(από το site του περιοδικού ΙΧΩΡ)
Οι Πάπυροι της Νεκράς Θάλασσας μιλούν για έναν Δίκαιο Δάσκαλο και διακεκριμένο Μεσσία, για καθαρμό μέσω του νερού και για μια μάχης του φωτός ενάντια στο σκοτάδι. Αλλά όποιος μελετήσει τους πάπυρους με σκοπό την αναζήτηση αποδείξεων, για παράδειγμα, πως ο Ιησούς από την Ναζαρέτ ήταν ο Μεσσίας που ανέφεραν οι προφήτες ή ότι Ιωάννης ο Βαπτιστής έζησε ανάμεσα στους συντάκτες των χειρόγραφων, θα απογοητευθεί.
Αρκετές ειδησεογραφικές εκπομπές μιλάνε για «υπαινιγμούς» και «νύξεις» που περιλαμβάνονται στους διάσημους πλέον πάπυρους που ανακαλύφθηκαν στις σπηλιές κοντά στην αρχαία περιοχή Κουμράν, οι οποίοι αναφέρονται σε γεγονότα της Βίβλου. Με άλλα λόγια, ορισμένες ιδέες που υπάρχουν στους πάπυρους εμφανίζονται επίσης στην Καινή Διαθήκη, κάτι που σημαίνει ότι ο ισχυρισμός πως η εμφάνιση του χριστιανισμού ήταν «θεία αποκάλυψη» δημιουργημένη ολόκληρη θαυματουργικά από τα χέρια του Θεού, είναι σαφώς παραπλανητικός.
Ελάχιστοι μελετητές σήμερα υποστηρίζουν πως βρέθηκαν πάπυροι στη Νεκρά Θάλασσα που χρονολογούνται μετά την εποχή που ιδρύθηκε ο χριστιανισμός από κάποιον «ιστορικό» Ιησού, κατά τον πρώτο αιώνα της κοινής εποχής. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν πως οι πάπυροι προηγούνται χρονικώς αυτής της εποχής και κανένας τους δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε γνώση του Ιησού Χριστού ή του χριστιανισμού.
Στο βιβλίο «Η Συνωμοσία του Χριστού», αποδεικνύεται ότι ο χριστιανισμός είναι ένα αμάλγαμα πολλών θρησκειών, αιρέσεων, λατρειών και παραδόσεων της ευρύτερης περιοχής της Μεσογείου. Μια από τις σημαντικότερες επιρροές στο χριστιανισμό προέρχεται από την παράδοση των Εβραίων, ιδιαίτερα εκείνων που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, δηλ. των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων.
Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος αναφέρει επίσης την αίρεση των Εσσαίων, που συνδέονται παραδοσιακά με το Κουμράν. Εντούτοις, ο μελετητής Solomon Schecter -ο ποίος ανακάλυψε έναν πάπυρο από το Κάιρο που βρέθηκε αργότερα στο Κουμράν- υποδεικνύει την ύπαρξη μιας αιρετικής ομάδας Σαδδουκαίων ή Σαδωκίτες, όπως ονομάζονται στη Βίβλο και στους πάπυρους. Στη Συνωμοσία του Χριστού, ερευνάται αυτή η προέλευση των πάπυρων από τους Σαδωκίτες και η προφανής επιρροή της ομάδας αυτής στην Καινή Διαθήκη.
Αυτός ο συλλογισμός οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο χριστιανισμός, κατά ένα μεγάλο μέρος, στερείται πρωτοτυπίας και δεν αντιπροσωπεύει κάποια νέα «θεϊκή αποκάλυψη» αλλά την συγχώνευση όχι μόνο των ιδεών των Σαδωκιτών συντακτών των Χειρόγραφων της Νεκράς Θάλασσας αλλά και των επιρροών που δέχτηκαν από τους Εσσαίους, τους Ιουδαίους, τους Σαμαρείτες και πολλούς άλλους.
Βιβλικές αναφορές των Χειρόγραφων
Για να καταλάβουμε πώς οι πάπυροι επηρέασαν τους πρώτους Χριστιανούς, αρκεί να διαβάσουμε την Καινή Διαθήκη. Παραδείγματος χάριν, ο Μεγάλος Πάπυρος του Ησαΐα, ένα αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στην έκθεση των Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας στο Μουσείο του Μιλγουώκι. Γράφτηκε περίπου το 125 π.Χ. και ήταν ο μόνος πάπυρος που βρέθηκε ουσιαστικά άθικτος στις σπηλιές του Κουμράν. Το μεσσιανικό μήνυμά του αναφέρεται στα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου, του Ιωάννη και του Λουκά το αρχαιότερο από τα οποία γράφτηκε γύρω στο 65 μΧ. Οι πάπυροι που καλούνται «Υιός Θεού» περιέχουν ένα κείμενο ίδιο με την ιστορία του Ευαγγελισμού στο Ευαγγέλιο του Λουκά, ενώ οι πάπυροι με την «Ευλογία των Σοφών» αντηχούν τις μακαριότητες του Ματθαίου στην Επί του Όρους Ομιλία.
Η χρονολόγηση των Ευαγγελίων είναι βασισμένη μόνο στην εκ των προτέρων υπόθεση ότι η ιστορία που αφηγούνται είναι τουλάχιστον μερικώς αληθινή και εξιστορούν τη ζωή ενός «ιστορικού» Ιησού που περπάτησε αληθινά πάνω στη γη την εποχή που ισχυρίζονται τα ίδια τα Ευαγγέλια. Δεν υπάρχουν εξωτερικές αναφορές για την ύπαρξη οποιουδήποτε «κανονικού ευαγγελίου» σε αυτές τις ημερομηνίες. Στην πραγματικότητα, τα κανονικά ευαγγέλια με την σημερινή μορφή τους δεν παρουσιάζονται καθαρά στο ιστορικό αρχείο μέχρι το τέλος του δεύτερου αιώνα. Επιπλέον, η Επί του Όρους Ομιλία -ο αυθεντικός μονόλογος κατ' ευθείαν από το στόμα του υιού του Θεού- μπορεί να αποδειχθεί πως είναι μια σειρά από αποσπάσματα της Παλαιάς Διαθήκης συρραμμένα μαζί με αρκετά κείμενα από τα χειρόγραφα του Κουμράν.
Κανένας «ιστορικός» ιδρυτής δεν είχε ανάγκη να πει αυτά τα λόγια, εφόσον ήταν απλώς μια διασκευή υπαρχόντων ρητών. Ακόμη και σ' αυτή τη λογοτεχνική συρραφή εδαφίων τα Ευαγγέλια δεν μπορούν να συμφωνήσουν, δεδομένου ότι ο Λουκάς στο 6:17- 49 περιγράφει πως η ομιλία γίνεται σε κάποια πεδιάδα.
Είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί η Καθολική Εκκλησία χλόμιασε με την ανακάλυψη αυτών των πάπυρων, δεδομένου ότι ήταν και είναι πιθανόν αυτά τα κείμενα να διαβρώσουν τις ίδιες τις βάσεις του χριστιανισμού. Φαίνεται ότι αυτές οι ειδήσεις όταν γίνονται γνωστές αργά έχουν ελάχιστη επιρροή στο πρόγραμμα αποχαύνωσης του εγκεφάλου που συνοδεύει τη χριστιανική πίστη.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η ύπαρξη της Παλαιάς Διαθήκης και άλλων κειμένων βιβλικής λογοτεχνίας όπως οι Πάπυροι της Νεκράς Θάλασσας αποδεικνύουν πώς ο χριστιανισμός είναι μια εργασία αντιγραφής-επικόλλησης, ένα γεγονός που αποκαλύπτεται επίσης στο βιβλίο «Η Συνωμοσία του Χριστού», στο κεφάλαιο «Η παραγωγή ενός μύθου», το οποίο περιέχει μια συζήτηση πάνω σε κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν εμφανώς για τη δημιουργία της νέας πίστης. Αυτά τα κείμενα περιέλαβαν κάποιους από τους αρχικούς πάπυρους της Νεκράς Θάλασσας που χρησίμευαν όχι ως «προφητείες», «προεικονίσεις» ή «προαναγγελίες», αλλά ως σχεδιαγράμματα των ήδη υπαρχόντων, παλαιότερων αντιλήψεων που ενώθηκαν και μεταφέρθηκαν στην Καινή Διαθήκη.