμοι του Μέντελ) με την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου. Θεώρησα σκόπιμο να διατυπώσω μερικές απόψεις πάνω σ' αυτό το άρθρο από τη σκοπιά του αδαούς ενδιαφερόμενου, όπως είμαστε όλοι, όταν ασχολούμαστε με θέματα εκτός της επιστημονικής και επαγγελματικής αρμοδιότητάς μας.
Σ’ αυτή τη μελέτη του διαφοροποιεί ο Ντομπζάνσκι τα ιερά βιβλία των μονοθεϊστικών θρησκειών από την επιστήμη και θεωρεί ότι αυτά καλύπτουν «σημαντικότερα θέματα, όπως το νόημα της ύπαρξης του ανθρώπου και της σχέσης του με το Θεό». Δίνει λοιπόν με αυτό τον τρόπο μια διέξοδο σ’ όλους εκείνους τους θρησκευτικούς κήρυκες, οι οποίοι αποδέχονταν και αποδέχονται ακόμα τα ιερά βιβλία κατά λέξη. Και όποιος θεωρεί αυτές τις αντιλήψεις ξεπερασμένες, αρκεί να διαβάσει στα λεγόμενα «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος», μία ετήσια έκδοση της Αποστολικής Διακονίας με θεολογικά, ιστορικά και οργανωτικά θέματα. Στην έκδοση του έτους 2005 αναφέρεται ότι «έχουν παρέλθει 7.513 χρόνια από κτήσεως κόσμου». Ο Ντομπζάνσκι τούς υποδεικνύει ότι «διαπράττεται σφάλμα όταν συγχέεται η Αγία Γραφή με τα εισαγωγικά εγχειρίδια αστρονομίας, γεωλογίας, βιολογίας και ανθρωπολογίας» και δίνει στους «γραφικούς» μελετητές τη δυνατότητα να προσαρμόσουν την επιχειρηματολογία τους.
Ο μεγάλος Γενετιστής και Βιολόγος δεν έχει μείνει μόνος με αυτή την αντίληψή του: σε άρθρο της αμερικάνικης εφημερίδας New York Times στις 28-2-2006 διατυπώνεται μια «έκκληση για ανακωχή στη μάχη μεταξύ θρησκείας και επιστήμης». «Επιστήμη και θρησκεία δεν ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο και, τουλάχιστον θεωρητικά, υπάρχει η δυνατότητα να συνυπάρξουν ειρηνικά και μάλιστα να συμπληρώνουν, αντί να αντιμάχονται η μία την άλλη» (Καθημερινή, 4-3-2006).
Στα καθ’ ημάς, ο Χρ. Γιανναράς αντιδιαστέλλει σε άρθρο του (Καθημερινή, 18-9-2005) την επιστήμη, ως ερμηνεία της αισθητής πραγματικότητας, από τη θεολογία, ως χώρο καλλιέργειας μεταφυσικών ιδεών: «Μία επιστημονική πρόταση προκύπτει από την παρατήρηση, το πείραμα και τη μαθηματική επεξεργασία των αποτελεσμάτων τους. Φιλοδοξεί να ερμηνεύσει δεδομένα της αισθητής πραγματικότητας ...» Και στη συνέχεια: «Μία μεταφυσική πρόταση αρχίζει από εκεί που τελειώνει η δυνατότητα επιστημονικών πιστοποιήσεων, γι’ αυτό και δεν έχει ποτέ υποχρεωτικό χαρακτήρα, έστω κι αν είναι χτισμένη με άψογη λογική μέθοδο.»
Έτσι, από τη στιγμή που κάποιες παραδοχές και κάποια πορίσματα δεν προκύπτουν υποχρεωτικά από παρατήρηση, δοκιμή, επιβεβαίωση και απόρριψη, αλλά σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις και επιφοιτήσεις, δεν αποτελούν επιστημονικές πειθαρχίες. Η παραδοχή αυτών των αντιλήψεων οδηγεί όμως τους θρησκευόμενους σε επικίνδυνες για την πίστη τους ατραπούς: Η εμπειρία των τελευταίων 3-4 αιώνων διδάσκει ότι η «αισθητή πραγματικότητα» που αναφέρει ο Γιανναράς, έχει διευρυνθεί προς κάθε κατεύθυνση και αναπότρεπτα ο χώρος της μεταφυσικής, ο οποίος αποτελεί προνομιακό αντικείμενο της θεολογίας, έχει συρρικνωθεί και συνεχίζει να περιορίζεται.
Με την πάροδο των αιώνων και των χιλιετιών και την αντίστοιχη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι κάθε μεταφυσική πρόταση θα αναφέρεται σε ένα όλο και περισσότερο συρρικνωμένο αντικείμενο, το οποίο -μπορούμε να εικάσουμε- θα ελαχιστοποιηθεί οριακά σε ένα απολίθωμα κάποιων εκτιμήσεων και παμπάλαιων συλλογικών αναμνήσεων.
Πολλοί από τους επιφανείς σύγχρονους διανοητές στον τομέα της Βιολογίας δεν δέχονται τέτοιους συμβιβασμούς για να διευκολύνουν τα νοητικά αδιέξοδα των θεοφοβούμενων φιλοσόφων. Π.χ. ο Richard Dawkins γράφει ότι η θρησκεία δεν είναι μόνο άχρηστη, αλλά και επικίνδυνη, ιστορικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά και γι' αυτό πρέπει να περιφρονηθεί ή και να παραμεριστεί (The God Delusion).
Ο Ντομπζάνσκι δεν παίρνει τόσο δραστικές θέσεις αλλά αντιφάσκει μερικές φορές στην προσπάθειά του να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Δέχεται δηλαδή ότι «η βιοχημική ή βιολογική καθολικότητα υποδεικνύει ότι η ζωή προέκυψε από την άβια ύλη μια μόνο φορά και ότι όλοι οι οργανισμοί, ανεξαρτήτως από το πόσο έχουν αποκλίνει σήμερα, διατηρούν τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχέγονης ζωής». Αν η «μόνη φορά» που προέκυψε η ζωή από την άβια ύλη (αβιογένεση) σχετίζεται με τις περιβαλλοντικές συνθήκες κάποιας εποχής στον πλανήτη μας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτή η αυτόματη δημιουργία ζωής θα επαναλαμβάνεται σε άλλους πλανήτες, σε άλλα ηλιακά συστήματα και σε άλλους γαλαξίες του δικούς μας ή ενός από τα πολλά άλλα σύμπαντα που φαίνεται να υπάρχουν.
Το ερώτημα είναι τότε, ποιος είναι ο ρόλος του θεού σε όλα αυτά και γιατί πρέπει να δεχθούμε ότι, παράλληλα με την εκπήδηση της ζωής από την άβια ύλη, κάποια παμπάλαια «ιερά βιβλία», γραμμένα με τις αντιλήψεις του γεωκεντρικού συστήματος, εξηγούν και νοηματοδοτούν τον κόσμο, αφού αυτός ο κόσμος δημιουργείται και λειτουργεί αυτόματα; Με κάθε (μελλοντική) ανακάλυψη νέων κόσμων σε άλλους πλανήτες θα υφίσταται λοιπόν και εξ αυτού του λόγου κάθε θρησκεία ένα σημαντικό πλήγμα και μαζί της η αντίστοιχη οργανωμένη θρησκευτικότητα.
Ακριβώς, αυτή η προδιαγεγραμμένη φθίνουσα πορεία των θρησκειών προκαλεί πονοκεφάλους στους διαχειριστές του εκκλησιαστικού μηχανισμού, του οποίου κύριος λόγος ύπαρξης στις αρχές του 21ου αιώνα είναι η διαχείριση και αύξηση του συσσωρευόμενου πλούτου και της ασκούμενης πολιτικής εξουσίας, σε ανοικτή διαπλοκή με πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Αν το αντικείμενο διαφωνίας ήταν πράγματι τα «πνευματικά ζητήματα», όπως τελείως απροσδιόριστα χαρακτηρίζεται η ενασχόληση με θρησκευτικά θέματα, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα να προκύψει αργά ή γρήγορα σύγκλιση σε απόψεις του τύπου: «Η υπόθεση για την ύπαρξη ενός θεού, ο οποίος καθοδηγεί την οργανική εξέλιξη και παρεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων, βρίσκεται σε αντίφαση με τις διαπιστώσεις της Βιολογίας και των πορισμάτων από τη μελέτη του εγκεφάλου» (Edward O. Wilson: «Consilience, The Unity of Knowledge»). Αλλά τότε δεν θα υπάρχει και λόγος ύπαρξης των θρησκειών, πέρα από αυτόν της δημιουργίας ελεγχόμενων οπαδών για αλλότριους σκοπούς.
Σ’ αυτή τη μελέτη του διαφοροποιεί ο Ντομπζάνσκι τα ιερά βιβλία των μονοθεϊστικών θρησκειών από την επιστήμη και θεωρεί ότι αυτά καλύπτουν «σημαντικότερα θέματα, όπως το νόημα της ύπαρξης του ανθρώπου και της σχέσης του με το Θεό». Δίνει λοιπόν με αυτό τον τρόπο μια διέξοδο σ’ όλους εκείνους τους θρησκευτικούς κήρυκες, οι οποίοι αποδέχονταν και αποδέχονται ακόμα τα ιερά βιβλία κατά λέξη. Και όποιος θεωρεί αυτές τις αντιλήψεις ξεπερασμένες, αρκεί να διαβάσει στα λεγόμενα «Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος», μία ετήσια έκδοση της Αποστολικής Διακονίας με θεολογικά, ιστορικά και οργανωτικά θέματα. Στην έκδοση του έτους 2005 αναφέρεται ότι «έχουν παρέλθει 7.513 χρόνια από κτήσεως κόσμου». Ο Ντομπζάνσκι τούς υποδεικνύει ότι «διαπράττεται σφάλμα όταν συγχέεται η Αγία Γραφή με τα εισαγωγικά εγχειρίδια αστρονομίας, γεωλογίας, βιολογίας και ανθρωπολογίας» και δίνει στους «γραφικούς» μελετητές τη δυνατότητα να προσαρμόσουν την επιχειρηματολογία τους.
Ο μεγάλος Γενετιστής και Βιολόγος δεν έχει μείνει μόνος με αυτή την αντίληψή του: σε άρθρο της αμερικάνικης εφημερίδας New York Times στις 28-2-2006 διατυπώνεται μια «έκκληση για ανακωχή στη μάχη μεταξύ θρησκείας και επιστήμης». «Επιστήμη και θρησκεία δεν ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο και, τουλάχιστον θεωρητικά, υπάρχει η δυνατότητα να συνυπάρξουν ειρηνικά και μάλιστα να συμπληρώνουν, αντί να αντιμάχονται η μία την άλλη» (Καθημερινή, 4-3-2006).
Στα καθ’ ημάς, ο Χρ. Γιανναράς αντιδιαστέλλει σε άρθρο του (Καθημερινή, 18-9-2005) την επιστήμη, ως ερμηνεία της αισθητής πραγματικότητας, από τη θεολογία, ως χώρο καλλιέργειας μεταφυσικών ιδεών: «Μία επιστημονική πρόταση προκύπτει από την παρατήρηση, το πείραμα και τη μαθηματική επεξεργασία των αποτελεσμάτων τους. Φιλοδοξεί να ερμηνεύσει δεδομένα της αισθητής πραγματικότητας ...» Και στη συνέχεια: «Μία μεταφυσική πρόταση αρχίζει από εκεί που τελειώνει η δυνατότητα επιστημονικών πιστοποιήσεων, γι’ αυτό και δεν έχει ποτέ υποχρεωτικό χαρακτήρα, έστω κι αν είναι χτισμένη με άψογη λογική μέθοδο.»
Έτσι, από τη στιγμή που κάποιες παραδοχές και κάποια πορίσματα δεν προκύπτουν υποχρεωτικά από παρατήρηση, δοκιμή, επιβεβαίωση και απόρριψη, αλλά σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις και επιφοιτήσεις, δεν αποτελούν επιστημονικές πειθαρχίες. Η παραδοχή αυτών των αντιλήψεων οδηγεί όμως τους θρησκευόμενους σε επικίνδυνες για την πίστη τους ατραπούς: Η εμπειρία των τελευταίων 3-4 αιώνων διδάσκει ότι η «αισθητή πραγματικότητα» που αναφέρει ο Γιανναράς, έχει διευρυνθεί προς κάθε κατεύθυνση και αναπότρεπτα ο χώρος της μεταφυσικής, ο οποίος αποτελεί προνομιακό αντικείμενο της θεολογίας, έχει συρρικνωθεί και συνεχίζει να περιορίζεται.
Με την πάροδο των αιώνων και των χιλιετιών και την αντίστοιχη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι αυτονόητο, λοιπόν, ότι κάθε μεταφυσική πρόταση θα αναφέρεται σε ένα όλο και περισσότερο συρρικνωμένο αντικείμενο, το οποίο -μπορούμε να εικάσουμε- θα ελαχιστοποιηθεί οριακά σε ένα απολίθωμα κάποιων εκτιμήσεων και παμπάλαιων συλλογικών αναμνήσεων.
Πολλοί από τους επιφανείς σύγχρονους διανοητές στον τομέα της Βιολογίας δεν δέχονται τέτοιους συμβιβασμούς για να διευκολύνουν τα νοητικά αδιέξοδα των θεοφοβούμενων φιλοσόφων. Π.χ. ο Richard Dawkins γράφει ότι η θρησκεία δεν είναι μόνο άχρηστη, αλλά και επικίνδυνη, ιστορικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά και γι' αυτό πρέπει να περιφρονηθεί ή και να παραμεριστεί (The God Delusion).
Ο Ντομπζάνσκι δεν παίρνει τόσο δραστικές θέσεις αλλά αντιφάσκει μερικές φορές στην προσπάθειά του να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Δέχεται δηλαδή ότι «η βιοχημική ή βιολογική καθολικότητα υποδεικνύει ότι η ζωή προέκυψε από την άβια ύλη μια μόνο φορά και ότι όλοι οι οργανισμοί, ανεξαρτήτως από το πόσο έχουν αποκλίνει σήμερα, διατηρούν τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχέγονης ζωής». Αν η «μόνη φορά» που προέκυψε η ζωή από την άβια ύλη (αβιογένεση) σχετίζεται με τις περιβαλλοντικές συνθήκες κάποιας εποχής στον πλανήτη μας, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτή η αυτόματη δημιουργία ζωής θα επαναλαμβάνεται σε άλλους πλανήτες, σε άλλα ηλιακά συστήματα και σε άλλους γαλαξίες του δικούς μας ή ενός από τα πολλά άλλα σύμπαντα που φαίνεται να υπάρχουν.
Το ερώτημα είναι τότε, ποιος είναι ο ρόλος του θεού σε όλα αυτά και γιατί πρέπει να δεχθούμε ότι, παράλληλα με την εκπήδηση της ζωής από την άβια ύλη, κάποια παμπάλαια «ιερά βιβλία», γραμμένα με τις αντιλήψεις του γεωκεντρικού συστήματος, εξηγούν και νοηματοδοτούν τον κόσμο, αφού αυτός ο κόσμος δημιουργείται και λειτουργεί αυτόματα; Με κάθε (μελλοντική) ανακάλυψη νέων κόσμων σε άλλους πλανήτες θα υφίσταται λοιπόν και εξ αυτού του λόγου κάθε θρησκεία ένα σημαντικό πλήγμα και μαζί της η αντίστοιχη οργανωμένη θρησκευτικότητα.
Ακριβώς, αυτή η προδιαγεγραμμένη φθίνουσα πορεία των θρησκειών προκαλεί πονοκεφάλους στους διαχειριστές του εκκλησιαστικού μηχανισμού, του οποίου κύριος λόγος ύπαρξης στις αρχές του 21ου αιώνα είναι η διαχείριση και αύξηση του συσσωρευόμενου πλούτου και της ασκούμενης πολιτικής εξουσίας, σε ανοικτή διαπλοκή με πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Αν το αντικείμενο διαφωνίας ήταν πράγματι τα «πνευματικά ζητήματα», όπως τελείως απροσδιόριστα χαρακτηρίζεται η ενασχόληση με θρησκευτικά θέματα, δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα να προκύψει αργά ή γρήγορα σύγκλιση σε απόψεις του τύπου: «Η υπόθεση για την ύπαρξη ενός θεού, ο οποίος καθοδηγεί την οργανική εξέλιξη και παρεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων, βρίσκεται σε αντίφαση με τις διαπιστώσεις της Βιολογίας και των πορισμάτων από τη μελέτη του εγκεφάλου» (Edward O. Wilson: «Consilience, The Unity of Knowledge»). Αλλά τότε δεν θα υπάρχει και λόγος ύπαρξης των θρησκειών, πέρα από αυτόν της δημιουργίας ελεγχόμενων οπαδών για αλλότριους σκοπούς.