Μύθος ή πραγματικότητα;
Δρ. Αντώνης Καμμάς
Αντιπρόεδρος Τ.Ε.Ι. Αθήνας
Η «Βίβλος των Ποντίφηκων» (Liber Pontificalis) αποτελεί το πιο επίσημο -ίσως- κείμενο καταγραφής των βασικών βιογραφικών στοιχείων των προκαθήμενων της Αγίας Έδρας, από τα πρώτα μ.Χ. χρόνια. Κανένας όμως σοβαρός ιστορικός ερευνητής δε θα υπερθεμάτιζε για την απόλυτα ειλικρινή παράθεση στοιχείων που θα έθεταν σε αμφισβήτηση την απόλυτη αγιοσύνη και το αλάθητο της παπικής εξουσίας, δια μέσου των αιώνων.
Ο θρησκευτικός φανατισμός και η μεγάλη πολιτική εξουσία της παπικής έδρας επέβαλαν την -πάση θυσία- παραποίηση των αρνητικών φάσεων στην ιστορία της εκκλησίας, έτσι ώστε πολλά θέματα συγκεκριμένων περιόδων της να απαιτούν βαθιά διερεύνηση για την εξαγωγή τεκμηριωμένων συμπερασμάτων.
Από την επίσημη λίστα των Παπών της Ρώμης μαθαίνουμε ότι τον 103ο προκαθήμενό της Λέοντα Δ΄ διαδέχθηκε, το 855 ο 104ος, Βενέδικτος Γ΄ ο οποίος και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 858, υπερισχύοντας του αντιπάπα Αναστάσιου που είχε εκλεγεί από ομάδα καρδιναλίων. Αυτή είναι η επίσημη θέση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας σχετικά με τη διαδοχή των προκαθημένων της εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο.
Η περίοδος που μεσολάβησε μεταξύ του θανάτου του Λέοντα Δ΄ (17 Ιουλίου 855) και της στέψης του Βενέδικτου Γ΄ (29 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους) είναι πάρα πολύ μικρή για να υπάρξει ενδιάμεσος ποντίφηκας, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν -πιθανότατα- η εκλογή ενός αντιπάπα προκάλεσε εύλογη καθυστέρηση στη νόμιμη διαδοχή.
Πως όμως εξηγείται ο διάχυτος σε όλη τη Μεσαιωνική Ευρώπη, ήδη από την εποχή του ύστερου Μεσαίωνα, θρύλος μιας γυναίκας που, ξεγελώντας όλη την ιεραρχία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, στέφθηκε, μετά τον Λέοντα Δ΄, Πάπας της Ρώμης; Ποια είναι η πραγματική (αν πράγματι υφίσταται) ιστορία της θρυλικής Πάπισσας Ιωάννας;
Η Ιωάννα, σύμφωνα με την παράδοση (ή το θρύλο) γεννήθηκε το 822 μ.Χ. στο γερμανικό κρατίδιο του Ingelheim κοντά στο Mayence. Οι γονείς της ήσαν ιεραπόστολοι και η ίδια εντάχθηκε από παιδί στο μοναχικό βίο. Φύση ανήσυχη και φιλελεύθερη, με μεγάλη έφεση για σπουδές (κάτι που την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν απαγορευμένο στις γυναίκες) ακολούθησε, πολύ νέα, τον εραστή της, σπουδαστή και μοναχό Φρουμέντιο σε μακρά ταξίδια σε Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία και Αθήνα όπου και απέκτησε μεγάλη μόρφωση. Για να επιτύχει όμως τους στόχους της αναγκάσθηκε να μεταμφιεσθεί σε άνδρα και να υιοθετήσει το όνομα Ιωάννης ο Άγγλος (Johannes Anglicus).
Σε μία επόμενη φάση της ζωής της, βρίσκουμε την Ιωάννα, μόνιμα πια υποδυόμενη τον άνδρα, να επανέρχεται στη Ρώμη μετά το θάνατο του εραστή της και να καταλαμβάνει αρχικά μία θέση διδασκάλου των Αγίων Γραφών, στη συνέχεια επίσημου ιερωμένου και, αργότερα, καρδινάλιου. Κάποιοι χρονικογράφοι την θέλουν γραμματέα στην ακολουθία του πάπα Λέοντα του 4ου και διάδοχό του στην Αγία Έδρα το 855 μ.Χ., με το όνομα Ιωάννης Η' ο Αγγελικός (Jean VIII l’ Angelique).
Δύο χρόνια αργότερα η πάπισσα, γοητευμένη από έναν άνδρα (κατ’ άλλους κληρικό ή καρδινάλιο ή -κατά το Ροΐδη- θαλαμηπόλο της) έμεινε έγκυος και γέννησε δημοσία κατά τη διάρκεια μιας θρησκευτικής τελετής, στο δρόμο που ενώνει τη βασιλική του Αγίου Πέτρου με τη βασιλική του Αγίου Ιωάννου του Λατερανού (Saint Jean de Latran), στο Βατικανό.
Το τέλος της πάπισσας μένει τόσο σκοτεινό όσο και η ζωή της. Κατ’ άλλους (Jean de Mailly) λιθοβολήθηκε και θανατώθηκε από το πλήθος την ώρα του τοκετού, κατ’ άλλους (Martinus Polonius) πέθανε πάνω στον τοκετό και, κατά κάποιους τρίτους, απλώς καθαιρέθηκε από το αξίωμά της. Ουδείς μπορεί να διαψεύσει ή να επιβεβαιώσει την ύπαρξη ή μη της πάπισσας Ιωάννας.
Επίσημα, στη λίστα των προκαθήμενων της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, ο πάπας Ιωάννης Η' κατείχε την Αγία Έδρα από το 872 έως το 882 μ.Χ., κάτι που σημαίνει ότι, κι αν ακόμα υπήρξε η πάπισσα Ιωάννα, δύο περίπου δεκαετίες νωρίτερα, αυτή ουδέποτε γράφτηκε στη λίστα των παπών της Ρώμης. Εξάλλου κανένα γραπτό κείμενο αναφερόμενο στην πάπισσα υπήρξε από τον 9ο έως και το 12ο αιώνα.
Έπρεπε να φθάσουμε στο 1255 για να έχουμε την πρώτη μαρτυρία γι’ αυτό από το δομινικανό μοναχό Jean de Mailly στο έργο του «Chronica universalis» και να ακολουθήσει, πέντε χρόνια αργότερα, μία δεύτερη μαρτυρία από το Γάλλο, δομινικανό επίσης, Etienne de Bourbon στο σπουδαίο έργο του «Tractatus de diversis materiis predicabilibus». Το 1280 ένας τρίτος δομινικανός, εφημέριος σε διαδοχικούς πάπες, ο Martinus Polonius επιβεβαίωσε την ύπαρξη της Ιωάννας στο έργο «Chronique des pontifes romains et des empereurs».
Η αναφορά στην πάπισσα Ιωάννα δεν περιορίζεται μόνο στις γραφές δομινικανών μοναχών οι οποίοι, όπως είναι ιστορικά βεβαιωμένο, αποτελούσαν την αιχμή του δόρατος κατά των αιρετικών και, γενικά, όσων αλλοίωναν το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα. Αναφορά σ’ αυτήν κάνει και ο μεγάλος ποιητής και συγγραφέας του 14ου αιώνα, ο Βοκκάκιος (Giovanni Boccaccio), στο έργο του «De claris mulieribus» όπου βιογραφεί διάσημες -δια μέσου των αιώνων- γυναίκες. Η αναφορά του Βοκκάκιου στην πάπισσα Ιωάννα ίσως να αποτελεί και την πιο ισχυρή τεκμηρίωση για το υπαρκτό του προσώπου της.
Παρά ταύτα τα επιχειρήματα, τόσον υπέρ της ιστορικής ύπαρξης της πάπισσας, όσον και εναντίον της εξακολουθούν να φαντάζουν αδιάσειστα. Σε αυτό βοηθά ιδιαίτερα η σχεδόν πλήρης ανυπαρξία βιογραφικών στοιχείων για τον 104ο πάπα, Βενέδικτο τον 3ο που περιγράφεται σαν ιδιαίτερα εσωστρεφής, αποφεύγων συστηματικά την επαφή του με το πλήθος σε δημόσιες εμφανίσεις.
Αμφισβητούν εξάλλου πολλοί τη μορφωτική περιπλάνηση της Ιωάννας σε Αγγλία και Αθήνα με το επιχείρημα ότι εις μεν την Αγγλία το παλαιότερο πανεπιστήμιο (Οξφόρδη) ιδρύθηκε τον 13ο αιώνα, η δε Αθήνα του 9ου μ.Χ. δεν διέθετε φιλοσοφική σχολή, άρα αδυνατούσε να εκπαιδεύσει σπουδαστές, όπως συνέβαινε σε παλαιότερους αιώνες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η «ιστορία» της πάπισσας Ιωάννας χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λόγιους του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης για τεκμηρίωση της δικής των επιχειρηματολογίας, στις όποιες απόψεις εκφράζανε γύρω από τη Χριστιανική διδασκαλία και το Ρωμαιοκαθολικό δόγμα.
Για παράδειγμα, ο Φραγκισκανός μοναχός Γουλιέλμος του Όκχαμ είδε στο πρόσωπό της μία παρέμβαση του διαβόλου που προανήγγελλε την έλευση του έκφυλου πάπα Ιωάννη ΙΒ', την περίοδο της πορνοκρατίας, ενώ ο μεγάλος πολέμιος της παπικής εξουσίας, Μαρτίνος Λούθηρος επιβεβαίωνε ότι, το 1510, υπήρχε ακόμη, σε περίοπτη θέση στο Βατικανό, άγαλμα της πάπισσας που κρατούσε με το χέρι της το παιδί της.
Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι στην Ελισαβετιανή Αγγλία, η αντιπαπική τοποθέτηση των Προτεσταντών παρήγαγε ένα μεγάλο αριθμό κειμένων, κατά κανόνα ανώνυμων, αλλά και επώνυμων (Elkanah Settle κ.ά.), όπου η πάπισσα περιγραφόταν με ήκιστα κολακευτικούς χαρακτηρισμούς ή απεικονιζόταν σαν ο Αντίχριστος που ερχόταν καβάλα στο κτήνος της Αποκάλυψης.
Το αντιπαπικό μένος των Προτεσταντών δεν περιοριζόταν, όπως ήταν φυσικό, μόνο στην Αγγλία αλλά παρέσυρε μεγάλο αριθμό μορφωμένων Ευρωπαίων στην καταγραφή διαχρονικών ανομημάτων των προκαθήμενων της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας μέσα στα οποία η ιστορία της πάπισσας Ιωάννα είχε, πάντοτε, τη δική της διακεκριμένη θέση.
Έτσι, το 1562, ο ιδιαίτερης μόρφωσης Αυγουστίνος μοναχός Ονούφριος Πανβίνιο (Onofrio Panvinio) περιέλαβε την ιστορία της Ιωάννας στο σπουδαίο έργο του «Η ζωή των παπών» («Vitae Pontificum») ενώ, είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο Γάλλος νομικός Φλοριμόνδος του Ρεμόν (Florimond de Raemond) έκανε δεκαπέντε επανεκδόσεις του βιβλίου του «Η Αντι-Πάπισσα» («L’ Anti-Papesse»). Ο θρύλος (ή η ιστορία) της γυναίκας-πάπα είχε αποκτήσει πια, την περίοδο της Αναγέννησης, πανευρωπαϊκή εμβέλεια.
Το πιο σημαντικό επιχείρημα ότι η πάπισσα Ιωάννα ήταν ιστορικά υπαρκτό πρόσωπο, αποτελεί -ίσως- η εικαζόμενη, επί πέντε μετά από αυτήν αιώνες, διαδικασία επιλογής του προκαθήμενου της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, όπως επιβεβαιώνεται από διαφορετικές πηγές, όπως έναν οδηγό της Ρώμης του 15ου αιώνα, τη μαρτυρία του Γαλάτη κληρικού Αδάμ του Ουσκ (Adam de Usk), αυτόπτη μάρτυρα της εκλογής πάπα, και πολλές άλλες σχετικές γραφές.
Σύμφωνα με τις γραφές αυτές η ολοκλήρωση της εκλογής νέου πάπα γινόταν με επιβεβαίωση του ανδρικού του φύλου από κάποιον, εντεταλμένο γι’ αυτό, διάκονο ο οποίος, μετά από ψηλάφηση των γεννητικών αδένων του υποψήφιου, σε ειδικά σχεδιασμένη διάτρητη πολυθρόνα, αναφωνούσε στο κονγκλάβιο των εκλεκτόρων-καρδιναλίων τη φράση «Duos habet et bene pendentes», δηλαδή «Δύο έχει και καλά κρεμάμενους», για να εισπράξει την επιδοκιμασία των παρευρισκόμενων με τη φράση «Deo gratias», δηλαδή «Δόξα στο Θεό».
Αν πάλι ο υποψήφιος διέθετε μόνον έναν εκ των διδύμων αδένων, ο διάκονος επιβεβαίωνε το γεγονός με τη φράση: «Est unus», δηλαδή υπάρχει ένας και ο χορός των καρδιναλίων απαντούσε με τη λέξη «sufficit», δηλαδή αρκετός.
Τέλος, όταν ο ελέγχων διαπίστωνε ανυπαρξία γεννητικών αδένων στον υποψήφιο (ο ευνουχισμός ήταν συνήθης τιμωρία πολεμικών αιχμαλώτων από πειρατές οι οποίοι, την εποχή εκείνη, κυριαρχούσαν στις θάλασσες) ανακοίνωνε περίλυπος το γεγονός με τη φράση «Est nullus», δηλαδή «Ουδείς υπάρχει» για να πάρει την απάντηση των εκλεκτόρων με τη φράση: «Deus providebit», δηλαδή «Ο Θεός θα εφοδιάσει». Βέβαια, ουδέποτε και ουδένα εφοδίασε ο θεός μετά την αποκοπή, αλλά η εκκλησία δεν στέκεται σε τέτοιες λεπτομέρειες!
Η επίσημη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία ουδέποτε αποδέχθηκε την ύπαρξη αυτής της διαδικασίας. Δικαιολόγησε μάλιστα την αναμφισβήτητη ύπαρξη των διάτρητων καθισμάτων (ένα των οποίων υπάρχει στο μουσείου του Λούβρου) σε απομίμηση των καθισμάτων των Ρωμαίων συγκλητικών που επιχειρούσε να αποδείξει το μεγαλείο και την οικουμενικότητα του πάπα της Ρώμης, απέναντι στα υπόλοιπα πατριαρχεία.
Κανείς, κατά συνέπεια, ιστορικός ερευνητής δεν θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει αυτή τη διαδικασία. Εξάλλου τα τείχη του Βατικανού ήσαν, πάντοτε, ψηλά και αδιαπέραστα για κάθε «περίεργο» μελετητή των απόλυτα εσωτερικών χώρων του.
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε το 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου αλλά πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Γένοβα και το Ιάσιο, ενώ αργότερα πήγε για σπουδές στη Γερμανία. Ο ίδιος γράφει ότι άκουσε για πρώτη φορά την ιστορία της πάπισσας Ιωάννας όταν ήταν παιδί στη Γένοβα και εντυπωσιάσθηκε τόσο που, σπουδαστής αργότερα στη Γερμανία, άρχισε να συλλέγει υλικό πάνω σ’ αυτό το θέμα.
Κύρια αρχικά πηγή του ήταν η πραγματεία του καλβινιστή θεολόγου Φρειδερίκου Σπανχαΐμ του παλαιότερου (Friedrich Spanheim l’ Ancien) που δημοσιεύθηκε το 1631 με τίτλο: «Disquisitio historica de papa foemina inter Leonem IV et Benedictum III», όπως και το έμμετρο αφήγημα «Papessa» του Giambattista Casti που δημοσιεύθηκε το 1804.
Ο Ροΐδης θεώρησε το μυθιστόρημά του «Η Πάπισσα Ιωάννα», που εκδόθηκε το 1866, σαν «μεσαιωνική μελέτη» δεδομένου ότι ο ίδιος ήταν πεπεισμένος για την ιστορική ύπαρξη της ηρωίδας του. Ανεξάρτητα όμως από την ιστορική -κατά το συγγραφέα- αλήθεια, η «Πάπισσα Ιωάννα» αποτέλεσε, από λογοτεχνικής πλευράς, μία ουσιαστική στροφή από το ρομαντισμό που επικυριαρχούσε το 19ο αιώνα, στο ρεαλισμό, την κοινωνική κριτική, τη σάτιρα και την παρωδία, παραμέτρους ιδιαίτερα ενοχλητικές για τη συντηρητική κοινωνία της εποχής εκείνης.
Φυσική συνέπεια της ενόχλησης που προκάλεσε ήταν ο πόλεμος τον οποίον του εκήρυξαν ιεράρχες της εποχής, οι οποίοι, με επικεφαλής τον επίσκοπο Καρυστίας Μακάριο, με άρθρα στον τύπο και κηρύγματα από άμβωνος αναθεμάτιζαν συνεχώς το έργο αυτό σαν «βλάσφημο», «κακόηθες», κ.ά.
Ο Ροΐδης όμως, κάθε άλλο παρά πτοήθηκε από τις επιθέσεις αυτές, ακόμα και όταν η Ιερά Σύνοδος τον αφόρισε, τον Απρίλιο του 1866, ζητώντας συγχρόνως από την Ελληνική πολιτεία την απαγόρευση της κυκλοφορίας του «αντιχριστιανικού» μυθιστορήματός του.
Με σειρά σατυρικών άρθρων του, υπό τον τίτλο: «Επιστολαί ενός Αγρινιώτου» έφθασε ακόμα και να ευχαριστεί την Ιερά Σύνοδο που, με τις ενέργειές της, έκανε γνωστό το έργο του στο ευρύ κοινό. Και ίσως δεν είχε άδικο.
Η «Πάπισσα Ιωάννα» μεταφράσθηκε σε πολλές γλώσσες, αργότερα και στην καθομιλουμένη Ελληνική και συνεχίζει να επανεκδίδεται με μεγάλη επιτυχία. Ίσως αυτή η επιτυχία του να είναι και η καλύτερη απάντηση σε όσους μπερδεύουν το σκοταδισμό με την ιστορική αλήθεια.