Στέλιος Αρ., 64 ετών, συγγραφέας, συν/χος ασφαλιστής, από την Αθήνα, έγγαμος, δύο παιδιά.
Από τη στιγμή που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, στον οποίον ακουσίως είχα έρθει -όπως όλοι μας άλλωστε-, το περιβάλλον που ζούσα μύριζε μονίμως λιβάνι και η ατμόσφαιρα του φτωχικού σπιτικού μας στα Πατήσια ήταν πάντοτε κατανυκτική, ενίοτε δε και καταθλιπτική. Τα μοναδικά βιβλία που κοσμούσαν τη μικρή μας βιβλιοθήκη ήταν οι βίοι κάποιων πεθαμένων ανθρώπων που τους ονόμαζαν αγίους. Η προσευχή πριν από το φαγητό και τον ύπνο ήταν υποχρεωτική, όπως βέβαια και η νηστεία τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, όπως και κατά τις περιόδους που επιτασσόταν από τας γραφάς.
Τα βράδια, το συνεχές μουρμούρισμα του παππού μας, που απήγγειλε ψαλμούς από τα «ιερά» του βιβλία, αποτελούσε τη συνηθέστερη βραδινή μας διασκέδαση. Οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, ήταν αυστηρά απαγορευμένη. Ο κυριακάτικος εκκλησιασμός θεωρείτο κατάσταση αυτονόητη και άνωθεν επιβεβλημένη. Πολλές φορές εκεί με έντυναν παπαδάκι και συμμετείχα ενεργά στην διεκπεραίωση του τελετουργικού, και η αλήθεια ήταν ότι αυτό μου άρεσε λιγάκι, επειδή έμοιαζε με παιχνίδι και έσπαζε κάπως τη μονοτονία της παθητικής παρακολούθησης της λειτουργίας.
Μεγαλώνοντας, η επαναλαμβανόμενη επίσκεψή μου στην εκκλησία κάθε Κυριακή και το ανιαρό και μονότονο νιαούρισμα των ψαλτών και των ρασοφόρων, άρχισαν να με κουράζουν και να μην μου προκαλούν το παραμικρό ενδιαφέρον. Πήγαινα υποχρεωτικά, λόγω συνήθειας, εξαναγκασμού και οικογενειακής παράδοσης. Στεκόμουν σε μια άκρη της εκκλησίας και περίμενα με ανυπομονησία να ακούσω το «δι’ ευχών των αγίων πατέρων…», οπότε και εξερχόμουνα από αυτήν, ξεφυσώντας με ανακούφιση που το μαρτύριό μου είχε τελειώσει, γιατί πραγματικά, για μαρτύριο επρόκειτο.
Μέχρι τα δεκατρία μου χρόνια, πήγαινα μαζί με τον αδελφό μου και τη μητέρα μου και πάντοτε από τα μαύρα χαράματα. Από τότε όμως και μετά, μην αντέχοντας άλλο αυτήν την βασανιστική εμπειρία, πήγαινα μόνος μου, αλλά πολύ αργότερα από την έναρξη, για να μειώσω βέβαια σημαντικά το χρόνο της παρουσίας μου στη λειτουργία.
Όταν πήγαινα στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, με έστειλαν στο κατηχητικό, όπου όμως δεν «φοίτησα» για μεγάλο χρονικό διάστημα. Νιώθοντας ανία μέχρι θανάτου και αποφασισμένος να βάλω τέλος σε αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση, έκανα την επανάστασή μου και δεν ξαναπήγα, προφασιζόμενος αδιαθεσία, έλλειψη χρόνου και πολλά διαβάσματα.
Ένα άλλο θρησκευτικό έθιμο που με στενοχωρούσε, με έκανε να ασφυκτιώ και με εκνεύριζε αφάνταστα, ήταν αυτό της εξομολόγησης. Ποτέ μου δεν μπόρεσα να κατανοήσω το νόημα της αναγκαστικής απολογίας μου για προσωπικά μου θέματα, σε κάποιον τύπο που κρυβόταν πίσω από ένα παραβάν. Το απέφευγα συστηματικά, ιδίως όταν ύστερα από την επίσκεψη στο γυμνάσιό μας ενός παπά, τον οποίον είχε επιστρατεύσει ο γυμνασιάρχης μας (ένας θρησκόληπτος μαθηματικός που τον είχαμε «βαφτίσει» Θεό!), για να μας εξομολογήσει, και του οποίου το μοναδικό ερώτημα σε όλα τα παιδιά ήταν, «μήπως παίζεις το πουλάκι σου;»
Τι σε νοιάζει, ρε ανώμαλε άνθρωπε, τι κάνουν παιδάκια δεκατεσσάρων ετών με το πουλάκι τους; Τι νόημα έχει η ερώτησή σου; Τι σε κόφτει εσένα αν παίζουν με το πουλάκι τους; Το θεωρείς αμαρτία, ή μήπως η ερώτησή σου αποσκοπεί αλλού; Ξέρεις κάτι; Αυτό που η θρησκεία σου μας το παρουσιάζει σαν αμαρτία, είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.
Από τότε, δεν ξαναπάτησα βέβαια το πόδι μου σε εξομολογητή. Σιχάθηκα εντελώς τους ρασοφόρους και τις βλακείες τους, θα περνούσε όμως αρκετός καιρός ακόμα μέχρι τη στιγμή που θα τους διέγραφα οριστικά από τα κατάστιχά μου.
Οι νουθεσίες της μητέρας μου και του παππού μου (πατέρας δεν υπήρχε λόγω εγκατάλειψης της οικογένειας), απέβλεπαν στη δημιουργία δύο πιστών και θεοσεβούμενων ανθρώπων (είχα και έναν μεγαλύτερο αδελφό) που μοναδικός σκοπός στη ζωή τους έπρεπε να είναι το συνεχές σταυροκόπημα, η νηστεία και οι ψαλμωδίες. Το ευτύχημα ήταν ότι ο παππούς μου ξημεροβραδιαζόταν στην εκκλησία και η μητέρα μου εργαζόταν πολύ, οπότε εγώ, εκτός από τα μαθήματα του σχολείου, είχα το χρόνο, και κυρίως την ευχέρεια, να ασχοληθώ και με άλλα ζητήματα, τα οποία με γέμιζαν και με ευχαριστούσαν.
Έτσι, τις ώρες της απουσίας των, το παλιό μας ραδιόφωνο έπαιζε μονίμως μουσική, που ήταν εξοβελισμένη και αφορισμένη από τον παππού μας, ενώ τα βιβλία και τα περιοδικά που δανειζόμουνα κρυφά από φίλους και συμμαθητές μου, αντικαθιστούσαν τους βίους των αγίων. Το τι «Μικρός Ήρως», «Ταρζάν και Γκαούρ», «Μάσκα», «Μυστήριο», «Μίκυ Μάους», «Διάπλαση των Παίδων», «Κλασσικά Εικονογραφημένα» κι ένα σωρό ακόμα έντυπα της εποχής εκείνης παρήλασαν μπροστά από τα μάτια μου, δεν περιγράφεται.
Παραδέχομαι ότι η ανάγνωση εκείνων των απολαυστικών κόμικς και κειμένων, με οδήγησε στα ίχνη ενός άλλου κόσμου, εντελώς διαφορετικού από εκείνον που προσπάθησε να μου επιβάλει και να με κάνει να πιστέψω σαν τον μοναδικά πραγματικό, το οικογενειακό μου περιβάλλον. Όταν μάλιστα, μετά τα έντεκά μου, άρχισα να πηγαίνω κρυφά και στον κινηματογράφο, η αντίληψή μου για τον κόσμο άρχισε να αλλάζει σημαντικά.
Ο παππούς μου ονόμαζε τον κινηματογράφο «σατανογράφο», ήταν όμως τόσο μεγάλη η προσκόλλησή του στην εκκλησία και τόσο χτυπητή η αδυναμία του να αντιληφθεί τι ακριβώς γινόταν γύρω του (φρόντιζα βέβαια κι εγώ να παίρνω πάντοτε τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης), που δεν έμαθε ποτέ ότι εγώ ήμουν ένας από τους τακτικότερους επισκέπτες των σκοτεινών αιθουσών — διαφορετικά, αλίμονό μου!
Παρόλα αυτά, η πεποίθησή μου ότι υπήρχε κάποια ανώτερη δύναμη, που μας παρακολουθούσε και καθόριζε τις τύχες μας, ήταν κάπως δύσκολο να αμφισβητηθεί. Η πλύση εγκεφάλου, το θρησκόληπτο περιβάλλον και οι φοβίες που είχαν εμφυτεύσει στον εύπλαστο παιδικό εγκέφαλό μου, με είχαν καταστήσει άτομο εξαρτώμενο κατά κάποιο τρόπο από όλες αυτές τις ανοησίες. Δυστυχώς, την εποχή εκείνη, η προσκόλλησή μου στο άρμα της θεοκρατίας ήταν πολύ ισχυρή. Ο επηρεασμός μου από μια άκρως θρησκόληπτη, οπισθοδρομική και μοιρολατρική οικογένεια, δεν ήταν εύκολο να αλλάξει από τη μια μέρα στην άλλη.
Η αντίστροφη μέτρηση, η αμφισβήτηση, άρχισε μια σημαδιακή Κυριακή στα δεκαεπτά μου. Είχα πάει, όπως έκανα σχεδόν κάθε Κυριακή, στην εκκλησία της γειτονιάς μου και παρακολούθησα εντελώς ανόρεχτα και μηχανικά τη λειτουργία. Στο τέλος και λίγο πριν το «δι’ ευχών», ανέβηκε στον άμβωνα ένας δεσπότης, ντυμένος με τα χρυσοποίκιλτα άμφιά του, και άρχισε να βγάζει έναν πύρινο λόγο για τους αμαρτωλούς πλουσίους και για τη ματαιότητα του πλουτισμού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης», φώναξε, τελειώνοντας ο δεσπότης, ενώ εγώ δεν έβλεπα την ώρα να βγω έξω για να συναντήσω τα φιλαράκια μου.
Βγαίνοντας έξω, αντίκρισα στο δρόμο ένα εντυπωσιακό αυτοκίνητο που βρισκόταν σταθμευμένο στο πλάι της εκκλησίας και πλησίασα κοντά του για να το θαυμάσω. Ήταν μια καταπράσινη MERCEDES 280 SE, με τον οδηγό της να περιμένει στη θέση του τον ευτυχή κάτοχο αυτού του πανάκριβου αυτοκινήτου, σε μια εποχή που η απόκτηση ιδιωτικού μεταφορικού μέσου ήταν άπιαστο όνειρο για τους περισσότερους από όλους εμάς τους υπόλοιπους.
Το χαστούκι που δέχτηκα, όταν διαπίστωσα ότι ο ιδιοκτήτης του ήταν ο ίδιος ο δεσπότης, ήταν πολύ ισχυρό. Είδα τον ρασοφόρο να βγαίνει από την πλαϊνή πόρτα του ναού και τον οδηγό να τσακίζεται να τρέξει να του ανοίξει την πίσω πόρτα. Προς στιγμήν τα έχασα. Βλέποντας έναν «πολέμιο» του πλούτου να ζει μέσα στη χλιδή, δυσκολευόμουν να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς συνέβαινε.
«Πώς είναι δυνατόν», αναρωτήθηκα, «ο άνθρωπος που, πριν από λίγα μόλις λεπτά, μας προέτρεπε να μην πλουτίζουμε, να ακυρώνει με τη συμπεριφορά του τα λεγόμενά του, και μάλιστα με τόσο καταφανή και ξεδιάντροπο τρόπο;»
Το γεγονός εκείνο, εκτός από την τελεσίδικη απόφασή μου να μην ξαναπατήσω το πόδι μου στην εκκλησία, έμελλε να αποτελέσει και την απαρχή της αμφισβήτησής μου για ό,τι είχε σχέση με τη θρησκεία. Η ανακολουθία λόγων και έργων του δεσπότη, μου έδωσε το έναυσμα να αρχίσω να ερευνώ. Η ρήση των παπάδων «πίστευε και μη ερεύνα» μου φάνηκε τόσο γελοία, τόσο ανόητη, που αναρωτήθηκα για ποιο λόγο δεν είχα αρχίσει την έρευνα λίγο νωρίτερα.
Από τη μέρα εκείνη, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Διαβάζοντας ιστορία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία, αλλά και όλους τους μεγάλους συγγραφείς της λογοτεχνίας, ο μύθος του Θεού και οι παιδαριώδεις ισχυρισμοί των εκπροσώπων της εκκλησίας για την ύπαρξή του, κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι. Ομολογώ ότι περισσότερο απ’ όλους με επηρέασαν οι Γάλλοι διαφωτιστές, οι οποίοι με βοήθησαν να κατασταλάξω στις αθεϊστικές μου απόψεις.
Η αντίληψη ότι στη ζωή χρειαζόμουν πολλά άλλα πράγματα, εκτός από κάποιον ανύπαρκτο Θεό, μου έγινε πεποίθηση. Κατάλαβα ότι ο αλληλοσεβασμός, η ηθική συγκρότηση του ατόμου και η φυσιολογική ζωή και συμπεριφορά του ανθρώπου, μπορούν να υπάρξουν θαυμάσια και χωρίς τις νουθεσίες, τις ανόητες δοξασίες και τις φοβέρες των φαιδρών εκπροσώπων των θρησκειών.