...
Στο χώρο του Βυζαντίου είχε «θωρακιστεί» η Εκκλησία με νόμους της αυτοκρατορίας και δεν χρειαζόταν άλλους μηχανισμούς. Οι δίκες και καταδίκες των «αιρετικών» εξελίσσονταν ως γεγονότα της κοινής ποινικής δικαιοσύνης. Ο νόμος 407 του Ιουστινιανού «κατά Μανιχαίων» ορίζει τη θρησκευτική αίρεση ως έγκλημα και προβλέπει για τους παραβάτες θανατική ποινή: «Μαθών δε ο βασιλεύς (εννοεί τον Ιουστινιανό) εκέλευσεν πάντας ... ανακριθήναι και τους εμείναντας τη πλάνη πυρί παραδοθήναι.» (=Πληροφορηθείς ο βασιλιάς τα καθέκαστα διέταξε να ανακριθούν όλοι και όσοι επέμειναν στην πλάνη τους να παραδοθούν στη φωτιά, σύμφωνα με αναφορά του Πέτρου Σικελιώτη). Ο δε Πατριάρχης Φώτιος γράφει επ' αυτού: «Ιουστινιανός δε...τους αμεταμελήτως έχοντας (αιρετικούς)...τον δια πυρός υποστήναι προσέταξε θάνατον» (Ed. Travaux Memoires, κεφ. 4 και 71.)
Εκτός του προαναφερόμενου περιστατικού, γνωρίζουμε ακόμη τη μαζική εξόντωση Βογομίλων, συγκεκριμένα ότι «Ο Αλέξιος Α' θα ανακρίνει το έτος 1118 τον ηγέτη των Βογομίλων Βασίλειο για την πίστη του, με φρικτά βασανιστήρια και θα τον θανατώσει στην πυρά. Την ίδια τύχη έχουν πιθανόν μερικοί μαθητές του Βασιλείου» (Τ.Λουγγή: Επισκόπηση Βυζαντινής Ιστορίας). Ο εκκλησιαστικός μηχανισμός ήταν πολύ κοντά στον αυτοκράτορα, ο οποίος αναλάμβανε με την κρατική διοίκηση τη δίωξη, πέρα από τους κάθε είδους «αιρετικούς», και «μάγους, αστρολόγους, μαθηματικούς» κ.ά., όπως αναφέρεται στην ΞΕ' Νεαρά του Λέοντος Σοφού και στους Κανόνες της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου. Από διάφορες εποχές του Βυζαντίου υπάρχουν επίσης περιγραφές για σφαγές κατά εθνικών, άθεων ή «αιρετικών» (Κρήτη, Λακωνία κ.ά.), όπως επίσης και γραπτές οδηγίες του Γεώργιου Σχολάριου και μετέπειτα υπότουρκου πατριάρχη Γεννάδιου προς τον κυβερνήτη Πελοποννήσου για την αντιμετώπιση των «Ελληνιστών»: «... τους γουν δυσσεβείς και αλάστορας Ελληνιστάς και πυρί και σιδήρω και ύδατι και πάσι τρόποις εξαγάγετε τής παρούσης ζωής ... ράβδιζε, είργε, είτα γλώτταν αφαίρει, είτα χείρα απότεμνε καν και ούτω μένη κακός, θαλάττης πέμπε βυθώ» («Παλαιολόγια - Πελοποννησιακά» από τον Σ. Λάμπρου).
Από ενέργειες τέτοιου είδους φαίνεται να έλειπε η μαζικότητα που χαρακτηρίζει τις διώξεις στη Δύση ή δεν έχουν διασωθεί στοιχεία που να προδίδουν μια συστηματική μεθοδολογία και, επιπλέον, αυτές είχαν στόχο συγκεκριμένες ομάδες διανοουμένων που αμφισβητούσαν, σε βάθος χρόνου την κεντρική επιλογή του εκκλησιαστικού μηχανισμού για συκοφάντηση και εξαφάνιση του ελληνικού πολιτισμού και, βραχυπρόθεσμα, την επιλογή της εκκλησιαστικής ηγεσίας για υποδούλωση στους Οθωμανούς αντί της συνδιαλλαγής με την καθολική εκκλησία και τη Δύση γενικότερα.
Τέτοιες διαστροφές με κατάληξη μαζικές δολοφονίες δεν είναι βέβαια μοναδικές στην ιστορία. Στη νεότερη εποχή γνωρίζουμε ότι πολλά ολοκληρωτικά καθεστώτα χρησιμοποίησαν ή χρησιμοποιούν ακόμα όμοιες μεθόδους, αν και με πιο συγκεκριμένες κατηγορίες (προδοσία, συνωμοσία, κατασκοπία κ.ά.) Συναφή συστηματικά εγκλήματα με τεχνοκρατική μεθόδευση είναι αναμφισβήτητα,
- αφενός η δολοφονία Εβραίων, Τσιγγάνων και αριστερών διανοητών κατά τη (σχετικά) σύντομη κυριαρχία των Ναζιστών στην Ευρώπη και
- αφετέρου, οι σταλινικές και μαοϊκές διώξεις για λόγους πολιτικής επικράτησης στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό κατά τα μέσα του 20ου αιώνα.
Η δολοφονία με μεθοδικό τρόπο και με τελείως φανταστικές κατηγορίες εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων για πολλούς αιώνες, όπως πραγματοποιήθηκε από την κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, μόνο με αυτά τα ναζιστικά και μαο-σταλινικά εγκλήματα θα μπορούσε να συγκριθεί!
Είναι γεγονός ότι μερικά φωτεινά πνεύματα που έζησαν αυτούς τους αιώνες, γιατροί, ερευνητές, φιλόσοφοι και κληρικοί, διαφωνούσαν με τις αντιλήψεις περί «μαγισσών» και με τις δολοφονίες ανύποπτων πολιτών, οι οποίες δολοφονίες είχαν επεκταθεί σε όλη την Ευρώπη. Στο τέλος του 16ου αιώνα κατάσχονται στην Ολλανδία τα έργα του πανεπιστημιακού καθηγητή Cornelius Loos (Λους, 1546-1595), ο οποίος είχε αμφισβητήσει την ύπαρξη «μαγισσών» και «σεξουαλικών σχέσεων» μεταξύ κατηγορούμενων γυναικών και του σατανά και είχε αποκαλέσει «τυράννους» τους ηγέτες της κίνησης κατά των «μαγισσών». Ο Λους κρατήθηκε φυλακισμένος μέχρι να ζητήσει γονατιστός συγγνώμη από τις εκκλησιαστικές αρχές (δήλωση μετανοίας).
Ο συνάδελφος του Λους, καθηγητής Dietrich Flade (Φλάντε, 1534-1589), αρχιδικαστής, θεωρήθηκε ύποπτος για τις ελαφρές ποινές που επέβαλε σε κατηγορούμενες ως «μάγισσες». Συλλαμβάνεται από τις εκκλησιαστικές αρχές με την κατηγορία ότι έχει «πουλήσει την ψυχή του στο σατανά», υποβάλλεται σε βασανιστήρια και αφού «ομολογεί» ότι ήταν πράκτορας του σατανά και όλα όσα ήθελαν να ακούσουν οι ιεροεξεταστές, θανατώνεται με στραγγαλισμό. Στη συνέχεια καίγεται το πτώμα του για εξαγνισμό! Ο Φλάντε θεωρείται ακόμα ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα εφαρμογής των αρχών της «θρησκείας της αγάπης».
Γνωστότερος από τους κληρικούς αντιπάλους της μεθοδευμένης υστερίας έγινε ο μοναχός Friedrich Spee von Langenfeld (φον Λάνγκενφελτ, 1592-1635), ο οποίος συνόδεψε ως ιερωμένος πάμπολλες φορές καταδικασμένους σε πυρπόληση. Το έτος 1631 δημοσίευσε ο Langenfeld με ψευδώνυμο ένα βιβλίο με τίτλο «Cautio Criminalis», στο οποίο εξιστορούνταν περιστατικά σε δίκες «μαγισσών». Ο πραγματικός συγγραφέας έγινε σύντομα γνωστός και ήταν αναμενόμενη η σύλληψη και καταδίκη του, αλλά προέκυψε απρόβλεπτα ο πόλεμος των γερμανικών χωρών (Wallenstein) με τη Σουηδία, οπότε αναβλήθηκαν οι ιεροεξεταστικές δραστηριότητες στην περιοχή για ευθετότερο χρόνο. Τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του πέθανε ο Langenfeld από την πανώλη που διαπέρασε για άλλη μια φορά την κεντρική Ευρώπη. Παρ' όλα αυτά, το βιβλίο του Σπεε υπήρξε αφορμή ή πρόσχημα για πολλούς ηγεμόνες του γερμανόφωνου χώρου να απαγορεύσουν οριστικά τη λειτουργία της εγκληματικής «Ιεράς Εξέτασης».
Ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα είχε αρχίσει να υποχωρεί η υστερία, κυρίως με την άνοδο και διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού. Η πίστη υποκαταστάθηκε από την ορθή σκέψη και τον ορθό λόγο, τα βασανιστήρια απαγορεύτηκαν, το ποινικό δίκαιο και η δικονομία εξανθρωπίστηκαν σταδιακά. Πιστεύεται ότι μία από τις τελευταίες εκτελέσεις «μάγισσας», ήταν αυτή της υπηρέτριας Anna Goeldi, που έγινε στην περιοχή Glarus της Ελβετίας το έτος 1782, επτά χρόνια πριν από την κατάληψη της Βαστίλης.
Με τη γαλλική επανάσταση και τις ανακατατάξεις που προκλήθηκαν από τους πολέμους στην Ευρώπη, ανατράπηκαν τα κέντρα εξουσίας, κυρίως οι επισκοπές και τα μοναστήρια, που καθοδηγούσαν και έλεγχαν τους εγκληματικούς μηχανισμούς. Με αυτό ακριβώς το εγκληματικό παρελθόν του εκκλησιαστικού μηχανισμού δικαιολογούσαν οι Γάλλοι επαναστάτες τις σφαγές σε βάρος των κληρικών και μοναχών: ανταπέδιδαν τις δολοφονίες που είχαν γίνει «στο όνομα του θεού» με δολοφονίες «στο όνομα του λαού»!
Η Εκκλησία, ιδίως η καθολική που είχε για αιώνες πρωταγωνιστικό ρόλο στο «κυνήγι των μαγισσών», προβάλλει σήμερα, απολογούμενη, το πάγιο αντεπιχείρημα ότι, δεν επιτρέπεται να κρίνεται μια παρελθούσα εποχή με σημερινά μέτρα και σταθμά. Κατ' αρχάς ισχύει επ' αυτού το απόφθεγμα του καθολικού και ορθόδοξου άγιου Αυγουστίνου: «Εμείς είμαστε οι εποχές. Όπως είμαστε εμείς, έτσι είναι και οι εποχές μας». Πέρα απ' αυτό, όσο σωστή μπορεί να είναι η γενική παρατήρηση περί παρελθουσών εποχών, άλλο τόσο σωστό είναι να ξεκαθαριστεί ότι πρώτον, τα μαζικά αυτά εγκλήματα έγιναν με βάση μία θρησκεία, η οποία διακηρύσσει την «αγάπη προς το συνάνθρωπο» - κατά κύριο λόγο τον «αμαρτωλό συνάνθρωπο», γιατί ο όποιος αναμάρτητος δεν έχει ανάγκη υποστήριξης. Και δεύτερον ότι, σε καμιά περίοδο του ανθρώπινου πολιτισμού δεν ήταν ηθικά αποδεκτό να δολοφονούνται άνθρωποι με ανύπαρκτες, φανταστικές κατηγορίες, άρα για καμία εποχή δεν δικαιολογούνται τέτοια μαζικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν σε καιρό ειρήνης.
Όπου και όποτε συνέβησαν τέτοια εγκλήματα, οι απολογητές τους προσπαθούσαν ή προσπαθούν ακόμα σήμερα, είτε να τα διαψεύσουν είτε να ελαχιστοποιήσουν τη σημασία τους, προβάλλοντας τις καλές προθέσεις για κατάκτηση (δια των εγκλημάτων!) ενός δήθεν ανώτερου αγαθού, π.χ. τη σωτηρία της πατρίδας, του έθνους, του πολιτισμού, του λαού, του καθεστώτος κ.ο.κ. Για τις δολοφονίες των «μαγισσών» αναγνωρίζουν όλοι ως μοναδική κινητήρια δύναμη την εγκληματική διαστροφή, δεν συνάγουν όμως τα απαραίτητα προφανή συμπεράσματα για την ιδεολογία και το πνευματικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν αυτές οι δολοφονικές δραστηριότητες.
Από εκκλησιαστικούς κύκλους χρησιμοποιείται ενίοτε επίσης το επιχείρημα ότι το «κυνήγι των μαγισσών» γινόταν κατά βάσιν από τον (αγράμματο) λαό και η χριστιανική Εκκλησία μαζί με την κοσμική εξουσία αναγκάζονταν να συμμετέχουν για να μην έρθουν αντιμέτωπες με τη θέληση του κόσμου! Καταρχάς είναι ενδιαφέρον ότι ο «λαός» δεν έχει αξιοποιηθεί σε καμιά άλλη περίπτωση από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό, παρά μόνο ως συνένοχος γι' αυτά τα συλλογικά εγκλήματα!
Η ουσία είναι όμως ότι, οι παραδοξολογίες περί μάγων και μαγισσών καλλιεργούνταν στα πλαίσια των προλήψεων για το σατανά και τους διάφορους δαίμονες μόνο από την Εκκλησία, ώστε ο λαός, τον οποίο κρατούσαν συστηματικά στην αγραμματοσύνη και την εξάρτηση, να αποπροσανατολίζεται και να θεωρεί «περίεργους» γείτονες ή άγνωστους διερχόμενους από το χωριό ως υπεύθυνους για όλα τα δεινά που τον έπλητταν. Να σημειώσουμε δε ότι η καλλιέργεια της αμάθειας, της θαυματολαγνείας και των δεισιδαιμονιών εκ μέρους του εκκλησιαστικού μηχανισμού συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας.
Από τις αρχές του έτους 1998 έχουν ανοιχτεί τα αρχεία της «Ιεράς Εξέτασης» στο Βατικανό για τους ειδικούς μελετητές.
Η ουσία είναι όμως ότι, οι παραδοξολογίες περί μάγων και μαγισσών καλλιεργούνταν στα πλαίσια των προλήψεων για το σατανά και τους διάφορους δαίμονες μόνο από την Εκκλησία, ώστε ο λαός, τον οποίο κρατούσαν συστηματικά στην αγραμματοσύνη και την εξάρτηση, να αποπροσανατολίζεται και να θεωρεί «περίεργους» γείτονες ή άγνωστους διερχόμενους από το χωριό ως υπεύθυνους για όλα τα δεινά που τον έπλητταν. Να σημειώσουμε δε ότι η καλλιέργεια της αμάθειας, της θαυματολαγνείας και των δεισιδαιμονιών εκ μέρους του εκκλησιαστικού μηχανισμού συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας.
Από τις αρχές του έτους 1998 έχουν ανοιχτεί τα αρχεία της «Ιεράς Εξέτασης» στο Βατικανό για τους ειδικούς μελετητές.
(δεκτό κάθε διορθωτικό, βελτιωτικό, απορριπτικό κλπ. σχόλιο)(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)