Δις άθεη με κενά μνήμης
Κάτια Σ. , 34 ετών προγραμματίστρια εκ Ρωσίας ορμώμενη. Ήρθα στην Ελλάδα το 1991, έγινα άθεη δύο φορές και παραμένω φανατικά αντίθρησκη έως σήμερα.
Μέχρι πρότινος ήξερα ότι έγινα άθεη στα 3 μου. Τελευταία, διάφορα ερείσματα μου αναδύουν μνήμες τις οποίες, φαίνεται, είχα απωθήσει, που δείχνουν ότι πέρασα στον αθεϊσμό πολύ αργότερα. Αλλά ας το πάρουμε από την αρχή...
Για εβδομάδες, αφού τη διάβασα, είχα τρομοκρατηθεί. Δεν μπορούσα να φάω, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Γιατί η Αποκάλυψη δε λέει "όλα αυτά θα γίνουν αν δεν είσαι καλό παιδί". Λέει "θα γίνουν και τέρμα". Είχα φοβηθεί πάρα πολύ. Το τέλος του κόσμου, το τέρας με τις ουρές και τα κέρατα, φωτιές παντού, πόνος, θάνατος.. Με επηρέασαν απίστευτα.
Ένα βράδυ όπως δεν μπορούσα να κοιμηθώ, έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει. Και με έσωσε. Σκέφτηκα... έστω υπάρχει θεός. Και αφήνει όλα αυτά τα πράγματα να γίνουν και να υποφέρουμε τόσο. Τί θεός είναι; Από την άλλη, αν προσπάθησε να τα καταπολεμήσει και δεν κατάφερε, πώς είναι "θεός"; Θα γίνουν, δεν υπάρχει εναλλακτική. Άρα, είτε ο θεός τα θέλει και χαίρεται είτε θα τα πολεμήσει και θα χάσει. Και οι δύο εναλλακτικές δε συνάδουν με το "θεό" όπως τον ξέρουμε. Άρα; Δεν υπάρχει θεός. Είναι σαν την Κοκκινοσκουφίτσα. Ένα παραμύθι. Έφτασα στο συμπέρασμα αυτό και ηρέμησα. Ο θεός είναι ένα παραμύθι.
Μέχρι πρότινος, και εγώ, αυτή την ιστορία ήξερα. Ότι στα 3 μου, διάβασα την Αποκάλυψη, έγινα άθεη. Ανέκαθεν ήμουν περήφανη για την ιστορία μου. Αμ δε...
Με αφορμή ιστορίες άλλων, τελευταία αναδύθηκαν μνήμες δικές μου, τις οποίες είχα απωθήσει. Δεν ήξερα καν ότι υπήρχαν, για 30 χρόνια. Και μου βγαίνουν σιγά σιγά τώρα. Φαίνεται κάπου, κάποιος, κάποτε μου ξαναέκανε πλύση εγκεφάλου.
Θυμάμαι, μου είχαν πει ότι ο Χριστός με βλέπει ό,τι κι αν κάνω. Όπου και να είμαι. Οπότε, ολομόναχη σε ένα δωμάτιο, πρόσεχα συνέχεια πώς θα κάτσω, πώς θα φερθώ, πώς θα φάω. Γιατί ο Χριστός βλέπει. Ήθελα αρκετές φορές, για πλάκα, να φάω με τα χέρια. Να δω πώς είναι, πώς το έκαναν οι πρωτόγονοι; Αλλά δεν το έκανα. Με βλέπει ο Χριστός.
Μεγίστη αμαρτία το ψέμα! Σταμάτησα να λέω ψέματα από μικρό παιδί. Έως σήμερα δεν μπορώ να πω ψέματα. Δεν το 'χω. Ακόμα και αν είναι "λευκό ψέμα", για το καλό κάποιου, ακόμα κι αν η ζωή μου εξαρτάται από αυτό, δεν μπορώ να πω ψέμα. Γιατί έτσι έμαθα
Όταν στην πρώτη Δημοτικού ασέλγησαν πάνω μου, και όχι μία φορά, έκλαιγα. Όχι γιατί κάποιος με πείραξε. Αλλά γιατί θα καώ στην κόλαση για αυτό που μου συνέβη. Εγώ αμάρτησα, όχι οι άλλοι. Εγώ θα καώ για πάντα. ΠΑΝΤΑ.
Όταν ανακάλυψα ότι οι γονείς μου κάνουν σεξ, έκλαιγα. Είναι δυνατόν να αμαρτάνουν έτσι; Έκλαιγα κάθε βράδυ και προσευχόμουν να σταματήσουν. Δεν είναι σωστό. Προσευχόμουν στο θεό να τους συγχωρέσει, δεν ξέρουν τί κάνουν, άνθρωποι είναι. Και έκλαιγα... Τον παρακαλούσα, αν θέλει ας τιμωρήσει εμένα. Αλλά όχι τη μαμά και το μπαμπά. Ας μου κάνει ό,τι θέλει.
Πολλά πέρασαν. Πολύ κλάμα. Πολύς πόνος και τρόμος.
Αργότερα άρχισαν οι γονείς μου να μαλώνουν. Πολύ. Πιάτα έσπαγαν. Πόρτες κοπανούσαν. Εγώ ήξερα το "τίμα τον άντρα σου" και "τίμα τη γυναίκα σου". Δεν τιμούσε ο ένας τον άλλον... Νόμιζαν ότι κοιμόμουν όταν μάλωναν, αλλά ήμουν ξύπνια, με το αυτί στην πόρτα. Και προσευχόμουν να σταματήσουν. Δε σταμάτησαν.
Έτυχε τότε να πάω στην Τήνο. Και να επισκεφτώ και την εκκλησία, την "Παναγιά της Τήνου". Έσκυψα μπροστά από την Παναγιά, προσευχήθηκα να βοηθήσει τους γονείς μου, να μην τους κάψει στην κόλαση, να τους σμίξει. Έταξα δύο χρυσά δαχτυλίδια, ένα για τον κάθε ένα. Αν η Παναγιά κάνει κάτι και οι γονείς μου σταματήσουν να αμαρτάνουν έτσι, θα της πάω δύο χρυσά δαχτυλίδια. Φτάνει να μη φωνάζουν. Φτάνει να μην καούν για πάντα.
Μία βδομάδα μετά, η μαμά μου κατέληξε στο νοσοκομείο με απόπειρα αυτοκτονίας. Δύο βδομάδες μετά χωρίσανε. Ακόμα και τότε, ένιωθα ότι εγώ φταίω. Κάτι έκανα λάθος και με τιμωρεί ο θεός. Δεν ξέρω τί, όλα σωστά τα έκανα. Αλλά κάτι θα μου διέφυγε και με τιμωρεί ο θεός. Επειδή δεν πήγα τα δαχτυλίδια; Επειδή μου έκαναν αηδίες στην πρώτη δημοτικού; Επειδή μου κάναν αντίστοιχες αηδίες στα επόμενα χρόνια; Κάτι θα έκανα και τιμωρούμαι.
Σκέφτηκα ότι "ε όχι ρε φίλε δεν αξίζεις τα χρυσά δαχτυλίδια που σου έταξα, τίποτα δεν έκανες". Και με τη σκέψη αυτή έβαλα τα κλάματα γιατί πάλι αμάρτησα. Αντιτάθηκα στο Θεό, στην Παναγία... Έσπασα και τη συμφωνία μας. Θα καώ και εγώ και οι γονείς μου. Για πάντα. Στην κόλαση.
Μη με παρεξηγήσετε, ήμουν τρισευτυχισμένη που χώρισαν οι γονείς μου. Το μόνο που ήθελα είναι να φύγει επιτέλους ο μπαμπάς από το σπίτι. Μου φερόταν χάλια. Μιλάμε για φαινομενικά κακό πατέρα. Αλλά και μόνο αυτή η χαρά που είχα, με τρόμαζε. Γιατί θα καώ στην κόλαση. Δεν τιμάω τον πατέρα μου. Αλλά ποιον πατέρα να τιμήσω; Που μου φώναζε; Με έδερνε; Με μείωνε; Γελούσε μαζί μου; Με παράτησε από τα 4 και μετά γιατί με σιχάθηκε; Χαιρόμουν. Χαιρόμουν πάρα πολύ που έφυγε επιτέλους το κτήνος. Παράλληλα, φοβόμουν ότι θα με τιμωρήσει ο θεός για τη χαρά μου. Και έκλαιγα..
Μια μέρα, μετά από όλα αυτά, μπήκε ληστής σπίτι μας και μας έκλεψε. Με τα πάντα, μας έκλεψε και όλα τα χρυσά δαχτυλίδια που είχαμε. Ένιωσα ενοχή. Τί θα δώσω τώρα στην Παναγιά της Τήνου; Πού θα βρω χρυσό δαχτυλίδι; Και μάλιστα δύο;;; Φτωχή είμαι, η μαμά κάνει 3 δουλειές για να τα βγάλουμε πέρα. Εκεί με χτύπησε.
Η ζωή είναι ανελέητη. Άδικη. Και τυχαία. Τότε το κατάλαβα. Σκέφτηκα ότι ... τόσο σωστά και όμορφα που ζω, δε μου αξίζουν όλα αυτά (και δε σας είπα καν τα μισά). Όσο σωστή και καλή κι αν είμαι, η ζωή με γαμάει. Τίποτα δεν πάει καλά. Μήπως όλα είναι τυχαία; Μήπως δεν υπάρχει τίποτα εκεί πάνω, γιατί αν υπήρχε, πραγματικά κάτι θα κανε, τόσο προσπάθησα!!! Όχι, δεν υπάρχει τίποτα και κανείς. Άδικος ο φόβος, άδικος ο τρόμος, άδικες οι προσευχές, στο κενό όλα. Όλα ΣΚΑΤΑ παντού, τριγύρω, πάνω και κάτω και χωρίς αιτία. Γιατί αν υπήρχε θεός, ε κάπου θα μου έδινε μια χαρά, κάτι. Κάτι να πάει καλά. Όχι. Τίποτα. Ποτέ και για κανένα λόγο. Είτε υπάρχει θεός και είναι ο χειρότερος σαδιστής εκεί έξω (ποια η διαφορά από το Σατανά;;;;) είτε απλά δεν υπάρχει και η ζωή γαμιέται, γιατί γαμιέται. Τέλος.
Κράτησα το δεύτερο. Και ξαναέγινα άθεη. Στα 14, εν τέλει.