30 December 2006

Στη μνήμη του Μάριου Πλωρίτη - ένα δικό του κείμενο

Ένας εχθρός του λαού - Ο «Κοριολανός» και η πάλη των τάξεων...

Μάριος Πλωρίτης στο ΒΗΜΑ, 28/08/2005

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, δεν μπόρεσα να δω την παράσταση του «Κοριολανού» που παρουσίασε το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία και (εξαίρετη, χυμώδη) μετάφραση του Μιχάλη Κακογιάννη (1). Διπλά δυστυχώς, επειδή, πιστεύω, η στερνή αυτή τραγωδία του Σαίξπηρ είναι από τα κορυφαία δημιουργήματά του, περικλείνοντας και μια βασική δραματουργική ιδιοτυπία και μια ζέουσα πολιτικο- κοινωνική επικαιρότητα (2).

ΟΛΑ σχεδόν τα δραματικά έργα του ποιητή (ιστορικά δράματα, τραγωδίες) έχουν επίκεντρο κάποιους βασιλιάδες, άρχοντες, ευγενείς», που κατέχουν ή ορέγονται την εξουσία, συνωμοτούν κι εγκληματούν γι' αυτήν, την σφετερίζονται - με ολέθριες συνέπειες για τη χώρα και για τους ίδιους.

Οχι, όμως, κι ο «Κοριολανός». Υπάρχει, βέβαια, κι εδώ, ο άρχοντας-πρωταγωνιστής, ο Κάιος Μάρκιος, πατρίκιος, πολεμικός ήρωας, που του έχει δοθεί το τιμητικό παρανόμι «Κοριολανός», επειδή είχε κυριεύσει (εκεί, το 493 π.X.) την Κοριόλη, πρωτεύουσα των εχθρών της Ρώμης Βόλσκων. Αχόρταγος, όμως, εγωμανής, αρχολάγνος, ποθεί να πάρει απόλυτη εξουσία, να γίνει πρώτα ύπατος και, τελικά, δικτάτορας.

Απέναντί του, ωστόσο, στέκεται ένας άλλος πρωταγωνιστής: ανώνυμος, αυτός, φτωχός, πειναλέος - ο λαός, οι πληβείοι, οι απλοί πολίτες. Ολοι εκείνοι, που ταλανίζονται τόσο από την πολλαπλή ένδειά τους όσο και από την καταπίεση, την καταφρόνια, την εκμετάλλευσή τους απ' τους πατρίκιους. Με πρώτον και βιαιότερο, τον αχαλίνωτο Κάιο Μάρκιο, που δεν αφήνει στιγμή να μην βροντοφωνάξει καταπρόσωπό τους το αβυσσαλέο μίσος του για τους απόκληρους συμπατριώτες του.

ΕΤΣΙ, το έργο έχει δύο αντίπαλους πρωταγωνιστές, και βάθρο του γίνεται (για πρώτη φορά, στο σαιξπηρικό corpus) η πάλη των τάξεων - η πάλη των πολλά εχόντων με τους μηδέν έχοντες, των παντοδύναμων με τους αδύναμους, των δυναστών με τους δυναστευόμενους.

Από την Πρώτη Σκηνή του έργου, ο ποιητής (με το στόμα του A' Πολίτη) σκιαγραφεί την οικτρή κατάσταση του ρωμαϊκού λαού, και την αντιπαράθεση των δύο τάξεων. Και εδώ, προβαίνει η επικαιρότητα του δράματος:

«Ποτέ δε νοιάστηκαν για μας. Μας αφήνουν να λιμοκτονούμε, κι οι αποθήκες τους ξεχειλίζουν από στάρι. Σκαρώνουν νόμους για την τοκογλυφία που προστατεύουν τους τοκογλύφους. Κάθε μέρα καταργούν κι ένα δίκαιο θεσμό που θίγει τα συμφέροντα των πλουσίων και θεσπίζουν όλο και πιο αδίστακτα μέτρα που αλυσοδένουν και γονατίζουν τους φτωχούς. Αν δε μας φάνε οι πόλεμοι, μας τρώνε εκείνοι...»

Οι άλλοι πατρίκιοι (Μενένιος Αγρίππας και Σία) προσπαθούν, με πονηριές και γαλιφιές, να μερέψουν τον εξεγερμένο «όχλο». Αντίθετα, ο Μάρκιος ηδονίζεται να τους φτύνει κατάμουτρα την περιφρόνηση και το μίσος του. Από την πρώτη του εμφάνιση, τούς «λούζει» με αμέτρητες βρισιές, αποκαλώντας τους «λεχρίτες, βλάκες, αλήτες, δούλους, κοπρόσκυλα, λέπρα, κτήνος πολυκέφαλο» και μύρια άλλα. H μοναδική «φιλοφρόνησή» του γι' αυτούς είναι «Κρεμάστε τους!», κι εύχεται να είχε το ελεύθερο να τους σκοτώσει όλους μονομιάς με το σπαθί του. Ξεχνώντας, βέβαια, - όπως κι οι ομόλογοί του - ότι αυτό το «σκυλολόι» δουλεύει ολημερίς για να τους πλουτίζει, στρατεύεται στους πολέμους τους, σκοτώνεται, για να προσπορίζει στους «αφέντες» του κατακτήσεις και δόξες...

ΓΙΑΤΙ, όμως, αυτό το δολοφονικό μίσος για τους αποχειροβείωτους; Επειδή όχι μόνο τους καταφρονεί σαν «ευγενής» που είναι, αλλά κι επειδή τους φοβάται σαν ταξικούς-πολιτικούς αντιπάλους. Φοβάται πως η «πλεμπάγια» «θα το πάρει απάνω της», θα σηκώσει κεφάλι και θα στερήσει τους «μετρημένους διαλεχτούς» από τα προνόμιά τους, θα μπει ακόμα και στη Σύγκλητο και, τότε, «θα ορμάνε τα κοράκια και θα ραμφίζουν τους αετούς» (Γ' Πράξη, Σκηνή 1).

Ετσι, το διακύβευμα είναι και πάλι η εξουσία - που αυτός τη θέλει ολόκληρη, ανεξέλεγκτα δική του, ενώ οι πολίτες δε ζητάνε παρά εκείνο που νόμιμα τους ανήκει, για να μπορέσουν να επιβιώσουν.

ΓΙΑ χάρη της εξουσίας, ωστόσο, ο αγέρωχος αρχι-«αετός» καταδέχεται να κατέβει δυο φορές στην Αγορά, φορώντας «το τριμμένο ρούχο της ταπεινοσύνης» (όπως ήταν το έθιμο) και να ζητήσει την ψήφο των «κορακιών» για ν' αναγορευτεί ύπατος. Αλλά η μεγαλαυχία του και η απέχθειά του για τους προλετάριους τον παρασύρουν, και δείχνεται πιο υβριστικός και πιο προσβλητικός παρά ποτέ. Και τόσο, που οι πολίτες (αν και ήταν πρόθυμοι να τον συχωρέσουν) όχι μόνο του αρνιούνται την ψήφο τους αλλά και αποφασίζουν να τον εξορίσουν.

Και τότε, ο «φλογερός πατριώτης» προσχωρεί στους εχθρούς της Ρώμης Βόλσκους και οδηγεί τον στρατό τους εναντίον της πατρίδας του, που την αποκαλεί πια «καρκίνωμα». Του κάκου οι άλλοι πατρίκιοι τον ικετεύουν να φεισθεί της πατρώας γης. Αυτός δεν «ενδίδει» παρά μόνο όταν προσπέφτουν στα πόδια του η μητέρα του, η «λιονταρομάνα», και η γυναίκα του. Γυρίζει στην Κοριόλη αλλά, εκεί, ο αρχηγός της Αουφίδιος τον σκοτώνει, φθονώντας τη δόξα του και τη δημοτικότητά του.

ΑΠΟ τους δυο «πρωταγωνιστές» του έργου, ο Σαίξπηρ εικονίζει τον Κοριολανό ως το άκρον άωτον «της αλαζονείας και της αυθάδειας» (όπως λέει ο Πλούταρχος στον φερώνυμο «Βίο» του) αλλά και του κούφιου πατριωτισμού που, από εγωπάθεια, φτάνει ως την εσχάτη προδοσία, όταν η γενέτειρά του τού αρνιέται την πολυπόθητη εξουσία. Ο «ευγενής» αποδείχνεται πολύ πιο χυδαίος και ιδιοτελής απ' τον τελευταίο ζήτουλα, ο «πατριδολάτρης» γίνεται ο αθλιέστερος πατριδοκτόνος, ο «αετός» ξεπουπουλιάζεται όσο κανένας ψωρο-«κόρακας»...

Του άλλου πρωταγωνιστή, του Λαού, ο Σαίξπηρ δεν κρύβει ούτε τις αδυναμίες του, ούτε τις παλινωδίες του, ούτε την ευπιστία του. Ταυτόχρονα, όμως, διεκτραγωδεί την απέραντη δυστυχία του, δικαιώνει την εξέγερσή του και εξαίρει τα χαρίσματά του - την προθυμία του να αναγνωρίζει τις ικανότητες του αντιπάλου και να συχωρεί ακόμα και τις βάρβαρες προσβολές του. Εύγλωττη είναι η στιχομυθία του Ενός και των Πολλών στην Αγορά:

«Παρακαλώ - λέει ο Κοριολανός - να μου πείτε το αντίτιμό σας για την υπατεία» (Πόσα πρέπει να πληρώσει για να τον ψηφίσουν).

«Το αντίτιμο, κύριε - αποκρίνεται ο A' Πολίτης - είναι να τη ζητήσεις ευγενικά» (B' Πράξη, Σκηνή 3).

Ενα αντίτιμο πάμφθηνο αλλά και πανάκριβο, απρόσιτο για τον «ευγενή» εχθρό τους. Κι αυτό το «παζάρι» για το «ποσόν» συμβολίζει το «ποιόν» του καθενός τους...

1. Από αυτή τη μετάφραση (εκδ. Καστανιώτη, 1990), και τ' αποσπάσματα που παραθέτω. -

2. Βλ. M. Πλωρίτη, Ο πολιτικός Σαίξπηρ (Καστανιώτης, 2002), σελ. 279-297.