(ΒΗΜΑ, 10/7/2010 και άλλες πληροφορίες)
Ήταν όνομα και πράμα. Τόιφελ (Teufel) σημαίνει διάβολος στα γερμανικά. Και ο Φριτς Τόιφελ, που πέθανε σε ηλικία 67 ετών στο Βερολίνο, έκανε ό,τι μπορούσε για να το επιβεβαιώσει. «Είμαι ο επίγειος εκπρόσωπος του αντίχριστου» έλεγε χαρούμενα. Το γερμανικό κατεστημένο έτρεμε στο άκουσμά του, ιδίως στα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν ο τότε φοιτητής Γερμανικής Φιλολογίας, Δημοσιογραφίας και Θεατρολογίας, τα οποία δεν ολοκλήρωσε ποτέ, βάλθηκε να σπάσει όλα τα ταμπού της κοινωνικής και σεξουαλικής ζωής.
Ήταν ανορθόδοξος σε όλα του. Το 1967 ίδρυσε μαζί με άλλους την περίφημη «Κommune 1», το πρώτο και πιο διάσημο κοινόβιο της χώρας. Εντός της κομμούνας είχαν καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία και η μονογαμία - τα μέλη της, γύρω στα 15 άτομα, άλλαζαν συνεχώς πορτοφόλια, χρηστικά αντικείμενα και σεξουαλικό σύντροφο.
Ανορθόδοξη ήταν η στάση του έναντι της Δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, τον Ιούνιο του 1967, όταν κατηγορήθηκε ότι πέταξε πέτρες κατά του Σάχη της Περσίας στο Δυτικό Βερολίνο. «Να σηκώνεστε αμέσως, όταν οι δικαστές μπαίνουν στην αίθουσα» του ζήτησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου. «Να το κάνω, αν αυτό συντελεί στην εξεύρεση της αλήθειας» (Wenn es der Wahrheitsfindung dient!) ήταν η παροιμιώδης απάντησή του, που προκάλεσε καγχασμούς στο ακροατήριο και έμεινε ως απόφθεγμα στη γερμανική κοινωνική ζωή. Από τότε ο Τόιφελ απέκτησε τη φήμη «πλακατζή» του φοιτητικού κινήματος.
Στα χρονικά έχει μείνει και το σχέδιό του να ρίξει βόμβες από πουτίγκα στον τότε αμερικανό αντιπρόεδρο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ, που επισκέφθηκε το 1967 το Δυτικό Βερολίνο. Η επίθεση δεν έγινε ποτέ, αλλά ο Τόιφελ κατέληξε πάλι στο εδώλιο του κατηγορουμένου επειδή ο πληροφοριοδότης που άκουσε για το σχέδιο, «έπιασε» μόνο τη λέξη «βόμβα», όχι όμως και τον προσδιορισμό «πουτίγκα» (Pudding-Attentat). Η δίκη κατέληξε σε διεθνή γελοιοποίηση του γερμανικού δικαστικού συστήματος.
Αργότερα ο Τόιφελ έγινε πραγματικός βομβιστής ως μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης «2. Juni». Κάποια στιγμή το 1975 συνελήφθη στο Βερολίνο με όπλα, αλλά δεν φαίνεται να πυροβόλησε ποτέ. Τo αποτέλεσμα ήταν να περάσει τουλάχιστον οκτώ χρόνια από τη ζωή του στη φυλακή. Πολλές από τις κατηγορίες εναντίον του αποδείχτηκαν όμως αβάσιμες. Παράδειγμα, εκείνη για τη συμμετοχή στην απαγωγή του χριστιανοδημοκράτη πολιτικού Πέτερ Λόρεντς.
Στο τέλος της πολύμηνης δίκης αποκάλυψε και επιβεβαίωσε με μάρτυρες ότι είχε ακλόνητο άλλοθι: την ημέρα της απαγωγής δεν βρισκόταν καν στο Βερολίνο, αλλά στη Στουτγάρδη, όπου δούλευε «ινκόγκνιτο» σε εργοστάσιο παραγωγής ειδών υγιεινής. «Γιατί δεν μας το είπατε από την αρχή;» ρώτησε ο δικαστής. «Για να δείξω, με τι ψέματα στήνετε τις δίκες» ήταν η απάντηση.
Απολύθηκε αμέσως από τη φυλακή, μέσα σε γενική ιλαρότητα, όμως συνελήφθη αμέσως πάλι, γιατί θεωρήθηκε ότι είχε συμμετάσχει σε ληστεία τράπεζας, όπου οι «ληστές» μοίραζαν στους τρομοκρατημένους πελάτες και υπαλλήλους σοκολατάκια. Τέτοια πλάκα μόνο ο Τόιφελ μπορεί να είχε σκεφτεί και αυτό φαίνεται να ήταν το μοναδικό στοιχείο σε βάρος του. Στο δικαστήριο δήλωσε ότι δεν διαθέτει μεν A-libi αλλά B-libi - βρισκόταν με κάποια φίλη, της οποίας το επώνυμο άρχιζε με Β!
Ο "τρόμος των δικαστηρίων" είχε εισαγάγει, μαζί με συντρόφους του όπως ο Κούντσελμαν και ο Λάνγκχανς (Dieter Kunzelmann, Rainer Langhans) και μερικοί άλλοι, τον όρο «Spaßgerilla», οι επαναστατικές δυνάμεις του καλαμπουριού, με το οποίο θα διέλυαν το σοβαροφανές δικαστικό σύστημα της χώρας. Σε μια συζήτηση γι' αυτό το δικαστικό σύστημα, στο οποίο συμμετείχε με τον σοσιαλιστή υπουργό δικαιοσύνης Hans Matthöfer, έβγαλε ο Τόιφελ ένα πλαστικό νεροπίστολο και άρχισε να «τιμωρεί» τον υπουργό με κατάβρεγμα. Οι εφημερίδες τον ανέφεραν συχνά ως «πλακατζή επαναστάτη» (Spaßrevoluzzer). Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του και την ομάδα του ότι ήταν «Ινδιάνοι της μεγαλούπολης, πριν από το περιορισμό στις επιτηρούμενες περιοχές».
Η οικογένειά του στο Ludwigsburg (Württemberg), γονείς και πέντε αδέλφια, όλοι αστικά αποκαταστημένοι, παρακολουθούσαν εκ του μακρόθεν τα επεισόδια και τις περιπέτειες του Fritz, αλλά ποτέ δεν εκφράστηκαν εναντίον του δημόσια, αν και ήταν αναγκασμένοι να ακούν κατηγορίες, ύβρεις και απειλές από γείτονες. Στο μικροαστικό περιβάλλον του Ludwigsburg αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως να αντισταθείς σε αστυφύλακες ή να αντιμιλήσεις σε δικαστές. Ο Τόιφελ δίδαξε μια γενιά Γερμανών, πώς αντιστέκονται στην εξουσία.
Από το 1980 και μετά ο Τόιφελ αραίωσε σημαντικά τις δημόσιες εμφανίσεις του, όμως η ιδιορρυθμία τού έμεινε και γι' αυτό εμφανιζόταν τακτικά, με διάφορες αφορμές, στις ειδήσεις των εφημερίδων και της τηλεόρασης. Πέρα από τις δίκες που συμμετείχε και τις συνεχείς πλάκες που οργάνωνε, έπρεπε ο Τόιφελ να βιοπορίζεται και γι' αυτό έγραφε κριτικά κείμενα για πολιτική και λογοτεχνία σε εφημερίδες και περιοδικά και, παράλληλα, παρέδιδε κατ' οίκον με το ποδήλατο πακέτα μιας εταιρίας Courier. Τα τελευταία 10 χρόνια έπασχε από Πάρκινσον!
Στα χρονικά έχει μείνει και το σχέδιό του να ρίξει βόμβες από πουτίγκα στον τότε αμερικανό αντιπρόεδρο Χιούμπερτ Χάμφρεϊ, που επισκέφθηκε το 1967 το Δυτικό Βερολίνο. Η επίθεση δεν έγινε ποτέ, αλλά ο Τόιφελ κατέληξε πάλι στο εδώλιο του κατηγορουμένου επειδή ο πληροφοριοδότης που άκουσε για το σχέδιο, «έπιασε» μόνο τη λέξη «βόμβα», όχι όμως και τον προσδιορισμό «πουτίγκα» (Pudding-Attentat). Η δίκη κατέληξε σε διεθνή γελοιοποίηση του γερμανικού δικαστικού συστήματος.
Αργότερα ο Τόιφελ έγινε πραγματικός βομβιστής ως μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης «2. Juni». Κάποια στιγμή το 1975 συνελήφθη στο Βερολίνο με όπλα, αλλά δεν φαίνεται να πυροβόλησε ποτέ. Τo αποτέλεσμα ήταν να περάσει τουλάχιστον οκτώ χρόνια από τη ζωή του στη φυλακή. Πολλές από τις κατηγορίες εναντίον του αποδείχτηκαν όμως αβάσιμες. Παράδειγμα, εκείνη για τη συμμετοχή στην απαγωγή του χριστιανοδημοκράτη πολιτικού Πέτερ Λόρεντς.
Στο τέλος της πολύμηνης δίκης αποκάλυψε και επιβεβαίωσε με μάρτυρες ότι είχε ακλόνητο άλλοθι: την ημέρα της απαγωγής δεν βρισκόταν καν στο Βερολίνο, αλλά στη Στουτγάρδη, όπου δούλευε «ινκόγκνιτο» σε εργοστάσιο παραγωγής ειδών υγιεινής. «Γιατί δεν μας το είπατε από την αρχή;» ρώτησε ο δικαστής. «Για να δείξω, με τι ψέματα στήνετε τις δίκες» ήταν η απάντηση.
Απολύθηκε αμέσως από τη φυλακή, μέσα σε γενική ιλαρότητα, όμως συνελήφθη αμέσως πάλι, γιατί θεωρήθηκε ότι είχε συμμετάσχει σε ληστεία τράπεζας, όπου οι «ληστές» μοίραζαν στους τρομοκρατημένους πελάτες και υπαλλήλους σοκολατάκια. Τέτοια πλάκα μόνο ο Τόιφελ μπορεί να είχε σκεφτεί και αυτό φαίνεται να ήταν το μοναδικό στοιχείο σε βάρος του. Στο δικαστήριο δήλωσε ότι δεν διαθέτει μεν A-libi αλλά B-libi - βρισκόταν με κάποια φίλη, της οποίας το επώνυμο άρχιζε με Β!
Ο "τρόμος των δικαστηρίων" είχε εισαγάγει, μαζί με συντρόφους του όπως ο Κούντσελμαν και ο Λάνγκχανς (Dieter Kunzelmann, Rainer Langhans) και μερικοί άλλοι, τον όρο «Spaßgerilla», οι επαναστατικές δυνάμεις του καλαμπουριού, με το οποίο θα διέλυαν το σοβαροφανές δικαστικό σύστημα της χώρας. Σε μια συζήτηση γι' αυτό το δικαστικό σύστημα, στο οποίο συμμετείχε με τον σοσιαλιστή υπουργό δικαιοσύνης Hans Matthöfer, έβγαλε ο Τόιφελ ένα πλαστικό νεροπίστολο και άρχισε να «τιμωρεί» τον υπουργό με κατάβρεγμα. Οι εφημερίδες τον ανέφεραν συχνά ως «πλακατζή επαναστάτη» (Spaßrevoluzzer). Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του και την ομάδα του ότι ήταν «Ινδιάνοι της μεγαλούπολης, πριν από το περιορισμό στις επιτηρούμενες περιοχές».
Η οικογένειά του στο Ludwigsburg (Württemberg), γονείς και πέντε αδέλφια, όλοι αστικά αποκαταστημένοι, παρακολουθούσαν εκ του μακρόθεν τα επεισόδια και τις περιπέτειες του Fritz, αλλά ποτέ δεν εκφράστηκαν εναντίον του δημόσια, αν και ήταν αναγκασμένοι να ακούν κατηγορίες, ύβρεις και απειλές από γείτονες. Στο μικροαστικό περιβάλλον του Ludwigsburg αποτελούσε έγκλημα καθοσιώσεως να αντισταθείς σε αστυφύλακες ή να αντιμιλήσεις σε δικαστές. Ο Τόιφελ δίδαξε μια γενιά Γερμανών, πώς αντιστέκονται στην εξουσία.
Από το 1980 και μετά ο Τόιφελ αραίωσε σημαντικά τις δημόσιες εμφανίσεις του, όμως η ιδιορρυθμία τού έμεινε και γι' αυτό εμφανιζόταν τακτικά, με διάφορες αφορμές, στις ειδήσεις των εφημερίδων και της τηλεόρασης. Πέρα από τις δίκες που συμμετείχε και τις συνεχείς πλάκες που οργάνωνε, έπρεπε ο Τόιφελ να βιοπορίζεται και γι' αυτό έγραφε κριτικά κείμενα για πολιτική και λογοτεχνία σε εφημερίδες και περιοδικά και, παράλληλα, παρέδιδε κατ' οίκον με το ποδήλατο πακέτα μιας εταιρίας Courier. Τα τελευταία 10 χρόνια έπασχε από Πάρκινσον!