(συνέχεια από το α' μέρος)
Αφού διαπιστώθηκε στο α' μέρος ότι η χριστιανική θρησκεία είναι ένα συνονθύλευμα μυθοπλασιών, με ανύπαρκτο ιδρυτή, αμφισβητούμενες γραφές και μεταβαλλόμενη τακτική προσαρμογής, να δούμε μερικές από τις σημαντικότερες μυθοπλασίες:
Η Ναζαρέτ
Ένα άλλο μυστήριο αποτελεί η πόλη Ναζαρέτ, από την οποία λέγεται ότι καταγόταν ο Ιησούς. Η προσαγόρευση Ναζωραίος για τον Ιησού αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη δώδεκα φορές. Για παράδειγμα, στο Ματθαίος 2,23 αναγράφεται: «και ελθών κατώκησεν εις πόλιν λεγόμενην Ναζαρέτ, όπως πληρωθεί το ρηθέν δια των προφητών, ότι Ναζωραίος κληθήσεται». Επίσης, στο Ιωάννης (19,19) αναφέρεται ότι στο σταυρό που θανατώθηκε ο Ιησούς υπήρχε επιγραφή γραμμένη σε τρεις γλώσσες: «Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων»! Πέρα απ' αυτό, ως Ναζωραίος αναφέρεται και ο ληξιαρχικός πατέρας του Ιησού, ο Ιωσήφ. Όμως, μια πόλη της Παλαιστίνης και συγκεκριμένα της Γαλιλαίας με το όνομα Ναζαρέτ δεν υπήρξε ποτέ πριν και κατά τη διάρκεια της ζωής του Ιησού και παρουσιάζεται για πρώτη φορά μέσα από τα Ευαγγέλια. Η πόλη αυτή φαίνεται να «ιδρύθηκε» από τους χριστιανούς θεολόγους και αναφέρεται στις ιστορικές πηγές περί τον 3ο μ.Χ. αιώνα.
Στα ιστορικά έργα του Ιώσηπου Φλάβιου, ο οποίος ήταν αρχιστράτηγος των γαλιλαιϊκών στρατευμάτων στην εξέγερση κατά της Ρώμης και ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, συνελήφθη και κρατήθηκε αιχμάλωτος από το έτος 67 μ.Χ., δεν αναφέρεται πουθενά αυτή η πόλη, αν και τα στρατεύματά του στρατοπέδευαν στην περιοχή της σημερινής Ναζαρέτ. Κατά τις συγκρούσεις για την κατάληψη της γειτονικής πόλης Sepphoris, η οποία απείχε μερικά χιλιόμετρα από τον οικισμό που ονομαζόταν αργότερα Ναζαρέτ, έπρεπε να αποτελεί αυτή η Ναζαρέτ από στρατηγικής σκοπιάς σημείο οπισθοχώρησης ή στρατοπέδευσης των στρατευμάτων του. Μία πόλη Garis, 5 χλμ. νοτιοανατολικά της Sepphoris, που δεν υπάρχει πια και αναφέρεται πράγματι από τον Ιώσηπο (Βιβλίο 3, Κεφάλαιο 6,3) ως τοποθεσία του στρατοπέδου του, βρίσκεται ακριβώς στη θέση που υπάρχει η μεταγενέστερα αναφερόμενη Ναζαρέτ. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι σίγουρα μέχρι το 70 μ.Χ. δεν φαίνεται να υπήρχε κατ' όνομα μια πόλη Ναζαρέτ.
Αλλά και στους προηγούμενους αιώνες, στην π.Χ. εποχή, πουθενά δεν υπάρχει αναφορά στην πόλη Ναζαρέτ. Στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία αποτελεί την πολιτική και θρησκευτική ιστορία του ιουδαϊκού λαού, γίνεται αναφορά σε χιλιάδες πόλεις, χωριά και οικισμούς, πολλά ονόματα που έπαψαν να αναφέρονται κατά τη μεταγενέστερη εποχή. Όμως, σε κανένα σημείο της Π.Δ. δεν αναφέρεται κάποιος οικισμός που θα μπορούσε να ταυτιστεί κατ' όνομα ή λόγω ιστορικών γεγονότων με την πόλη που ονομάστηκε Ναζαρέτ. Άρα τυχόν εικασίες ότι μπορεί να υπήρχε παλαιότερα το όνομα Ναζαρέτ, να περιέπεσε για δεκαετίες ή και αιώνες στη λήθη και να επανήλθε αργότερα, δεν ευσταθούν.
Το Ταλμούδ, μια συλλογή ιουδαϊκών νόμων που γράφτηκε μετά τα χριστιανικά ευαγγέλια (3ος αι.), αναφέρει πολλούς μικρούς και μεγάλους γαλιλαιϊκούς οικισμούς, αλλά ούτε μία φορά τη Ναζαρέτ. Γενικότερα, ουδείς ιστορικός ή άλλος συγγραφέας, πριν ή λίγο μετά τον Ιησού, έχει αναφέρει ποτέ το όνομα αυτής της πόλης. Η μόνη «πηγή» που «ιδρύει» και περιγράφει τη Ναζαρέτ, είναι η χριστιανική παράδοση, στην οποία αναφέρεται ακόμα ότι εκεί υπήρχε και συναγωγή, άρα θα έπρεπε να είναι ένας μεγαλύτερος οικισμός και όχι μια μικρή ομάδα κατοικιών ή ένας σταθμός αγροτικής παραγωγής. Παραμένει λοιπόν ανεξήγητο, πώς είναι δυνατόν να υπήρχε στο σταυρό του Ιησού επιγραφή που αναφερόταν σε μια πόλη, η οποία δεν υπήρχε καν εκείνη την εποχή ή πριν από αυτήν. Και πώς αναφέρεται αυτή η πόλη στα Eυαγγέλια που λέγεται ότι γράφτηκαν μέσα στον 1ο αιώνα αλλά δεν αναφέρεται στο Ταλμούδ που γράφτηκε δύο αιώνες αργότερα...
Κατά μία «αιρετική» εκδοχή ο χαρακτηρισμός Ναζωραίος (ή αλλιώς Ναζηραίς ή Ναζηραίος) σήμαινε στα εβραϊκά ο κεχρισμένος. Επειδή όμως οι θεόπνευστοι πατέρες του χριστιανισμού δεν κατανοούσαν αυτή τη λέξη, νόμισαν ότι ήταν προσδιορισμός με τοπική-εθνική σημασία και «κατασκεύασαν» μια πόλη Ναζαρέτ. Τότε όμως, πώς αναφέρεται ήδη ο Ματθαίος στην πόλη Ναζαρέτ που κατοίκησε ο Ιησούς; Το πιθανότερο είναι ότι προστέθηκαν αργότερα...
Η τριαδικότητα
Ένα άλλο ζήτημα προβληματισμού είναι, πώς προέκυψε η «κατασκευή» για τον τριαδικό θεό, με τον Ιησού στη θέση του γιου, η οποία πουθενά δεν αναφέρεται ρητά, ούτε στην Παλαιά Διαθήκη ούτε στα Ευαγγέλια, αλλά συνάγεται από διάφορες διατυπώσεις, οι οποίες με την προσφιλή στους θεολόγους μέθοδο της ερμηνευτικής μπορούν να πάρουν και την ακριβώς αντίθετη σημασία. Γεγονός είναι ότι τα περί τριαδικότητας αποτελούν μεταγενέστερη επινόηση των εκκλησιαστικών «πατέρων», αρχικά του Αθηναγόρα και του Τερτυλιανού.
Αν ληφθεί δε επί λέξει η αναφορά «υιός του θεού» που παρουσιάζεται σε πολλά σημεία των ευαγγελίων και ερμηνεύεται ως απόδειξη της σχέσης πατρός θεού και υιού Ιησού, τότε πρέπει να ληφθεί επίσης επί λέξει η αναφορά στη Γένεση (στ' 2) όπου αναγράφεται: «Ιδόντες οι υιοί τού Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων, ότι ήσαν ωραίαι, έλαβον εις εαυτούς γυναίκας». Άρα υπήρχαν περισσότεροι του ενός υιοί θεού, οι οποίοι παντρεύτηκαν κιόλας.
Επίσης ο χαρακτηρισμός «υιός του ανθρώπου» που χρησιμοποιείται μερικές φορές στα ευαγγέλια, δεν είναι καθόλου μυστηριώδης και δεν σημαίνει αυτά που προσπαθούν να υποβάλουν οι κληρικοί, αφού πρόκειται για κοινότοπη έκφραση στα εβραϊκά. Σ' αυτή τη γλώσσα δεν υπάρχει αυτοτελής λέξη για την έννοια «άνθρωπος» και όλοι οι άνθρωποι αποκαλούνται «γιοι του χωματένιου», που δεν είναι άλλος από τον Αδάμ, το όνομα του οποίου είναι ο αρσενικός τύπος της λέξης «ανταμά», που σημαίνει «χώμα, γη». Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τους ιθαγενείς της Γροιλανδίας, οι οποίοι δεν ονομάζουν τους εαυτούς τους Εσκιμώους, αλλά Ινουίτ που σημαίνει «άνθρωπος». Ήταν και οι μόνοι άνθρωποι που γνώριζαν, οπότε δεν χρειάστηκε να δώσουν διαφορετικά ονόματα σε άλλες ανθρώπινες φυλές - μέχρι που εμφανίστηκαν οι Ευρωπαίοι. Ανάλογα ισχύουν για όλες τις γλώσσες με πολύ παλιά ιστορία.
Ο ίδιος ο Ιησούς ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του θεό, το οποίο αποτελεί θεμελιώδες δόγμα της χριστιανικής θρησκείας και θα έπρεπε να προβάλλεται από τον ίδιο και τους μαθητές του! Ο Παύλος δεν αναφέρει πουθενά στις επιστολές του τον Ιησού ως θεό και διατηρεί αυτόν τον υπέρτατο χαρακτηρισμό μόνο για τον ένα και μοναδικό θεό του! Οι οπαδοί εκείνης της εποχής πίστευαν στο θεό, πίστευαν και στον Ιησού, αλλά δεν ταύτιζαν αυτές τις δύο έννοιες. Εξ αυτού οι χριστιανοί οπαδοί ονόμαζαν τον Ιησού το 2ο και 3ο αιώνα «θεϊκό» και τον λάτρευαν υπερβαλλόντως, πράγμα που οδήγησε τον 4ο αιώνα τη ρωμαϊκή (γοτθική) εξουσία στη σύνοδο της Νίκαιας να αναβαθμίσει ένα «θεϊκό δάσκαλο» σε «θεό».
Επίσης, η Καινή Διαθήκη αναφέρεται σε γεγονότα, τα οποία παρουσιάζονται τώρα ως «θαύματα», ενώ την εποχή που λέγεται ότι συνέβησαν, ονομάζονταν «σημεία» ή «σημάδια εξ ουρανού». Αλλιώς θα έπρεπε ο θεός, λένε έγκριτοι θεολόγοι, να ανατρέπει για χάριν κάποιου πεινασμένου ή άρρωστου ή πεθαμένου τους νόμους της φύσης… Αργότερα αποφάσισαν οι «πατέρες της εκκλησίας» να θεωρούνται τα σημάδια «θαύματα», όπως τα εννοούν μερικοί σήμερα, δηλαδή υπερφυσικά γεγονότα που ανατρέπουν τη φύση.
Η μόνη λογική εξήγηση για τη δημιουργία του «τριαδικού» θεού που είναι μεν ένας, αλλά έχει τρεις υποστάσεις, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, πρέπει να οφείλεται σε αντιγραφή από ανταγωνιστικές θρησκείες των πρώτων χριστιανικών αιώνων (βλέπε και επόμενα), οι οποίες είχαν επικεφαλής επίσης πλειάδα θεϊκών μορφών. Η ιδέα της θεοποίησης του Ιησού εμφανίζεται 2 γενιές μετά τον αναφερόμενο θάνατό του και σχετίζεται με τον ανταγωνισμό των θρησκειών της εποχής: Ημίθεος ο Ηρακλής, θεάνθρωπος ο δικός μας κ.ο.κ. Με αυτό τον τρόπο, ο χριστιανισμός παρουσιαζόταν προς τους Ιουδαίους ως μονοθεϊστική θρησκεία, αλλά προς τους εθνικούς ως πολυθεϊστική και γινόταν έτσι ελκυστική και πολυσυλλεκτική.
Στα ιστορικά έργα του Ιώσηπου Φλάβιου, ο οποίος ήταν αρχιστράτηγος των γαλιλαιϊκών στρατευμάτων στην εξέγερση κατά της Ρώμης και ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, συνελήφθη και κρατήθηκε αιχμάλωτος από το έτος 67 μ.Χ., δεν αναφέρεται πουθενά αυτή η πόλη, αν και τα στρατεύματά του στρατοπέδευαν στην περιοχή της σημερινής Ναζαρέτ. Κατά τις συγκρούσεις για την κατάληψη της γειτονικής πόλης Sepphoris, η οποία απείχε μερικά χιλιόμετρα από τον οικισμό που ονομαζόταν αργότερα Ναζαρέτ, έπρεπε να αποτελεί αυτή η Ναζαρέτ από στρατηγικής σκοπιάς σημείο οπισθοχώρησης ή στρατοπέδευσης των στρατευμάτων του. Μία πόλη Garis, 5 χλμ. νοτιοανατολικά της Sepphoris, που δεν υπάρχει πια και αναφέρεται πράγματι από τον Ιώσηπο (Βιβλίο 3, Κεφάλαιο 6,3) ως τοποθεσία του στρατοπέδου του, βρίσκεται ακριβώς στη θέση που υπάρχει η μεταγενέστερα αναφερόμενη Ναζαρέτ. Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι σίγουρα μέχρι το 70 μ.Χ. δεν φαίνεται να υπήρχε κατ' όνομα μια πόλη Ναζαρέτ.
Αλλά και στους προηγούμενους αιώνες, στην π.Χ. εποχή, πουθενά δεν υπάρχει αναφορά στην πόλη Ναζαρέτ. Στην Παλαιά Διαθήκη, η οποία αποτελεί την πολιτική και θρησκευτική ιστορία του ιουδαϊκού λαού, γίνεται αναφορά σε χιλιάδες πόλεις, χωριά και οικισμούς, πολλά ονόματα που έπαψαν να αναφέρονται κατά τη μεταγενέστερη εποχή. Όμως, σε κανένα σημείο της Π.Δ. δεν αναφέρεται κάποιος οικισμός που θα μπορούσε να ταυτιστεί κατ' όνομα ή λόγω ιστορικών γεγονότων με την πόλη που ονομάστηκε Ναζαρέτ. Άρα τυχόν εικασίες ότι μπορεί να υπήρχε παλαιότερα το όνομα Ναζαρέτ, να περιέπεσε για δεκαετίες ή και αιώνες στη λήθη και να επανήλθε αργότερα, δεν ευσταθούν.
Το Ταλμούδ, μια συλλογή ιουδαϊκών νόμων που γράφτηκε μετά τα χριστιανικά ευαγγέλια (3ος αι.), αναφέρει πολλούς μικρούς και μεγάλους γαλιλαιϊκούς οικισμούς, αλλά ούτε μία φορά τη Ναζαρέτ. Γενικότερα, ουδείς ιστορικός ή άλλος συγγραφέας, πριν ή λίγο μετά τον Ιησού, έχει αναφέρει ποτέ το όνομα αυτής της πόλης. Η μόνη «πηγή» που «ιδρύει» και περιγράφει τη Ναζαρέτ, είναι η χριστιανική παράδοση, στην οποία αναφέρεται ακόμα ότι εκεί υπήρχε και συναγωγή, άρα θα έπρεπε να είναι ένας μεγαλύτερος οικισμός και όχι μια μικρή ομάδα κατοικιών ή ένας σταθμός αγροτικής παραγωγής. Παραμένει λοιπόν ανεξήγητο, πώς είναι δυνατόν να υπήρχε στο σταυρό του Ιησού επιγραφή που αναφερόταν σε μια πόλη, η οποία δεν υπήρχε καν εκείνη την εποχή ή πριν από αυτήν. Και πώς αναφέρεται αυτή η πόλη στα Eυαγγέλια που λέγεται ότι γράφτηκαν μέσα στον 1ο αιώνα αλλά δεν αναφέρεται στο Ταλμούδ που γράφτηκε δύο αιώνες αργότερα...
Κατά μία «αιρετική» εκδοχή ο χαρακτηρισμός Ναζωραίος (ή αλλιώς Ναζηραίς ή Ναζηραίος) σήμαινε στα εβραϊκά ο κεχρισμένος. Επειδή όμως οι θεόπνευστοι πατέρες του χριστιανισμού δεν κατανοούσαν αυτή τη λέξη, νόμισαν ότι ήταν προσδιορισμός με τοπική-εθνική σημασία και «κατασκεύασαν» μια πόλη Ναζαρέτ. Τότε όμως, πώς αναφέρεται ήδη ο Ματθαίος στην πόλη Ναζαρέτ που κατοίκησε ο Ιησούς; Το πιθανότερο είναι ότι προστέθηκαν αργότερα...
Η τριαδικότητα
Ένα άλλο ζήτημα προβληματισμού είναι, πώς προέκυψε η «κατασκευή» για τον τριαδικό θεό, με τον Ιησού στη θέση του γιου, η οποία πουθενά δεν αναφέρεται ρητά, ούτε στην Παλαιά Διαθήκη ούτε στα Ευαγγέλια, αλλά συνάγεται από διάφορες διατυπώσεις, οι οποίες με την προσφιλή στους θεολόγους μέθοδο της ερμηνευτικής μπορούν να πάρουν και την ακριβώς αντίθετη σημασία. Γεγονός είναι ότι τα περί τριαδικότητας αποτελούν μεταγενέστερη επινόηση των εκκλησιαστικών «πατέρων», αρχικά του Αθηναγόρα και του Τερτυλιανού.
Αν ληφθεί δε επί λέξει η αναφορά «υιός του θεού» που παρουσιάζεται σε πολλά σημεία των ευαγγελίων και ερμηνεύεται ως απόδειξη της σχέσης πατρός θεού και υιού Ιησού, τότε πρέπει να ληφθεί επίσης επί λέξει η αναφορά στη Γένεση (στ' 2) όπου αναγράφεται: «Ιδόντες οι υιοί τού Θεού τας θυγατέρας των ανθρώπων, ότι ήσαν ωραίαι, έλαβον εις εαυτούς γυναίκας». Άρα υπήρχαν περισσότεροι του ενός υιοί θεού, οι οποίοι παντρεύτηκαν κιόλας.
Επίσης ο χαρακτηρισμός «υιός του ανθρώπου» που χρησιμοποιείται μερικές φορές στα ευαγγέλια, δεν είναι καθόλου μυστηριώδης και δεν σημαίνει αυτά που προσπαθούν να υποβάλουν οι κληρικοί, αφού πρόκειται για κοινότοπη έκφραση στα εβραϊκά. Σ' αυτή τη γλώσσα δεν υπάρχει αυτοτελής λέξη για την έννοια «άνθρωπος» και όλοι οι άνθρωποι αποκαλούνται «γιοι του χωματένιου», που δεν είναι άλλος από τον Αδάμ, το όνομα του οποίου είναι ο αρσενικός τύπος της λέξης «ανταμά», που σημαίνει «χώμα, γη». Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τους ιθαγενείς της Γροιλανδίας, οι οποίοι δεν ονομάζουν τους εαυτούς τους Εσκιμώους, αλλά Ινουίτ που σημαίνει «άνθρωπος». Ήταν και οι μόνοι άνθρωποι που γνώριζαν, οπότε δεν χρειάστηκε να δώσουν διαφορετικά ονόματα σε άλλες ανθρώπινες φυλές - μέχρι που εμφανίστηκαν οι Ευρωπαίοι. Ανάλογα ισχύουν για όλες τις γλώσσες με πολύ παλιά ιστορία.
Ο ίδιος ο Ιησούς ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του θεό, το οποίο αποτελεί θεμελιώδες δόγμα της χριστιανικής θρησκείας και θα έπρεπε να προβάλλεται από τον ίδιο και τους μαθητές του! Ο Παύλος δεν αναφέρει πουθενά στις επιστολές του τον Ιησού ως θεό και διατηρεί αυτόν τον υπέρτατο χαρακτηρισμό μόνο για τον ένα και μοναδικό θεό του! Οι οπαδοί εκείνης της εποχής πίστευαν στο θεό, πίστευαν και στον Ιησού, αλλά δεν ταύτιζαν αυτές τις δύο έννοιες. Εξ αυτού οι χριστιανοί οπαδοί ονόμαζαν τον Ιησού το 2ο και 3ο αιώνα «θεϊκό» και τον λάτρευαν υπερβαλλόντως, πράγμα που οδήγησε τον 4ο αιώνα τη ρωμαϊκή (γοτθική) εξουσία στη σύνοδο της Νίκαιας να αναβαθμίσει ένα «θεϊκό δάσκαλο» σε «θεό».
Επίσης, η Καινή Διαθήκη αναφέρεται σε γεγονότα, τα οποία παρουσιάζονται τώρα ως «θαύματα», ενώ την εποχή που λέγεται ότι συνέβησαν, ονομάζονταν «σημεία» ή «σημάδια εξ ουρανού». Αλλιώς θα έπρεπε ο θεός, λένε έγκριτοι θεολόγοι, να ανατρέπει για χάριν κάποιου πεινασμένου ή άρρωστου ή πεθαμένου τους νόμους της φύσης… Αργότερα αποφάσισαν οι «πατέρες της εκκλησίας» να θεωρούνται τα σημάδια «θαύματα», όπως τα εννοούν μερικοί σήμερα, δηλαδή υπερφυσικά γεγονότα που ανατρέπουν τη φύση.
Η μόνη λογική εξήγηση για τη δημιουργία του «τριαδικού» θεού που είναι μεν ένας, αλλά έχει τρεις υποστάσεις, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, πρέπει να οφείλεται σε αντιγραφή από ανταγωνιστικές θρησκείες των πρώτων χριστιανικών αιώνων (βλέπε και επόμενα), οι οποίες είχαν επικεφαλής επίσης πλειάδα θεϊκών μορφών. Η ιδέα της θεοποίησης του Ιησού εμφανίζεται 2 γενιές μετά τον αναφερόμενο θάνατό του και σχετίζεται με τον ανταγωνισμό των θρησκειών της εποχής: Ημίθεος ο Ηρακλής, θεάνθρωπος ο δικός μας κ.ο.κ. Με αυτό τον τρόπο, ο χριστιανισμός παρουσιαζόταν προς τους Ιουδαίους ως μονοθεϊστική θρησκεία, αλλά προς τους εθνικούς ως πολυθεϊστική και γινόταν έτσι ελκυστική και πολυσυλλεκτική.
Στο αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο παρουσιάζεται η τριάδα Δίας, Ήρα και θυγατέρα Αθηνά. Η θεά Εκάτη εμφανίζεται στους ύστερους χρόνους της αρχαιότητας ως τρισυπόστατη, εκφράζοντας ουσιαστικά τους τρεις κόσμους (Θεϊκό, Γήινο και Νεκρικό). Στην κέλτικη θρησκεία η θεά Morrigan έχει τρεις μορφές: αγάπη, γονιμότητα και θάνατος. Στον Ινδουϊσμό εκφράζεται μια τριαδικότητα με την Trimurti, την ενότητα των τριών υποστάσεων του δημιουργού (βράχμα), προστάτη (βίσνου) και καταστροφέα (σίβα).
Τέλος, στην επίσης πολύ παλαιότερη από το χριστιανισμό αιγυπτιακή θρησκεία υπήρχε ο θεός πατέρας Όσιρις, η θεά μητέρα Ίσις, σύζυγος του Όσιρι και το παιδί τους, ο Ώρος, ο οποίος ήταν πτηνό, όπως το χριστιανικό «άγιο πνεύμα» (βλέπε και επόμενα). Στην αιγυπτιακή θρησκεία το πτηνό ήταν, όμως, γεράκι, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη μυθολογία και την κοινωνική ζωή των λαών της βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής.
Η μητέρα του Ιησού
Αυτή η εισαγωγή της τριαδικότητας από τους εκκλησιαστικούς πατέρες δημιούργησε όμως, πέρα από τις πολλαπλές αιρέσεις και συγκρούσεις, ακόμα μέχρι το 19ο αιώνα και σήμερα ίσως, συμπληρωματικά προβλήματα: Οι εθνικές θρησκείες είχαν πάντα και μια θηλυκή θεότητα, η οποία «φρόντιζε» για τα θέματα της γυναικείας απασχόλησης στις αρχαίες κοινωνίες και μέχρι σήμερα, τη μητρότητα, την οικογένεια, την υγεία κ.ά. Τέτοιες θεότητες ήταν η περσική Εκάτη, η αιγυπτιακή Ίσις, οι ελληνικές θεότητες Ήρα, Αθηνά, Αφροδίτη κ.ο.κ., των οποίων η λατρεία ήταν πολύ διαδεδομένη στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου και στις οποίες είχαν αφιερωθεί εντυπωσιακοί ναοί.
Η χριστιανική θρησκεία είχε ένα θεό απροσδιόριστου φύλου, ο οποίος όμως εκδηλώνεται κατά γενική αντίληψη ως άντρας, ένα υιό αρσενικό και το πνεύμα ουδέτερο. Τίποτα θηλυκό, ίσως και λόγω του παραδοσιακού μισογυνισμού των «πατέρων». Όποτε είχε τεθεί το πρόβλημα της απουσίας θηλυκής θεότητας, κάθε πρόταση είχε απορριφθεί από τους μεγάλους εκκλησιαστικούς «πατέρες», για διάφορους λόγους.
Τελικά, στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431 μ.Χ.) αποφασίστηκε να ανακηρυχθεί η μητέρα του Ιησού, Μαρία, ως «παναγία και υπεραγία θεοτόκος», την οποία όμως ο τότε οικουμενικός πατριάρχης μόνο ως «χριστοτόκο» δεχόταν να αναγνωρίσει. Αυτή η επιλογή με την εισαγωγή θηλυκής θεότητας προκάλεσε νέες αντιδικίες, συγκρούσεις και αιρέσεις, πολλές από τις οποίες διαρκούν μέχρι των ημερών μας! Σταδιακά αποδόθηκαν δε όλες οι υπερφυσικές ικανότητες των προχριστιανικών θηλυκών θεοτήτων στη μητέρα του Ιησού.
Για παράδειγμα, κοντά στο ιερό της Αφροδίτης στη Βραυρώνα Αττικής, η οποία Αφροδίτη «γιάτρευε» τα ασθενή παιδιά, δημιουργήθηκε εδώ και πολλούς αιώνες και υπάρχει μέχρι σήμερα ανακαινισμένη μια εκκλησία της «Παναγίας γιάτρισσας». Αντίστοιχα έχουν γίνει κοντά ή πάνω σε όλα τα αρχαία ιερά.
Η νέα θρησκεία
Ένα άλλο ανεξήγητο από τους θεολόγους σημείο είναι ότι, στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος θρησκεία, ούτε φαίνεται από το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Ιησού να υπήρχε ως στόχος η ίδρυση μιας νέας θρησκείας! Αντίθετα, οι ευαγγελικές περιγραφές (Ματθαίος, 5, 17-18) δείχνουν μια συμπεριφορά και ομιλία πιστού Ιουδαίου: «Μην νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον και τους προφήτας, ούκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι» (πληρώ = εκπληρώ, συμπληρώνω). Επίσης, το περιγραφόμενο σε Ευαγγέλιο περιστατικό της εκδίωξης των εμπόρων από τη συναγωγή δείχνει, αν πράγματι συνέβη, ότι στόχος του ευαγγελικού Ιησού ήταν η κάθαρση και ανάδειξη της ιουδαϊκής θρησκείας και όχι η υποκατάστασή της.
Τέλος, στην επίσης πολύ παλαιότερη από το χριστιανισμό αιγυπτιακή θρησκεία υπήρχε ο θεός πατέρας Όσιρις, η θεά μητέρα Ίσις, σύζυγος του Όσιρι και το παιδί τους, ο Ώρος, ο οποίος ήταν πτηνό, όπως το χριστιανικό «άγιο πνεύμα» (βλέπε και επόμενα). Στην αιγυπτιακή θρησκεία το πτηνό ήταν, όμως, γεράκι, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη μυθολογία και την κοινωνική ζωή των λαών της βόρειας Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής.
Η μητέρα του Ιησού
Αυτή η εισαγωγή της τριαδικότητας από τους εκκλησιαστικούς πατέρες δημιούργησε όμως, πέρα από τις πολλαπλές αιρέσεις και συγκρούσεις, ακόμα μέχρι το 19ο αιώνα και σήμερα ίσως, συμπληρωματικά προβλήματα: Οι εθνικές θρησκείες είχαν πάντα και μια θηλυκή θεότητα, η οποία «φρόντιζε» για τα θέματα της γυναικείας απασχόλησης στις αρχαίες κοινωνίες και μέχρι σήμερα, τη μητρότητα, την οικογένεια, την υγεία κ.ά. Τέτοιες θεότητες ήταν η περσική Εκάτη, η αιγυπτιακή Ίσις, οι ελληνικές θεότητες Ήρα, Αθηνά, Αφροδίτη κ.ο.κ., των οποίων η λατρεία ήταν πολύ διαδεδομένη στις περιοχές της ανατολικής Μεσογείου και στις οποίες είχαν αφιερωθεί εντυπωσιακοί ναοί.
Η χριστιανική θρησκεία είχε ένα θεό απροσδιόριστου φύλου, ο οποίος όμως εκδηλώνεται κατά γενική αντίληψη ως άντρας, ένα υιό αρσενικό και το πνεύμα ουδέτερο. Τίποτα θηλυκό, ίσως και λόγω του παραδοσιακού μισογυνισμού των «πατέρων». Όποτε είχε τεθεί το πρόβλημα της απουσίας θηλυκής θεότητας, κάθε πρόταση είχε απορριφθεί από τους μεγάλους εκκλησιαστικούς «πατέρες», για διάφορους λόγους.
Τελικά, στην Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431 μ.Χ.) αποφασίστηκε να ανακηρυχθεί η μητέρα του Ιησού, Μαρία, ως «παναγία και υπεραγία θεοτόκος», την οποία όμως ο τότε οικουμενικός πατριάρχης μόνο ως «χριστοτόκο» δεχόταν να αναγνωρίσει. Αυτή η επιλογή με την εισαγωγή θηλυκής θεότητας προκάλεσε νέες αντιδικίες, συγκρούσεις και αιρέσεις, πολλές από τις οποίες διαρκούν μέχρι των ημερών μας! Σταδιακά αποδόθηκαν δε όλες οι υπερφυσικές ικανότητες των προχριστιανικών θηλυκών θεοτήτων στη μητέρα του Ιησού.
Για παράδειγμα, κοντά στο ιερό της Αφροδίτης στη Βραυρώνα Αττικής, η οποία Αφροδίτη «γιάτρευε» τα ασθενή παιδιά, δημιουργήθηκε εδώ και πολλούς αιώνες και υπάρχει μέχρι σήμερα ανακαινισμένη μια εκκλησία της «Παναγίας γιάτρισσας». Αντίστοιχα έχουν γίνει κοντά ή πάνω σε όλα τα αρχαία ιερά.
Η νέα θρησκεία
Ένα άλλο ανεξήγητο από τους θεολόγους σημείο είναι ότι, στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται πουθενά ο όρος θρησκεία, ούτε φαίνεται από το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Ιησού να υπήρχε ως στόχος η ίδρυση μιας νέας θρησκείας! Αντίθετα, οι ευαγγελικές περιγραφές (Ματθαίος, 5, 17-18) δείχνουν μια συμπεριφορά και ομιλία πιστού Ιουδαίου: «Μην νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον και τους προφήτας, ούκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι» (πληρώ = εκπληρώ, συμπληρώνω). Επίσης, το περιγραφόμενο σε Ευαγγέλιο περιστατικό της εκδίωξης των εμπόρων από τη συναγωγή δείχνει, αν πράγματι συνέβη, ότι στόχος του ευαγγελικού Ιησού ήταν η κάθαρση και ανάδειξη της ιουδαϊκής θρησκείας και όχι η υποκατάστασή της.
Με τέτοιες αντιφάσεις και ελλείψεις στα Ευαγγέλια φαίνεται λογικό να σμικρύνεται η σημασία τους από τους θεολόγους που αναφέρθηκε στην αρχή και να προτάσσονται αντ' αυτών η «αποκαλυπτική» αλήθεια και οι αποφάσεις των Συνόδων, δηλαδή ό,τι βολεύει σε κάθε εποχή και κάθε συγκυρία.
Η εκτροπή των εξελίξεων από μια συνήθη ιουδαϊκή διδασκαλία προς μια νέα θρησκεία, αφενός με σύμπτυξη στοιχείων (συγκρητισμός) από την εβραϊκή, από το ελληνικό δωδεκάθεο και από διάφορες εθνικές θρησκείες στο χώρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της εκείθεν Ανατολής (Μίθρας, Άττις, Όσιρις κλπ), αφετέρου με καθιέρωση απλοϊκών διαδικασιών για εύκολη μετάνοια ύστερα από κάθε μορφής αμαρτίες (μέχρι και δολοφονίες), έγκαιρη επίγεια συγχώρεση (των πιστών) και ελπίδες για ατομική κατάκτηση της «μετά θάνατον ζωής», φαίνεται ότι έγινε από τον Απόστολο Παύλο, διάφορους οπαδούς και από μαθητές τού Ιησού -σε αντιπαράθεση με τον Απόστολο Πέτρο- οι οποίοι με τη δράση και το κήρυγμά τους ανύψωσαν τον ευαγγελικό Ιησού στη θέση τού ιδρυτή και ηγέτη. Η διδασκαλία του Ιησού και των μαθητών του που κωδικοποιήθηκε στην «Καινή Διαθήκη», αναγνωρίστηκε ως επίσημη κρατική θρησκεία στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τον Κωνσταντίνο (Aurelius Constantinus Flavius Valerius, 272-337) και επεβλήθη ως αποκλειστική από τον Θεοδόσιο (Flavius Theodosius Ι, 347-395).
Ο χριστιανισμός, η θρησκεία που αναγνωρίζει ως ιδρυτή της τον, ίσως και ανύπαρκτο, Ιησού Χριστό, αποτελεί το τέκνο της σύγκρουσης μεταξύ, αφενός του ανατολίτικου μεταφυσικού μυστικισμού και αφετέρου του ελληνικού ορθολογικού ανθρωποκεντρισμού. ο μεταφυσικός μυστικισμός, έκδηλος στο μονοθεϊστικό αλλά τριαδικό χαρακτήρα της χριστιανικής θρησκείας, επικράτησε σ' αυτή τη σύγκρουση, αφενός με τη δυναμική υποστήριξη των ρωμαϊκών μισθοφορικών στρατευμάτων και αφετέρου με την καταπίεση, αποσιώπηση και, σε πολλές περιπτώσεις, διαστρέβλωση της φιλοσοφίας του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.
Αποτέλεσμα ήταν να χρειασθεί να φθάσει η ανθρωπότητα στον Kαρτέσιο (Rene Descartes, 1596-1650) για να ανακαλύψει εκ νέου τον χαμένο ορθολογισμό, ο οποίος φαινόταν να έχει εκλείψει με την παρακμή της ελληνικής Αρχαιότητας.
Βλέπε επίσης εδώ κι εδώ και έναν ακόμα προβληματισμό εδώ! Επίσης την κατάθεση του θεολόγου καθηγητή πανεπ. Μπέγζου εδώ!
Δεκτή οποιαδήποτε διορθωτική, βελτιωτική, απορριπτική ή επαινετική παρατήρηση!
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)