Αναδημοσιεύεται από “ΤΟ ΒΗΜΑ” η ανταλλαγή 5 άρθρων (με χρονολογική σειρά) μεταξύ Ρ. Σωμερίτη και Π. Κονδύλη το Δεκέμβριο του 1997. Αφορμή η προ-δημοσίευση δοκιμίου (http://kondylis.wordpress.com/2008/11/24/geopolitikes/ ) του Κονδύλη για τα ελληνοτουρκικά. Ο Παναγιώτης Κονδύλης πέθανε τον Ιούλιο του 1998 στην Αθήνα, σε ηλικία 55 ετών.
Ο Ριχ. Σωμερίτης σχολιάζει τις απόψεις του Κονδύλη σχετικά με ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη
Το εύκολο λογοπαίγνιο θα ήταν ότι αποκτήσαμε στρατηγό Κονδύλη τον νεότερο. Στο λογοπαίγνιο αυτό μας οδήγησε η προδημοσίευση, στο «Βήμα» της 9ης Νοεμβρίου, μεγάλου αποσπάσματος του επίμετρου στην ελληνική του έκδοση ενός έργου πολιτικής φιλοσοφίας του Παναγιώτη Κονδύλη, διανοουμένου και όχι καραβανά, για τη θεωρία του πολέμου που εκδόθηκε στη Γερμανία το 1988. Το επίμετρο αυτό εξετάζει τις διάφορες παραμέτρους μιας υποθετικής ελληνοτουρκικής σύρραξης.
Σύμφωνα με τον Κλεμανσό, τον πολιτικό που οδήγησε τη Γαλλία στη νίκη του 1918, ο πόλεμος είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να τον εμπιστευτείς σε στρατηγούς. Τι θα έλεγε ο Κλεμανσό για τους πανεπιστημιακούς καθηγητές; Η απάντηση είναι δύσκολη διότι ο Κλεμανσό δεν πρόλαβε να διαβάσει Κονδύλη. Το πολύ να είχε διαβάσει Κλαούζεβιτς, τον θεωρητικό του πολέμου που τόσο αναστάτωσε με τη δόξα του, περισσότερο και από τους σπουδαστές των διαφόρων σχολών πολέμου, διαφόρους διανοουμένους και καθηγητές Πανεπιστημίου. Μερικοί από αυτούς θεωρούν καθήκον τους να προσθέτουν στο βιογραφικό τους και κάποιες ιδέες για το πώς σκοτώνεις επιτυχώς τους αντιπάλους σου. Ευτυχώς, τις ιδέες αυτές δεν τις πειραματίζονται ούτε και μέσα στα πανεπιστήμια. Δυστυχώς, εκτός πανεπιστημιακής θαλπωρής, οι ιδέες αυτές μπορούν όμως να επηρεάσουν όσους ήδη διακατέχονται από ανάλογες φαγούρες. Κοντολογίς, ο κ. Κονδύλης έρχεται με το πόνημά του να προσφέρει επιστημονική και μάλιστα (σύμφωνα με τις φήμες) προοδευτική κάλυψη σε όλους τους ελληνόψυχους καλαμαράδες της καθ’ ημάς Ανατολής.
Με δυο λόγια, η θέση του κ. Κονδύλη είναι η ακόλουθη: Η κατανομή του χώρου (συμπαγής γεωγραφικά Τουρκία, κατακερματισμένη Ελλάδα) δίνει στην Τουρκία προφανές στρατηγικό πλεονέκτημα. Αν μας χτυπήσει πρώτη, μπορεί να μας αποσπάσει κάτι, το μικρό ή το σημαντικό, αλλά πάντως το σχετικά απομονωμένο και συνεπώς ανυπεράσπιστο, διότι εμείς δεν μπορούμε να υπερασπίσουμε τα πάντα. Ετσι, η ελληνική πλευρά πρέπει να επιλέξει τα σημεία που είναι κομβικά για την άμυνα (στόχος κάθε πολέμου είναι η καταστροφή του κυρίου όγκου των αντιπάλων δυνάμεων) και ταυτόχρονα να επιδιώξει αυτοτελή εδαφικά κέρδη. Αυτά είναι λίγα: η Ιμβρος και η Τένεδος και περισσότερο ακόμη η Θράκη, δηλαδή τα ευρωπαϊκά τουρκικά εδάφη. Που πρέπει να πάρουμε αντιμετωπίζοντας το όποιο κόστος για να έχουμε αντάλλαγμα στις μεταγενέστερες διαπραγματεύσεις.
Βεβαίως η χώρα μας πρέπει να καλύπτει με ικανή δύναμη πυρός το σύνολο της τουρκικής επικράτειας για να είναι η άμυνά της αποτρεπτική. Αυτά όμως δεν αρκούν. Το κλειδί του πολέμου είναι ο αιφνιδιασμός. Ετσι, μπροστά στη γενικότερη πλεονεκτική θέση της Τουρκίας η ελληνική πλευρά δεν θα είχε σοβαρές πιθανότητες στρατιωτικής νίκης αν δεν έβρισκε τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό. Δηλαδή επίθεση και μάλιστα αιφνίδια; Ναι και όχι, διότι, όπως μας εξηγεί ο καλός κ. Κονδύλης, που τον θαυμάζουν στη Γερμανία, το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας μακροπρόθεσμα ενισχύεται, ενώ της Ελλάδας μακροπρόθεσμα συρρικνώνεται· «συνεπώς» ο επιτιθέμενος με… «την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία». Ετσι, ακόμη κι αν εμείς εισβάλουμε σε τουρκικά εδάφη, ουφ, αναπνέουμε: οι κακοί παραμένουν οι άλλοι.
Ενα βιβλίο και μάλιστα πανεπιστημιακού επιπέδου δεν είναι Ζαχαράτος της παλιάς καλής εποχής, όταν διάφοροι επί τιμή έλυναν εκεί τα προβλήματά μας γευόμενοι τον βαρύ-γλυκύ τους. Και με δεδομένη τη διαρκή ελληνοτουρκική κρίση είναι βέβαιο ότι η κάθε λέξη και η κάθε ιδέα μπορούν να οδηγήσουν στα όσα δεν θα θέλαμε. Είναι επίσης γεγονός ότι στην εποχή μας αυτά που γράφουμε στην Αθήνα διαβάζονται και στην Αγκυρα και ναι μεν ο πρόεδρός μας θεωρεί ότι ο τουρκικός λαός δεν καταλαβαίνει από πολιτισμό (φαντάσου ο κ. Ντεμιρέλ να έλεγε κάτι το παρεμφερές για μας…) όμως οι τούρκοι στρατηγοί κάτι πρέπει να καταλαβαίνουν από στρατηγική. Ερώτημα: Θα περιμένουν να προχωρήσουμε στις τεράστιες στρατιωτικές παραγγελίες μας και στην επικράτηση των ιδεών του κ. Κονδύλη για να αντιδράσουν;
Αυτό όμως είναι επιχείρημα συγκυρίας: με ποια λογική και με ποια στοιχεία ο κ. Κονδύλης προδικάζει ότι το μόνο που μας περιμένει είναι ο πόλεμος με την Τουρκιά και ότι το καθήκον μας είναι πώς να τον χάσουμε με το μεγαλύτερο δυνατόν κόστος για τον αντίπαλο που, μας το υπογραμμίζει, έχει όλα τα στρατηγικά πλεονεκτήματα;
Η θεωρία του κ. Κονδύλη μάς προσφέρει πράγματι, και αυτό είναι κυριολεκτικά ανατριχιαστικό, τις πιο μελανές ιδέες: να επιτεθούμε πρώτοι, να χάσουμε χιλιάδες παιδιά και εθνικά εδάφη, να υποστεί η Κύπρος τραγικότερες ακόμη συνέπειες και όλα τούτα για να έχουμε επιχειρήματα σε μια μελλοντική μεταπολεμική διαπραγμάτευση. Γιατί όμως να μην αρχίσουμε από αυτήν με τα επιχειρήματα και τις δυνάμεις που έχουμε, χωρίς το βάρος μιας μερικής έστω ήττας; Πώς αντιμετωπίζονται τα μικροπροβλήματα της όποιας συντήρησης των δυνάμεών μας με όπλα και πυρομαχικά, προφανώς και με καύσιμα και ανταλλακτικά, όταν τα πάντα βρίσκονται στα χέρια ορισμένων δυνάμεων και, όσο ανεξάρτητοι αποφασίσουμε ότι θέλουμε να είμαστε, πολεμική βιομηχανία που να καλύπτει τις ανάγκες μας δεν μπορούμε να αποκτήσουμε μήτε να κατασκευάσουμε ανταλλακτικά ούτε και να βρούμε καύσιμα. Για να μην προσθέσουμε και τις επικοινωνίες…
Το να πεις «έλα, Τούρκε, να μιλήσουμε ειλικρινά, αν μας κάνεις πόλεμο τίποτε δεν θα κερδίσεις το ουσιώδες, θα χάσεις πολλά όπως και εμείς, που φυσικά τότε όλοι μας θα πολεμήσουμε» είναι κάτι το σχεδόν αυτονόητο και ως ένα βαθμό γίνεται με χίλιες αντιφάσεις και δυσκολίες, με κυριότερη αντίδραση τις εσωτερικές ιαχές, εδώ και απέναντι, των πολεμοκάπηλων που μάλλον βρήκαν τον θεωρητικό τους. Το να διδάσκεις όμως τα όσα διαβάσαμε με την υπογραφή Κονδύλης είναι μια άλλη συζήτηση με επιχειρήματα απίστευτης ελαφρότητας, εξωπραγματικά και σαφώς επικίνδυνα. Κυρίως που, στη συνέχεια της εργασίας του, ο κ. Κονδύλης λίγες ελπίδες αφήνει για τη χώρα, τους ανθρώπους της, το μέλλον, οικονομικό, πολιτικό, ευρωπαϊκό. Θεωρεί ότι ακόμη και με τη λύση τυχοδιωκτικής απελπισίας που έχει σαφώς την προτίμησή του (να χτυπήσουμε πρώτοι…) απαιτούνται θυσίες και αλλαγές που δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα: τέτοια απελπισία, τέτοια εθνική νευροπάθεια. Ας ελπίσουμε πάντως ότι ο καλός διανοητής δεν θα βρεθεί αξιωματούχος της παλλαϊκής άμυνας σε συνοριακή περιοχή…
ΡΙΧ. ΣΩΜΕΡΙΤΗΣ
Το ΒΗΜΑ, 23/11/1997 , Σελ.: B04
Ο πόλεμος και τα «λεβέντικα γιουρούσια»
Ο Π. Κονδύλης απαντά στον Ρ. Σωμερίτη σχετικά με ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη
Στο λιβελογράφημα που μου αφιέρωσε ο Ρ. Σωμερίτης («Το Βήμα», 28.11) έκανε δύο ατοπήματα που ακόμη και στη ραγδαία εξευρωπαϊζόμενη και πάντα βλαχοφέρνουσα Ελλάδα μας θα έπρεπε να θεωρούνται βαρύτατα: παρεβίασε τον κώδικα τιμής των ευπρεπών συζητήσεων και μίλησε από καθέδρας για πράγματα για τα οποία δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Τον ευχαριστώ ωστόσο γιατί με αποζημίωσε πλουσιοπάροχα κάνοντας και τον πικραμένο να γελάσει. Επειδή τα υφολογικά του επιτεύγματα τα απήλαυσαν, όπως μαθαίνω, πολλοί αναγνώστες, δεν χρειάζεται να τα σχολιάσω. Αλλά έχω την υποχρέωση απέναντι στο κοινό μας να αναλύσω λεπτομερέστερα τα ατοπήματά του.
1 Ο κώδικας τιμής σε μια συζήτηση επιβάλλει να αποδίδονται τα επιχειρήματα κάθε πλευράς χωρίς πλαστογραφίες και αφού καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την κατανόησή τους και την ένταξή τους στο πλαίσιο όπου ανήκουν. Ο Ρ.Σ. στήριξε την πολεμική του σε μια ξεκομμένη προδημοσίευση («Το Βήμα», 9.11), όπου συνοψίζονται οι τέσσερις στρατηγικές προϋποθέσεις για μιαν ελληνική νίκη σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου. Η ανάλυση αυτή δεν λέει ότι η Ελλάδα οφείλει να κάνει πόλεμο, αλλά ΤΙ θα όφειλε να κάνει ΑΝ γινόταν πόλεμος. Προφανώς ο Ρ.Σ. δεν είναι σε θέση να κάνει τέτοιες λογικές διακρίσεις. Αλλά την επομένη κιόλας κυκλοφόρησε το βιβλίο μου «Θεωρία του Πολέμου», και όποιος ενδιαφέρεται να κατανοήσει και όχι να υβρίσει, θα μπορούσε να το ανοίξει και να διαβάσει τα συμφραζόμενα. Εδώ λέγεται σαφώς ότι τις στρατηγικές προϋποθέσεις μιας νίκης η Ελλάδα δεν τις συγκεντρώνει σήμερα και ότι ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα οδηγούσε σε ελληνική συντριβή (τη λέξη «συντριβή» τη χρησιμοποιώ στη σ. 410). Παραθέτω προς χάριν του αναγνώστη την περικοπή που ακολουθεί αμέσως το κείμενο της προδημοσίευσης:
«Στα παραπάνω τέσσερα σημεία συνοψίσαμε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει έναν πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Προσοχή: δεν λέμε ότι είναι σε θέση να το κάμει ή ότι θα το κάμει· λέμε μόνον ότι, ΑΝ το πετύχει, μπορεί να το πετύχει υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις και μόνο. Με τη σειρά τους, όμως, οι προϋποθέσεις αυτές προϋποθέτουν άλλα πράγματα, δηλαδή ορισμένο στρατιωτικό δυναμικό, ορισμένη δύναμη πυρός και ορισμένη δόμηση των ενόπλων δυνάμεων. Η τήρηση του κανόνα της συγκέντρωσης των δυνάμεων δεν έχει καμιάν αξία, όταν οι δυνάμεις σου είναι πενιχρές· και το πρώτο πλήγμα επίσης δεναποφέρει μεγάλα κέρδη, όταν το καταφέρεις μ’ ένα κυνηγετικό όπλο γι’ αυτόάλλωστε και η υπογράμμιση της στρατηγικής σημασίας του πρώτου πλήγματος διόλου δεν εμπεριέχει κάποιαν έμμεση παρότρυνση να ξεκινήσει κανείς πόλεμο από λεβεντιά και στα καλά καθούμενα· σημαίνει μόνον ότι, ΑΝ ένας εμπόλεμος διαθέτει επαρκή μέσα για ένα καίριο πρώτο πλήγμα, πρέπει να τα χρησιμοποιήσει, εφ’ όσον θέλει να κερδίσει έναν πόλεμο με δεδομένες τις σύγχρονες και υπερσύγχρονες τεχνολογικές συνθήκες. Αφού λοιπόν οι στρατηγικές προϋποθέσεις της νίκης δεν είναι καν δυνατόν να συγκεντρωθούν αν δεν υφίσταται το απαραίτητο στρατιωτικό δυναμικό, τίθεται το ερώτημα σε ποιαν κατάσταση βρίσκεται σήμερα η ελληνική πλευρά… Στα ερωτήματα αυτά η απάντηση σήμερα είναι σαφής: η Ελλάδα δεν διαθέτει επαρκή μέσα αποτροπής, εάν ορίσουμε την αποτροπή όπως οφείλουμε να την ορίσουμε ως ικανότητα να καταφέρεις ένα καίριο πρώτο πλήγμα και να παραλύσεις για μακρό χρονικό διάστημα τον εχθρό» («Θεωρία του Πολέμου», σ. 398-399).
2 Ηδη το παράθεμα αυτό καταρρίπτει τη μομφή ότι προτρέπω σε πόλεμο εναντίον της Τουρκίας: πώς θα μπορούσα άλλωστε να το κάμω, όταν ο ίδιος προβλέπω ότι με τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων η Ελλάδα θα συντριβεί; Ο Ρ.Σ. άντλησε τη μομφή αυτή από τη συζήτησή μου για την αποφασιστική σημασία του πρώτου πλήγματος. Και ακριβώς στο σημείο αυτό καταφαίνεται η χονδροειδής του άγνοια σε ζητήματα στρατηγικής, η οποία δυστυχώς συνοδεύεται από την ανικανότητά του να καταλαβαίνει τι διαβάζει. Ας υπενθυμίσω πρώτα πρώτα ότι το πρόβλημα του πρώτου πλήγματος βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε στρατηγικής συζήτησης από την εποχή της εφεύρεσης των βαλλιστικών πυραύλων, ιδιαίτερα όμως από το 1967, όταν οι Ισραηλινοί, ακριβώς χάρη σ’ ένα αριστοτεχνικό πρώτο πλήγμα, κέρδισαν τον Πόλεμο των Εξι Ημερών. Η συζήτηση αυτή δεν διεξάγεται από πανεπιστημιακούς αργόσχολους, όπως φαντάζεται ο δημοσιογραφικώς πολυάσχολος Ρ.Σ., αλλά στα κέντρα λήψεως των ουσιαστικών πολιτικοστρατιωτικών αποφάσεων. Ισως ο Ρ.Σ. άκουσε μόλις τώρα να γίνεται λόγος για τέτοια πράγματα και γι’ αυτό τρόμαξε. Ας είναι όμως βέβαιος ότι το ζήτημα τούτο έχει εκ των πραγμάτων απόλυτη προτεραιότητα για τους στρατηγικούς σχεδιασμούς τόσο του τουρκικού όσο και του ελληνικού Γενικού Επιτελείου. Είναι βέβαια ευνόητο ότι αυτό ποτέ δεν μπορεί να δηλωθεί δημόσια από καμιά ηγεσία.
Καθώς διευκρινίζεται στο παραπάνω παράθεμα, το πρώτο πλήγμα δεν έχει καμία σχέση με λεβέντικα γιουρούσια. Είναι ζήτημα που το θέτει δυστυχώς η φύση των σύγχρονων οπλικών συστημάτων. Η δύναμη, η ακρίβεια και η ταχύτητα του πυρός έχουν αυξηθεί σε τέτοιον βαθμό, ώστε η εναρκτήρια φάση του πολέμου σε αντίθεση με την αθώα εποχή του: «Οι κκ. Αγγλοι ας πυροβολήσουν πρώτοι» έχει αποκτήσει καθοριστική σημασία, όπως πλέον γνωρίζει κάθε πρωτοετής μιας στρατιωτικής σχολής. Γιατί το πρώτο (μαζικό) πλήγμα στις πρώτες ώρες ενός εκτεχνικευμένου πολέμου σκοπεύει να αχρηστεύσει μεταξύ άλλων τα πληροφορικά και επικοινωνιακά κέντρα, χωρίς τα οποία η συνεκτική στρατηγική χρήση των νεότατων οπλικών συστημάτων είναι αδύνατη. Οποιος υποστεί στην εναρκτήρια φάση τέτοιες απώλειες, δεν έχει σοβαρές πιθανότητες ανάκαμψης. Ο Ρ.Σ. μας λέει ότι αν μας επιτεθούν πρώτοι οι Τούρκοι, τότε, και μόνον τότε, «εμείς θα πολεμήσουμε». Τον πληροφορώ ότι μερικές ώρες αφού η, ισχυρότατη σήμερα, τουρκική δύναμη πυρός καταφέρει ένα μαζικό πρώτο πλήγμα εναντίον των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, δεν θα υπάρχει κανείς και τίποτε για να πολεμήσει. Ετσι θα εκλείψει αυτόματα και ο παράγοντας με τον οποίο ο Ρ.Σ. νομίζει ότι θα εκφοβίσει τους Τούρκους: ότι ένας πόλεμος θα στοιχίσει και σ’ αυτούς μεγάλες απώλειες. Γιατί κεντρικός σκοπός του αποφασιστικού πρώτου πλήγματος είναι ακριβώς να ελαχιστοποιήσεις τις απώλειές σου. Ακριβώς όποιος θέλει να αποφύγει μεγάλες απώλειες καταφεύγει στο πρώτο πλήγμα. Και αν περιμένεις να το δεχθείς, είναι προτιμότερο, για να γλιτώνεις και τα περιττά έξοδα, τα στείλεις από τώρα τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες στα σπίτια τους.
3 Σημαίνουν όλα αυτά ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να καταφέρει ένα μαζικό πρώτο πλήγμα χωρίς να υπάρχει casus belli; Κάθε άλλο. Σήμερα δεν μπορεί να το κάμει έτσι κι αλλιώς, γιατί δεν έχει τα μέσα. Αλλά ας υποθέσουμε ότι τα είχε. Στην περίπτωση αυτή θα όφειλε να καταφέρει ένα μαζικό πρώτο πλήγμα μόνο αν είχε πιεστικούς λόγους να πιστεύει ότι επίκειται ένα μαζικό πρώτο πλήγμα του εχθρού. Διότι ασφαλώς δεν είναι το κάθε θερμό επεισόδιο καταλύτης ενός γενικευμένου πολέμου και η γενίκευση ενός τοπικού θερμού επεισοδίου είναι ανόητη, αν είσαι ο πιο αδύνατος, όπως έτσι κι αλλιώς θα είναι πάντοτε η Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Το αν επίκειται γενικός πόλεμος ή όχι είναι θέμα στάθμισης της συγκεκριμένης κατάστασης, και η στάθμιση αυτή απαιτεί ύψιστη ευαισθησία και ευθυκρισία. Γι’ αυτό άλλωστε η δουλειά της υπεύθυνης ηγεσίας σε κρίσιμες ώρες είναι τόσο δύσκολη τόσο δυσκολότερη από την ανέξοδη δημοσιογραφική ρητορεία.
Οπως τονίζω στο βιβλίο μου, η δυνατότητα να καταφέρεις το πρώτο πλήγμα δεν είναι μέσο επίθεσης, αλλά (για την πιο αδύνατη Ελλάδα) μέσο αποτροπής. Για να χρησιμοποιήσω μια παρομοίωση: το πρώτο πλήγμα δεν είναι παρά η προσπάθεια να χτυπήσεις στον αέρα ένα χέρι που πάει να σε μαχαιρώσει (Αλήθεια: αν κάποιος ριχνόταν στον Ρ.Σ. με ένα μαχαίρι, αυτός θα αντιδρούσε προτού ή αφού δεχτεί τη μαχαιριά; Μήπως θα περίμενε να τη δεχτεί πρώτα, φοβούμενος ότι θα τον πουν πολεμοκάπηλο; Αλλά πώς θα ήξερε ότι, έχοντας δεχτεί τη μαχαιριά, θα διέθετε κατόπιν αρκετή δύναμη για να αμυνθεί;). Ο εχθρός αποτρέπεται μόνο όταν γνωρίζει ότι έχεις τη δυνατότητα αυτή, ενώ αν γνωρίζει ότι δεν την έχεις όπως το γνωρίζει από καιρό η Τουρκία για μας αυξάνει την πίεσή του όχι απλώς στο στρατιωτικό, αλλά και στο διπλωματικό πεδίο. Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη. Αλλά υπάρχουν πολλοί ανόητοι που αρνούνται να δουν τη στενότατη συνάφεια ανάμεσα σε διπλωματική διευθέτηση και στρατιωτική αποτροπή. Τη φύση της τελευταίας δεν την καθορίζουν όμως οι επιθυμίες μας αλλά η φύση των σύγχρονων οπλικών συστημάτων, που υπακούουν στη λογική του πρώτου πλήγματος.
4 Η τελευταία αυτή φράση αποτελεί κοινοτοπία για όποιον έχει έστω και στοιχειώδη εξοικείωση με τη σύγχρονη στρατηγική. Σε μια χώρα όπου αναγκάζεται να εξηγήσει κανείς κοινοτοπίες, το επίπεδο των συζητήσεων και των προβληματισμών είναι προφανώς πολύ χαμηλό. Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως μια μεγάλη και νηφάλια συζήτηση για προβλήματα στρατηγικής. Η έλλειψή της είναι μια πρόσθετη ένδειξη του αυχμηρού πνευματικού μας επαρχιωτισμού και της ανικανότητάς μας για πειθαρχημένη λογική σκέψη, που νομίζουμε ότι την ξεπερνάμε αναμασώντας κούφιες παρόλες είτε εθνικιστικές είτε ειρηνιστικές και οικουμενιστικές. Το πλάτος και το βάθος των αντίστοιχων συζητήσεων στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Ιταλία (και ας αφήσουμε τις ΗΠΑ) θα έπρεπε να μας παραδειγματίσει. Και αυτό θα συνιστούσε ουσιώδη συμβολή τόσο στον «εξευρωπαϊσμό» όσο και στην ελεύθερη και αξιοπρεπή επιβίωσή μας.
Υ.Γ. Από τους πολλούς ονειδισμούς που μου απευθύνει ο Ρ.Σ. («στρατηγός Κονδύλης ο νεότερος», «θεωρητικός των πολεμοκαπήλων», «καθηγητής») σίγουρα δεν αξίζω τον χειρότερο ίσως απ’ όλους: δεν είμαι καθηγητής.
Περί Πολέμου και Κονδύλη
Ο Ριχ. Σωμερίτης ανταπαντά για τη λογική του «πρώτου πλήγματος» σε ενδεχόμενη σύρραξη με την Τουρκία
Είμαι φυσικά υποχρεωμένος να αναφερθώ ξανά στον κ. Κονδύλη, τόσο η απάντησή του στην κριτική που του άσκησα, και που χαρακτηρίζει «λιβελογράφημα» ενώ ο ίδιος αυτοδυσφημείται, είναι σε μερικά σημεία αποκαλυπτική και σε άλλα ανακριβής.
Διάβασα και το γνωρίζει ολόκληρο το «επίμετρο» του βιβλίου του. Το αναφέρω αυτό ρητά στο δημοσίευμά μου. Ποιος «κώδικας τιμής» του επιτρέπει να βεβαιώνει το αντίθετο; Οπως δεν τον γνωρίζω, θα μπορούσε να μου δώσει τα σχετικά βιβλιογραφικά στοιχεία;
Περί ήθους: θεώρησε ότι τον «έθιξα». Τα βάζει όμως συνολικά, βρίζοντάς την, με τη «ραγδαία εξευρωπαϊζόμενη και πάντα βλαχοφέρνουσα Ελλάδα», για το μέλλον της οποίας τόσο υποφέρει στη Γερμανία. Σε τι «φταίει» η έρημη για δικό μου «λάθος»; Ποιος «κώδικας τιμής» το επιτρέπει αυτό;
Επί της ουσίας: Το απόσπασμα που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» είναι αυτό που επέλεξε ο ίδιος μέσω του εκδότη του. Αναφέρεται στη βασική του επιλογή, που με τόσο πάθος υποστηρίζει και στην απάντησή του: ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος διότι η Τουρκία είναι επεκτατική· η γεωπολιτική μας θέση είναι κακή, συνεπώς πρέπει να επιτεθούμε πρώτοι. Στη συνέχεια, και όπως το σημείωσα,· θεωρεί ότι ακόμη και με τη λύση τυχοδιωκτικής απελπισίας που έχει σαφώς την προτίμησή του (να χτυπήσουμε πρώτοι…) απαιτούνται θυσίες και αλλαγές που δεν διαφαίνονται στον ορίζοντα: τέτοια απελπισία, τέτοια εθνική νευροπάθεια. Εφόσον σε αντίθεση με εμένα γνωρίζει ανάγνωση, αυτά πρέπει να τα διάβασε. Μου καταλογίζει συνεπώς ανύπαρκτη παραποίηση των απόψεών του. Να υποψιαστώ κάποιον εγωκεντρισμό ή έλλειψη εντιμότητας;
Μου προσάπτει χονδροειδή άγνοια για ζητήματα στρατηγικής. Στην ουσία βαφτίζει άγνοια την αυτονόητη καταδίκη από κάθε πολιτισμένο άνθρωπο της αρχής του προληπτικού επιθετικού πολέμου. Θαυμάζει το Ισραήλ του 1967. Αναφέρεται στον προβληματισμό που προκάλεσε η υπόθεση των βαλλιστικών πυραύλων στην Ευρώπη, που ήταν όμως ενταγμένοι στη στρατηγική ενός θερμοπυρηνικού πολέμου και τη διπλωματία αποτροπής του. Γιατί δεν αναφέρεται και στη χιτλερική στρατηγική του 1939; Δεν το γνωρίζω. Διαπιστώνω όμως ότι αναφέρεται στις αμυντικές δαπάνες μας. Θεωρεί και το νέο πρόγραμμα περίπου σαν «τίποτε». Απαιτεί την υποταγή του συνόλου της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας στην πολύπλευρη οργάνωση της άμυνας – επίθεσης. Θεωρεί όλους τους συμπατριώτες του «αφελείς». Αποδίδει τα πάντα στον «καταναλωτικό παρασιτισμό»· των άλλων φυσικά. Ολη του η σκέψη οδηγεί στο να μετατραπεί η Ελλάδα σε παράδεισο των εμπόρων όπλων, που κανονικά θα έπρεπε να τον ευλογούν. Και όλα τούτα με βάση το δόγμα, λες και δεν υπάρχει ανάμεσα σε πολλά άλλα και το γαλλο/γερμανικό προηγούμενο, ότι η Τουρκία είναι ανεπανόρθωτα επεκτατική, ότι οι Τούρκοι, Τούρκοι είναι και Τούρκοι θα παραμείνουν, ότι όλοι την Τουρκία στηρίζουν και εμάς κανείς. Με συνέπεια, μόνη μας ελπίδα, να είναι «μια ισχυρή εθνικιστική και επεκτατική Ρωσία (που) θα μπορούσε να αποτελέσει δραστικό φραγμό των τουρκικών φιλοδοξιών στα Βαλκάνια». Δηλαδή η Ρωσία που ονειρεύεται ο Ζιρινόφσκι. Ακουσε ποτέ ο κ. Κονδύλης τι σημαίνει και για μας πανσλαβισμός; Και τι θα εσήμαινε για τους Ρώσους ένα καθεστώς Ζιρινόφσκι;
Θα παραλείψω πολλά από το «επιστημονικό» παραλήρημά του (μεταξύ άλλων, τα περί μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων δημογραφικών και οικονομικών εξελίξεων) και θα σημειώσω μόνο τα εξής: «Πράγματι, γράφει (σελ. 410-411), το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση (σ.σ.: έτσι το αποφάσισε!) και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή (επίσης έτσι το αποφάσισε!). Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξάγουν έναν πόλεμο».
Ολα τούτα ο κ. Κονδύλης τα θεωρεί επιστημονικά, μη «δημοσιογραφικά» (α, πα, πα, η κακιά λέξη)… και μη λιβελογραφικά. Να πιστέψουμε ότι θα μπορούσε να προτείνει και «σατιρική» εκπομπή στην τηλεόραση;
Τέλος, θα υπενθυμίσω στον παντογνώστη και εθνικώς ανησυχούντα συγγραφέα, που ήδη απέσπασε τους επαίνους του κ. Στέλιου Παπαθεμελή (και συγγνώμη στους καθηγητές που τον ανέφερα σαν συνάδελφό τους, αν και για να τους μισεί τόσο πρέπει κάποτε να τον πλήγωσαν…) ότι το 1974 το μέγα σχέδιο της Χούντας του Ιωαννίδη ήταν, σε συνδυασμό με το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική απόβαση, να επιτεθούν στη Θράκη και να φτάσουν στην Πόλη. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Πολεμοκάπηλοι και αερολογούντες «εθνικιστές»
Ο Π. Κονδύλης ανταπαντά στον Ρ. Σωμερίτη για τη στρατηγική αναγκαιότητα του πρώτου πλήγματος σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη
Η ενασχόληση με τα γραφόμενα του Ρ. Σωμερίτη δεν θα άξιζε τον κόπο αν αυτά δεν αποτύπωναν κατά τρόπο τυπικό μια πνευματική σύγχυση διάχυτη σήμερα στον τόπο μας, προπαντός σε κύκλους «προοδευτικών» διανοουμένων, και μιαν αντίστοιχη τάση φυγής μπροστά σε πραγματικότητες αμείλικτες. Αν η ωραιολογία δεν μπορεί να σβήσει τις πραγματικότητες αυτές, πολύ λιγότερο μπορεί να τις επικαλύψει η υβρεολογία του Ρ.Σ. Αν ανταπαντώ, το κάνω αποκλειστικά με την ελπίδα ότι οι παρατηρήσεις μου θα βοηθήσουν όχι τον ίδιο αλλά τους σκεπτόμενους αναγνώστες.
1 Ο Ρ.Σ. («Το Βήμα», 7.12) επιμένει στην πλαστογράφηση των απόψεών μου και στην παραβίαση του κώδικα τιμής των ευπρεπών συζητήσεων όταν παρά τις αναλυτικές διευκρινίσεις μου («Το Βήμα», 30.11) και χωρίς να υπεισέρχεται σε αυτές εξακολουθεί να ταυτίζει τη στρατηγική αναγκαιότητα του πρώτου πλήγματος με την προτροπή προς επιθετικό πόλεμο. Επαναλαμβάνω: το πρώτο πλήγμα το καταφέρει ο αμυνόμενος όταν ήδη υφίσταται ο casus belli και όταν ήδη επίκειται άμεσα η επίθεση της εχθρικής πλευράς. Και επαναλαμβάνω επίσης το ερώτημα που, όπως και τόσα άλλα, άφησε αναπάντητο ο Ρ.Σ.: Αν κάποιος του ριχνόταν με ένα μαχαίρι, αυτός θα αντιδρούσε προτού ή αφού δεχθεί τη μαχαιριά; Καθώς ο Ρ.Σ. δεν έχει την παραμικρή ιδέα σε ζητήματα στρατηγικής (είναι τόσο ανίδεος ώστε χαρακτηρίζει τους πυραύλους που ανέπτυξε το ΝΑΤΟ στην Ευρώπη το 1984 ως «βαλλιστικούς»!!!), καταφεύγει προς αντιστάθμιση της αγνοίας του σε συκοφαντικά υπονοούμενα, παρομοιάζοντας τη στρατηγική του πρώτου πλήγματος με τους πολέμους του Χίτλερ. Ο Χίτλερ όμως δεν αμύνθηκε με ένα πρώτο πλήγμα εναντίον δυνάμεων που απειλούσαν τη Γερμανία, αλλά έκανε ο ίδιος επιθετικό πόλεμο. Τον ρόλο του Χίτλερ αν επιτρέπονται εδώ οι παραλληλισμοί δεν τον παίζει η Ελλάδα αλλά η Τουρκία. Μήπως ο κ. Τσοχατζόπουλος, που ορθά το επεσήμανε αυτό, είναι κατά τον Ρ.Σ. πολεμοκάπηλος;
2 Για δεύτερη φορά ο Ρ.Σ. πλαστογραφεί τις απόψεις μου όταν λέει ότι θεωρώ τον πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αναπόφευκτο. Κάθε άλλο. Οι αναλύσεις μου υποδεικνύουν τι θα όφειλε να κάμει η ελληνική πλευρά ΑΝ γινόταν πόλεμος, διόλου δεν ισχυρίζονται ότι ΘΑ γίνει πόλεμος. Κάθε Γενικό Επιτελείο και το ελληνικό έχει στα συρτάρια του σχέδια πολέμου. Σημαίνει αυτό ότι θεωρεί τον πόλεμο επιθυμητό ή αναπόδραστο; Κατά την εκτίμησή μου, η πιθανότερη εξέλιξη στο προβλεπτό μέλλον δεν είναι ο πόλεμος αλλά η περαιτέρω γεωπολιτική συρρίκνωση της Ελλάδας και η βαθμιαία μετατροπή της σε γεωπολιτικό δορυφόρο της Τουρκίας (με τη βοήθεια των ΗΠΑ και της «Ευρώπης»). Η πρόβλεψή μου αυτή αιτιολογείται λεπτομερώς στο βιβλίο μου «Θεωρία του Πολέμου».
3 Για τρίτη φορά ο Ρ.Σ. πλαστογραφεί τις απόψεις μου λέγοντας ότι θεωρώ τον πόλεμο αναπότρεπτο επειδή «οι Τούρκοι παραμένουν Τούρκοι». Στο κείμενο, που ισχυρίζεται ότι διάβασε ο Ρ.Σ., τονίζεται επανειλημμένα ότι η διαμάχη Ελλάδας και Τουρκίας δεν έχει καμία σχέση με φυλετικούς και πολιτισμικούς παράγοντες όπως διατείνονται αερολογούντες έλληνες «εθνικιστές» αλλά οφείλεται αποκλειστικά στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών. Ρητά και συχνά επικρίνω όσους στηρίζουν την πολιτική τους επιχειρηματολογία στη θέση ότι η Τουρκία είναι «οθωμανική», «βάρβαρη» κλπ. Οι εθνικιστικές συμπάθειες και αντιπάθειες μου είναι τόσο ξένες ώστε δεν διστάζω να πω καθαρά ότι οι ρόλοι του επιτιθεμένου και του αμυνομένου θα αντιστρέφονταν αν ο ισχυρότερος και συνεχώς ισχυροποιούμενος δεν ήταν η Τουρκία παρά η Ελλάδα («Θεωρία του Πολέμου», σ. 398).
4 Ο Ρ.Σ. μού προσάπτει ότι υπερασπίζω τα προγράμματα των εξοπλισμών και επομένως τους εμπόρους όπλων κλπ. Ο ίδιος όμως δήλωσε («Το Βήμα», 23.11) ότι, αν οι Τούρκοι επιτεθούν, τότε «όλοι μας θα πολεμήσουμε». Τον ερωτώ: Με ποια όπλα προτίθεται να πολεμήσει; Με ανεπαρκή και απαρχαιωμένα; Οποιος τάσσεται εναντίον του εκσυγχρονισμού των ενόπλων δυνάμεων ουσιαστικά ζητεί την κατάργησή τους. Γιατί είτε ανεπαρκή οπλισμό έχει ένας στρατός είτε μια χώρα είναι άοπλη, πρακτικά σημαίνει το ίδιο πράγμα. Αφού ο Ρ.Σ. δεν μπορεί να καταλάβει όσα γράφω εγώ, ας διάβαζε τουλάχιστον όσα σαφέστατα έγραψε σε παραπλήσια στήλη ο κ. Πλωρίτης για το ζήτημα των εξοπλισμών («Το Βήμα», 7.12). Απ’ όσα γνωρίζω, ο κ. Πλωρίτης δεν είναι ούτε σοβινιστής ούτε έμπορος όπλων. Είναι όμως προφανέστατα κατά πολύ οξυδερκέστερος του Ρ.Σ.
5 Ως αδιάσειστο επιχείρημα για τον «εθνικιστικό» χαρακτήρα των θέσεών μου ο Ρ.Σ. αναφέρει ότι τις επιδοκίμασε ο κ. Παπαθεμελής. Εχω την αίσθηση ότι το εγκώμιο του κ. Παπαθεμελή δεν θα ήταν τόσο ανεπιφύλακτο αν υπεισερχόταν στα όσα γράφω για τα κεφαλαιώδη σφάλματα των «εθνικιστών» στον χειρισμό του Μακεδονικού. Αν τα διάβασε αυτά και, παρά τη διαφωνία του μαζί μου, επαινεί το βιβλίο μου, οφείλω να του αναγνωρίσω πνευματική ανωτερότητα και ιπποτισμό που ασφαλώς στερείται ο Ρ.Σ. Και αν ο Ρ.Σ. μού ζητεί να βγάλω τα συμπεράσματά μου από το γεγονός ότι με επαινεί ο κ. Παπαθεμελής, από την πλευρά μου του ζητώ να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα από τον τρόπο με τον οποίο ο αθηναϊκός Τύπος σχολίασε την αντιπαράθεση Σωμερίτη – Κονδύλη. Παραθέτω κατά χρονολογική σειρά: «Η υψηλή ποιότητα του βιβλίου δεν προσφέρεται βεβαίως για αστειάκια και ευτελή ειρωνικά σχόλια από την πλευρά εκείνων που (δικαίωμά τους) μπορεί να διαφωνούν με το πνεύμα με το οποίο ο Π. Κονδύλης προσεγγίζει το θέμα του. Το βιβλίο μπορεί να αντιμετωπισθεί έτσι μόνο από εκείνους που είναι παγιδευμένοι σε δογματικές απόψεις ή από εκείνους που προχειρολογούν εξ ανάγκης μη έχοντας τη δυνατότητα να αναπτύξουν ουσιαστικά επιχειρήματα απέναντι σε μια σοβαρή εργασία, το βάρος της οποίας τους ξεπερνά κατά πολύ» («Η Καθημερινή», 27.11). «Ψύλλος εναντίον ελέφαντα, βέβαια, αλλά μια και τα εκδοτικά ήθη επιβάλλουν απάντηση, ο κ. Ρ. Σωμερίτης μάλλον θα μπορέσει να προσθέσει στο βιογραφικό του ότι έτυχε της προσοχής του Παναγιώτη Κονδύλη» («Το Παρόν», 30.11). «Ο Παναγιώτης Κονδύλης, καίριος και δηκτικός, αποφλοιώνει και κεραυνοβολεί. Ε, κάποτε έρχεται ο καιρός και αποδίδεται πραγματικά, δίχως ψιμύθια και φήμη δανεική, το πρόσωπο όλων ημών των δημοσιολογούντων» («Ελευθεροτυπία», 1.12).
Το άχαρο αυτό θέμα κλείνει εδώ. Ελπίζω τώρα να ανοίξει μια γονιμότερη συζήτηση. Αν η αναζήτηση μιας νηφάλιας εθνικής στρατηγικής καταπνιγεί από παροξυσμούς εθνικιστικής ή ειρηνιστικής υστερίας, τότε σίγουρα το μέλλον του τόπου μας δεν προδιαγράφεται ευοίωνο.
Ο Ριχ. Σωμερίτης απαντά για τρίτη (και τελευταία) φορά στον Π. Κονδύλη σχετικά με ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύρραξη
Τι θα θυσιάσουμε στον βωμό της πολεμικής μηχανής;
Είμαι ηθικά υποχρεωμένος για τρίτη και ύστατη φορά να αναφερθώ στον κ. Κονδύλη. Αρχίζω με μια υπενθύμιση. Σύμφωνα με αυτόν (που κάποιος τον χαρακτήρισε «νηφάλιο»!!) «το σημερινό δίλημμα (της χώρας) είναι αντικειμενικά και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη (με την Τουρκία) σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή». Γιατί; Ουσιαστικά, διότι έτσι το αποφάσισε. Με απόλυτο τρόπο για την ειρήνη. Με λιγότερο απόλυτο για τον πόλεμο: η καθυπόταξη των πάντων στις πολεμικές δαπάνες διαμέσου μιας οικονομίας που θα τις εξυπηρετούσε και συνεπώς η κατάργηση του «καταναλωτικού ευδαιμονισμού» θα επέτρεπε ίσως τη σωτηρία. Γεωπολιτικά η Τουρκία υπερτερεί από κάθε άποψη. Μας απομένει η προετοιμασία της δυνατότητας του «πρώτου πλήγματος» και των «κερδών» που αποφέρει, γνωρίζοντας ότι πρέπει να θυσιάσουμε τότε σημαντικά εδάφη (νησιά και ενδεχομένως την Κύπρο) για να εξασφαλίσουμε όμως εδαφικά ανταλλάγματα στην Τουρκία και καταστρέφοντας σε σημαντικό βαθμό τον κεντρικό όγκο της πολεμικής μηχανής του εχθρού. Ομως, τα χάλια μας είναι τέτοια (λαού και ηγεσίας) που σύμφωνα με τον κ. Κονδύλη «βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας».
Οποιος δεν συμμερίζεται αυτές τις «υπεύθυνες», «επιστημονικές» και «σοβαρές» απόψεις, είναι κατά τον κ. Κονδύλη αγράμματος και αφελής. Εξάλλου, όπως το σημείωσε, η Ελλάδα είναι «βλαχοφέρνουσα» γενικώς. Η υποψία ότι ευθύνη σημαίνει να γράφεις πράγματα που αν είχες εξουσία θα μπορούσες να προωθήσεις δεν φαίνεται να τον αγγίζει. Προφανώς, ο αυτονόητος αυτός κανόνας δεν περιλαμβάνεται στους «κώδικες» που κατασκευάζει και αναφέρει όταν δεν έχει άλλο επιχείρημα, μεταξύ μιας βρισιάς και μιας έκφρασης επηρμένης εγωπάθειας. Ποιος όμως θα ψήφιζε Κονδύλη αν ζητούσε εξουσία για να προωθήσει τις προτάσεις του, γνωρίζοντας ότι, με δέλεαρ ένα στοίχημα που μπορεί να χαθεί, οδηγούν σε πένθη, καταστροφές και χαμένες πατρίδες αποσπασμένες από τον σημερινό εθνικό γεωγραφικό κορμό;
Οταν ο θαυμάσιος επιστήμονας προσπαθεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα περί πρώτου πλήγματος που δεν είναι επίθεση αλλά άμυνα, χρησιμοποιεί για να πείσει παραδείγματα υποκόσμου που φαίνεται ότι γνωρίζει αλλά που προσωπικά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να με απασχολήσουν: αν κάποιος μου ριχνόταν με ένα μαχαίρι, τι θα έκανα· δεν θα χτύπαγα πρώτος; Προσθέτει τα περί «casus belli», προφανώς … αυτοκαθοριζόμενο ή τα περί «επικείμενης επίθεσης» (σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες;) οπότε προλαβαίνεις και χτυπάς πρώτος και να που το πρώτο σου πλήγμα δεν είναι επίθεση είναι άμυνα. Υπενθύμιση, διότι προφανώς δεν το θυμάται ο κ. «ειδικός»: Το κόλπο το έπαιξε και ο Χίτλερ.
2. Ισχυρίζεται (και ένας – δυο τον πίστεψαν διαβάζοντας την ξεκάρφωτη και στη συνέχεια ανατρεπόμενη παράθεση κειμένου που περιέλαβε στην πρώτη απάντησή του) ότι «πλαστογραφώ τις απόψεις του» όταν λέω ότι θεωρεί τον ελληνοτουρκικό πόλεμο αναπόφευκτο. Την απάντηση την ανθολογώ από τον μπαχτσέ του: «ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την Τουρκία» (σελ. 398)· «Στη συγκαιρινή μας Τουρκία δεν υπάρχει η παραμικρή σοβαρή ένδειξη ότι τμήματα του λαού αποδοκιμάζουν με οποιονδήποτε τρόπο την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεών τους, και ιδιαίτερα στο Αιγαίο και την Κύπρο» (σελ. 406)· «Στη σημερινή Τουρκία δρουν αχαλίνωτες στοιχειακές δυνάμεις, που ωθούν τις εσωτερικές αντιφάσεις προς επέκταση» (σελ 386)· «Βρίσκονται πιο κοντά στην πραγματικότητα οι (σ.σ.: Ελληνες) εθνικιστές που πιστεύουν ότι η αντίθεση Τουρκίας Ελλάδας είναι αγεφύρωτη…» (σελ. 404). Φτάνουν αυτά;
3. Κάθε αναγνώστης μπορεί να διαπιστώσει τα εξής: ότι, κακώς ίσως, δεν χρησιμοποίησα ούτε μία φορά, για τον κ. Κονδύλη, τη λέξη «εθνικιστής»· ότι σχετικά με τις αμυντικές δαπάνες σημείωσα ότι θεωρεί και το νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα ανεπαρκές και όχι ότι δεν πρέπει να υπάρχει εκσυγχρονισμός των ενόπλων δυνάμεων· ότι φρόντισε να μην αναφέρει τα ονόματα αυτών που τον επαίνεσαν σε ορισμένες εφημερίδες (ντρέπεται; και πώς αντιδρά τώρα στα νεότερα αρνητικά γι’ αυτόν δημοσιεύματα μεταξύ άλλων της «Αυγής» και της «Ελευθεροτυπίας»;)· ότι δεν απαντά σε κανένα από τα βασικά επιχειρήματα· ότι τα κείμενά μου, επιθετικά όσο και τα δικά του, δεν περιλαμβάνουν βρισιές σε πλήρη αντίθεση με τα δικά του (αλλά εφόσον ξέρει για μαχαιροβγάλτες, τίποτε το περίεργο…)· και κυρίως, ότι ο άνθρωπος αυτός, για λόγους που τον αφορούν, προσπαθεί με πάθος να πείσει ότι δεν έγραψε τα όσα έγραψε αλλά, ταυτοχρόνως, ότι τα όσα έγραψε είναι σωστά.
Συμπέρασμα: κατάλαβα γιατί βρίσκεται εκτός Πανεπιστημίου. Ετσι, τελεία και παύλα…