Οι μυθοπλασίες της χριστιανικής θρησκείας αναφέρονται σε δήθεν υπερβολική αγάπη του θεού προς τον άνθρωπο – μάλιστα ένας ντόπιος σαλταρισμένος φιλόσοφος και θεολόγος εκστασιάζεται με κάθε αφορμή γράφοντας, ότι ο θεός «δονείται από αγάπη προς τον άνθρωπο»! Η πραγματικότητα είναι όμως εντελώς διαφορετική: τόσο από (πιθανά) λόγια του Ιησού, όσο κι από τα καθημερινά γεγονότα προκύπτει ότι η ζωή είναι γεμάτη από «τιμωρίες», στερήσεις και κακουχίες, παλαιότερα και στη σύγχρονη εποχή.
Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όταν ο εκκλησιαστικός μηχανισμός συγκυβερνούσε με τους φεουδάρχες, η επίσημη και η λαϊκή θεολογία ήταν γεμάτη από ποινές και τιμωρίες που επέβαλε ο θεός στους ανθρώπους, λόγω των αμαρτημάτων τους. Αυτές οι αντιλήψεις δεν είχαν καμιά σχέση με τις παλιές αντιλήψεις των ανθρώπων στον ελληνόφωνο χώρο, ήταν εισαγωγές της μισάνθρωπης ιουδαιο-χριστιανικής θρησκείας.
Έτσι, με κάθε εκδήλωση επιδημικών νόσων, οι οποίες θέριζαν τους ανθρώπους κατά εκατομμύρια, υπήρχε έτοιμη η θεωρία ότι ο θεός τιμωρεί τους ασεβείς και αμαρτωλούς ανθρώπους και γι’ αυτό απαιτούνται νέες προσευχές, νέες αυτοταπεινώσεις, νέες λιτανείες, νέοι οβολοί στο παγκάρι της εκκλησίας… Και πάλι απ’ την αρχή, γιατί μετά από μερικά χρόνια πέρναγε νέο κύμα επιδημιών, με νέα εκατομμύρια νεκρούς…
Η αναμενόμενη επέλαση του Τσεγκίς Χαν κατά το 13ο αιώνα στην Ευρώπη ήταν η προσδοκώμενη επιβεβαίωση για τους ιδιοτελείς και θρησκόληπτους κύκλους που ταύτισαν την εμφάνιση των Μογγόλων στις παρυφές της Ευρώπης με τους λαούς Γκογκ και Μαγκόγκ της «Αποκάλυψης», τον δε Τσενγκίς Χαν με τον αρχάγγελο της καταστροφής. Η απρόβλεπτη επιστροφή των μογγόλικων στρατευμάτων στην Ασία, λόγω ξαφνικού θανάτου του Τσενγκίς, εξηγήθηκε ως θεϊκό μήνυμα και μία ακόμα ευκαιρία στους αμαρτωλούς χριστιανούς να συνετιστούν... Τα ίδια συνέβησαν όμως έναν αιώνα αργότερα με τον Ταμερλάνο, ο οποίος πήρε τώρα στις παπαδίστικες μυθοπλασίες το ρόλο του αρχάγγελου της καταστροφής!
Υπήρξε όμως ένα ιστορικό γεγονός που έκανε τους ανθρώπους να αλλάξουν αντιλήψεις και να το δηλώσουν δημόσια. Όχι ότι πολλοί δεν το ήξεραν από πριν, αλλά μέσα στην ατμόσφαιρα της μεσαιωνικής τρομοκρατίας, δεν ήταν δυνατόν να το εκφράσουν και να το διαδώσουν! Την εποχή του Διαφωτισμού μπορούσαν πολλοί πλέον να ξεπεράσουν τις απειλές και συκοφαντίες του εκκλησιαστικού μηχανισμού: Οι καταστροφές, οι κακουχίες και οι στερήσεις δεν είχαν σχέση με κάποια θεϊκή παρέμβαση, αλλά ήταν συνέπεια φυσικών και κοινωνικών συσχετισμών, τους οποίους μόνο με τον ορθολογισμό μπορούσε να κατανοήσει ο άνθρωπος και να αντιμετωπίσει τις αρνητικές επιπτώσεις τους.
Σταθμός σ’ αυτή την εξέλιξη υπήρξε ο σεισμός της Λισσαβόνας το 1755 που συνοδεύτηκε από ένα επίσης καταστροφικό τσουνάμι. Την 1η Νοεμβρίου 1755, ημέρα των Αγίων Πάντων στον καθολικό κόσμο, πρωινές ώρες που όλοι οι ναοί ήταν υπερπλήρεις, εκδηλώθηκε ο ισχυρότατος σεισμός που προκάλεσε κάπου 30-60 χιλιάδες νεκρούς και πολλές εκατοντάδες χιλιάδες τραυματίες. Τα κύματα του ωκεανού που κάλυψαν την πόλη λέγεται ότι έφταναν τα 7 μέτρα σε ύψος…
Η Λισσαβόνα ήταν τότε η τέταρτη σε μέγεθος πόλη της Ευρώπη, καμάρι και βιτρίνα του (αποικιοκρατικού και δουλοκτητικού) χριστιανισμού της εποχής, οικονομικό και επιχειρηματικό κέντρο της Ευρώπης. Πώς να εξηγήσουν πάπες και καρδινάλιοι, παπάδες και διάκονοι αυτό το μένος του θεού ενάντια στους πιστούς χριστιανούς που πλακώθηκαν από τα καμπαναριά και τους τρούλους προς δόξα του θεού ή πνίγηκαν στα νερά του ωκεανού που κατέκλυσαν την πόλη;
Οι παρηγοριές των επαγγελματιών πιστών δεν έπιαναν πλέον, τη στιγμή που διάσημοι διανοούμενοι της εποχής και μεταγενέστεροι έδειξαν ότι πρέπει να διαχωρίσουν οι άνθρωποι τις δραστηριότητες και την ύπαρξη του θεού από τα γεγονότα επί Γης, είτε αυτά εξυπηρετούν είτε δυσαρεστούν τους ανθρώπους…
Ο Ιμάνουελ Καντ (1724-1804), αν και απόμακρος φιλόσοφος, άρχισε να διατυπώνει «αρχές γεωλογίας», βάσει των οποίων θα μπορούσαν να εξηγηθούν η λειτουργία των ηφαιστείων, οι δραστηριότητες του γήινου υπεδάφους και οι σεισμοί. Βέβαια, όλες οι θεωρήσεις του Καντ είναι από σημερινή επιστημονική σκοπιά εσφαλμένες, το μήνυμα ήταν όμως ότι πρέπει, πάνω από 2000 χρόνια μετά τους Ίωνες φιλοσόφους, να επανέλθουμε στη φυσιοκρατική θεώρηση των πραγμάτων.
Ο Βολταίρος (François-Marie Arouet, 1694–1778), ιδιοφυής παρατηρητής και καυστικός κριτικός της θρησκόληπτης κοινωνίας, έγραψε ένα ποίημα για το σεισμό (Poeme sur la desastre de Lisbonne), με το οποίο θέτει το θέμα, αν ο θεός επιδρά στη ζωή των ανθρώπων και την καταστρέφει με φυσικά φαινόμενα, ασθένειες και άλλες απρόβλεπτες ανατροπές ή μήπως όλα είναι τυχαία γεγονότα, τα οποία η αμάθεια αποδίδει σε θεούς και δαίμονες για να καλύψει την άγνοια και έλλειψη επιστημονικών γνώσεων...
Με ανάλογο τρόπο εκφράστηκε επίσης σε διάφορα έργα του ο διάσημος Γερμανός λογοτέχνης J.W. Goethe (1749-1832). Οι διανοούμενοι στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα βεβαιώθηκαν πόσο σωστό ήταν το απόφθεγμα του Επίκουρου «Είτε δεν υπάρχει κακό στη ζωή, είτε δεν υπάρχει θεός», το οποίο οδηγεί στον προβληματισμό της θεοδικίας.
Μέχρι τις ημέρες μας γνωρίσαμε πολύ περισσότερες καταστροφές, είτε από δραστηριότητες της φύσης, είτε από ανθρώπινες ενέργειες -συχνά με τη συμπαράσταση και υποστήριξη του εκκλησιαστικού μηχανισμού-, και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι, σε καμιά περίπτωση δεν εμφανίστηκε ο θεός να σώσει κάποιους ανύποπτους ανθρώπους, αδύναμους, αδαείς, μικρά παιδιά…
Σεισμοί στην Κίνα, την Περσία, το Κασμίρ με συνολικά πολλά εκατομμύρια νεκρούς, το τσουνάμι στην περιοχή της Ινδονησίας στα τέλη του 2004 που κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε όλη την έκταση του Ινδικού Ωκεανού, ήταν πολλαπλές επιβεβαιώσεις ότι τα φυσικά φαινόμενα έχουν αμιγώς φυσιοκρατική ερμηνεία και δεν εξαρτώνται με κανένα τρόπο από θεϊκούς προγραμματισμούς και ενέργειες.
Ο θεός που έχουν επινοήσει και επιβάλει ιδιοτελείς επαγγελματίες, παραμένει επί χιλιάδες χρόνια σιωπηρός και οι άνθρωποι πρέπει να βρουν μόνοι τους τον τρόπο να αντιμετωπίσουν τα φυσικά και κοινωνικά προβλήματα, πράγμα που γίνεται αργά αλλά σταθερά, μέσω της επιστημονικής γνώσης.
Ο Ιμάνουελ Καντ (1724-1804), αν και απόμακρος φιλόσοφος, άρχισε να διατυπώνει «αρχές γεωλογίας», βάσει των οποίων θα μπορούσαν να εξηγηθούν η λειτουργία των ηφαιστείων, οι δραστηριότητες του γήινου υπεδάφους και οι σεισμοί. Βέβαια, όλες οι θεωρήσεις του Καντ είναι από σημερινή επιστημονική σκοπιά εσφαλμένες, το μήνυμα ήταν όμως ότι πρέπει, πάνω από 2000 χρόνια μετά τους Ίωνες φιλοσόφους, να επανέλθουμε στη φυσιοκρατική θεώρηση των πραγμάτων.
Ο Βολταίρος (François-Marie Arouet, 1694–1778), ιδιοφυής παρατηρητής και καυστικός κριτικός της θρησκόληπτης κοινωνίας, έγραψε ένα ποίημα για το σεισμό (Poeme sur la desastre de Lisbonne), με το οποίο θέτει το θέμα, αν ο θεός επιδρά στη ζωή των ανθρώπων και την καταστρέφει με φυσικά φαινόμενα, ασθένειες και άλλες απρόβλεπτες ανατροπές ή μήπως όλα είναι τυχαία γεγονότα, τα οποία η αμάθεια αποδίδει σε θεούς και δαίμονες για να καλύψει την άγνοια και έλλειψη επιστημονικών γνώσεων...
Με ανάλογο τρόπο εκφράστηκε επίσης σε διάφορα έργα του ο διάσημος Γερμανός λογοτέχνης J.W. Goethe (1749-1832). Οι διανοούμενοι στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα βεβαιώθηκαν πόσο σωστό ήταν το απόφθεγμα του Επίκουρου «Είτε δεν υπάρχει κακό στη ζωή, είτε δεν υπάρχει θεός», το οποίο οδηγεί στον προβληματισμό της θεοδικίας.
Μέχρι τις ημέρες μας γνωρίσαμε πολύ περισσότερες καταστροφές, είτε από δραστηριότητες της φύσης, είτε από ανθρώπινες ενέργειες -συχνά με τη συμπαράσταση και υποστήριξη του εκκλησιαστικού μηχανισμού-, και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι, σε καμιά περίπτωση δεν εμφανίστηκε ο θεός να σώσει κάποιους ανύποπτους ανθρώπους, αδύναμους, αδαείς, μικρά παιδιά…
Σεισμοί στην Κίνα, την Περσία, το Κασμίρ με συνολικά πολλά εκατομμύρια νεκρούς, το τσουνάμι στην περιοχή της Ινδονησίας στα τέλη του 2004 που κόστισε τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε όλη την έκταση του Ινδικού Ωκεανού, ήταν πολλαπλές επιβεβαιώσεις ότι τα φυσικά φαινόμενα έχουν αμιγώς φυσιοκρατική ερμηνεία και δεν εξαρτώνται με κανένα τρόπο από θεϊκούς προγραμματισμούς και ενέργειες.
Ο θεός που έχουν επινοήσει και επιβάλει ιδιοτελείς επαγγελματίες, παραμένει επί χιλιάδες χρόνια σιωπηρός και οι άνθρωποι πρέπει να βρουν μόνοι τους τον τρόπο να αντιμετωπίσουν τα φυσικά και κοινωνικά προβλήματα, πράγμα που γίνεται αργά αλλά σταθερά, μέσω της επιστημονικής γνώσης.