29 July 2020

Δυο-δυο…

Όπως γνωρίζουν όλοι που έμειναν μακριά από τα σπίτια τους στα χρόνια των σπουδών, ιδίως για τα αγόρια υπήρχε μια δυσκολία  προσαρμογής στη ζωή του εργένη. Στο σπίτι του Στέφανου φρόντιζαν η μαμά, η γιαγιά, κάποιες θείες για όλα που απαιτούνταν και ξαφνικά έπρεπε ο γιος να κάνει μόνος του όλα αυτά που δεν έβλεπε ή δεν καταλάβαινε πώς γίνονται.

Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα όταν σπουδάζει ο νέος στο εξωτερικό, όπου φορτώνονται κι άλλα προβλήματα, διαφορετικά φαγητά, διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις κ.ο.κ. 

Στα δύο χρόνια σπουδών και συγκατοίκησης του Στέφανου με άλλους δύο φίλους και συμφοιτητές πήγαιναν όλα μια χαρά, μέχρι που παρουσιάστηκαν κάποια προβλήματα, ίδια περίπου και στους τρεις και γι’ αυτό πήγαν μαζί σε ένα γειτονικό φαρμακείο να πάρουν βοήθεια. Είχαν πρηστεί τα ούλα τους, παρότι δεν παραμελούσαν ποτέ την καθαριότητα των δοντιών με βούρτσα και οδοντόκρεμα.

Κοιτάζει ο φαρμακοποιός τους νεαρούς πάσχοντες στο στόμα, ρωτάει έκπληκτος, από πού ήρθατε, ναυτικοί είστε; «Όχι καλέ», λένε αυτοί, «εδώ δίπλα μένουμε, φοιτητές είμαστε.» Δεν το πιστεύω, λέει ο φαρμακοποιός, αυτά είναι αρχικά δείγματα σκορβούτου που πάθαιναν παλιά οι ναυτικοί με κακή διατροφή. Διευκρινίστηκε ότι οι τρεις ήξεραν τη θάλασσα μόνο από το κολύμπι, οπότε ο φαρμακοποιός ανέσυρε από τη μνήμη του παλιές ιστορίες που είχε ακούσει ή διαβάσει, «Αυτό που έχετε οφείλεται στην έλλειψη βιταμίνης C!»

Τους καθησύχασε όμως ο ειδικός ότι, «είστε σε αρχικό στάδιο και δεν υπάρχει φόβος να χάσετε τα δόντια σας. Θα παίρνετε 2 φορές την ημέρα αυτά τα χάπια, και μετά από ένα μήνα θα ξανάρθετε». Σκύβει δε αμέσως πάνω από τον πάγκο του φαρμακείου και λέει με συνωμοτικό ύφος στους τρεις, ψιθυριστά όπως στις ταινίες: «Αν θέλετε,  βέβαια, να έχετε  μακροπρόθεσμα επιτυχία, φροντίστε να βρείτε από μια φιλενάδα που ξέρει να μαγειρεύει...». Και απομακρύνθηκε από τον πάγκο για να τοποθετήσει τα παραπανίσια φάρμακα στα ράφια.

Για κοίτα να δεις, αντάλλαξαν οι τρεις απόψεις έξω από το φαρμακείο, εκείνες οι ταπεινές πρασινάδες που περιφρονούσαμε είχαν τη σημασία τους… Η συζήτηση πέρασε βέβαια αμέσως στις φιλενάδες που έπρεπε να αγκαζάρουν. Όχι ότι δεν το είχαν σκεφτεί και δεν είχαν καταφέρει κατά καιρούς διάφορα, αλλά τις έβλεπαν και τις επέλεγαν μέχρι τώρα με τελείως διαφορετικά κριτήρια και με διαφορετικό πνεύμα…

οοο

Πέρασαν έτσι κάποιοι μήνες, τα συμπτώματα του σκορβούτου είχαν υποχωρήσει και η αναζήτηση φιλενάδων με στόχο το μαγείρεμα και την υγιεινή διατροφή –εννοείται–  είχε ευδοκιμήσει. Ο Στέφανος τα έφτιαξε με μια συμφοιτήτρια και συμπατριώτισσα, τη Λίτσα, η οποία έμενε στην ίδια γειτονιά σχεδόν. Έτρωγαν μαζί, διάβαζαν μαζί, όποτε χρειαζόταν, κάλυπταν και άλλες απαραίτητες ανάγκες, όπως το μπάνιο, όπου πλενόντουσαν και γαργαλιόντουσαν μαζί, «Δυο δυο, στη μπανιέρα δυο δυο, δυο δυο...». 

Η Λίτσα ήταν υπενοικιάστρια ενός δωματίου στο διαμέρισμα μιας χήρας, στον τέταρτο όροφο ενός κτιρίου κατοικιών. Είχε δικαίωμα χρήσης του μπάνιου και της κουζίνας. Μειονέκτημα ήταν ότι έπρεπε να ανέβεις και κατέβεις τέσσερις ορόφους στην ξύλινη σκάλα, αλλά τα νέα παιδιά δεν είχαν πρόβλημα, η χήρα η φουκαριάρα, Frau Gundlach, ανέβαινε έναν έναν τους ορόφους με θόρυβο και ασθμαίνοντας. Έπινε και λιγάκι τα βράδια, οπότε μερικές φορές που επέστρεφε σπίτι -όχι πολύ αργά-, φώναζε τη Λίτσα να την βοηθήσει για να ανέβουν μαζί. Της είχε ηθική υποχρέωση λοιπόν της υπενοικιάστριας.


Πέρναγαν έτσι ευχάριστα εβδομάδες και μήνες. Κάθε Τετάρτη, βρέξει-χιονίσει, η χήρα έκανε τακτική επίσκεψη σε μια συγγενή και οι δύο ερωτευμένοι έκαναν μακροβούτι στη μπανιέρα. Μέχρι που μια μέρα, εκεί που ακουγόταν μέχρι έξω το τραγούδι τους «Δυο δυο, στη μπανιέρα δυο δυο…», φωνάζει η Λίτσα που άκουγε μέχρι και το πάτημα της γάτας: «Σουτ… έρχεται η Gundlach...»

Δεν είχε απαγορέψει ρητά η γριά τις επισκέψεις ανδρών στο δωμάτιο της Λίτσας... αλλά όχι και στην μπανιέρα μας, τι το κάναμε εδώ δεσποινίς μου, έχουμε και μια ηθική, τέλος πάντων, πέρα από κάποια ζήλεια που είναι αυτονόητη με την ηλικία. Αυτά ήταν όμως φιλοσοφίες, τι κάνουμε τώρα, αν θελήσει να μπει στο μπάνιο η χήρα, λογικό θα είναι, και σε βρει μπροστά της; Ναι, τι κάνουμε; Ο Στέφανος έπρεπε να καταστρώσει επιτελικό σχέδιο, είχε να αντιμετωπίσει την επιδρομή βαρβάρων και έπρεπε να γλιτώσει από τον κίνδυνο να επιστρέψει σπίτι του γυμνός και με σαπουνάδες – που λέει ο λόγος.

Σκέφτηκε γρήγορα μια λύση και την είπε στη Λίτσα: «Αν με βρει εδώ η Gundlach και σου κάνει παρατήρηση, της λες με αυστηρό ύφος, “Με γεια σου και χαρά σου, κυρία μου, ξεχνάω ότι σε κουβάλησα τόσες φορές μεθυσμένη τέσσερις ορόφους, θα μαζέψω τα πράγματά μου και σε 2-3 ημέρες εγκαταλείπω το ανάκτορό σου. Βρες καλύτερο ενοικιαστή τότε...”. Αν σου πει, βέβαια, καλά δεν είπαμε κι έτσι, μην πάμε στα άκρα για ασήμαντο λόγο, την συγχωρείς μεγαλόψυχα και παίρνεις πίσω την απειλή σου, οπότε έχεις εξασφαλίσει όμως και το δικαίωμα των δικών μου επισκέψεων μετά χρήσης μπάνιου».

Η Λίτσα συμφώνησε αμέσως, έριξε ένα μπουρνούζι επάνω της και ήταν έτοιμη να βγει στο κλιμακοστάσιο και  να βροντοφωνάξει στην ασθμαίνουσα χήρα την απόφασή της: «Παράτα με μέ το δωμάτιό σου κυρά μου!», αλλά η χήρα ήταν ακόμα στον τρίτο όροφο, ούτε που υποπτευόταν τι σχέδια είχαν σφυρηλατηθεί στο μπάνιο του διαμερίσματός της. «Περίμενε, μην βγαίνεις από το μπάνιο μέχρι να υπάρχει σοβαρός λόγος», της λέει ο Στέφανος, πιο μεθοδικός στην εκτέλεση του σχεδίου. Τσουκ τσουκ ένα-ένα τα σκαλοπάτια, σε λίγο ακούστηκαν τα κλειδιά στην πόρτα της εισόδου, η Λίτσα ήταν στημένη, με το μπουρνούζι πάνω της, πίσω από την πόρτα του μπάνιου, ο Στέφανος έτοιμος να βουτήξει στο αφρόλουτρο κρατώντας την αναπνοή του, για 2-3-4 ώρες, ποιος ξέρει τι θα απαιτούσαν οι συνθήκες του αγώνα…

Φωνάζει η Λίτσα: «Εσείς είστε κ. Gundlach; Είμαι στο μπάνιο…» Ναι, απαντάει αυτή, «Ξέχασα να πάρω μαζί το γλυκό που ετοίμασα και θα πήγαινα με άδεια χέρια. Κατέβηκα από το τραμ και γύρισα πίσω». Και συνεχίζει, «Φεύγω αμέσως, βλέπω ότι έχετε επίσκεψη!» Αμηχανία στο ακροατήριο, από πού ήξερε η πονηρά γραία ότι υπάρχει επισκέπτης στο σπίτι; Μουρμούρισε η Λίτσα κάτι ακαταλαβίστικο, κάτι σαν: «Γιατί το λέτε αυτό, τι βλέπετε;» Και λέει η χήρα: «Μα κρέμεται εδώ το παλτό του φίλου σας δεσποινίς Λίτσα…»


26 July 2020

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (68)

Διαμορφώνοντας την εαυτή μου, η αθεΐα μου…

Γ. Π., 44 ετών, δεν έχω παιδιά, απόφοιτη Λυκείου, γραμματέας, μέχρι τα 18 έζησα επαρχία, έκτοτε Αθήνα.
Θεωρώ ότι είμαι εξαιρετικά τυχερή γιατί οι γονείς μου, καθώς και το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον είναι χριστιανοί μεν, χωρίς παρωπίδες δε. Σφόδρα αντικληρικοί, δεν μας στείλανε εμένα και τα αδέλφια μου ποτέ στο κατηχητικό. Αντιθέτως, μας εφιστούσαν την προσοχή στο να μην σεβόμαστε τους παπάδες απλώς και μόνο επειδή φοράν το σχήμα. Σύμφωνα με τις οδηγίες τους πάντοτε οφείλαμε να ελέγχουμε αν είναι καλοί άνθρωποι.
Από τους γονείς μου η μητέρα μου ήταν πιο κοντά στην εκκλησία (τώρα πια δηλώνει ότι απλώς πιστεύει ότι υπάρχει κάτι ανώτερο) και φρόντιζε την τήρηση των παραδόσεων, των νηστειών και να πηγαίνουμε στο ναό αυτές τις δέκα το πολύ φορές το χρόνο, δηλαδή χριστούγεννα, πάσχα, δεκαπενταύγουστο, γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες. 
Όμως, η πίστη της ήταν τόσο ανώδυνη, που όσο παράδοξο και αν φαίνεται, σε εκείνη χρωστάω την ηρεμία μου σε ότι έχει σχέση με τη μεταφυσική. Και εξηγώ: όταν ήμουν περίπου 8 ετών, τρίτη δημοτικού, μόλις είχα αλλάξει σχολείο, άγνωστη μεταξύ αγνώστων, επέστρεψα μια μέρα αγχωμένη σε εκείνη και της είπα ότι τα κορίτσια στο νέο μου σχολείο μιλάνε για φαντάσματα και μάγια. Ακόμη θυμάμαι να την ακούω να μου λέει ότι όλα αυτά είναι ψέματα, δεν υπάρχουν και να μην ασχολούμαι. Και την οδηγία της την ακολούθησα και στην κατοπινή μου ζωή. Ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να ψάξω κάτι περισσότερο, είναι τόσο εκτός του ελέγχου μου όλο αυτό που μου φαίνεται χαμένος κόπος.
Επίσης, πάντοτε θυμάμαι χαμογελώντας να μου διηγούνται γονείς και θείες-οι πως ο ένας μου παππούς επέτρεπε στη γιαγιά μου να πάει στην εκκλησία – τέλος πάντων, αφού τόσο το ήθελε - αλλά αν πήγαινε να εξομολογηθεί και να πει τα μυστικά μας στον τραγόπαπα θα της έκοβε τα πόδια!
Μεγαλώνοντας ανακαλώ και άλλα περιστατικά στο σχολείο που με έκαναν να αναρωτηθώ για την αλήθεια της χριστιανικής θρησκείας (και αργότερα όλων των θρησκειών).
Για παράδειγμα, από παιδιά του δημοτικού θυμάμαι τις υποχρεωτικές σχολικές επισκέψεις σε εκκλησίες και μοναστήρια και μια συνεχή χαμηλόφωνη συζήτηση για το αν μπορούμε να μπούμε αν φοράμε φόρμα ή τζιν. Η κουβέντα γινόταν μόνο για εμάς, τα κορίτσια, όχι για τους συμμαθητές μας, οπότε και καταλήγαμε να κρύψουμε το σώμα μας βάζοντας πάνω από τα ρούχα μας κάτι μακριές σκουρόχρωμες φούστες αμφιβόλου καθαριότητας.
Η συζήτηση έγινε εντονότερη και περισσότερο ντροπιαστική όταν μπήκαμε στην εφηβεία και φυσιολογικά είχαμε περίοδο. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο αυτό το θέμα δυσχέραινε απίστευτα της κινήσεις μας, όχι γιατί δυσκολευόμασταν σωματικά, αλλά γιατί έπρεπε να φροντίσουμε να αυτοαποκλειστούμε από διάφορες δραστηριότητες, όπως η μετάληψη.
Επίσης, έβλεπα παντού παπάδες τους οποίους όφειλα να σέβομαι, αλλά όχι γυναίκες σε κάποια θέση εξουσίας. Οπότε πολύ γρήγορα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν, συν όλων των άλλων, προέτρεπαν τους φίλους μας τα αγόρια να επισκεφθούν το ιερό της εκκλησίας αλλά όχι, σε καμία περίπτωση, δεν μπορούσαμε εμείς να μπούμε στον χώρο αυτό που πραγματοποιούνται τα τελετουργικά του ναού. Ομοίως, δεν επιτρεπόταν να σηκώσουμε τα εξαπτέρυγα κατά τη περιφορά του επιταφίου και τέλος πάντων να συμμετάσχουμε στις διάφορες δραστηριότητες, τόσο εντυπωσιακές στα ανήλικα μας μάτια. Θυμάμαι μόνο κάποιες μαυροφορεμένες, μίζερες γυναίκες που σκούπιζαν και ξεσκόνιζαν το ναό. Αξιοζήλευτες εικόνες, χαχα!
Ωστόσο, πρέπει να πω και για την μοναδική περίοδο που είχα πιο στενή σχέση με τη θρησκεία. Όταν ήμουν περίπου 10 ετών σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα ένας θείος μου. Όπως είναι λογικό το σοκ για όλους μας ήταν μεγάλο! Τότε ήταν που αποφάσισα ότι θα λέω το «πάτερ ημών» κάνοντας το σταυρό μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ τόσο για το θείο μου που δεν ήξερα που είναι, όσο και για τα ξαδέλφια μου και τη θεία μου, των οποίων η ζωή είχε ανατραπεί τόσο αιφνίδια και ξαφνικά τα είχα χάσει και εκείνα μιας και μετακόμισαν μακριά μας. Δεν θυμάμαι πως και πότε ακριβώς σταμάτησα να προσεύχομαι. Νομίζω ότι αυτό κράτησε για μερικούς μήνες. Υποθέτω ότι με τον καιρό δεν έβλεπα το νόημα πια.
Εκεί γύρω στα 25 ήμουν πλέον σίγουρη ότι δεν πιστεύω. Σταδιακά μείωσα τις επισκέψεις μου στην εκκλησία στις απολύτως απαραίτητες για κοινωνικούς λόγους (γάμοι, βαφτίσια, ανάσταση).
Το φθινόπωρο του 2012, γκουκλάροντας, ανακάλυψα ότι υπήρχε Ένωση Αθέων και μάλιστα είχε γυναίκα πρόεδρο! Μπήκα στο site της ένωσης και στην επόμενη ανοικτή αθεοσυνάντηση ήμουν εκεί. Μόνη μου πήγα, στα πλαίσια μιας άσκησης της ψυχοθεραπεύτριας μου που με ήθελε να πηγαίνω όπου θέλω, ακόμη και μόνη μου. Όπως ακριβώς μου έλεγε, δεν υπάρχει καμία ντροπή σε αυτό και παράλληλα υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ανακαλύψω τελικά πράγματα που μου αρέσουν. Και στην κοινότητα της ένωσης τα βρήκα.
Ανθρώπους διαβασμένους, ενδιαφέροντες, από τους οποίους είχα να πάρω, γιατί πρέπει να ομολογήσω ότι έως εκείνη τη στιγμή, ήμουν μάλλον εγώ αυτή που ψαχνόταν περισσότερο και τροφοδοτούσα τον περίγυρο μου με ταινίες να δούμε, νέες ιδέες να συζητήσουμε κτλ.
Μέσα από τις συζητήσεις στις ομάδες του facebook, στην ιστοσελίδα και στις συναντήσεις, έμαθα για ένθρησκους και άθρησκους, άθεους και αγνωστικιστές, βαθμίδες αθεΐας κτλ. Όσοι κατάφεραν να διαβάσουν έως εδώ, δεν θα εκπλαγούν όταν μάθουν ότι δηλώνω αγνωστικίστρια, στο νούμερο 6 της κλίμακας του Dawkins.  Και όχι, δεν είναι προτεραιότητα μου το να το ψάξω περισσότερο.
Δεν ξέρω αν και τι υπάρχει εκτός της ζωής την οποία βιώνουμε. Άρα το πλέον ασφαλές και αποδοτικό για εμένα είναι να κάνω καλή χρήση αυτού του χρόνου και των δυνατοτήτων που μου δίνονται. Οπότε στο παρόν αποφάσισα να μην μπαίνω πια ούτε στους ναούς. Πηγαίνω σε γάμους και βαφτίσεις, αλλά περιμένω απ’ έξω να τελειώσει η τελετή και μετά γιορτάζω μαζί τους, είτε το ζευγάρι, είτε το νέο ανθρωπάκι που φέραν στον κόσμο, ακόμη και αν, δυστυχώς, το επιβαρύνουν τόσο πολύ εκείνη τη μέρα. Ταυτόχρονα, είμαι και επισήμως μέλος της ένωσης και υποστηρίζω τις δράσεις της για το διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, με όποιο τρόπο μπορώ κάθε φορά.
Την ανακοίνωση σε διάφορες φίλες, φίλους, οικογένεια και τον επαγγελματικό χώρο, την έκανα σιγά σιγά αφότου ήλθα σε επαφή με την ένωση, μιας και έως τότε δεν έλεγα τίποτε σε κανέναν.
Η ανακοίνωση έγινε σταδιακά και πήρε πολύ χρόνο μιας και χρειαζόμουν να συνηθίσω στην ιδέα ότι με ανθρώπους που αγαπώ και εκτιμώ είναι δυνατόν να μην ταιριάζω σε ένα βασικό θέμα. Και θεωρώ ότι και εκείνοι αντίστοιχα κατέβαλαν κόπο προκειμένου να το συνειδητοποιήσουν. Τώρα είμαστε όλοι πολύ καλύτερα. Για να ακριβολογήσω, θεωρώ ότι η κοινοποίηση της αθεΐας μου στο περιβάλλον μου ήταν κομβικό σημείο της πραγματικής ενηλικίωσης μου. Και για αυτό κατέχει σημαντική θέση στην προσωπική μου διαδρομή τόσο η αθεΐα μου όσο και η κοινότητα, γιατί με βοήθησαν να γίνω περισσότερο εγώ. Η μέρα που έκανα διαγραφή θρησκεύματος στο ληξιαρχείο ήταν ημέρα μεγάλης προσωπικής χαράς.
Στη δουλειά έχω συναντήσει είτε αδιαφορία (από πολλούς), είτε σεβασμό (από λιγότερους, οι οποίοι είτε είχαν τα ίδια πιστεύω, είτε απλώς εκτίμησαν το γεγονός ότι τόλμησα να διαφοροποιηθώ). Νομίζω οι περισσότεροι απλώς σιωπούν προσπαθώντας να μην ασχολούνται με δυσάρεστα θέματα (μιας και διαφωνούμε) και υπάρχουν και κάποιοι ελάχιστοι που με τάραξαν κάπως.
Θυμάμαι ότι ένας διευθυντής μου έκανε παρατήρηση ότι η ευχή μου «Χρόνια Πολλά» δεν είναι η ενδεδειγμένη απάντηση στο «Χριστός Ανέστη» που μου απηύθυνε. Του απάντησα ότι είναι, μιας και δεν θρησκεύομαι, αφού είμαι αγνωστικίστρια. Τότε έκπληκτη τον άκουσα να αγωνιά για το αν είμαι βαπτισμένη! Όσο εγώ νευριασμένη ήθελα να του πω ότι η βάπτιση μου δεν ήταν επιλογή μου, εκείνος ανησυχούσε μήπως καώ στην κόλαση όταν πεθάνω. Εκτός από εξαιρετικά προβληματικό το βρήκα και λίγο συγκινητικό που νοιάστηκε για την μετά θάνατον ζωή μου!
Η άλλη διευθύντρια, τις πρώτες μέρες που μετατέθηκα στο γραφείο της, με ρώτησε πότε γιορτάζω, της απάντησα τα σχετικά και, ανάμεσα σε άλλα που μέσα στη θολούρα μου δεν θυμάμαι, με ρώτησε έκπληκτη αν αυτό είναι trend;! Μου φάνηκε τόσο αστείο! Πάντως, προς τιμήν της, δεν αναφέρθηκε ξανά σε αυτό αν και είμαι σίγουρη ότι συζητήθηκε για λίγο στο γραφείο της.
Και στις δύο περιπτώσεις, δυο τρεις συνάδελφοι μου είπαν ότι ωραία όλα αυτά, αλλά δεν τα λέμε στους διευθυντές. Τους απάντησα ότι αν δεν το έλεγα τότε θα αναγκαζόμουν να πω ψέματα και δεν συνέχισα γιατί δεν τους είδα να θέλουν να προχωρήσουν τη συζήτηση παρακάτω. Ένιωσα κάπως σαν την ομοφυλοφιλία. Κράτα το για το κρεβάτι σου. Έχω αποφασίσει όμως ότι αυτή η λογική δεν μου κάνει πλέον. Αυτή είμαι και έχω υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μου και την κοινότητα μου να το υποστηρίξω.
Ένα από τα θέματα που με απασχολούν γενικότερα, αλλά και σε σχέση με την αθεΐα, είναι η ανισότητα των φύλων. Και πραγματικά απορώ! Γιατί, παρόλο που οι θρησκείες την προωθούν τόσο έντονα, δεν βρίσκω περισσότερες γυναίκες στον κύκλο μας;
Μπορώ να σκεφθώ διάφορους λόγους:
α) Παραδοσιακά η εκκλησία ήταν ένας από τους ελάχιστους τρόπους που επιτρεπόταν στις παλαιότερες γενιές γυναικών να κοινωνικοποιηθούν. Όπως συμβαίνει με πολλές παραδόσεις, συνεχίζουν να τηρούν το έθιμο χωρίς να το πολυεξετάζουν, αν και σαφέστατα έχουμε περισσότερα πεδία δράσης στη σύγχρονη εποχή.
β) Πολύ συχνά συζητάμε το πως οι θρήσκοι/ες βρίσκουν ανακούφιση από τις δυσκολίες της ζωής στη μεταφυσική. Προφανώς οι γυναίκες που ήταν και είναι σε χειρότερη θέση από τους άνδρες, κοινωνικά και οικονομικά, αισθάνονται αυτή την ανάγκη σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό.
Τέλος, γ) παραδοσιακά και πάλι, τα αγόρια/οι άνδρες εκπαιδεύονται με μεγαλύτερη επιμονή να βρουν και να ακολουθήσουν τις κλίσεις τους και να αναπτύξουν την δική τους προσωπικότητα. Αντιθέτως, οι γυναίκες ενθαρρυνόμαστε να αναπτύξουμε δεξιότητες με σκοπό να διατηρούμε τις ισορροπίες στις κοινωνικές ομάδες που ανήκουμε, να παραμένουμε στα πλαίσια του κοινωνικώς αποδεκτού. Συνεπώς, το να διαφοροποιήσουμε την εαυτή μας από την όποια ομάδα είναι πραγματικά κόντρα ρόλος.
Ωστόσο, ελπίζω ότι ολοένα και περισσότερες γυναίκες θα τολμούμε να διαλέγουμε ξανά και πάλι το δικό μας μονοπάτι που – το πιθανότερο – θα είναι μακριά από τις θρησκείες. Ακόμη όμως και αν κάποιες αποφασίσουν να κρατηθούν από την ιδέα του θεού - προστάτη, ελπίζω πραγματικά, να παλέψουν ώστε εδώ, στην παρούσα ζωή, να βρουν τη θέση που τους αναλογεί. Θεωρώ ότι  όσο περισσότερο συμμετέχουν, πόσω μάλλον ανέρχονται, στην θρησκευτική ιεραρχία (βλ. γυναίκες – κληρικοί στον προτεσταντισμό), τόσες περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν να γίνουν οι εκάστοτε θρησκείες λιγότερο συντηρητικές και αυτό μόνο καλό θα είναι για όλους μας.


25 July 2020

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (67)

Απόδημος και άθεος

Γιαννης Π. - 40 ετών παντρεμένος, Ελεύθερος Επαγγελματίας, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής

Από που να αρχίσει κάποιος να μιλάει, για ένα πράγμα το οποίο έχει χαρακτηρίσει την ταυτότητα του ως άνθρωπος; 

Από την αρχή λοιπόν: ήμουν πάρα πολύ τυχερός που είχα (και έχω) ανοιχτόμυαλους γονείς. Ο πατέρας μου έφυγε μικρός από το σπίτι του, 13 ετών, πήγε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Η μητέρα μου παντρεύτηκε τον πατέρα μου μικρή (μικρός και ο ίδιος) και στην ουσία μεγάλωσαν μαζί. 

Εγώ ήμουν ανέκαθεν ανήσυχο πνεύμα. Πάντα ρωτούσα και τον παπά της ενορίας, γιατί υπάρχουν δεινόσαυροι και αν υπάρχουν εξωγήινοι. Η απάντηση - όταν τότε η θρησκεία θα μιλήσει και για αυτούς. Η γιαγιά μου πολύ θρήσκα, αλλά δόξα τον θεό (χεχε) δεν μας πίεσε ποτέ. 

Στα 15 μου χρόνια άλλαξε η ζωή μου. Μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεχίσω την ζωή μου και τις σπουδές μου στο εξωτερικό. Ήμουν τυχερός και πήγα πανεπιστήμιο από τα 16 μου χρόνια στις ΗΠΑ. Εκεί είχα πολλά σκαμπανεβάσματα σε θέματα θρησκείας, περισσότερο γιατί πήγα σε πολύ θρήσκα πολιτεία. Ήταν πολύ σουρεαλιστικό να μπαίνεις σε εκκλησία και να τραγουδάνε. Εγώ απλά έκανα ότι έκαναν οι άλλοι. 

Έτσι περνούσαν τα χρόνια, με μια γενική αδιαφορία για τα θρησκευτικά πράγματα. Εκκλησία κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, καθότι ως μετανάστης ήταν ο μοναδικός τρόπος να δεις κάτι ελληνικό στο εξωτερικό. Στα 18 μου οι γονείς μου ήρθαν επίσης Αμερική και έτσι είχα την οικογένεια μου πιο κοντά, και δεν χρειαζόταν να έτρεχα στην εκκλησία συνέχεια για να παίρνω από μια γεύση της πατρίδας, το είχα σπίτι. 

Είχα την ευκαιρία να δουλέψω σε πολλές μεγάλες εταιρίες, σε κλάδο πληροφορικής, και στην κυβέρνηση, οπότε συναναστρεφόμουν με πολλά ανοιχτόμυαλα άτομα. Ο κύκλος μου ήταν ανοιχτός για άτομα ανεξάρτητα καταγωγής, και αυτό με έβαλε σε πολλές κουβέντες. Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω και άλλους θεούς, η και άλλες παραλλαγές της χριστιανικής πίστης. 

Στα 27 έκανα μια κουβέντα με τους γονείς μου και μου είπαν κάτι που με κλόνισε. Πάνω στην κουβέντα ο πατέρας μου πετάει το κλασικό «μα γιατί, νομίζεις ότι υπάρχει Χριστός?». Αυτό ήταν! Πήγα σπίτι και άρχισα να ψάχνω. Βρήκα τον Dawkins, Hitchens και τους υπόλοιπους. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αλλά η χριστιανική ταυτότητα ήταν μέσα στο DNA μου, ένα αδιάσπαστο κομμάτι που σε κάνει Έλληνα, πόσο μάλλον όταν είσαι στο εξωτερικό. 

Τι κάνεις με αυτό? Αλλά όσο διάβαζα, τόσο καταλάβαινα ότι η θρησκεία δεν έστεκε. Και όχι μόνο η χριστιανική, αλλά όλες τους. Ήταν σαν να βρήκα ένα άλλο δωμάτιο στο κεφάλι μου και μπήκα μέσα για πρώτη φορά. Από εκεί κατάφερα να δω τα πάντα με ένα άλλο μάτι. 

Μετά όμως ήρθε το διαζύγιο, και παράλληλα με το διαζύγιο η μητέρα μου αρρώστησε με καρκίνο και ο πατέρας μου αρρώστησε με μια αρρώστια στα νεύρα. Γιατί ο καλός θεός τιμωρεί τους καλούς ανθρώπους? Δίναμε λεφτά στην εκκλησία. Δωρίζαμε τον χρόνο μας. Κάναμε τα πάντα για να ήμασταν καλοί άνθρωποι. Και αυτό ήταν το ευχαριστώ?

Το διαζύγιο μου έσπασε το μυαλό. Ο δρόμος για την ανάρρωση όμως μου έδωσε την ικανότητα να αναθεωρήσω πολλά πράγματα και να βάλω πίσω τα κομμάτια μου, όπως πλέον ήθελα εγώ και όχι όπως έπρεπε να μπουν λόγο θρησκείας. Στην αρχή είχα έναν απέραντο θυμό. Θύμωνα με το ψέμα. Με τις υποσχέσεις περί ζωής μετά θανάτου, και φανταστικά πλούτη. 

Γιατί να έχει καρκίνο η μάνα μου και ο πατέρας μου να μην μπορεί να σηκωθεί από τον καναπέ? Γινόμουν έξαλλος όμως όταν έβλεπα παιδιά να υποφέρουν. Εκεί πραγματικά κατάλαβα ότι, όχι μόνο δεν υπάρχει θεός, άλλα και μια στο εκατομμύριο να υπήρχε, δεν θα τον ένοιαζε για εμάς. Οι γονείς μου έγιναν καλά, όχι λόγω θεού αλλά λόγω γιατρών. 

Έκτοτε έχω διαβάσει άπειρα βιβλία και απόψεις περί αθεΐας. Ήμουν από την αρχή 7/7 στην κλίμακα αθεϊσμού και όσο περνούσε ο καιρός ζούσα την ζωή μου χωρίς θεό, τόσο πιο εύκολα γινόταν. Μετά γνώρισα την δεύτερη γυναίκα μου και λίγο εκείνη που ήταν πιο χαλαρή σε αυτά τα πράγματα, λίγο εγώ με το αναλυτικό μυαλό, στα 10 χρόνια που είμαστε μαζί έχουμε πάει στην εκκλησία μόνο μια φορά (έχει πάει εκείνη -αγνωστικίστρια- όχι εγώ). 

Τώρα έχουμε ένα παιδί μαζί, κορίτσι, και το πρόβλημα είναι πώς θα το μεγαλώσω αυτό το παιδί. Δεν θέλω να επηρεαστεί από δογματικές βλακείες, αλλά δεν θέλω να της βάλω πράγματα στο μυαλό που να την κάνουν ενάντια -holier than thou- σε θρησκευτικά πράγματα. Ζούμε σε μια χριστιανική κοινωνία, καλώς η κακώς, και το μοναδικό πράγμα που μπορώ να κάνω είναι να της δώσω όλες τις πληροφορίες και να μάθει να ρωτάει το γιατί. 

Χαλάρωσα στα σαράντα μου πλέον. Δεν φοβάμαι, ούτε μου λείπει ο θεός. Αλλά λυπάμαι γιατί μια τόσο όμορφη ιστορία σαν την θρησκεία, πλέον δεν πρόκειται ποτέ να την πιστέψω. Βλέπω τους χριστιανούς που είναι χαρούμενοι στην άγνοια τους, και παρόλο που στην αρχή αυτό με πείραζε, πλέον έχω ηρεμήσει. Άραγε πόσο χρόνο έχασα, και τι λάθος αποφάσεις είχα πάρει στη ζωή μου, επηρεασμένος από θρησκεία? 


Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι...

με τα μάτια και τις σκέψεις ενός Βουλγάρου Αξιωματικού

(Απόσπασμα από τα βιβλία "Εμπρός δια της λόγχης")

Η διήγηση του Rumen [1]

Γεννήθηκα στη Σόφια, στις 19 Φεβρουαρίου 1878 [2], τη μέρα που υπογραφόταν η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου [3]. Η οικογένειά μου ήταν εύπορη. Η μητέρα μου καταγόταν από σόι τσιφλικάδων και ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός. Ήταν Αξιωματικός Ιππικού του Τσαρικού Στρατού, και είχε λάβει μέρος στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, πριν έλθει στον νέο Στρατό μας, με τον βαθμό του Ταγματάρχη. Έτσι, το ότι, σαν έφτασα στα 17, πήγα να σπουδάσω στη Στρατιωτική Σχολή της Σόφιας και αργότερα στην περίφημη Ρωσική Ακαδημία Πολέμου, ήταν αναμενόμενο. Δεν ρωτήθηκα καν αν θα ήθελα να γίνω γιατρός, μηχανικός ή μαθηματικός … Άλλωστε, από μικρό παιδί, άκουγα τον πατέρα μου να διηγείται για τις μάχες με τους Τούρκους και τους Σέρβους, για την επέλαση του Ιππικού μας το 1885 στη μάχη της Slivnitsa. Τα πρώτα μου παιχνίδια ήταν ξύλινα σπαθιά και ξύλινα αλογάκια. Έχοντας λοιπόν μεγαλώσει με το όραμα της «Μεγάλης Βουλγαρίας», όταν στις αρχές του 20ού αιώνα ξεκίνησε ο «Μακεδονικός Αγώνας», δήλωσα εθελοντής για να μεταβώ στη Μακεδονία, να αγωνιστώ για την ενσωμάτωσή της στη «μητέρα Βουλγαρία». Το 1904, νεαρός Ανθυπολοχαγός, πέρασα μυστικά τα σύνορα, και για ένα σχεδόν χρόνο πολεμούσα μαζί με τους Κομιτατζήδες, στην περιοχή των Γιαννιτσών. Αλλά δεν θα σας πω περισσότερα για την εποχή εκείνη. Η μνήμη μου είναι γεμάτη από ενοχές για τα εγκλήματα που είδα. Ναι, ξέρω, ήταν σκληρές οι εποχές, και έκαναν πολλά και οι δυο πλευρές. Όμως η στρατιωτική μου τιμή δεν συμφωνούσε με τέτοιες πράξεις. Επέστρεψα πάλι στη Σόφια και συνέχισα την καριέρα μου σαν Υπολοχαγός του Πεζικού. Λόγω του πατέρα μου, μπορούσα να είχα διαλέξει το Ιππικό, αλλά αισθανόμουν καλύτερα στο Πεζικό. Και πίστευα ότι αυτό ήταν το Όπλο, που θα έκρινε τις μάχες στους μεγάλους πολέμους, που σίγουρα θα έρχονταν. Την εποχή εκείνη, στον Βουλγαρικό Στρατό, δίναμε μεγάλη έμφαση στην σωστή χρήση των πυροβόλων όπλων. Το βάρος στην εκπαίδευση δινόταν στο ταχύ πυρ και στην καλή στόχευση από μεγάλες αποστάσεις. Κάθε χρόνο, με διαταγή του Τσάρου, κάναμε αγώνες σκοποβολής σε ολόκληρο το στράτευμα. Οι Στρατιώτες που νικούσαν έπαιρναν ένα ασημένιο ελβετικό ρολόι τσέπης, με το Αυτοκρατορικό μονόγραμμα και χρυσό κάλυμμα. Και οι Αξιωματικοί, σπάθη με λαβή επίχρυση.


Είχα κι εγώ κερδίσει μία τέτοια σπάθη, στους αγώνες του 1907 και την έφερα πάντα με μεγάλη υπερηφάνεια. Ήταν μάρκας «Solingen» και έγραφε στην λάμα «ο Θεός μαζί μας». Ήταν οι πρώτες λέξεις από το ρητό: «Ο Θεός είναι μαζί μας. Ακούστε μας λαοί και υπακούστε, γιατί ο Θεός είναι μαζί μας.» Και στη θήκη της ζώνης, είχα πάντα το αυτόματο πιστόλι «Luger P.08», με το οποίο είχα κερδίσει στους αγώνες.
Πρέπει πάντως να πω, ότι εμείς οι Αξιωματικοί της «Ρωσικής Σχολής», όπως μας λέγανε όσους είχαμε σπουδάσει στη Ρωσία, δίναμε μεγάλη σημασία και στις εφόδους με τη λόγχη και εκπαιδεύαμε τους Στρατιώτες μας ανάλογα. Αλλά ήμασταν πιο λίγοι και δείχναμε «λιγότερο μοντέρνοι». Και έτσι δεν είχαμε σπουδαία αποτελέσματα, όπως φάνηκε στις μάχες με τους Έλληνες, που μας κατατρόπωναν όταν πλησίαζαν κοντά και ορμούσαν με τις λόγχες.

Είχαμε φτιάξει τον 12ο σε μέγεθος Στρατό του κόσμου, μεγαλύτερο και από τον Αμερικάνικο Στρατό της εποχής που ήταν 13ος. Και σε συνδυασμό με την εντατική εκπαίδευση, είχαμε μεγάλη αυτοπεποίθηση και πίστη στις ικανότητες του Στρατού μας, που είχε αποκτήσει τη φήμη των «Πρώσων των Βαλκανίων», για την πειθαρχία και την εκπαίδευσή του.

Λέγανε ότι το 25 ως 35 % του Προϋπολογισμού του κράτους μας πήγαινε τότε στην άμυνα, αλλά το είχαμε πάρει απόφαση ότι μόνο με την δύναμη του Στρατού μας θα πετυχαίναμε την ενοποίηση της Βουλγαρίας και την απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδερφών μας. Ξοδεύαμε για τον Στρατό περισσότερα απ’ ότι για την Παιδεία ή για τα δημόσια έργα. Προετοιμαζόμασταν εντατικά, μελετώντας κάθε πόλεμο της εποχής και υιοθετώντας κάθε νέα τεχνολογία.

Η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, ήταν για την πατρίδα μου μία «χρυσή δεκαετία». Η οικονομική ανάπτυξη ήταν ολοφάνερη. Και παρ’ όλο που 80-90% του πληθυσμού ήταν αγρότες, καταφέραμε να δημιουργήσαμε έναν Στρατό μοντέρνο και πανίσχυρο.

Είχαμε σύγχρονα ταχυβόλα Krupp και Schneider, πολυβόλα Maxim, τηλέφωνα και τηλεγράφους εκστρατείας, αυτοκίνητα, αεροπλάνα [4] και αερόστατα! Και οι Στρατηγοί μας, γεννημένοι στην δεκαετία 1850-1860, ήταν όλοι απόφοιτοι της πρώτης σειράς της Στρατιωτικής Σχολής, με μετεκπαιδεύσεις στη Ρωσία, την Ιταλία, την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία. Πολλοί από αυτούς είχαν συμμετάσχει στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους και στον πόλεμο με τη Σερβία, και όλοι ήταν φλογεροί πατριώτες.

Αλλά, όπως αποδείχθηκε αργότερα, είτε δεν είχαν αφομοιώσει καλά τις τεχνικές του συγχρόνου πολέμου είτε είχαν πολλές αντιθέσεις μεταξύ τους και μερικοί έβαζαν τον εγωισμό τους πάνω από την πατρίδα.

Όταν τον Φεβρουάριο του ’12, υπογράφηκε η συμμαχία με τη Σερβία, ξέραμε τι θα ακολουθούσε. Στις 4 Οκτωβρίου κηρύχθηκε ο 1ος πόλεμος. Σαν διάβασα στους Στρατιώτες μου τη Διαταγή, άλλοι ξέσπασαν σε δάκρυα χαράς και άλλοι ζητωκραύγαζαν για την Βουλγαρία και τον Τσάρο μας, πετώντας τα πηλίκια ψηλά στον αέρα. Είχαμε στρατοπεδεύσει σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα και σαν ξεκινήσαμε την επομένη για το μέτωπο, ο κόσμος μας χειροκροτούσε και οι γυναίκες μας ξεπροβόδιζαν τραγουδώντας:

«Μανλιχέρι πούκαγια, να γκαντάτσο πλάνινα …
Γιούριζ μπράκα κόμιτι, ντάγια οσποβόντιμε, μάικα Μακεντόνια …» [5]

Το Σύνταγμά μου,
το 1ο Βασιλικό Σύνταγμα της Σόφιας, ήταν μία επίλεκτη μονάδα. Και στις επωμίδες, οι Στρατιώτες έφεραν με υπερηφάνεια το αρχικό γράμμα «Φ», του ονόματος του Τσάρου μας. Είχαμε 3 Τάγματα, το 1ο Σόφιας, το 5ο Teteven και το 6ο Pleven. Μαζί με το 6ο Σύνταγμα του Tarnovo ανήκαμε στην 1η Ταξιαρχία, της 1ης Μεραρχίας Πεζικού Σόφιας.

Πήραμε μέρος σε πολλές μάχες. Στο Gechkeneliy, στο Siliolu, στο Lyule Burgas, και συμμετείχαμε στις επιθέσεις κατά των τουρκικών οχυρών στο Araptepe, στο Kada Kyoy, στο Elbasan, στο Gyaurbair και την Chataldzha.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση στον 1ο πόλεμο, ήταν η μεγάλη ευκολία με την οποία παραδίνονταν οι Τούρκοι Στρατιώτες, όταν οι γραμμές μας ήταν κοντά. Η εξήγηση ήταν απλή: Ο Στρατός τους είχε πολλούς Χριστιανούς, Βούλγαρους και Έλληνες, που είχαν στρατευθεί με το ζόρι. Και κάθε που εύρισκαν ευκαιρία, λιποτακτούσαν προς τις γραμμές μας. Καθώς πάντως το δικό μου Σύνταγμα ήταν επίλεκτο, οι μάχες ήταν συνήθως σκληρές, ιδίως όσο πλησιάζαμε προς την Κωνσταντινούπολη, και οι απώλειες σοβαρές. Χάσαμε πολλούς Στρατιώτες και Αξιωματικούς, όχι μόνο στις μάχες αλλά και από τη χολέρα που είχε ξεσπάσει. Σαν τελείωσε ο Πόλεμος, το Σύνταγμα επέστρεψε στη Σόφια, όπου μας υποδέχθηκε ο ίδιος ο Φερδινάνδος. Την ημέρα εκείνη, ένοιωθα τόσο πλήρης, τόσο υπερήφανος, που δεν θα με πείραζε αν άφηνα εκεί την τελευταία μου πνοή.

Η πατρίδα με αντάμειψε, με την προαγωγή μου σε Λοχαγό, αλλά και με παράσημα για τις ανδραγαθίες μου στις μάχες. Και σε όλους τους άνδρες του Συντάγματος, απονεμήθηκε από τον Μέραρχο Nikola Zheljanski, ο Βασιλικός Σταυρός Ανδρείας, που τον έφεραν περήφανα στο στήθος.

Όμως, η αλήθεια είναι ότι οι απλοί Στρατιώτες, κουρασμένοι από τις μάχες, θα προτιμούσαν ένα απολυτήριο για να πάνε στα σπίτια τους, αντί για τα παράσημα. Και καθώς η επιστράτευση συνεχιζόταν, το ηθικό του Στρατού άρχισε να πέφτει. Οι Στρατιώτες υπέφεραν για πολύ καιρό από τις στερήσεις και τις ασθένειες και έπεφταν σε κατάθλιψη. Ήταν άλλωστε αγρότες οι περισσότεροι και, καθώς ερχόταν η άνοιξη, ανησυχούσαν για τις σοδειές και τα ζωντανά τους.

Η παράταση των πολιτικών διαπραγματεύσεων για την ειρήνη, δυσκόλευε τα πράγματα. Ένιωθαν όλοι νοσταλγία για τα σπίτια τους και εύχονταν να γυρίσουν πίσω το συντομότερο δυνατόν.

Επί πλέον, η ιδέα της διεξαγωγής ενός πολέμου εναντίον των πρώην συμμάχων Ελλήνων και Σέρβων, δεν ήταν διόλου δημοφιλής στους Στρατιώτες και όλοι ήθελαν να αποφύγουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Σε πολλές μονάδες ξέσπασαν διαδηλώσεις και εξεγέρσεις ενάντια στον πόλεμο, και ο Υπαρχηγός απείλησε εμάς τους Αξιωματικούς ότι θα μας ξήλωνε, αν συνεχίζαμε να επιτρέπουμε την αταξία.

Αναγκαστήκαμε να επιβάλουμε αυστηρές τιμωρίες και αποφεύγαμε κάθε συζήτηση για τα συχνά επεισόδια με τους Έλληνες και Σέρβους στα νέα σύνορα. Κανένας δεν έλεγε και δεν παραδεχόταν την αλήθεια. Κάποια ακραία αριστερά στοιχεία σπέρνανε ηττοπαθή προπαγάνδα, που όμως δεν ήταν τόσο επικίνδυνη όσο η εσωτερική πεποίθηση του κάθε Στρατιώτη, ότι αυτός ο αδελφοκτόνος πόλεμος δεν μπορούσε να φέρει κάτι καλό. Και ο σεισμός στο Βελίκο Τύρνοβο και τη Γκόρνα Οριάχοβιτσα συνέβαλε επί πλέον στην κατάθλιψη.

Τον Απρίλιο του 1913 μεταφερθήκαμε στη Slivnitsa, 22 χλμ ΒΔ της Σόφιας, στον δρόμο προς το Pirot και την Νις της Σερβίας [6], εκεί που το 1885 είχαμε συντρίψει τους Σέρβους. Όμως στα τέλη Απριλίου, αποσπάσθηκα στο Γενικό Επιτελείο, δίπλα στον Αρχιστράτηγο Σαβώφ. Καλύτερα να μην πήγαινα … Είδα πράγματα που με έβαλαν σε σκέψεις για το μέλλον.

Σας είπα ήδη πώς είχε η κατάσταση στα κατώτερα κλιμάκια. Θα σας πω και τι γινόταν στα ανώτερα. Εκεί η κατάσταση ήταν χειρότερη. Αρχιστράτηγος του Βουλγαρικού Στρατού ήταν, θεωρητικά, ο Τσάρος Φερδινάνδος. Στην πράξη όμως, ο ρόλος αυτός ανήκε στον Αρχηγό του Επιτελείου, τον Αντιστράτηγο Mihail Savov. Τον είχα Διοικητή στην Στρατιωτική Σχολή. Σαραντάχρονος Αντισυνταγματάρχης τότε, και ήρωας του πολέμου του 1885, όπου διοικούσε το αριστερό της επίθεσης στη Slivnitsa, μορφωμένος, έμπειρος, ενεργητικός και με μεγάλη επιβολή, είχε τον θαυμασμό όλων μας. Το 1903 έγινε και πάλι [7] Υπουργός Στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Danev, Petrov, Petkov, Stanchov και Gudev, ως το 1908 που αποστρατεύθηκε με το βαθμό του Αντιστρατήγου. Τον Μάρτιο του 1913 επανήλθε στο Στρατό, και τώρα πια εκτελούσε χρέη Αρχιστρατήγου, στη θέση του Fichev, που είχε παραιτηθεί για λόγους υγείας [8].

Σαν Υπουργός Στρατιωτικών σε τόσες Κυβερνήσεις, προσέφερε πολλά στην δημιουργία του πανίσχυρου Στρατού μας. Αλλά σαν στρατιωτικός και μάλιστα σαν Αρχιστράτηγος, ντρέπομαι που το λέω, ήταν ακατάλληλος. Οι Διαταγές του ήταν συνήθως ασαφείς ή αντιφατικές, και το μόνο που είχε πάντα στο μυαλό του ήταν ο αιφνιδιασμός. Όχι μόνο σε στρατηγικό επίπεδο, που νόμιζε ότι θα έπιανε στον ύπνο Έλληνες και Σέρβους, αλλά και σε τακτικό επίπεδο: Στον 20ό αιώνα, στην εποχή των ταχυβόλων πυροβόλων και των πολυβόλων, αυτός υποστήριζε ότι το Πεζικό πρέπει να επιτίθεται χωρίς προπαρασκευή Πυροβολικού, για να αιφνιδιάζει τον εχθρό!


Περιέβαλε με εύνοια κόλακες, όπως ο Στρατηγός Hesapsiev, που παρίστανε τον Φρούραρχο στη Θεσσαλονίκη και το μόνο που έκανε ήταν να οργανώνει κάθε μέρα παρελάσεις και να στέλνει αναφορές που υποτιμούσαν την αξία του Ελληνικού Στρατού. Ή τον βοηθό του, τον Συνταγματάρχη Nerezov, που ήταν Διευθυντής Επιχειρήσεων, αλλά δεν έκανε ούτε για να γιαλίζει τις μπότες του. Ήταν ένας Αξιωματικός με γνώσεις, αλλά χωρίς προσωπικότητα, σκυλάκι του αφεντικού του.

Όμως ο Σαβώφ ήξερε να κινεί τα πολιτικά νήματα και, απειλώντας ανοιχτά, κατάφερε να περάσει τα φιλοπόλεμα σχέδιά του, τόσο στον Πρωθυπουργό τον Γκέσωφ, όσο και στον ίδιο τον Τσάρο, που φοβόταν τη δύναμή του. Και αφού έπεισε τον Τσάρο, απειλώντας τον με εκθρόνιση, μετά, με φλογερά άρθρα του στις εφημερίδες, προσπαθούσε να πάρει με το μέρος του την κοινή γνώμη, πιέζοντας τον Γκέσωφ και τον Ντάνεφ που φοβόντουσαν τις συνέπειες ενός νέου πολέμου.
Αρκετά όμως σας κούρασα με τον Σαβώφ. Άλλωστε, μετά την ήττα στο Κιλκίς αντικαταστάθηκε από τον Ασγο Radko Dimitriev. Όχι βέβαια ότι λύθηκαν τα προβλήματα, χειρότερα γίνανε. Όσο κι αν φώναζε ο Ivanov, ο Διοικητής της 2ης Στρατιάς, ή ο Gobachev της 4ης ζητώντας ενισχύσεις, οι ήττες διαδέχονταν η μία την άλλη και 3 ολόκληρες Στρατιές μας παρέμεναν ουσιαστικά αδρανείς.
Στο Επιτελείο στη Σόφια, η σύγχυση είχε ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Καλό το τηλέφωνο και ο τηλέγραφος, αλλά οι Αρχιστράτηγοι πρέπει να είναι κοντά στο μέτωπο, όπως ο δικός σας, και όχι στην πρωτεύουσα. Αλήθεια, θα πρέπει να σας πω ότι σας ζηλεύαμε που είχατε τον Κωνσταντίνο. Όχι μόνο γιατί ήταν ικανός και κοντά στο μέτωπο, αλλά και γιατί ολόκληρος Βασιλιάς, δεν δίστασε να τεθεί κάτω ιεραρχικά από τον Βενιζέλο, που αν και υφιστάμενός του ως Πρωθυπουργός, ήταν προϊστάμενός του ως Υπουργός Στρατιωτικών! Και όλα αυτά για να παραμείνει Αρχιστράτηγος. Όχι σαν τον δικό μας τον Τσάρο ή τον Σέρβο, που δεν ήξεραν πού είναι το μέτωπο.
Θα προσπεράσω τι έγινε ως το τέλος σχεδόν του πολέμου, άλλωστε τα έχει γράψει όλα ο Ivanov και άλλοι σε βιβλία. Και ότι έγραψαν, είναι η αλήθεια. Θα πάω κατ’ ευθείαν στο ότι μετά τις ήττες μας στην Κρέσνα και το Σιμιτλή, τότε που όλοι φοβόμασταν το χειρότερο, ζήτησα να φύγω από το Επιτελείο και να πάω να πολεμήσω με τη μονάδα μου, το 1ο Σύνταγμα.
Η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Η ήττα στο Σιμιτλή ανάγκασε το Επιτελείο να αποσπάσει πολλές μονάδες από το σερβικό μέτωπο και να τις στείλει στο Κιουστεντίλ, και από εκεί στη Τζουμαγιά. Ολόκληρη σχεδόν η 1η Μεραρχία, με το δικό μου 1ο ΣΠ Sofiyski και το επίσης επίλεκτο 6ο ΣΠ Tarnovski, στάλθηκε για ενίσχυση της αποδεκατισμένης 2ης Στρατιάς, σε μία ύστατη προσπάθεια να ανατραπεί η δυσμενής κατάσταση, και να περάσουμε από την άμυνα στην επίθεση. Συγκεντρώθηκαν μεγάλες δυνάμεις στο δεξιό και το αριστερό της παράταξής μας, ενώ στο μέσο οχυρωθήκαμε ΝΑ της Τζουμαγιάς, στα φυσικώς οχυρά υψώματα Παπαβάσι και Αρισβανίτσα, ύφους 1079 και 1378 μέτρων. 0ι μάχες που ακολούθησαν ήταν πολύ σκληρές.
Η μονάδα μου συμμετείχε στον μεγάλο αγώνα για το 1378. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Οι Εύζωνοί σας, αδύνατοι και ένα κεφάλι πιο κοντοί από τους δικούς μας οι περισσότεροι, ήταν σκυλιά μονάχα. Ούτε ήξερες από πού θα σου επιτεθούν, και το πείσμα τους ήταν κάτι άλλο. Το ίδιο και οι Κρητικοί σας. Θα σας πω μόνο ότι είδα Έλληνα στρατιώτη να δαγκώνει Αξιωματικό μας στον λαιμό, για να του κόψει το λαρύγγι. Και ότι είδα μάχες με τα χέρια, όταν και η λόγχη ακόμη αχρηστευόταν λόγω απόστασης. Αλλά και κεφάλια να σπάνε από πέτρες. Από τον Λόχο που διοικούσα, δεν έμειναν στο τέλος ούτε 20 γεροί. Και σε όλο το Τάγμα, ήμουν ο μόνος Αξιωματικός που δεν έτυχε να σκοτωθεί ή να τραυματιστεί.
Τρεις μέρες πολεμούσαμε ασταμάτητα και τελικά υποχωρήσαμε ηττημένοι και ντροπιασμένοι. Και όπως έμαθα μετά, και οι απώλειες των δικών σας ήταν τόσο μεγάλες, που νόμιζαν και αυτοί ότι είχαν ηττηθεί. Δεν ξέρω, ίσως και να είχαμε νικήσει, αν βαστούσαν τα πλευρά μας, που υποχώρησαν αφήνοντάς μας εκτεθιμένους, αλλά θα ήταν νίκη «Πύρρεια».
Σημασία πάντως έχει ότι νικήσατε εσείς και εμείς υποχωρήσαμε πέρα και από τη Τζουμαγιά, έτοιμοι για τον «υπέρ πάντων αγώνα», στη γραμμή Κιουστεντήλ - Δούπνιτσας. Εκεί, υπήρχαν αλεπάλληλα οχυρωματικά έργα, από τον καιρό που ήταν εκεί τα σύνορα με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, και η τοποθεσία προσφερόταν για άμυνα. Ήταν άλλωστε και η τελευταία κατάλληλη για άμυνα τοποθεσία, πριν την πεδιάδα της Σόφιας. Εκεί, λογικά, θα σας σταματούσαμε.
Ντρέπομαι να πω ότι κάποιες μονάδες μας έκαναν σφαγές και λεηλασίες στα ελληνικά και τούρκικα σπίτια της Τζουμαγιάς. Θέλω πάντως να καταλάβετε ότι αυτά δεν τα κάνουν άντρες και στρατιώτες. Τα κάνουν αυτοί που συνήθως υποχωρούν και εξαφανίζονται πρώτοι.
Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Προσπαθώ να μην τα θυμούμαι. Τόσο αίμα. Τόσοι νέοι άνθρωποι, τόσοι άνδρες γεροί και ικανοί … Το αίμα γεννάει μίσος και το μίσος θέλει περισσότερο αίμα. Ευτυχώς που όλα αυτά τελείωσαν …

Σχόλια και Παραπομπές

[1] Rumen Tsonchev, Λοχαγός στο 1ο (Βασιλικό) Σύνταγμα Σόφιας, της 1ης Μεραρχίας Πεζικού Σόφιας του Βουλγαρικού Στρατού. Μυθιστορηματικό πρόσωπο.
[2] (με το παλαιό ημερολόγιο)
[3] Με τη συνθήκη αυτή ανατρεπόταν η συνθήκη των Παρισίων (1856), με στόχο την επίλυση του «Ανατολικού Ζητήματος» κατά τα ρωσικά συμφέροντα. Κερδισμένη ήταν η Βουλγαρία, που ανακηρύχθηκε σε «μεγάλη αυτόνομη Ηγεμονία» συνολικής έκτασης 163.000 τετρ. χλμ. περιλαμβάνοντας την περιοχή από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο, και από Μαύρη θάλασσα μέχρι τον Δρίνο ποταμό (δηλαδή, όπως φαίνεται και στον χάρτη παραπάνω, εκτός από τη σημερινή Βουλγαρία, περιείχε τμήμα της Ανατολικής Θράκης, την περιοχή της Ξάνθης, την μετέπειτα ελληνική Μακεδονία ως τον Αλιάκμονα, πλην Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής, τη σημερινή FYROM, τις λίμνες Πρέσπες και Αχρίδα, μέχρι και εδάφη της σημερινής Αλβανίας, όπως η Κορυτσά). Η συνθήκη αυτή, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ στην πράξη και ανατράπηκε μετά από λίγους μήνες στο «Συνέδριο του Βερολίνου», αποτέλεσε την βάση του Βουλγαρικού «μεγαλοϊδεατισμού».
[4] Οι Βούλγαροι ισχυρίζονται ότι το εικονιζόμενο στη φωτογραφία αεροπλάνο, τύπου Albatros F.II, εξετέλεσε την πρώτη στον κόσμο πολεμική αποστολή στις 16/10/1912, με πλήρωμα τον Υπγό Radul Milkov (πιλότο) και τον Ανθγό Prodan Tarakchiev (παρατηρητή), που έριξαν δύο χειροβομβίδες στον σιδηροδρομικό σταθμό της Αδριανούπολης, στη διάρκεια αναγνωριστικής πτήσης.
Βεβαίως, η αναγνωριστική πτήση του Καμπέρου στις 5/10/1912 και οι βομβαρδισμοί του κατά τις επόμενες ημέρες, προηγήθηκαν. Όσο για τους προανεφερθέντες, στο μόνο που προηγήθηκαν, ήταν στο πρώτο ατύχημα με στρατιωτικό αεροπλάνο στα Βαλκάνια, όταν στις 13/4/1912, κατέστρεψαν το αεροπλάνο τους τύπου Albatros F.II, μετά από αναγκαστική προσγείωση λόγω κακοκαιρίας.
[5] (Τα μάνλιχερ πυροβολούσαν στο βουνό … Γιούργια αδέρφια κομιτατζήδες, πάμε να ελευθερώσουμε τη μάνα Μακεδονία – παλιό κομιτατζίδικο τραγούδι)
[6] Η 1η Μεραρχία ανήκε στην 3η Στρατιά. Ήταν μία πανίσχυρη, καλά εκπαιδευμένη και εξοπλισμένη Μεραρχία, που στις παραμονές του 2ου Βαλκανικού Πολέμου διέθετε δύναμη 493 Αξιωματικών και 26.438 Οπλιτών, με 30 ταχυβόλα και 30 τοπομαχικά πυροβόλα, καθώς και 7.600 άλογα.
[7] Ήταν Υπουργός Στρατιωτικών και στην Κυβέρνηση του Stefan Stambolov, από το 1887 ως το 1894, οπότε και αποστρατεύθηκε. Επανήλθε στο στράτευμα το 1897 και ανέλαβε Διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Σόφιας ως το 1903 (προαχθείς το 1899 σε Συνταγματάρχη).
[8] Οι λόγοι υγείας ήταν προσχηματικοί, ο Fichev παραιτήθηκε επειδή διαφωνούσε με το να γίνει νέος πόλεμος.

11 July 2020

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (66)

Χάνοντας τον Θεό, Αναζητώντας την αλήθεια - Σκέψεις και σημειώσεις ενός πρώην πιστού 

του Γιάννη Ακριτίδη, 49 ετών, μεταφραστή
Παρασκευή, 10 Νοεμβρίου 2017

 Πώς ξεκίνησαν όλα.

Πριν από ενάμισι χρόνο στα 45 μου, φίλος που έγινε Χριστιανός στα 40 του, μου μιλούσε με θέρμη για τα υπέρ της Ορθοδοξίας. Εγώ ήμουν Χριστιανός μεν, αρκετά χλιαρός δε. Αφού πέρασα από τη φλογερή φάση των κατηχητικών και Χριστιανικών κατασκηνώσεων πριν και κατά την εφηβεία, συνέχισα τη ζωή μου όπως οι περισσότεροι Ορθόδοξοι της Ελλάδας. Πηγαίνοντας δηλαδή στην εκκλησία Χριστούγεννα και Πάσχα, ανάβοντας κεριά και κάνοντας σταυρούς. Είχα διαβάσει και για ανατολίτικες δοξασίες, Αιγύπτιους, Ινδούς, Κάρλος Καστανέντα, "βιοενεργειακά" πεδία.

Μου ήταν απόλυτα κατανοητό ότι ήμουν Χριστιανός επειδή γεννήθηκα στην Ελλάδα. Μερικά χιλιόμετρα ανατολικότερα και θα ήμουν Μουσουλμάνος. Λίγο πιο δυτικά, θα ήμουν Καθολικός. Μερικά χρόνια νωρίτερα και λίγο βορειότερα, θα έλπιζα στη Βαλχάλα.

Γενικά πίστευα στο μεταφυσικό, και τα τελευταία χρόνια θεωρούσα ότι όλοι πιστεύουμε στον ίδιο Θεό, την ίδια "δημιουργό δύναμη", απλώς λόγω διαφοράς στις κουλτούρες μας, έχουμε διαφορετική προσέγγιση. Θεωρούσα τον "Θεό" ως χρήσιμη ενέργεια και τον "Διάβολο" ως εντροπία, άχρηστη θερμική ενέργεια.

Επιστρέφω όμως στην ιστορία μου. Παρακινημένος από τη συζήτηση με τον φίλο, επέστρεψα σπίτι μου και βάλθηκα να βρω στοιχεία που να συνηγορούν με τα λεγόμενά του για την Ορθοδοξία. Ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα πληθώρα. Ξεκίνησα την αναζήτησή μου σε ιστότοπους Πατριαρχείων, Εκκλησιών, Μονών και επίσημων φορέων της Εκκλησίας. Η προσέγγιση μου ήταν όσο το δυνατόν πιο ουδέτερη. Ήθελα στοιχεία, όχι θεωρίες και φιλοσοφίες.

Αρχικά, έψαξα για επιβεβαιωμένα θαύματα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, όχι μόνο δεν βρήκα κανένα, αλλά και αυτά για τα οποία δίνονταν λεπτομέρειες με δυνατότητα επιβεβαίωσης, αποδεικνύονταν αναληθή.

Σε δυο περιπτώσεις για παράδειγμα, τα θαύματα αφορούσαν μια χρονιά με -16 βαθμούς σε περιοχή της Θεσσαλονίκης, και μια χρονιά με Καλοκαιρινή ξηρασία στη Θάσο. Τα αρχεία της Ε.Μ.Υ. όμως έδειχναν ότι στην πρώτη περίπτωση εκείνη τη χρονιά η χαμηλότερη καταγεγραμμένη θερμοκρασία ήταν στην Καστοριά (-12 βαθμοί) και ότι στην άλλη περίπτωση η βροχόπτωση στη Θάσο ήταν σε κανονικά επίπεδα όλο το χρόνο, με πλημμύρες τον Ιούνιο.

Διάβασα επίσης ότι κάθε χρόνο των Φώτων, ο Ιορδάνης αντιστρέφει τα νερά του. Βρήκα δυο θολά βίντεο, στα οποία δεν φαίνεται καμία αντιστροφή των υδάτων, αντιθέτως. Το ίδιο συμβαίνει και με το θαύμα του Φωτός του Πάσχα στα Ιεροσόλυμα που δεν καίει. Κουνημένα βίντεο δείχνουν λαοθάλασσα με λαμπάδες. Κανένα χέρι πάνω από φλόγα "για αρκετά λεπτά" κλπ. όπως λένε οι ισχυρισμοί.

Έκπληκτος, αναζήτησα τις εξηγήσεις ανθρώπων της εκκλησίας. Όσο περισσότερο διάβαζα όμως, τόσο περισσότερο παραξενευόμουν. Κατ' αρχήν, η επίσημη εκκλησία όπως την είχα ζήσει πριν από 25-30 χρόνια, είχε αλλάξει στάση απέναντι σε κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, η Ορθοδοξία δέχεται πλέον την Εξέλιξη των Ειδών.

Αυτό μου πήρε λίγο χρόνο να το χωνέψω, γιατί οποιοσδήποτε Ορθόδοξος ιεροκήρυκας ή ιερέας της εφηβικής μου ηλικίας, θα χλεύαζε την ιδέα ότι "καταγόμαστε από τον πίθηκο", και όποιος έλεγε κάτι τέτοιο θα χαρακτηριζόταν αυτομάτως άθεος, κομουνιστής και σατανιστής. Χρειάστηκα χρόνο για να καταλάβω ότι  οι ανακαλύψεις της επιστήμης σχετικά με το DNA παρείχαν πλέον αποδείξεις για την σχέση των ειδών και την Εξέλιξη, οπότε καμία εκκλησία του σύγχρονου κόσμου δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σε τέτοια χειροπιαστά στοιχεία. Οι απόψεις έχουν εκσυγχρονιστεί αναγκαστικά.

Είδα όμως με νέα μου έκπληξη το εξής.  Πολλές θεολογικές προσεγγίσεις ακολουθούσαν τη λογική και την επιστήμη, μέχρι τη στιγμή που έπρεπε να έρθουν σε αντίθεση με κάποιο χωρίο της Αγίας Γραφής. Εκεί ξαφνικά οι έννοιες γίνονταν αλληγορικές, και μια μακροσκελής εξήγηση προσπαθούσε να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Να συνδέσει την πραγματικότητα, με τα γραφόμενα της Γραφής. Δύσκολο, γιατί για παράδειγμα, η Εξέλιξη δεν συνάδει με την ιστορία του Αδάμ και της Εύας.

Και ο Ήλιος δεν "σταματάει στον ουρανό" για κανέναν, πολύ περισσότερο για να έχει φως ο Ιησούς του Ναυή να κερδίσει έναν πόλεμο.

Αποφάσισα να δω διεξοδικότερα τι έλεγε η Αγία Γραφή. Η Γένεση σε καμία περίπτωση δεν συμφωνούσε με τον τρόπο που ξέρουμε ότι δημιουργήθηκε το σύμπαν, με τον τρόπο που φτιάχτηκε το Ηλιακό μας σύστημα, με τη σειρά που εμφανίστηκε  η ζωή στη Γη. Οι ιστορίες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ενός οργισμένου, ζηλιάρη και εγωκεντρικού Θεού. Στην Καινή, ο Θεός ονομάζεται καλός και φιλέσπλαχνος, αλλά οι γυναίκες παραμένουν υποβιβασμένες και οι σκλάβοι "αντικείμενα".

Επίσης, ο ρόλος του Χριστού είναι ακατανόητος. Από τη μια μιλάει για αγάπη, από την άλλη "ουκ ήλθον βαλείν ειρήνη αλλά μάχαιραν". Ζητάει να εγκαταλείψουμε συγγενείς για να τον ακολουθήσουμε. Να  σφαγεί μπροστά του όποιος δεν πιστεύει σ' αυτόν.

Υπάρχει όμως ένα μεγαλύτερο πρόβλημα:

Αν η ιστορία του Αδάμ και της Εύας είναι αλληγορική, για ποιο προπατορικό αμάρτημα είχε έρθει ο Χριστός; Για ποιες αμαρτίες μας που ακόμη δεν είχαμε γεννηθεί για να τις διαπράξουμε; Και πώς μας έσωσε από αυτές, αφού δεν σταματήσαμε να αμαρτάνουμε ποτέ; Τι φταίμε εμείς που είμαστε ατελή  μοντέλα ως άνθρωποι, όταν έτσι μας έχει φτιάξει ο Θεός; Και τέλος, ποιος από όλους τους Θεούς; Γιατί να μην έχουν δίκιο οι Μωαμεθανοί για τον Αλλάχ, ή οι Ινδουιστές για τους Θεούς τους; Τι έγινε με τις ψυχές των ανθρώπων που έζησαν προ Γραφών; Πού δεν έμαθαν ποτέ για τον Σωστό Θεό, ούτε θα μάθουν ποτέ γιατί ζουν στα βάθη της Κίνας;

Όσο περισσότερο διάβαζα, αναρωτιόμουν και έψαχνα, τόσο περισσότερο καταλάβαινα κάτι που δεν τολμούσα να πιστέψω:

Δεν υπάρχει τίποτε μεταφυσικό. Δεν υπήρξε ποτέ κανένα επιβεβαιωμένο περιστατικό μεταφυσικού γεγονότος, θεραπείας, μαντείας. Οι θρησκείες προκύπτουν από ανθρώπινες ανάγκες και αδυναμίες, από τη στιγμή που ο άνθρωπος απέκτησε επίγνωση του θνητού του εαυτού. Με την υπόσχεση και την απειλή, κατεύθυναν κατά περίπτωση τον "απλό λαό" που αγωνιά για τη σωτηρία της ψυχής του, και είναι έτοιμος να κάνει θυσίες γι' αυτήν.

Όπως ήταν φυσικό, μετά από 45 χρόνια Ορθόδοξου περιβάλλοντος, αρχικά θεώρησα τις σκέψεις μου αιρετικές. Φοβήθηκα ότι "μπήκε ο Διάβολος μέσα μου". Η πραγματικότητα όμως, δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας. Διάβασα πολλή κοσμογονία και εξελικτική βιολογία. Δεν έγινα ξαφνικά ειδικός ή επιστήμονας. Δεν χρειάζεται όμως να φτάσει κανείς πολύ μακριά για να καταλάβει τα στοιχειώδη και να συμπληρώσει αυτά που ξέρει ήδη. Μου συνέβαινε ένα ακόμη ενδιαφέρον "παράδοξο":

Οι νόμοι της φύσης, η Εξέλιξη, η δημιουργία του σύμπαντος, τα φαινόμενα γύρω μας, έβγαζαν πλήρες νόημα χωρίς την παρουσία ή την ανάμιξη του μεταφυσικού. Δεν χρειαζόταν πλέον να κάνω νοητικές ακροβασίες για να χωρέσω τον Θεό στην απτή πραγματικότητα. Δεν χρειαζόταν Θεός ούτε για το Big Bang ούτε για τη συνέχεια, δεν φαινόταν πουθενά στην Εξέλιξη, δεν παρενέβαινε στη φύση.

Δεν υπήρχε διάβολος, φαντάσματα, κατάρες, θετικές και αρνητικές ενέργειες και φυλακτά. Ο φυσικός κόσμος επηρεάζεται μόνο από τον φυσικό κόσμο. Οι δυνάμεις στο σύμπαν είναι τέσσερις. Βαρυτική, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής και ισχυρή πυρηνική. Ό,τι δεν εμπίπτει σε αυτές, απλώς δεν υπάρχει ως δύναμη.

Αφού έφτασα στα συμπεράσματά μου, στράφηκα να δω για πρώτη φορά και την "επίσημη άθεη άποψη". Ντόκινς, Χίτσενς, Τάισον, Χάρις. Με μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα ότι τα συμπεράσματά μου δεν διέφεραν από τα δικά τους. Η τεράστιά μας διαφορά ήταν ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν σπουδάσει στον τομέα τους, ασχολούνταν με το αντικείμενο χρόνια και η τεκμηρίωσή τους ήταν πολύ καλύτερη από τη δική μου.

Μου πήρε καιρό, αλλά κατάλαβα ότι επί 45 χρόνια, είχα κάνει λάθος. Είχα "εξαπατηθεί" να πιστεύω ότι μεγαλύτερες δυνάμεις όριζαν τη μοίρα μου ανεξάρτητα από τις πράξεις μου. Ότι δεν έφταιγα εγώ για τις κακίες μου αλλά "τα δαιμόνια", ότι υπήρχε κάποιο αόρατο πλάσμα που με αγαπούσε και έπρεπε να ζητάω τη βοήθειά του για να κάνει κάτι για μένα. Ότι ένας αόρατος δημιουργός ήταν εκεί να με στηρίζει, κι όταν πεθάνω να με δεχτεί στην αγκαλιά του, μαζί με τους υπόλοιπους αγαπημένους μου, εφ' όσον όσο ζούσα είχα επιλέξει γεννηθεί στη σωστή πίστη και ακολουθούσα τους σωστούς κανόνες.

Η έρευνά μου συνεχίζεται, αλλά τα συμπεράσματα δεν αλλάζουν, όσο κι αν θα "με βόλευε".

Δεν είναι ευχάριστο να διαπιστώνεις ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει ζωή μετά θάνατον.

Ότι κανένας επουράνιος πατέρας δεν σου κρατάει το χέρι. Ότι δεν υπάρχει απώτερο Θεϊκό σχέδιο. Ότι το σύμπαν δεν συνωμοτεί υπέρ ή εναντίον σου, αλλά αδιαφορεί πλήρως για σένα.

Τόσα χρόνια πίστευα σε ένα ευχάριστο ψέμα.

Η αλήθεια μπορεί να είναι δυσάρεστη, δεν παύει όμως να είναι η αλήθεια.