Βασίλης
Χ., 28 ετών, άνεργος.
Μεγάλωσα
στο Δήμο Πετρούπολης σε μία οικογένεια εθιμοτυπικά χριστιανική. Παρότι πηγαίναμε
σε εκκλησία μόνο το Πάσχα, η μεγάλη εβδομάδα ήταν αφιερωμένη στον «Ιησού από τη
Ναζαρέτ», χωρίς ουδέποτε να αμφισβητηθεί η ιστορικότητα όσων ακούγαμε, το δε Μεγάλο Σάββατο κοινωνούσα.
Η
γιαγιά μου ήταν η περισσότερο πιστή, με τις επισκέψεις της στην εκκλησία, το
εικονοστάσι της, τα σταυροκοπήματα. Αργότερα, έμαθα από τη μητέρα μου πως, παρότι
η ίδια δεν είχε βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα, δεν μπορούσε να αρνηθεί την πίστη
και την ύπαρξη μιας θεότητας, λόγω φόβου και ως προστασία για τα παιδιά της.
Ως
παιδί πίστευα στον Χριστούλη και την Παναγίτσα και μου άρεσε να ακούω όλες
τις... ανατριχιαστικές ιστορίες που διηγιόταν η γιαγιά μου γι’ αυτούς. Μέχρι
την ηλικία των 12-13 ετών δεν αμφισβήτησα ποτέ όσα είχα ακούσει και ίσως
πίστευα, χωρίς όμως να θεωρήσω τον εαυτό μου θρησκόληπτο. Θεωρούσα όσα άκουγα
αληθινά, όλες οι ιστορίες ήταν πραγματικές!
Και
το σχολείο δεν συνέβαλε για να αλλάξω γνώμη, αφού αναπαρήγαγε τις ίδιες
ιστορίες. Οι καθηγητές απέφευγαν περίτεχνα τις δύσκολες ερωτήσεις, επαφιέμενοι
στις «βουλές του Κυρίου» που, ενώ ήταν γνωστές σε όλους για θέματα όπως η
νηστεία, οι αμβλώσεις κ.λπ., παρέμεναν «άγνωστες» για όλα τα υπόλοιπα.
Είχα
ωστόσο μιαν αγάπη για τα ντοκιμαντέρ, ιδιαίτερα αυτά του Κουστώ. Παρακολουθούσα
με ζήλο τις εξερευνήσεις στον πλανήτη μας, αλλά και έξω από αυτόν. Βλέποντας
τις εικόνες του απέραντου σύμπαντος, αλλά και του ζωικού βασιλείου, μαθαίνοντας
για την εξέλιξη, αποφάσισα πως η ιστορία της θρησκείας δεν... κολλούσε.
Κατέληξα λοιπόν σταδιακά να τη θεωρώ εθιμικό κατάλοιπο, μια παράδοση που
συνέβαλε στην εθνική, κοινωνική συνοχή.
Αυτήν
τη στάση διατήρησα και όσο υπηρετούσα στον στρατό, όπου έμεινα τέσσερα χρόνια,
υπηρετώντας στις ειδικές δυνάμεις. Ακόμη και όταν η μητέρα μου αποφάσισε να
πάει να «διαβάσει» την παραλλαγή μου, πριν κάνω την πρώτη μου πτώση σε
αλεξίπτωτο, είχα περισσότερη εμπιστοσύνη στον εξοπλισμό μου, απ’ ότι στη συνδρομή
του αγίου πνεύματος. Τότε έζησα την καθιερωμένη, θρησκευτική ζωή του στρατού,
συμμετέχοντας σε λειτουργικά με τα οποία διαφωνούσα, αλλά δεν μπορούσα να φέρω
αντίρρηση. Και αυτό γιατί η εξουσία της εκκλησίας είναι τόσο ισχυρή στο στρατό,
ώστε η άρνηση του κοινού θρησκεύματος προκαλεί μόνο προβλήματα στους στρατιώτες
και αξιωματικούς.
Φεύγοντας από εκεί, απέκτησα περισσότερο ελεύθερο χρόνο, τον οποίο και αφιέρωσα στο διάβασμα. Επιστήμη, ιστορία... Και
όσο περισσότερο διάβαζα, τόσο πιο παράλογη μου φαινόταν η ιδέα ενός υπέρτατου
όντος, δημιουργού του σύμπαντος, η ιδέα του παντογνώστη και παντοδύναμου
προστάτη. Τόσο λιγότερο συμβατή μου φαινόταν η αρχαιοελληνική κληρονομιά με την
ξενόφερτη ορθόδοξη παράδοση, και ο όρος «ελληνορθοδοξία» μου φαινόταν όλο και
πιο παράλογος.
Σε
εκείνο το σημείο, έφτασα στη φάση του αγνωστικισμού. Θεωρώντας πως δεν μπορούσα
να ξέρω την απόλυτη αλήθεια και να πάρω μια τελεσίδικη απόφαση, είδα τον
αγνωστικισμό ως τη μέση και την πιο σωστή λύση.
Ασχολούμενος αρκετά με το Internet και ιδιαίτερα το Facebook, έγινα admin σε μια ομάδα. Μέσα από τις συζητήσεις σε αυτήν την ομάδα, άρχισα να ψάχνω περισσότερα για το θέμα της θρησκείας και της πίστης. Στον Ιnternet έμαθα και το όνομα του Richard Dawkins, οπότε και διάβασα το βιβλίο του «Η περί θεού αυταπάτη».
Σ’
αυτό το σημείο ήταν που αποφάσισα πως η λογική και τα γεγονότα δεν «χωρούσαν» καμιά
θεϊκή ύπαρξη και πως η πιο σωστή θέση είναι αυτή του ορθολογιστή άθεου, καθώς αυτή είναι που έχει την αμεσότερη επαφή
με την πραγματικότητα και όσα γνωρίζουμε για αυτήν και προσφέρει τη λιγότερη
διαστρέβλωση της αλήθειας. Ως ορθολογιστής, μπορούσα πλέον να βασιστώ στις
αισθήσεις μου και την επιστημονική γνώση για να κατανοήσω το σύμπαν γύρω
μου.
Παρότι
είχα ήδη κατασταλάξει και πορευόμουν πλέον ως άθεος στον κόσμο τούτο, το τελικό
χτύπημα έφερε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, που προκάλεσε το θάνατο δύο φίλων
μου, δύο παιδιών που έφυγαν υπερβολικά νωρίς. Αυτό με έκανε να δω πως η ζωή δεν
είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά από τυχαία γεγονότα. Πως δεν υπάρχει
ανώτερος σκοπός ή νόημα πίσω από ό,τι συμβαίνει και πως οι αποφάσεις του
καθενός μας είναι ικανές να επηρεάσουν τόσο τη δική μας ζωή, όσο και τη ζωή των
άλλων, με τρόπους που συνήθως δεν είμαστε σε θέση να προβλέψουμε.
Αν μου προσέφερε
κάτι η μεταστροφή μου στην αθεΐα, αυτό είναι η σιγουριά, η πεποίθηση ότι έχω
μια όσο γίνεται λιγότερο διεστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας. Η
ασφάλεια πως δεν κρίνεται η κάθε μου κίνηση, και το χειρότερο, σκέψη, από ένα
αόρατο ον. Πως η ηθική μου δεν εξαρτάται από τις γραφές των γιδοβοσκών της
ερήμου.
Μπορεί αυτό να μη
με κάνει πλήρως αποδεκτό από το σύνολο της κοινωνίας, που θεωρεί «ταμπού» το
θέμα της πίστης και προσκολλάται στην έννοια του «ελληνοχριστιανικού» πολιτισμού,
ωστόσο, με αποζημιώνει η αποδοχή από τους δικούς μου ανθρώπους και πολύ
περισσότερο να βλέπω τη μικρή μου αδερφή να βαδίζει στον δρόμο του ορθολογισμού
και της γνώσης.