Όσα χρήζουν τακτοποίησης
(του Κων/νου Ζούλα, Καθημερινή, 3/2/2011)
Καθώς ανέκαθεν είχα την αίσθηση πως όταν οι πολιτικοί μας αναφέρονται στο πρόβλημα των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας δεν έχουν υποστεί τον παραλογισμό της γραφειοκρατίας που αντιμετωπίζουν όσοι πρέπει να συναλλαγούν και με τις δύο αυτές αρχές, σπεύδω να περιγράψω τι υπέστην προσφάτως, επιχειρώντας να λάβω ένα απλό πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης. Όποιος έχει παντρευτεί σε εκκλησία και έχει χωρίσει, γνωρίζει ότι πέραν της διαδικαστικής ταλαιπωρίας του διαζυγίου, χρειάζεται και η περιβόητη «πνευματική λύση» του γάμου. Πρόκειται για ένα έγγραφο που εκδίδουν οι εκκλησίες αντιγράφοντας κατ’ ουσίαν την απόφαση διάζευξης του πρωτοδικείου, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να ξαναπαντρευτούν, έχοντας τρόπον τινά αποδείξει πως έχουν μετανοήσει και πνευματικώς.
Το εν λόγω έγγραφο εκδίδεται άπαξ, καθώς η μόνη αποστολή του είναι να επιδειχθεί σε έναν ιερέα για να ξαναπαντρέψει όποιον διέπραξε το «αμάρτημα» να χωρίσει. Εξ ου και ο τελευταίος το κρατάει στο αρχείο του ιερού ναού, πριν δώσει την ευχή του για μια δεύτερη προσπάθεια έγγαμου βίου. Παρεμπιπτόντως, ως παθών, συνειδητοποίησα ότι η Εκκλησία δεν αναγνωρίζει ως «κανονικό» τον δεύτερο θρησκευτικό γάμο, όπως ευρέως πιστεύεται, αλλά τον ονομάζει «τακτοποίηση» (sic) …
Περιγράφω αυτόν τον σεβαστό (πλην μάλλον αναχρονιστικό) κανόνα της Εκκλησίας, διότι την εβδομάδα που πέρασε πληροφορήθηκα ότι την «πνευματική λύση» ενός γάμου την ζητεί και ο δήμος, προκειμένου να θεωρήσει ως έγκυρο έναν δεύτερο! Δηλαδή η δημοτική αρχή δεν αρκείται στο πιστοποιητικό ενός διαζυγίου από το πρωτοδικείο, αλλά αξιώνει να λάβει στα χέρια του και την πνευματική απόδειξη του «ολισθήματος» του διαζευγμένου.
Mην τα πολυλογώ, καθώς είχα την ατυχία να παντρευτώ στη Θεσσαλονίκη υποχρεώθηκα να «ανεβώ» δύο φορές για να εκδώσω εκ νέου το εν λόγω εκκλησιαστικό έγγραφο. Στο δε ερώτημά μου στον Δήμο Κηφισιάς «εσάς, αλήθεια, τι σας ενδιαφέρει η πνευματική λύση;» εισέπραξα την απειλή ότι το συγκεκριμένο χαρτί πρέπει να επιδοθεί και στο ληξιαρχείο Θεσσαλονίκης, το οποίο επίσης δεν αρκείται στο πιστοποιητικό του διαζυγίου. Ευτυχώς η υπάλληλος με ενημέρωσε ότι τούτο μπορεί να γίνει υπηρεσιακώς βλέποντας ίσως το ύφος της απόγνωσής μου ενόψει μια τρίτης «ανάβασης» στη συμπρωτεύουσα.
Είναι περιττό να αναφέρω ότι (και) το έγγραφο της πνευματικής λύσης οι υπάλληλοι του δήμου το αντέγραψαν με το χέρι (!) στα κιτάπια τους, καθώς αν και υπάρχουν ηλεκτρονικές φόρμες για να καταχωρούνται όλα σε υπολογιστές, δεν έχουν λάβει, λέει, την εντολή να απαλλαγούν από το χαρτομάνι.
Υ. Γ. Αν παρ’ ελπίδα διαβάσει κάποιος υπουργός τα «μικρά και ασήμαντα» που περιγράφω, παρακαλώ να μην τα βάλει σε διάλογο. Ας τα λύσει, αν μπορεί, χωρίς διαβούλευση και open gov. Ουδείς θα τον ψέξει...
Δεν χρειάζεται να λύσει τίποτα και κανένας υπουργός: ο κ. Ζούλας θα μπορούσε να έχει πάει εξ αρχής στο δήμαρχο για να παντρευτεί νομίμως! Ήθελε όμως βυζαντινά μεγαλεία... Ας πληρώσει λοιπόν, να βγάλουν και οι ρασοφόροι κηφήνες το παντεσπάνι τους! Και δεν πληρώνεις μόνο το γάμο, πληρώνεις και το διαζύγιο: 400 ευρώ ο γάμος, 400 το διαζύγιο κι αν δεν σ' αρέσει μένεις με το πιστοποιητικό του αποτυχημένου γάμου στο χέρι!
Κι αν κάνει ο κ. Ζούλας το λάθος να ξαναπαντρευτεί εκκλησιαστικώς, του εύχομαι μεν βίον ανθόσπαρτον, δεν αποκλείεται όμως να αναγκαστεί να επαναλάβει την περιπέτειά του με τους παπάδες...