της Γιώτας Συκκά, Καθημερινή, 9/5/2015
Ήταν Μάιος του 1936. Οι
απεργίες ξεσηκώνουν όλη τη χώρα. Η καπνεργατική απεργία στη Θεσσαλονίκη, όμως,
κατέληξε σε αιματοχυσία. Ανάμεσα στους 12 που χάθηκαν ήταν και ο 25χρονος
αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης. Την επομένη, στις 10 Μαΐου, ο «Ριζοσπάστης»
δημοσιεύει μια συνταρακτική φωτογραφία: τη μάνα του αδικοχαμένου νέου να θρηνεί
τον γιο της. Αυτήν τη φωτογραφία είδε ο Γιάννης Ρίτσος και όπως δήλωσε το 1983
σε ξένο τηλεοπτικό κανάλι: «Με συνεπήρε τόσο πολύ, που την ίδια μέρα άρχισα να
γράφω τον Επιτάφιο. Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος απ’
τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η
“Ερωφίλη”, ο “Ερωτόκριτος”, ο Σολωμός, οι “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” πάλι σε
δεκαπεντασύλλαβο. (...) Μέσα σε δυο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να
κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον
“Επιτάφιο”, τα πρώτα 14 ποιήματα».
Τα δύο ποιήματα δημοσιεύθηκαν αμέσως, ενώ το βιβλίο εκδόθηκε σε 10.000 αντίτυπα το ’36, σε μια Ελλάδα που κανένας ποιητής δεν έβγαζε μια συλλογή πάνω από 500-1.000 αντίτυπα. Ούτε «ο πατριάρχης των ελληνικών γραμμάτων, ο Παλαμάς». Λίγους μήνες αργότερα, το λαϊκό βιβλιοπωλείο (του κόμματος) που είχε εκδώσει τον «Επιτάφιο» είχε πουλήσει 9.750 αντίτυπα. Τα 250 που απέμειναν, μαζί με βιβλία του Μαρξ, του Λένιν, του Γκόρκι κάηκαν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός από τους ανθρώπους του Μεταξά. Η δικτατορία είχε απαγορεύσει τον «Επιτάφιο», όμως ο σπόρος είχε μπει…
Όταν επανεκδόθηκε το 1958, ο Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο στον Μίκη Θεοδωράκη που σπούδαζε τότε με υποτροφία στο Παρίσι. Λίγες ημέρες αργότερα, περιμένοντας στο αυτοκίνητο τη Μυρτώ που ψώνιζε στο ελληνικό μπακάλικο, όπως περιγράφει στη σειρά «Μελοποιημένη ποίηση» (εκδ. Ύψιλον), άρχισε να διαβάζει τη συλλογή του Ρίτσου. «Με έπιασε ξαφνικά μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση». Το ίδιο απόγευμα μελοποίησε τα περισσότερα ποιήματα. Στις εκμυστηρεύσεις του στον ΣΚΑΪ το 2003 (Γιώργος Μαλούχος) περιέγραψε –ίσως για πρώτη φορά– κάτω από ποιες συνθήκες ακριβώς συνέθεσε το έργο. «Οταν γύρισα από τη Μακρόνησο, ήμουν ένα ερείπιο. Το σώμα δεν ήταν τόσο σπουδαίο, όσο ήταν το γεγονός ότι αυτές οι φοβερές εμπειρίες μού άφησαν μια φοβερή αρρώστια, δηλαδή είχα κρίσεις κανονικής επιληψίας, απώλεια συνείδησης. Ένα στάδιο ήταν ότι έχανα τις αισθήσεις μου, αλλά, όταν τις ξαναέβρισκα, είχα απώλεια προσωπικότητας, δεν ήξερα ποιος είμαι, οπότε έπρεπε να με προσέχουνε». Σχεδόν 10 χρόνια βίωνε αυτή την κατάσταση. Περιέργως, «όταν έγραψα τον “Επιτάφιο”, έγινα καλά. Ήταν πολύ σημαντικό αυτό. Μου έδειξε δηλαδή ότι όλα αυτά πηγαίνανε μαζί. Έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να εκτονωθούν και για μένα...».
Γράφοντας τις πρώτες μελωδίες, εξαφανίστηκαν και οι κρίσεις. Ο «Επιτάφιος» άρχισε να μεταμορφώνει «όλο αυτό το υλικό, το ψυχολογικό, που είχα μέσα μου και να το κάνει θετικό». Είχε ανάγκη να γράφει μελωδίες, ενώ έως τότε προσπαθούσε να διοχετεύσει την ανάγκη αυτή προς την ευρωπαϊκή μουσική που όμως «δεν εξέφραζε τα μύχια του εαυτού μου –τα μύχια του εαυτού μου ήταν ο πόνος μου, οι πληγές μου–, όλα αυτά τα πράγματα κατάφερα, αντί να πάνε σε μια τρέλα και σε μια αυτοκαταστροφή, ένα τέλος, να βγει ο “Επιτάφιος”». Ηταν μια «θεραπεία».
Τελειώνοντας έστειλε τρία
αντίτυπα, στον Γιάννη Ρίτσο, τον φίλο του Βύρωνα Σάμιο και τον Μάνο Χατζιδάκι
που προθυμοποιήθηκε να τα ενορχηστρώσει και να τα ηχογραφήσει στην Αθήνα, με τη
Νάνα Μούσχουρη σε μία από τις καλύτερες στιγμές της. Eπιστρέφοντας από το
Παρίσι, ο Μ. Θεοδωράκης ήθελε κάτι αδρότερο για να συνεγείρει τον λαϊκό κόσμο.
Ετσι, ξεκίνησε να ηχογραφεί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση που γνώριζε από τον
στρατό και τον Μανώλη Χιώτη στην Columbia, παράλληλα με τον Χατζιδάκι που
ετοίμαζε τη δική του εκδοχή στη Fidelity του Πατσιφά.
Οι δύο «ομάδες»
Οι δύο εκδόσεις δίχασαν
και πάλι τη χώρα αλλά για άλλους λόγους. Οι χατζιδακικοί υποστήριζαν τη λυρική
εκδοχή της Μούσχουρη, ενώ οι θεοδωρακικοί τη δωρικότητα του Μπιθικώτση. Η
ερμηνεία με συνοδεία ορχήστρας και μπουζουκιών προκάλεσε αντιρρήσεις, συζητήσεις,
επιθετικότητα. Τον Οκτώβριο του 1960 στην εστία της Ενωσης Κρητών Φοιτητών ο
συνθέτης υπερασπίστηκε τον «λυρικό, επιθαλάμιο» ήχο του Χατζιδάκι, «επιτάφιος
αδελφής σε αδελφό και αγαπημένης σε αγαπημένο πιότερο», όπως είπε τότε, όμως ο
ίδιος προτιμούσε τη συγκίνηση του Μπιθικώτση. Το έργο παρουσιάστηκε σε
συναυλίες μέχρι και τη Μακεδονία συνεπαίρνοντας τον κόσμο, παρότι πολλοί
κλείδωναν αίθουσες, έκοβαν καλώδια, απειλούσαν τους καλλιτέχνες. Συντηρητικοί
συνθέτες και κριτικοί αλλά και οι μονόχνοτοι κομματικοί δεν εννοούσαν να
δεχτούν το έργο (το 1963 ηχογραφήθηκε και με τη Μαίρη Λίντα).
Ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, ο διευθυντής της Columbia, στη μοναδική συνέντευξη που έδωσε («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»), δήλωσε πως η δεύτερη ηχογράφηση «ήταν μια επιχειρηματική επιλογή» απέναντι στη Λύρα του Αλέκου Πατσιφά. Όσο για τη Νάνα Μούσχουρη, στη βιογραφία της (εκδ. Λιβάνη) υποστηρίζει πως «σε μια εποχή θολή από πολιτικές έριδες, ο Θεοδωράκης μετέφερε στο τραγούδι την εμπάθεια». Έκτοτε, το έργο γνώρισε πολλές διασκευές: Σταύρου Ξαρχάκου, Τζον Ουίλιαμς, Ιάκωβου Κολανιάν, Μίλος Καραντάγκλιτς, Νένας Βενετσάνου - Σαράντη Κασσάρα, ενώ φαίνεται να υπάρχουν δοκιμαστικές ηχογραφήσεις του Μάνου Χατζιδάκι με τη Φλέρυ Νταντωνάκη στη Νέα Υόρκη.
Αύριο συμπληρώνονται 79 χρόνια από τότε που έγραψε ο Ρίτσος τα πρώτα 14 ποιήματα σε δύο 24ωρα. Όμως ο «Επιτάφιος» μελοποιημένος από τον Θεοδωράκη παραμένει μια επανάσταση για το ελληνικό τραγούδι. Για τον τρόπο που η ποίηση παντρεύτηκε με τον λαϊκό ήχο, το μπουζούκι αλλά και το βυζαντινό μέλος και την επτανησιακή παράδοση. Ακόμη και ο επιφυλακτικός Ρίτσος σχολίασε αργότερα: «Πήγε και τους βρήκε στο τραπέζι τους, στο κρεβάτι τους, την ώρα που ’καναν έρωτα, την ώρα που πίνανε, που χορεύανε, που διασκέδαζαν, που γλεντούσαν. Κι οι στίχοι έμειναν (...) Έγιναν τροφή αισθημάτων, τροφή ψυχής, τροφή πνεύματος».