στο διαγωνισμό PISA
του Απάστολου Λακασά, Καθημερινή, 4/3/2012
Όταν ζητήσεις από έναν Ελληνα μαθητή να εξεταστεί στη θεωρία ενός μαθήματος έχει μεγάλες πιθανότητες να αριστεύσει. Εάν του ζητήσεις να εφαρμόσει την ίδια θεωρία στην πράξη, στην καθημερινή ζωή, έχει μεγάλες πιθανότητες να αποτύχει! Αυτό αποδεικνύεται από τις... περιπέτειες των Ελλήνων μαθητών στον διαγωνισμό PISA του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), όπου η χώρα μας σταθερά βρίσκεται μεταξύ των τελευταίων θέσεων. Σε λίγες ημέρες, από τις 7 Μαρτίου έως τις 6 Απριλίου, περίπου 5.500 15χρονοι Ελληνες μαθητές από 217 δημόσια και ιδιωτικά γυμνάσια, γενικά λύκεια και επαγγελματικά λύκεια θα συμμετάσχουν στις εξετάσεις του διαγωνισμού, με την ελπίδα η Ελλάδα να ανέβει μερικές θέσεις.
Ο διαγωνισμός ξεκίνησε το 2000, πραγματοποιείται κάθε τρία χρόνια και εξετάζει τις δεξιότητες 15χρονων μαθητών στην κατανόηση κειμένου, στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην επίλυση ενός προβλήματος. Ουσιαστικά, αξιολογεί πόσο καλά μπορούν οι μαθητές να εφαρμόσουν σε καταστάσεις της καθημερινής ζωής γνώσεις και δεξιότητες που απέκτησαν στην υποχρεωτική εκπαίδευση. Μέχρι τώρα η Ελλάδα παρουσίασε πολύ μέτριες επιδόσεις στους διαγωνισμούς των 2000, 2003 και 2006, ενώ τα καλύτερα αποτελέσματα είχε στον διαγωνισμό του 2009.
Συγκεκριμένα, στα μαθηματικά διατηρήσαμε την ίδια θέση –39η– με τον διαγωνισμό του 2006, αλλά η ελληνική επίδοση βελτιώθηκε φθάνοντας τους 466 βαθμούς από 459 βαθμούς το 2006 και 445 β. το 2003. Στην κατανόηση κειμένου η Ελλάδα ανέβηκε στην 31η θέση με 483 βαθμούς. Το 2006 ήταν 36η με 460 βαθμούς. Οι φυσικές επιστήμες ήταν το μόνο πεδίο όπου οι Ελληνες μαθητές πήγαν χειρότερα σε σχέση με το 2006. Η Ελλάδα ήταν 40ή με 470 βαθμούς, από 38η με 473 βαθμούς (στον πίνακα δεν υπήρχε η Ελλάδα -παίζει στα χαμηλά κλιμάκια έτσι κι αλλιώς- και την πρόσθεσα, σύμφωνα με τα νούμερα του άρθρου).
Στο διαγωνισμό του 2009 εντυπωσίασαν οι επιδόσεις των μαθητών από την Κίνα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τέσσερις πλούσιες περιοχές (Σαγκάη, Χονγκ Κονγκ, Ταϊπέι και Μακάο). Ειδικά, οι μαθητές από τη Σαγκάη συμμετείχαν για πρώτη φορά και πήραν την πρώτη θέση και στις τρεις κατηγορίες.
«Οι επιδόσεις κάθε χώρας σχετίζονται με τα αναλυτικά προγράμματα και τη δομή του σχολικού συστήματος», αναφέρει στην «Κ» η εθνική διαχειρίστρια στο πρόγραμμα PISA και καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Ερευνας στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο κ. Βάσω Χατζηνικήτα. «Οι Ελληνες καλούνται να αντιμετωπίσουν διαφορετικούς τύπους γνώσης από αυτούς με τους οποίους είναι εξοικειωμένοι στο ελληνικό σχολικό πλαίσιο. Π.χ. στις φυσικές επιστήμες δεν είναι ούτε προφανής ούτε εύκολη για τους Ελληνες η μετατόπιση από το σχολικό πλαίσιο, όπου κυριαρχεί η ακαδημαϊκή εικόνα της επιστήμης και τα βασικά μηνύματα περιέχονται στο γλωσσικό μέρος του κειμένου, προς το πλαίσιο του PISA, όπου κυριαρχεί η εικόνα της επιστήμης στην καθημερινή ζωή και φορέας της γνώσης είναι περισσότερο το απεικονιστικό μέρος του κειμένου», προσθέτει.
«Το σχολείο (κυρίως το γυμνάσιο και λύκειο) δίνει μεγάλη βαρύτητα στις γνώσεις που σχετίζονται με τις εξετάσεις για τα ΑΕΙ και παραμελεί αυτές που αφορούν τη γενική παιδεία. Και τις δύο κατηγορίες γνώσεων τις προσφέρει, απέχοντας πολύ από τη βιωματική καθημερινότητα των μαθητών, και με την πλειονότητα των καθηγητών να στερείται, ακόμη και σήμερα, βασικής παιδαγωγικής και διδακτικής συγκρότησης», τονίζει στην «Κ» ο καθηγητής Σχολικής Παιδαγωγικής Παν. Ιωαννίνων κ. Χαράλαμπος Κωνσταντίνου.
Και καταλήγει: «Επιπλέον, το ελληνικό σχολείο προσδίδει μικρότερη σημασία στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και ικανοτήτων».
Επειδή αυτή η υποβαθμισμένη κατάρτιση προκύπτει σε όλα τα τεστ από το 2000 και μετά (και πριν δεν ήταν καλύτερα), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ελληνική κοινωνία θα αποτελείται τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι να φύγουν αυτές οι ηλικίες από το χώρο εργασίας, ακόμα κι αν βελτιωθεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, από εργαζόμενους που υστερούν κατά μέσον όρο έναντι των άλλων εργαζομένων όλων σχεδόν των βιομηχανικών και, σίγουρα, έναντι των ευρωπαϊκών χωρών.
Επειδή όμως δεν διαφαίνεται οποιαδήποτε τάση για βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και της αποτελεσματικότητάς του, κρίνοντας δε κι από τις ανόητες δικαιολογίες της κ. Χατζηνικήτα, εκτιμώ ότι μέχρι τέλος του 21ου αιώνα οι Έλληνες θα είναι κατά μέσον όρο μορφωτικά υποδεέστεροι των άλλων εργαζομένων στην Ευρώπη. Βλέποντας με ποιες χώρες "κάνει παρέα" η Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις του πίνακα (Πορτογαλία, Τουρκία, Καζαχστάν κ.ά.) καταλαβαίνει καθένας ποια βαρύτητα έχουν οι εξηγήσεις της κ. καθηγήτριας...
Το σύνθημα του Α. Παπανδρέου στη δεκαετία του '80, "Δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια των Ευρωπαίων" και η εκπαιδευτική πολιτική του, οδήγησε στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: και γκαρσόνια και ακατάρτιστοι... Γιατί και το καλό γκαρσόνι λείπει από τη χώρα μας...