07 July 2020

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (63)

Ο αποχαιρετισμός της Μαρίας

Μαρία Χ. 40 ετών, καθηγήτρια, άγαμη μητέρα ενός παιδιού.

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που δεν είχε ξεκάθαρη θέση ως προς τη θρησκεία. Και εννοώ τον πατέρα μου και την μητέρα μου κυρίως. Νομίζω πως ούτε οι ίδιοι είχαν εσωτερικά μέσα τους μια συνειδητή, συγκεκριμένη θέση αλλά ούτε ποτέ εμβάθυναν επίσης.

Η μητέρα μου καταγόταν από χωριό -κλασικό παράδειγμα κλειστής κοινωνίας- μεγαλωμένη χριστιανικά, ως προς τα τυπικά της πίστης. Φρόντιζε να τηρεί τις πιο σημαντικές νηστείες, να τηρεί τα έθιμα των εορτών, να προσκυνάει εικόνες αγίων και λείψανα. Παρά ταύτα, δεν πήγαινε στην εκκλησία τις Κυριακές, δεν εξομολογούνταν και δεν με πίεζε κι εμένα να τα κάνω. Από μένα ήθελε να είμαι σεμνή, να κρατήσω την παρθενία μου, να πιστεύω. Χαρακτηριστικά έλεγε ότι χρειάζεται και πίστη στη ζωή, να μην αμφισβητώ τον Χριστό, να μην τρώω κρέας και γαλακτοκομικά στις νηστείες και να κοινωνάω τουλάχιστον την Μεγάλη Πέμπτη.

Όλο αυτό νομίζω πως μέχρι μια ηλικία, προ εφηβείας, δεν με πείραζε γιατί το έβλεπα σαν παράδοση και σαν οικογενειακό, αδιαμφισβήτητο πρωτόκολλο. Όμως, εκτός από αυτά τα τυπικά θέματα της πίστης, η μαμά μου μιλούσε επίσης πολύ συχνά για τον Χριστό και για την αγάπη που πραγματώνεται μέσω αυτού. Έλεγε ότι ο Χριστός είναι η απόλυτη έκφανση αγάπης, ότι χωρίς αυτόν είμαστε μόνοι μας και ανέλπιδοι και ότι το αποκούμπι μας είναι αυτός, γιατί μας βοηθάει, μας λατρεύει και μας προστατεύει. Και γιατί θα μας χαρίσει την αιώνιο ζωή στον παράδεισο.

Αυτή φυσικά η φιλολογία περί αγάπης ήταν μια πάρα πολύ όμορφη ιδέα και ακουγόταν πολύ παρηγορητική και ζεστή στην παιδική ψυχή μου. Όπως και η ελπίδα του παραδείσου και της αθανασίας της ψυχής.

Ωστόσο, μεγαλώνοντας, διαπίστωνα ότι αυτή η φιλολογία ερχόταν σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ιερωμένων και τις τακτικές της εκκλησίας. Πού ήταν αυτή η αγάπη όταν πηγαίναμε να κοινωνήσουμε, έστω μόνο την Μεγάλη Πέμπτη, και ο παπάς μας κοιτούσε στραβά αν δεν ξέραμε πώς να σταθούμε ή αν δεν ξέραμε το τυπικό της λειτουργίας; Τι νόημα είχε να πας στην εκκλησία τελικά αφού δεν έκανες καμία πράξη αγάπης προς κανέναν, ούτε και εισέπραττες φυσικά;

Τις φορές λοιπόν, μικρή ακόμη, που πήγαινα στην εκκλησία, με παραξένευαν όλα. Το γιατί προσκυνάνε συνέχεια και ζητάνε έλεος τόσο μίζερα και ταπεινωτικά, το γιατί πληρώνουμε το κερί, το γιατί το ανάβουμε τελικά, το γιατί βγάζουν δίσκο και το γιατί ο εκάστοτε παπάς μάλωνε, ενίοτε, τον κόσμο εκεί μέσα, με ύφος δικτατορίσκου, για διάφορα πράγματα. Που ήταν αυτή η αγάπη και η ψυχική παρηγοριά;

Επομένως, έως μια ηλικία, νομίζω πως περισσότερο τα είχα βάλει με την εκκλησία παρά με τον Χριστό. Κάτι που φαινόταν να έκανε κι ο πατέρας μου δηλώνοντας πως πιστεύει, αλλά δεν "πάει" τους παπάδες.

Για την κόλαση άκουσα ωμά πράγματα για πρώτη φορά από μια καθηγήτρια θρησκευτικών στο Γυμνάσιο. Η μητέρα μου έμενε πάντα στο ότι αν δεν είμαστε καλοί άνθρωποι ο θεός θα μας τιμωρήσει και ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε για να μπούμε στον παράδεισο. Χρησιμοποιούσε γενικά συχνά τον όρο αμαρτία. Κι εκεί φυσικά και πάλι αναρωτιόμουν, μικρούλα όντας, μα τώρα επειδή άναψα κερί και κάθομαι και ακούω αυτά τα ακαταλαβίστικα, θα πάω στον παράδεισο;

Πίσω στην καθηγήτρια λοιπόν... Η διδασκαλία της για την κόλαση ήταν κόλαση... Θα πήγαιναν βασικά, όπως το είχα ερμηνεύσει τότε, σχεδόν όλοι. Φορούσες παντελόνι; άσεμνη-υποψήφια θαμών της κολάσεως. Έβαψες νύχια;; τα ίδια. Ξυρίστηκες, κάπνισες;; τα ίδια. Και πολλά άλλα.

Φυσικά τα πιο "μεμπτά" απ’ αυτά δεν το συζητάω τι μας δίδασκε ότι συνεπάγονταν. Κάπου εκεί στην αρχή της εφηβείας μου λοιπόν και ήδη με το παράλογο μέσα μου, που ανέφερα πιο πάνω, ότι δηλαδή δεν υπάρχει σύνδεση μεταξύ ουσιαστικής αγάπης και εκκλησίας, άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτό το δόγμα προκαλεί τελικά και τύψεις και ενοχές για όλα... Και... κατ’ επέκτασιν, προκαλεί αυτομομφές... και κατ’ επέκτασιν προκαλεί δυστυχία στη σχέση σου με τον εαυτό σου.

Είναι σαν να τον έχεις συνέχεια στο μικροσκόπιο και τον μαστιγώνεις μην τυχόν και παρεκκλίνει... Γιατί ο Χριστός τα βλέπει όλα, τα κρίνει και τα φιλτράρει. Είναι παντού, big brother κανονικός.

Έχοντας λοιπόν τις αμφιβολίες μου για το αν αυτό το δόγμα είναι τελικά αγάπη και έχοντας θυμώσει που με φόρτωνε με τόσο ζόρι μέσα μου, με τύψεις και ενοχές, ξεκίνησα συνάμα εκείνη την περίοδο να διαβάζω λίγο πιο "δύσκολα" θέματα από τα μυθιστορήματα που μέχρι τότε διάβαζα. Άρχισα να διαβάζω φιλοσοφικά βιβλία, ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά, ποίηση και ό,τι μου φαινόταν ότι θα μπορούσε να μου δώσει απαντήσεις.

Και ξέρετε γιατί; Γιατί μέσα μου ήθελα να υπάρχει ο Χριστός, να υπάρχει αυτή η φιγούρα απόλυτης αγάπης, να υπάρχει αυτό το φως και η ελπίδα. Να υπάρχει η αιώνια ζωή ευτυχίας στον παράδεισο. Μάταια... Όσο διάβαζα και διάβαζα και για άλλες θρησκείες και διάφορες φιλοσοφικές προσεγγίσεις γύρω από τις θρησκείες κατέληξα να καταλάβω τούτο: ότι αναλόγως με το πού έχεις γεννηθεί, πιστεύεις και κάπου αλλού και ότι λίγο πολύ οι μονοθεϊστικές θρησκείες κυρίως επιβεβαίωναν ένα πανομοιότυπο μοτίβο.

Υπάρχει ένας θεός που τον λατρεύουμε, χωρίς να τον ξέρουμε, τον παρακαλάμε όλη μέρα να μας ελεήσει, να μας προστατεύσει και so what? Ούτε θαύματα γίνονταν κάπου, ούτε καμιά αγάπη και ανθρωπισμός επικρατούσε.

Υπήρχε και υπάρχει φυσικά ο Τρίτος Κόσμος, τα παιδιά που πεινάνε, οι πόλεμοι και η οικονομική ανισότητα. Και μάλιστα... πολλά δεινά έγιναν και γίνονται εξαιτίας των θρησκειών και του φανατισμού που σπέρνουν μέσα στον άνθρωπο και που τον φέρνουν να είναι εχθρός με άλλους ανθρώπους. Είναι γεμάτη η ιστορία από τέτοια παραδείγματα.

Κάπου εκεί λοιπόν, κατόπιν όλων αυτών και γύρω στα 15 κατάλαβα ότι είναι τυχαίο να πιστεύεις στον Χριστό όπως και στον Αλλάχ και στον Βούδα και στον Γιαχβέ κ.τ.λ. Έχει να κάνει κάπως με το πού έτυχε να γεννηθείς. Άρα...  σκέφτηκα... υπήρξε τελικά ο Χριστός; Γιατί δε γίνεται να υπήρξε μόνο για τους χριστιανούς και οι υπόλοιποι να μην τον πιστεύουν ή να μην τον γνωρίζουν καν. Και τι θα γίνει μ αυτούς δηλαδή σκεφτόμουν; Θα πάνε στην κόλαση ακόμη και αν είναι καλοί άνθρωποι και έχουν μέσα τους αγάπη;

Τότε ξεκίνησα να σκέφτομαι με τη λογική βλέποντας ότι όλα αυτά κάπου δεν κολλάνε. Γεννήθηκαν ερωτήματα λοιπόν μέσα μου όπως: Γίνεται να γεννήθηκε κάποιος από παρθένα με τον κρίνο; Γίνεται να αναστήθηκε ο Χριστός από πεθαμένος που ήταν και από τότε άντε γεια σας; Γίνεται να προφητεύσεις το μέλλον; Και τι είναι αυτός ο παράδεισος που θα μας χωρέσει όλους; Και γιατί εφόσον ο θεός υπάρχει και βλέπει τα πάντα, προτιμά να ακούσει την προσευχή ενός ανθρώπου που του ζητάει να γράψει καλά το παιδί του στις εξετάσεις και όχι την προσευχή ενός παιδιού που πεθαίνει ή που βιάστηκε ή που είναι θύμα κακομεταχείρισης;

Μάλλον όχι με βάση τη λογική που μου ενέπνεαν τα μαθηματικά και η φυσική που εντωμεταξύ λάτρευα να διαβάζω και να μελετάω. Το σύμπαν είναι αχανές, συλλογιζόμουν, και υπόκειται σε κάποιους νόμους. Γιατί, σκεφτόμουν, να θεωρούμε ότι τα πάντα γυρνάνε γύρω από μας και μέσα σε όλη αυτή την απεραντοσύνη να υπάρχει και ένας θεός που ασχολείται μόνο μαζί μας; Που ασχολείται με τα "ατοπήματά" μας για να δει πού θα μας στείλει... Και που δεν διορθώνει και τίποτα στο φινάλε. Που μόνο κάθεται εκεί στην κορυφή του, εντελώς αλαζονικά και μάλλον είναι διαταραγμένη προσωπικότητα.

Άσε, σκεφτόμουν, που στο φινάλε αυτός μας έπλασε έτσι με αδυναμίες και ελαττώματα. Συνάδει; Δε συνάδει. Άρα δεν είναι θεός με τόση ανωμαλία που παρουσιάζει, άρα είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, άρα δεν υπάρχει... Έτσι λοιπόν αποτίναξα τη θρησκεία και τον Χριστό και τον χριστιανισμό και οτιδήποτε μιλάει για ένα ανώτερο ον, δημιουργό των πάντων, από πάνω μου.

Οφείλω βέβαια να ομολογήσω ότι σοκαρίστηκα με τη συνειδητοποίηση ότι αυτή η πνευματική φιγούρα αγάπης απλά δεν υπάρχει. Ήταν ένα πλήγμα για μένα που το βίωσα σαν απώλεια. Από την άλλη όμως ελευθερώθηκα.

  • Ελευθερώθηκα και μπόρεσα να αγαπήσω την ανθρώπινη μου φύση με όλα της τα ελαττώματα και να μην την αποτάσσομαι ούτε να την πολεμώ.
  • Ελευθερώθηκα και αγάπησα τη γυναικεία μου φύση, γιατί δεν είναι κατώτερο να είσαι γυναίκα, ούτε να ντρέπεσαι που σου αρέσει η σεξουαλική πράξη.
  • Ελευθερώθηκα και μπόρεσα να αγαπήσω κι άλλους ανθρώπους με τα ελαττώματά τους και μπόρεσα να τους προσεγγίζω αντικειμενικά.
  • Ελευθερώθηκα γιατί συνειδητοποίησα ότι κανένας Χριστός δεν θα σε βοηθήσει παρά μόνο ο εαυτός σου και το να είσαι υπεύθυνος.
  • Ελευθερώθηκα γιατί συνειδητοποίησα ότι κανένας Χριστός δεν υπάρχει που να σε αγαπάει, άρα πρέπει να δουλέψεις σκληρά και να φτάσεις στην αγάπη μόνος σου. Πρέπει να δουλέψεις για να δώσεις αγάπη αλλά και για να πάρεις αγάπη. Και αυτό το λέω νόημα ζωής..

Η τακτική μου είναι να προσπαθώ να συζητάω με τους ανθρώπους που πιστεύουν ψύχραιμα, με λογική και να καταθέτω την άποψη μου ότι οι θρησκείες στηρίζονται σε ένα παράλογο συναίσθημα, στον ανθρωποκεντρισμό και σε μια ανύπαρκτη λογική. Και το κυριότερο, ότι είναι υπεύθυνες για πολλά άθλια φαινόμενα όπως ο ρατσισμός, ο φασισμός και η απανθρωπιά.

Είμαι μαμά ενός παιδιού 18 χρονών, για το οποίο ξέρω μόνο ότι το γέννησα και μόνο σ αυτό το κομμάτι μου "ανήκει" και ότι από εκεί και πέρα ξέρω ότι έχω να κάνω με έναν ξεχωριστό άνθρωπο που, ναι, δεν μου ανήκει. Το παιδί μου δηλώνει άθεος επίσης, συνειδητά και μόλις τελείωσε τις πανελλήνιες για να καταφέρει να σπουδάσει φυσικός. Το μόνο που ήθελα ανέκαθεν και θέλω για αυτόν είναι να μάθει να σκέφτεται με λογική, να αγαπάει, να κρίνει και να παλέψει στη ζωή του με τον τρόπο του να είναι ελεύθερος.-