που η Guardian θεωρεί πως έγραψε ένα από τα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας
του Βασίλη Καψάσκη, Lifo, 7/4/2015
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, «Η Κοιλάδα της Λάσπης», η συγγραφέας Ιωάννα Μπουραζοπούλου καταφεύγει ξανά στη μυθοπλασία προκειμένου να θέσει τους δικούς της πολιτικούς προβληματισμούς, να μιλήσει για τους ενδόμυχους και συλλογικούς φόβους, τα σύνορα που μας προστατεύουν, αλλά ταυτόχρονα μας περιορίζουν, και τη γοητεία της φρίκης.
Η ροπή της συγγραφέως Ιωάννας Μπουραζοπούλου προς τη φανταστική λογοτεχνία και η διάθεσή της να μιλήσει για τους φόβους και την παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας είναι γνώριμη στο αναγνωστικό κοινό από προηγούμενα μυθιστορήματά της, όπως το «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» (σ.σ. ο «Guardian» το συμπεριέλαβε στη λίστα με τα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας του 2013) και η «Ενοχή της Αθωότητας».
Στο τελευταίο της βιβλίο, που είναι και το πρώτο μέρος μιας μυθιστορηματικής τριλογίας με τίτλο «Ο δράκος της Πρέσπας», η συγγραφέας επιστρατεύει ξανά την ανεξάντλητη φαντασία της για να στήσει μια ιστορία με φόντο την Πρέσπα και τις όχθες της, που, ως γνωστόν, βρίσκονται μεταξύ των συνόρων τριών χωρών: της Ελλάδας, των Σκοπίων και της Αλβανίας. Η λίμνη θα βρεθεί στο επίκεντρο της δημοσιότητας και των οικονομικών συμφερόντων όταν αποκαλυφθεί ότι κατοικείται από έναν φοβερό δράκο που είναι η αιτία για την εμφάνιση ανεξήγητων καιρικών φαινομένων (μια 20ετής αδιάκοπη βροχόπτωση έχει μετατρέψει το έδαφος σε βούρκο λάσπης) και βίαιων εγκλημάτων.
Ο φόβος που προκαλεί ο δράκος είναι σχεδόν ίδιος με τη γοητεία που ασκεί η ελπίδα που κρύβει κι έτσι οι όχθες της λίμνης προσελκύουν μια σειρά ερευνητών, καιροσκόπων και οραματιστών που προσπαθούν να δώσουν ερμηνεία στο μυστήριο της εμφάνισής του ή να την εκμεταλλευτούν με όποιον τρόπο μπορούν. Έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, με βάση ένα σχεδόν μυθικό πλάσμα που δεν έχει δει ποτέ κανείς με τα μάτια του, στήνεται στην περιοχή μια τεράστια μηχανή κέρδους που λειτουργεί υπό την εποπτεία της Παγκόσμιας Τράπεζας Ανάπτυξης.
Αν πας μια βόλτα με βάρκα στη λίμνη, βλέπεις κάποια στιγμή τον βαρκάρη να σταματάει. Ξέρει ότι σ' εκείνο το σημείο πρέπει να σταματήσει. Το νοητό σύνορο βρίσκεται μέσα του. Έτσι συμβαίνει και με όλους μας. Τα σύνορα είναι μέσα μας
—Τι είναι, όμως, αυτός ο περιβόητος δράκος;
«Ο δράκος είναι ένα στοιχείο του συλλογικού φαντασιακού –ας το πούμε έτσι–, το οποίο ενσαρκώνει, σαν κέλυφος κάθε φορά, είτε έναν ενδόμυχο είτε έναν συλλογικό και πολύ ορατό φόβο, που όμως δεν μπορούμε να ορίσουμε με λέξεις και τον αποκαλούμε "δράκο". Σ' αυτό το βιβλίο –γιατί σε κάθε βιβλίο παίρνει διαφορετική μορφή– είναι ένας πολύ ισχυρός συλλογικός φόβος, ο οποίος έχει γεννηθεί από το αίσθημα του μετέωρου, της υποχώρησης του εδάφους που δημιούργησε η συνεχής βροχόπτωση. Η υποχώρηση αυτή δεν ήρθε μόνη της. Ήρθε με ένα αίσθημα οικονομικής υποτέλειας, κατάρρευσης θεσμών και αδυναμίας γενικότερης» λέει η κ. Μπουραζοπούλου και πίνει μια γουλιά από το πράσινο τσάι της.
—Σκηνικό του βιβλίου είναι οι όχθες της Πρέσπας, που στην πραγματικότητα δεν είναι μια κοιλάδα βουτηγμένη στη λάσπη αλλά ένας πανέμορφος, καταπράσινος βιότοπος. Διαθέτει, όμως, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Είναι χωρισμένος στα τρία και αυτή η γεωγραφική συνθήκη ήταν που έκανε τη συγγραφέα να επιλέξει την Πρέσπα για να μιλήσει αλληγορικά για το θέμα των συνόρων και των ορίων που υπάρχουν μέσα μας και ενώ μοιάζουν να αποτελούν το ασφαλέστερο καταφύγιο που έχουμε, ταυτόχρονα τείνουν να μας περιορίζουν:
«Η Πρέσπα έχει μια βαριά και τραγική ιστορία. Υπάρχει αυτός ο πόνος, αυτό το αίσθημα παράλογου χωρισμού. Εκεί έχουν χωριστεί οικογένειες. Είναι μια λίμνη που ενώνει, χωρίζοντας, ή χωρίζει, ενώνοντας, τρεις χώρες. Και είναι ένα σύνολο ρευστό, γιατί είναι ένα σύνολο του νερού. Δεν υπάρχει τοίχος, δεν υπάρχει συρματόπλεγμα, δεν υπάρχουν διόδια, υπάρχει νερό που στην επιφάνειά του μοιάζει ομοιόμορφο, από ένα σημείο και μετά όμως ανήκει σε άλλον. Αν πας μια βόλτα με βάρκα στη λίμνη, βλέπεις κάποια στιγμή τον βαρκάρη να σταματάει. Ξέρει ότι σ' εκείνο το σημείο πρέπει να σταματήσει. Το νοητό σύνορο βρίσκεται μέσα του. Έτσι συμβαίνει και με όλους μας. Τα σύνορα είναι μέσα μας».
—Στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο σας, στην "Ενοχή της Αθωότητας", περιγράφετε μια κοινωνία έτοιμη να σκοτώσει αυτό που ήταν αναπόφευκτο να κατασκευαστεί για να την καταστρέψει. Μήπως στην "Κοιλάδα της Λάσπης" γίνεται το ανάποδο; Μήπως η κοινωνία προσπαθεί να προστατεύσει αυτό που την καταστρέφει;» ρωτάω την κ. Μπουραζοπούλου.
«Με έναν άλλο τρόπο, εδώ έχουμε να κάνουμε με τη γοητεία της φρίκης» μου απαντάει σχεδόν αμέσως και συνεχίζει:
«Η κοινωνία θρέφεται από τη φρίκη και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που είδαμε να παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια. Η φρίκη, η βία, ο ρατσισμός, τράβηξαν το ενδιαφέρον. Όσο μεγαλύτερα ήταν αυτά τα στοιχεία, τόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον προσέλκυαν. Νομίζω ότι μας κατέπληξε αυτό που δεν περιμέναμε ότι ήμασταν.
Η ταχύτητα με την οποία καταλύθηκαν μέσα μας όλα όσα πιστεύαμε. Είδαμε να βγαίνει ο δράκος μέσα από έναν λαό –εδώ, πια, με την έννοια του τέρατος– που θεωρούσε ότι έχει τελειώσει με αυτά. Που θεωρούσε ότι ήταν ανθρωπιστής. Που θεωρούσε ότι η χώρα του είναι η κοιτίδα της δημοκρατίας. Υποχώρησε όλη αυτή η σκευή, η καλλιέργειά μας. Υποχώρησε όπως ακριβώς τα σύνορα μέσα μας, κατέρρευσε και είδαμε ότι είμαστε έτοιμοι να δαγκώσουμε και να επιτεθούμε, εάν αισθανθούμε απειλή. Να βγούμε, να δείρουμε, να μιλήσουμε με τον πιο σκληρό τρόπο. Να χωρίσουμε ανθρώπους σε κατηγορίες. Να υποτιμήσουμε. Γενικά, να συμπεριφερθούμε σαν τέρατα, ενώ ήμασταν σίγουροι ότι δεν είμαστε.
Βέβαια, όλο αυτό δείχνει και την ανικανότητά μας να διαχειριστούμε μια τέτοια κατάσταση. Φαινόμενα όπως η έκρηξη της βίας, τα ρατσιστικά φαινόμενα, η άνοδος της Χρυσής Αυγής και, στον αντίποδα, η παθητικότητα έδειξαν την ανικανότητά μας να αντιδράσουμε, να αφομοιώσουμε μια τόσο βίαιη μεταβολή. Αυτό ακριβώς ζουν και οι άνθρωποι του βιβλίου. Οι βεβαιότητές τους καταλύθηκαν πολύ γρήγορα, υποχώρησε το έδαφος κάτω από τα πόδια τους κι έτσι τους ήταν πάρα πολύ εύκολο να πιστέψουν σε αυτόν το δράκο. Να αγκιστρωθούν είτε στον φόβο του –γιατί και ο φόβος σε θρέφει, σε στηρίζει όταν είσαι κενός απ' όλα τα άλλα– είτε στην ελπίδα που μπορεί να κρύβει».
«H λογοτεχνία που γράφω είναι η λογοτεχνία που βοηθάει τον αναγνώστη να βρει μόνος του τις απαντήσεις. Δεν είναι του τύπου "Θες να μάθεις ποιος φταίει για την οικονομική καταστροφή της χώρας; Πήγαινε στη σελίδα 344". Σίγουρα δεν υπάρχει εκεί...»
—Οι χαρακτήρες που έρχονται σε σύγκρουση, ο αμφιλεγόμενος και κάπως αυταρχικός ρόλος των εκπροσώπων ενός παγκόσμιου οργανισμού που λειτουργούν ως τοποτηρητές της εύρυθμης λειτουργίας και των κανονισμών που έχουν επιβληθεί, οι οικονομίες που καταρρέουν, οι τοπικές κοινωνίες που ερημώνουν. Η «Κοιλάδα της Λάσπης» μοιάζει φορτωμένη με ένα σωρό αναγωγές και ομοιότητες με την πολιτική και κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα. Άραγε, μπορεί η λογοτεχνία, και δη η φανταστική, να δώσει απαντήσεις σε υπαρξιακά και κοινωνικά ζητήματα;
«Η λογοτεχνία που γράφω εγώ δεν είναι το λυσάρι που αναζητούμε. Γιατί αυτά τα χρόνια είναι πολύ ισχυρό το αίτημα για λυσάρι. "Πες μου ποιος φταίει, πες το μου τώρα, γιατί δεν έχω και πολύ χρόνο". Πρέπει να αναδιατυπώσουμε αυτή την ερώτηση. "Για ποιο απ' όλα; Και όταν λες "φταίει", τι εννοείς; Για το πώς γεννήθηκε, για το πώς εξελίχθηκε, το πώς εμφανίζεται, πώς θα εμφανίζεται πάντα;" H λογοτεχνία που γράφω είναι η λογοτεχνία που βοηθάει τον αναγνώστη να βρει μόνος του τις απαντήσεις. Δεν είναι του τύπου "Θες να μάθεις ποιος φταίει για την οικονομική καταστροφή της χώρας; Πήγαινε στη σελίδα 344". Σίγουρα δεν υπάρχει εκεί.
Το μόνο που μπορεί να κάνει αυτού του είδους η λογοτεχνία είναι να προσπαθήσει να δει από μια άλλη οπτική ένα υπαρξιακό και κοινωνικό φαινόμενο. Καμιά απάντηση δεν μπορώ να δώσω. Η πολιτική δίνει απαντήσεις. Η λογοτεχνία είναι η διαδικασία ανεύρεσης της αλήθειας. Η δικιά μου. Υπάρχουν και πιο καθοδηγητικές λογοτεχνίες. Υπάρχουν και συγγραφείς με πιο ξεκάθαρο πολιτικό λόγο, που το βιβλίο τους θέλει να μεταδώσει κάτι που οι ίδιοι πιστεύουν ακράδαντα. Αλλιώς, αυτό το κάνει κατά κόρον η πολιτική. Και δεν φαίνεται να βοηθάει και πολύ. Παρακολουθήστε μια συζήτηση στην τηλεόραση. Λέει ο ένας "να ξεκαθαρίσουμε κάτι: το πρόβλημα είναι αυτό κι εκείνο και η λύση είναι εκείνη". Σε ένα δευτερόλεπτο ο αντίλογος έχει καταρρίψει τα πάντα. Το πρόβλημα, την έκτασή του, τη λύση. Στο τέλος, ο τηλεθεατής έχει μείνει με μια απέραντη σύγχυση και έναν φόβο ακόμα μεγαλύτερο από πριν. Και όμως, αυτή ήταν μια συζήτηση με απαντήσεις. Γιατί ο φόβος είναι μεγαλύτερος; O μόνος τρόπος να ξεπεράσεις τον φόβο σου είναι να πιστέψεις στην απάντηση, άμα τη βρεις μόνος σου».
Ταξιδεύω γράφοντας. Αυτό είναι η λογοτεχνία για μένα. Έχω συνδέσει τη συγγραφή με το ταξίδι. Συνήθως φεύγω από την Αθήνα για να γράψω. Έχω ανάγκη να ξεκολλάω από τη δική μου πραγματικότητα.
—Σκεπτόμενος αυτήν τη ροπή της προς τη φανταστική λογοτεχνία, ζητάω από την κ. Μπουραζοπούλου να μου εξηγήσει αν αισθάνεται καλύτερα πιο άνετα όταν χρησιμοποιεί τη μυθοπλασία αντί για τον ρεαλισμό:
«Δεν έχω γράψει ποτέ μια τέτοια ιστορία. Δεν με ενδιέφερε ποτέ. Το να αναπαράγω αυτό που με τρώει, που με βασανίζει όλη μέρα στη δουλειά μου, στην καθημερινότητά μου, να το δω για μια ακόμη φορά με τον ίδιο τρόπο, είναι για μένα σπατάλη χρόνου. Μόνο αν μπορέσω να το παρουσιάσω κάπως λοξά, θα καταφέρω να το δω λίγο πιο καθαρά».
—Η επαγγελματική ιδιότητα της κ. Μπουραζοπούλου συνδέεται με τον τομέα της Δημόσιας Υγείας. Μια ιδιότητα που έρχεται, όπως ομολογεί, σε ξεκάθαρη αντίθεση με αυτήν του συγγραφέα:
«Δεν συνδέονται καθόλου. Είναι δύο εντελώς διαφορετικές δραστηριότητες της ζωής μου και καλύπτουν δύο τελείως διαφορετικές ανάγκες, που δεν είναι πάντα συμβατές. Χωρίς την πρώτη, δεν θα υπήρχε η δεύτερη. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν να γράφω μόνο. Νομίζω ότι χρειάζομαι και αυτό το πεδίο της ζωής μου για να με αγκιστρώνει. Πρέπει το ένα πόδι μου να πατάει στον ρεαλισμό. Αλλιώς, είναι τόσο γοητευτική η μυθοπλασία, που θα με καταβρόχθιζε ολόκληρη».
—Τα βιβλία της περιγράφουν περιοχές μακριά από τη βάση της στην Αθήνα. Τη ρωτάω αν η ίδια ταξιδεύει, αν αντλεί έμπνευση από τα ταξίδια της:
«Ταξιδεύω γράφοντας. Αυτό είναι η λογοτεχνία για μένα. Έχω συνδέσει τη συγγραφή με το ταξίδι. Συνήθως φεύγω από την Αθήνα για να γράψω. Έχω ανάγκη να ξεκολλάω από τη δική μου πραγματικότητα. Στην αρχή έπρεπε να φεύγω, και μάλιστα με μηχανή. Να οδηγώ 5-6 ώρες. Να με "δείρουν" η βροχή και το χιόνι. Να αισθανθώ ότι ξεπλύθηκε από πάνω μου η πόλη. Κάθε κομμάτι που έχω γράψει συνδέεται με μια αποχώρηση. Γιατί, τι είμαι; Ένας δραπέτης».