16 December 2017

Αποχαιρετισμός στη θρησκευτική πίστη (62)

Από την πίστη στην αθεΐα και τη φυσιοκρατία. Πως η γνώση ξυπνάει τον άνθρωπο από το Matrix της θρησκείας.


«Διομήδης», ετών 35, έγγαμος, ιδιωτικός υπάλληλος
«Κι αν σ’ τα διηγούμουν συνεχώς κι ως ένα χρόνο τόσο,
δε θα’ φτανε τα πάθη μου για να σ’ τ’ αποτελειώσω» (Οδύσσεια, Ραψωδία Ξ).

Χαιρετώ τους αναγνώστες του blog και ευχαριστώ για το βήμα που μου δίνετε για να γράψω και εγώ την ιστορία μου, σχετικά με το πώς κατέληξα στη φυσιοκρατία, αφού πρώτα περιπλανήθηκα στους πνευματικούς χώρους της πίστης, σπαταλώντας 17 χρόνια- περίπου- της ζωής μου για τον Ιησού Χριστό. Θα προσπαθήσω να είμαι όσο γίνεται πιο σύντομος και περιεκτικός, χωρίς να αναφέρω αναρίθμητες καταστάσεις και λεπτομέρειες, δείχνοντας παράλληλα την ανωτερότητα της γνώσης (έστω και μερικής) έναντι της πίστης.
Η μεγάλη περιπέτεια, που σημάδεψε βαθιά και για αρκετά χρόνια τον βίο μου, ξεκινάει κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών, και μετά από μια κουραστική χρονιά στην Α’ Λυκείου, πριν από περίπου 20 χρόνια. Αν και δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις με την εκκλησία, πέρα από αυτά που κάνουν οι περισσότεροι χριστιανοί του τόπου μας, εντούτοις υπήρχε θεοσέβεια και πίστη στην δικαιοκρισία του Θεού που θα επέβαλλε στα «έσχατα», στο τέλος της ανθρώπινης ιστορίας. Ακόμα, διάβαζα περιστασιακά την Καινή Διαθήκη. Εκείνη την εποχή, είχα αρχίσει να ακούω έναν μη ορθόδοξο ραδιοφωνικό σταθμό που μετέδιδε χριστιανική κατήχηση μέσα από την Βίβλο. Αδαής και μην γνωρίζοντας αρχικά ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι, από τα πρώτα κιόλας ακούσματα σαγηνεύθηκα, και μια φλόγα άναψε στην καρδιά μου, που σύντομα έγινε πυρκαγιά που με κυρίευσε, και με πλήρωσε με πίστη και αγάπη για τον Ιησού, την «Αλήθεια». Είχα αγαπήσει τον ίδιο τον Ιησού, ως πρόσωπο, όχι για την αιώνια ζωή μόνο, όχι για τα επίγεια αγαθά που υπόσχεται στους ακολούθους του (Κατά Ματθαίον 6:31-33/ 19:29), αλλά μόνο και μόνο γιατί (υποτίθεται) ότι ήταν ο ίδιος η Αλήθεια, η Οδός, και η Ζωή. Τον αγάπησα με ζήλο διότι ήθελα να κάνουμε παρέα. Ο ίδιος υποτίθεται ότι είχε πει, «ου γαρ εισίν δυο η τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Κατά Ματθαίον, 18:20). Έτσι απλά.
Και ενώ όλο αυτό ήταν ψευδαίσθηση και προϊόν της πίστης και της πλύσης εγκεφάλου, το «μάτριξ» που αναφέρω και στον υπότιτλο, και που φυσικά δεν αντιλαμβανόμουν τότε, στην πραγματικότητα ήμουν ένα παιδί που με αφέλεια πίστεψε απλά επειδή άκουσε και διάβασε, χωρίς να επεξεργαστεί κριτικά όλα αυτά τα δεδομένα που του ενστάλαζαν στο κεφάλι του.
Αφού στο μεταξύ προσχώρησα στην κοινότητά τους δια του βαπτίσματος εν ύδατι (διότι δεν δέχονταν τον νηπιοβαπτισμό)- για χρόνια πολλά, έχασα ανεπιστρεπτί όλες τις φυσιολογικές χαρές και απολαύσεις της ζωής, καθώς θεωρούνταν «αμαρτία». Βεβαίως, θεωρώ ότι κάθε ηλικία έχει τις χαρές της, και ότι όπως αναφέρει και ο Επίκουρος, σε κάθε ηλικία μπορεί ο άνθρωπος να γευτεί την ευδαιμονία όταν φιλοσοφεί. Όμως, τα χρόνια δεν γυρίζουν πίσω.
Πέρα από αυτό, είχα να αντιμετωπίσω και τον φόβο του τι θα πει ο περίγυρος, καθόσον θα ήμουν πια «αιρετικός» για αυτούς. Έπρεπε να μισήσω τον εαυτό μου, μην λογαριάζοντας την υπόληψή μου. Χωρίς να έχω πλέον τον αυτοσεβασμό μου. Πόσο αντίθετο από τα ιδανικά που προβάλλει ο Ομηρικός λόγος, ιδανικά της ηρωικής εποχής, όπου οι άριστοι ήθελαν να εξασφαλίσουν την υστεροφημία τους, ως παρακαταθήκη για τις γενεές που θα ακολουθούσαν. Και εμείς σήμερα τους θαυμάζουμε. Πόση αβυσσαλέα η διαφορά του «αιέν αριστεύειν», που υπήρξε ο κινητήριος μοχλός του ελληνικού πολιτισμού, από την εξευτελιστική αυταπάρνηση και άρνηση σεβασμού των υγιών δυνατοτήτων του ανθρώπου που επιτάσσει ο Ιησούς για να είναι κανείς μαθητής του, άρα χριστιανός! Η άρνηση του καθετί είναι ολοφάνερη στον ευαγγελικό λόγο, «ει τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα εαυτού και την μητέρα και την γυναίκα και τα τέκνα και τους αδελφούς και τας αδελφάς έτι δε και την εαυτού ψυχήν ου δύναται είναι μου μαθητής και όστις ου βαστάζει τον σταυρόν αυτού και έρχεται οπίσω μου ου δύναται μου είναι μαθητής» (Κατά Λουκά, 14:26-27).
«ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Κατά Ματθαίον, 16:24).
Πέρασαν αρκετά χρόνια υπακούοντας τις επιταγές του «Κυρίου», που ουσιαστικά είναι επιταγές των «κυρίων» ιερέων, παστόρων, πρεσβυτέρων, ποιμένων, προφητών, φωτισμένων και «αφώτιστων» των θρησκειών, που σκοπό έχουν απλά να οδηγούν τους άλλους ως πρόβατα (εξ ου έβαλαν και στο στόμα του Ιησού το «εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός»), ηδονιζόμενοι από την απόλυτη ψευδό-εξουσία τους επί των μη εχόντων κριτική και πνεύμα ερεύνης και φιλομαθείας. Ο Νίτσε πάντα επίκαιρος.
Σε μια κάπως πιο ώριμη ηλικία (όχι όμως αρκετά), μετά από κάποιες συζητήσεις άρχισα να αμφιβάλλω όχι για τον Ιησού ακόμα, αλλά για θέματα που αφορούν τα δόγματα της πίστεως και αν αυτά συμφωνούσαν με εκείνα της ιστορικής εκκλησίας. Βέβαια, είχα άγνοια και μαύρα μεσάνυχτα για το πώς εξελίχτηκε ιστορικά ο χριστιανισμός, και το πώς οι απόψεις του 1-3ου αιώνος έγιναν «δόγματα» στον 4ο. Σημασία έχει ότι έγινε ένας πνευματικός σεισμός μέσα μου, και κάθε θρησκευτική «εμπειρία» μου εκεί κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Ο δρόμος για την ορθοδοξία ήταν πλέον ανοιχτός. Το τίμημα ακριβό. Έπρεπε να αναθεωρώ συνεχώς όσα ήξερα και πίστευα ως τότε, και να δέχομαι νέα πράγματα. Όμως, δύο πράγματα έμεναν σταθερά· η πίστη και η αγάπη μου στον Ιησού.
Η μετάβασή μου από την μία εικονική «πραγματικότητα» στην άλλη ήταν σταδιακή, διήρκησε περίπου 4 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα, οι εσωτερικές συγκρούσεις ήταν έντονες. Νομίζω ότι τότε ήταν που άρχισε να λειτουργεί έστω και σε υποτυπώδη ακόμα μορφή αυτό που λέμε «συλλογισμός». Το πνεύμα του ιουδαιοχριστιανισμού είχε ποτίσει βαθιά την σκέψη μου και με εγκλώβιζε στην ιδέα του Μεσσία που θα επέμβει στους ειλικρινείς πλην αφελείς οπαδούς του, και θα τους οδηγούσε στην αλήθεια. Αφού γκρεμίστηκαν τα πάντα μέσα μου, αφού πήγαν εις μάτην αγώνες προσευχών και νηστειών (αφού είχα «αιρετικές διδασκαλίες»), μελέτης των Γραφών, πάλης με το σαρκικό εαυτό μου (πάλι είναι ξεκάθαρη η Γραφή όταν λέει «οι γαρ κατά σάρκα όντες τα της σαρκός φρονούσιν …το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις θεόν …οι δε εν σαρκί όντες θεώ αρέσαι ου δύνανται …ει γαρ κατά σάρκα ζήτε μέλλετε αποθνήσκειν» [Ρωμαίους, 8:5-13]- και όλα αυτά προς ένα παιδί που «βράζει» από τις καθόλα φυσιολογικές επιθυμίες, άρχισα να επιδίδομαι σε έναν αγώνα προσωπικής οικοδομής στην ορθοδοξία πια, με συμμετοχή στην «μυστηριακή» ζωή της.
Στην πραγματικότητα δεν είχε γίνει τίποτα σπουδαίο. Απλά, άλλαξα τάφο. Ούτε προς στιγμή δεν σκέφτηκα ότι ο θεός ήταν απών από όλα αυτά. Ότι, στην καλύτερη των περιπτώσεων, δεν είχε καν ενδιαφερθεί. Αδύνατον αν υπήρχε θεός. Αδύνατον για τον θεό που πίστευα. Αν εμείς, όταν βλέπουμε ένα παιδάκι να παίζει -εν τη αφελεία του- με ένα φίδι, κινηθούμε να το προστατεύσουμε, πόσο περισσότερο ο θεός δεν θα έπρεπε να διαφυλάττει όλους εκείνους που σπαταλούν τα χρόνια τους ψάχνοντας την αλήθεια; 
Ποτέ δεν κατηγόρησα τον Ιησού (ούτε τώρα, εφόσον δεν υπάρχει), ούτε είχα την λογική να διερωτηθώ «που είναι ο Ιησούς», και «γιατί με άφησε να πλανώμαι τόσα χρόνια επί ματαίω, να χάνω την ζωή μέσα από τα χέρια μου». Ο «διάβολος» που συσκοτίζει την λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την αλήθεια από την πλάνη, και τα όργανά του, το αιώνιο άλλοθι των πιστών για την παταγώδη αποτυχία των ιδίων και του «θεού» τους. Και δεν ήταν μόνο η δική μου περίπτωση. Υπήρχαν και υπάρχουν πολλές ακόμα, που χρεώνουν κάθε αποτυχία και κάθε ανοησία τους, στον… διάβολο.
Οι μισθοί μου γίνονταν θρησκευτικά βιβλία των μεγάλων «ορθόδοξων πατέρων» του 4ου- 7ου αιώνος για να μάθω την ορθή ερμηνεία της Γραφής, στην συνέχεια θεολογικά βιβλία δογματικής, εκκλησιαστικές ιστορίες, φιλοκαλία, σύγχρονα αντιαιρετικά βιβλία. Για άλλη μια φορά, ήμουν έτοιμος να δαπανήσω και να δαπανηθώ ο ίδιος χάριν της αλήθειας. Και έτσι, πέρασα κάποια χρόνια και εκεί.
Καθώς περνούσε ο καιρός και με την ενασχόλησή μου με το διαδίκτυο, παρακολουθώντας διάφορα άρθρα, μου ήρθε η επιθυμία να γνωρίσω την προσπάθεια των προγόνων μας να προσεγγίσουν το θείο. Ήθελα από περιέργεια κυρίως, να δω τι έλεγε ο Πλάτωνας. Βεβαίως, η γνώμη μου για την αρχαία Ελλάδα δεν ήταν και η καλύτερη, ούτε φυσικά για τους φιλοσόφους προγόνους μας. Όμως, διαβάζοντας στο διαδίκτυο κάποια άρθρα και αποσπάσματα από τα έργα τους, εντυπωσιάστηκα και συγκινήθηκα από την προσπάθεια εκείνων των ανθρώπων που στην εποχή τους ακόμα δεν είχε έρθει «το φως του κόσμου». Έτσι λοιπόν, για αλλαγή, αποφάσισα να παραγγείλω την «Πολιτεία του Πλάτωνα» και μερικά έργα ηθικά του Πλουτάρχου. Η έκπληξή μου ήταν μη αναμενόμενη. Αντί να διαβάσω σε αυτούς «πλάνες», είδα τα ίδια σχεδόν (πλην ορισμένων διαφοροποιήσεων) με όσα διάβαζα επί σειρά ετών στα θεολογικά βιβλία (και τα οποία δεν περιέχονται στην Βίβλο τόσο ευκρινώς!). Η αθανασία της ψυχής όπως και το τριμερές της, μου έκαναν εντύπωση. Ώστε, ο Πλάτων τα είχε γράψει αιώνες πριν τα αντιγράψουν οι χριστιανοί «πατέρες»! Η δε θεώρηση του θεού από τον Πλάτωνα είναι κατά πολύ ανώτερη από την θεώρηση του θεού στην Παλαιά Διαθήκη. Ο δε Πλούταρχος, μιλούσε περί «παθών ως νόσων της ψυχής», που διάβαζα και στην φιλοκαλία. Και πάλι ο Πλούταρχος προηγείται χρονικά. Ο Αριστοτέλης μιλάει για τις τρεις δυνάμεις της ψυχής και για το κατά πόσο μετέχουν σε αυτές τα φυτά, τα ζώα, και ο άνθρωπος. Τα ίδια θα πει αιώνες αργότερα και ο Μάξιμος ο Ομολογητής.
Ώστε, αυτά που λέει ο χριστιανισμός δεν ήταν πρωτότυπα. Τα είχαν πει αιώνες πριν οι πρόγονοί μας. Την ίδια έκπληξη δοκίμασα όταν άρχισα να διαβάζω και άλλα κείμενα και βιβλία, όπως τους βίους των φιλοσόφων του Διογένη του Λαέρτιου. Οι ρήσεις των επτά σοφών, τα όσα είπαν και οι υπόλοιποι φιλόσοφοι περί του ορθού τρόπου ζωής. Ενθουσιάστηκα. Συναρπάστηκα. Τα ίδια βίωσα διαβάζοντας από την ελληνική μυθολογία. Παρθενογενέσεις, θαύματα, αναστάσεις, καταβάσεις στον Άδη, αναβάσεις σε όρη για να δοθεί ο θείος νόμος, αναλήψεις στα ουράνια και αρκετά ακόμα στοιχεία, υπήρχαν εκατοντάδες χρόνια πριν την έλευση του χριστιανισμού. Ακόμα και ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας τα αναφέρει στην Απολογία του, αλλά τα δικαιολογεί λέγοντας αντιφατικά πράγματα, κάτι που δείχνει και την δική του σύγχυση.
Έτσι, τώρα πια εγώ ο ίδιος, ήμουν σε θέση να κρίνω κατά πόσο τα «καινούρια» του χριστιανισμού ήταν όντως καινούρια. Τώρα πια μόνος μου, χωρίς να μου το πει κάποιος επαγγελματίας χριστιανός διανοούμενος. Δεν ήταν ανάγκη να μου πει κανείς για το τι λέει ο Πλούταρχος, γιατί διάβαζα τον ίδιο τον Πλούταρχο. Μελετώντας, είδα και άλλες κλοπές ιδεών, μαρτυρούμενες ακόμα και από καθηγητές θεολογίας, όχι όμως τόσο φανερά, αλλά συγκαλυμμένα. Προχώρησα παραμέσα. Αφού είχα μελετήσει την Βίβλο και το ορθόδοξο δόγμα, ήθελα να δω τι λέει και η άλλη πλευρά, αυτή που στηλίτευε τον χριστιανισμό από την θεολογική πλευρά, την ηθική, την ιστορική. Όπως, τον Ντέσνερ, τον Σιμόπουλο, τον Κορδάτο, τον Πορφύριο, τον Ιουλιανό κα, όλους αυτούς που άλλοτε βδελυσσόμουν ακόμα και το όνομά τους. «Ανακάλυψα» τον Έρμαν Μπάρτ, άκουσα ομιλίες του, διάβασα ορισμένα βιβλία του, και διαπίστωσα ότι η επιστημονική κοινότητα είναι πεπεισμένη εδώ και πάρα πολύ καιρό, ότι τα κείμενα της Βίβλου είναι πειραγμένα, ειδικά της Καινής Διαθήκης («Παραφράζοντας τα λόγια του Ιησού», Έρμαν Μπάρτ). Αλλά το βιβλίο που γκρέμισε μια για πάντα τα περί ιστορικότητας των όσων αναφέρονται στα ευαγγέλια (η θεοπνευστία είχε πάει περίπατο πολύ καιρό πριν για μένα), ήταν το βιβλίο του Κων/νου Θεοδωρίδη, «Η Απάτη των Ευαγγελίων».
Για δεύτερη φορά στην ζωή μου, όλες οι αξίες που είχα κτίσει με κόπο και μόχθο, με θυσίες, με δαπάνες, και το κυριότερο με «θυσία του ίδιου μου του εαυτού» (οι φυσιολογικές απολαύσεις εξακολούθησαν να είναι «αμαρτωλές»- διαβάστε την Χρηστοήθεια του Νικοδήμου του Αγιορείτου για να καταλάβετε τι είναι αυτό που γράφω), όλα γκρεμίστηκαν. Άξιζε ο κόπος; Η φιλοπονία και η φιλομάθεια είναι καλά στοιχεία, όμως αν υπήρχε από την αρχή κάποιος άνθρωπος να με μάθει να σκέφτομαι, να μην είμαι επιπόλαιος στις επιλογές μου- επιλογές ζωής, θεωρώ ότι όχι μόνο θα είχα αποφύγει όλες αυτές τις κακοτοπιές- που μου είχαν αφήσει ένα σωρό κόμπλεξ, αλλά επιπλέον θα είχα προχωρήσει περισσότερο και στην γνώση.
Εδώ και δύο χρόνια περίπου έχω παύσει να ανήκω σε θρησκεία, ενώ τους τελευταίους μήνες κατέληξα στην αθεΐα. Και σε αυτό με βοήθησαν οι υλιστές φιλόσοφοι, και περισσότερο οι προσωκρατικοί με την κοσμοθεώρησή τους. Όπως και η διαθήκη του αββά Μελιέ. Βεβαίως, όλοι οι φιλόσοφοι και όλες οι φιλοσοφικές σχολές έχουν βάλει ένα λιθαράκι για την προσέγγιση της αλήθειας. Άλλοι πλησίασαν περισσότερο, άλλοι λιγότερο, κατά την δική μου άποψη.
Όμως, διαβάζοντας τους υλιστές φιλοσόφους, κατάλαβα ότι αυτοί πατούν σε στέρεο έδαφος, αποφεύγοντας αναπόδεικτους ισχυρισμούς και αφηρημένες έννοιες με τα οποία ξεκινούν τους συλλογισμούς τους οι ιδεαλιστές. Ακόμα, θεωρώ ότι οι υλιστές φιλόσοφοι και η κοσμοθεώρηση από την φυσιοκρατική πλευρά, δίνουν περισσότερες και πειστικότερες απαντήσεις για τον κόσμο και το φαινόμενο της ζωής, παρά οι ιδεαλιστές, οι οποίοι ναι μεν σαγηνεύουν, αλλά αδυνατούν να απαντήσουν ίσως στο πιο σπουδαίο και δύσκολο πρόβλημα που έθεσε ποτέ ανθρώπινος νους, το πρόβλημα του κακού και της θεοδικίας. Βεβαίως, η γνώση κτίζεται βήμα-βήμα. Δεν είναι κάτι το «φτασμένο», ή το δεδομένο άνωθεν. Είναι η συνεχής απόκτηση του ανθρωπίνου πνεύματος που θα ακολουθεί επ’ άπειρον την ίδια οδό, όσο θα υπάρχει η ανθρωπότητα.
Μεγάλο λάθος η αποδοχή πραγμάτων άνευ εξετάσεως. Άνευ γνώσεως δηλαδή. Γιατί, σίγουρα κανείς δεν ισχυρίζεται ότι είναι παντογνώστης, όμως είναι πιο φρόνιμο να βαδίζει κανείς με όσα ξέρει και όχι με όσα φαντάζεται. Ο ορισμός της πίστης που βρίσκει κανείς στην ίδια την Καινή Διαθήκη και που «ζητά» ο υποτιθέμενος Ιησούς, εμπεριέχει αντιφατικά στοιχεία που είναι ικανά να ακυρώσουν από μόνα τους αυτόν τον παραλογισμό. «Εστίν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις πραγμάτων έλεγχος ου . βλεπομένων» (Προς Εβραίους, 11:1). Πραγματικότητα όσων ελπίζουν και βεβαίωση για πράγματα που δεν βλέπουμε. Υπάρχει καλύτερος ορισμός για το «Matrix»;
Κλείνω με τούτα τα λόγια που απαντούν σε όλους αυτούς που πλανώνται θεωρώντας τον υλισμό- αθεϊσμό απλά ως αρνήσεις, χωρίς να έχουν τίποτα το θετικό.
«Η αθεΐα, λέγει ο καγκελάριος Bacon, στο Ηθικά Δοκίμια, επιτρέπει στον άνθρωπο το νόημα, τη φιλοσοφία, τη φυσική ευλάβεια, τους νόμους, την υπόληψη εις οτιδήποτε ικανό να τον οδηγήσει προς την αρετή: η δεισιδαιμονία, τουναντίον, τα καταστρέφει όλα αυτά και εγκαθιδρύεται ως απόλυτος τύραννος στην ανθρώπινη διάνοια: ως εκ τούτου η αθεΐα ουδέποτε διαταράσσει τα κράτη, αλλά μεγιστοποιεί τη διορατικότητα του ανθρώπου ως προς τον ίδιο τον εαυτό του, ο οποίος εφεξής ορίζει, τρόπον τινά, το πεδίο της ορατότητάς του» (Από το βιβλίο του Ζώρζ Μινουά, «Η ιστορία της αθεΐας», σελ. 275).
Σας ευχαριστώ για τον χρόνο σας.