(του ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ, Ελευθεροτυπία, 18/9/2010)
Μεγάλο θόρυβο και αναστάτωση έχει προκαλέσει διεθνώς η δημοσίευση του τελευταίου βιβλίου του Στίβεν Χόκινγκ με τίτλο «Το Μεγαλειώδες Σχέδιο» (The Grand Design), που σύντομα θα κυκλοφορήσει και στα ελληνικά. Κάποιοι επιστημονικοί και θρησκευτικοί κύκλοι φαίνεται να έχουν ενοχληθεί έντονα από τις ιδέες που εκθέτει σε αυτό ο διασημότερος αστροφυσικός αλλά και ο πιο ακριβοπληρωμένος εκλαϊκευτής της επιστήμης.
Και ο λόγος όλης αυτής της αναστάτωσης είναι αρκετά απλός: σε αντίθεση με ό,τι υποστήριζε στο παρελθόν, ο μεγάλος Βρετανός επιστήμονας θεωρεί πως η επίκληση ενός παντοδύναμου και πάνσοφου Δημιουργού για να εξηγηθούν η γένεση και η εύρυθμη λειτουργία του Σύμπαντος όχι μόνο δεν είναι καθόλου απαραίτητη αλλά είναι και επιστημονικά εσφαλμένη.
Οταν ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός-φυσικός Πιερ Σιμόν ντε Λαπλάς παρουσίασε στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη το περίφημο βιβλίο του για την Ουράνια Μηχανική, ο αυτοκράτορας έκανε την ακόλουθη παρατήρηση: «Κύριε, λέγεται ότι σε αυτό το έργο σας για το Σύμπαν δεν αναφέρετε ούτε μία φορά τον Θεό». «Μεγαλειότατε, δεν είχα ανάγκη να κάνω αυτή την υπόθεση», ήταν η ειλικρινής και ετοιμόλογη απάντηση του επιστήμονα. «Πρόκειται για μια ωραία υπόθεση, που εξηγεί πολλά πράγματα», αντέτεινε πονηρά ο αυτοκράτορας, για να λάβει όμως την αποστομωτική απάντηση: «Αναμφίβολα, εξηγεί τα πάντα. Δυστυχώς όμως δεν μας επιτρέπει να προβλέπουμε τίποτα»!
Το μοντέλο του Σύμπαντος στο οποίο αναφέρεται ο Λαπλάς ήταν το μηχανιστικό πρότυπο εξήγησης: το Σύμπαν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια γιγάντια, στατική και άχρονη μηχανή, «καταδικασμένη», από τη γέννησή της μέχρι σήμερα, να επαναλαμβάνει μονότονα τις ίδιες ακριβώς αιτιοκρατικές κινήσεις που της επιβάλλουν οι αιώνιοι και αμετάβλητοι φυσικοί νόμοι. Ενα εξαιρετικά παραγωγικό πρότυπο επιστημονικής εξήγησης που ενώ διαμορφώθηκε τον δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα, κυρίως από τους Γαλιλαίο, Καρτέσιο και Νεύτωνα, θα γνωρίσει το απόγειο της επιτυχίας του κατά τον δέκατο ένατο αιώνα.
Ωστόσο, ενώ ο ίδιος ο Λαπλάς αρνείται ρητά τη δυνατότητα ή τη σκοπιμότητα παρέμβασης ενός υπέρτατου και παντοδύναμου Δημιουργού, το ίδιο το μηχανιστικό μοντέλο που ανέπτυξε προϋπέθετε υπόρρητα τη λογική αναγκαιότητα μιας «πρώτης αιτίας» ή μιας «πρώτης ώθησης» που θα έθετε σε κίνηση και θα εξηγούσε τη δημιουργία αυτής της γιγάντιας κοσμικής μηχανής. Και δεν είναι βέβαια καθόλου τυχαίο ότι το Σύμπαν της μηχανιστικής φυσικής είναι «άπειρο» και «αιώνιο», ενέχει δηλαδή δύο από τις θεμελιώδεις ιδιότητες του Θεού των μονοθεϊστικών θρησκειών!
Παραδόξως, οι «σκληρές» μηχανιστικές εξηγήσεις, μολονότι καθιστούσαν κενή περιεχομένου και απέκλειαν οποιαδήποτε δυνατότητα θεϊκής επέμβασης στη νομοτελειακή λειτουργία της μηχανής της Φύσης, ταυτόχρονα, λόγω της εμφανούς αδυναμίας τους να εξηγήσουν δυναμικά και εξελικτικά τη δομή και την ιστορία των κοσμολογικών φαινομένων, υπέβαλλαν την ανάγκη επίκλησης ενός υπέρτατου Δημιουργού. Και θα ήταν λάθος να πιστέψει κανείς ότι, λόγω της εκρηκτικής ανάπτυξης των γνώσεών μας στη μικροφυσική και την κοσμολογία, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά κατά τον εικοστό αιώνα.
Ποιος ή τι πυροδότησε τη «Μεγάλη Εκρηξη»;
Τη δεκαετία του 1930, ο μεγάλος αστρονόμος Εντγουιν Χαμπλ (Edwin Hubble) χάρη στις παρατηρήσεις του κατέληξε στο εντυπωσιακό συμπέρασμα ότι το Σύμπαν διαστέλλεται, δηλαδή επεκτείνεται διαρκώς σε κάθε ορατό σημείο του χωροχρόνου! Ολα τα κοσμικά σώματα -αστέρες, πλανήτες, γαλαξίες, σμήνη γαλαξιών- που υπάρχουν μέσα σε αυτό απομακρύνονται το ένα από το άλλο σαν να βρίσκονται πάνω σε ένα μπαλόνι που φουσκώνει ασταμάτητα.
Αντιστρέφοντας μάλιστα στον χρόνο αυτή την πορεία διαστολής, αν δηλαδή «βλέπαμε» αντίστροφα την εξέλιξη του Σύμπαντος, θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι: όσο πιο πίσω στον χρόνο πάμε τόσο μικρότερη θα είναι η διαστολή του Σύμπαντος, μέχρι που ολόκληρο το μελλοντικό Σύμπαν θα «βρίσκεται» συμπιεσμένο σ' ένα σημείο-μηδέν εκτός χώρου και χρόνου, αφού τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν προτού αρχίσει η διαστολή του Σύμπαντος που τα δημιούργησε!
Σύμφωνα με την ευρύτερα αποδεκτή σήμερα ερμηνεία των αστροφυσικών δεδομένων, το Σύμπαν προέκυψε από ένα τέτοιο εξαιρετικά απίθανο γεγονός, από μια «ιδιομορφία», όπως λένε οι ειδικοί για να περιγράψουν την ασύλληπτη ιδέα ενός αφηρημένου «σημείου» το οποίο ωστόσο περιέκλειε τα πάντα σε άπειρη πυκνότητα και σε άπειρη θερμοκρασία, μέχρι τη «στιγμή» που, για κάποιον εντελώς ανεξήγητο λόγο, άρχισε να διαστέλλεται με εκρηκτικούς ρυθμούς. Πολύ σχηματικά, κάπως έτσι περιγράφει η κοσμολογία τη Μεγάλη Εκρηξη: την πρωταρχική γενεσιουργό πράξη που πριν από περίπου 14 δισεκατομμύρια χρόνια δημιούργησε τα Πάντα.
Και είναι πραγματικά εντυπωσιακό ότι η εισαγωγή και η ευρύτατη αποδοχή αυτού του εξηγητικού σχήματος όχι μόνο δεν ικανοποιούν κάποιες βασικές επιστημολογικές παραδοχές για τη διατύπωση των εξηγήσεων στην επιστήμη της Φυσικής, αλλά προσκρούει και σε ανυπέρβλητα λογικά παράδοξα. Για παράδειγμα, δεν απαντά στο πού, το πώς και το γιατί έλαβε χώρα η Μεγάλη Εκρηξη. Και επιπρόσθετα, η βασική παραδοχή ότι ο χρόνος και ο χώρος δεν υπήρχαν πριν από αυτή τη γενεσιουργό έκρηξη έχει ως «λογική συνέπεια» ότι αυτή έλαβε χώρα στο ποτέ και στο πουθενά.
Από τα όσα είπαμε δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι οι περισσότερες Εκκλησίες στη Δύση, με πρώτη και καλύτερη την Καθολική Εκκλησία, έσπευσαν να αποδεχτούν αυτή την κοσμολογική θεωρία ως προφανή και αυταπόδεικτη επιστημονική βεβαιότητα. Ετσι, το 1951 ο Πάπας Πίος ΙΒ', αναφερόμενος στη θεωρία της Μεγάλης Εκρηξης, θα υποστηρίξει επίσημα ότι η δημιουργία του Σύμπαντος από τον Θεό πρέπει να θεωρείται πλέον όχι απλώς εξ αποκαλύψεως αλήθεια αλλά και ως επιστημονική βεβαιότητα. Βέβαια, από την εποχή του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου οι κοσμολογικές έρευνες ήταν επιρρεπείς σε θεολογικές και μεταφυσικές παρανοήσεις, πόσω δε μάλλον όταν οι ίδιες οι επιστημονικές έρευνες αλλοιώνονται από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις των ερευνητών, οι οποίοι συχνά συγχέουν την πρόσκαιρη και επισφαλή γνώση της επιστήμης τους, μια δεδομένη εποχή, με τις ανάγκες τους για απόλυτες βεβαιότητες που μόνο η θρησκευτική πίστη μπορεί να τους εξασφαλίσει.
Πριν από είκοσι δύο χρόνια, ο Σ. Χόκινγκ (Stephen Hawking) στο τέλος του πασίγνωστου βιβλίου του «Το χρονικό του χρόνου» (ελληνική μετάφραση εκδ. Κάτοπτρο), που τον έκανε παγκοσμίως γνωστό στο ευρύ κοινό, υποστήριζε ότι όταν οι φυσικοί ανακαλύψουν τη «θεωρία των πάντων» που θα είναι ικανή να ενοποιήσει σε ένα ενιαίο και χωρίς αντιφάσεις εξηγητικό σχήμα όλα όσα γνωρίζει η σύγχρονη Φυσική γύρω από τον μικρό -και τον μακρό- κόσμο, τότε θα είναι σε θέση να βρουν την τελική απάντηση στο ερώτημα γιατί υπάρχουν το Σύμπαν και εμείς. «Αν βρούμε την απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα έχει συντελεστεί ο τελικός θρίαμβος του ανθρώπινου νου, γιατί τότε θα έχουμε γνωρίσει τον νου του Θεού». Αργότερα μάλιστα, ο διάσημος Βρετανός αστροφυσικός διατύπωσε την πρόβλεψη ότι αυτό το τεράστιο επιστημονικό επίτευγμα ίσως να πραγματοποιηθεί μέχρι το 2000. Η πρόβλεψή του δυστυχώς δεν επαληθεύτηκε ούτε στο ελάχιστο. Βρισκόμαστε στο 2010 και οι επιστήμονες εξακολουθούν να μην έχουν την παραμικρή ιδέα για το πώς θα μπορούσαν να συγκροτήσουν αυτή τη μεγάλη ενοποιητική θεωρία η οποία θα τους οδηγούσε, υποτίθεται, πιο κοντά στην κατανόηση της σκέψης του Θεού.
Από τη νομοτέλεια στην αυθόρμητη δημιουργία
Σήμερα, ο πιο ακριβοπληρωμένος εν ζωή αστροφυσικός, επιχειρεί με το τελευταίο του βιβλίο να επανορθώσει το διττό σφάλμα που είχε διαπράξει τα προηγούμενα χρόνια. Πράγματι, στο «The Grand Design» ο Χόκινγκ υποστηρίζει ότι η δημιουργία του Σύμπαντος προκύπτει ως αναπόφευκτη συνέπεια της ύπαρξης των θεμελιωδών νόμων της Φυσικής, ως το προϊόν μιας τυφλής αλλά δημιουργικής φυσικής αναγκαιότητας και όχι μιας υπερφυσικής θεϊκής δημιουργίας. Σύμφωνα με τα λόγια του συγγραφέα: το Σύμπαν μπορεί κάλλιστα να δημιουργηθεί αφ' εαυτού· μπορεί να δημιουργηθεί εκ του μηδενός· συνεπώς, κανένας Θεός δεν το δημιούργησε.
Αν, όπως είδαμε, στο «Χρονικό του Χρόνου» επιχείρησε να κάνει κάποιες ευλογοφανείς εικασίες για το τι θα έπρεπε να είχε συμβεί λίγο πριν από τη Μεγάλη Εκρηξη, δεν κατάφερε τελικά να προτείνει καμιά ευρύτερα αποδεκτή εξήγηση για τις φυσικές διεργασίες που την προκάλεσαν. Αφήνοντας όμως αναπάντητο αυτό το αποφασιστικής σημασίας ερώτημα άνοιγε, πιθανόν άθελά του, το δρόμο για κάθε λογής υπερφυσικές εξηγήσεις της δημιουργίας. Πράγματι, πολλοί διάβασαν την τελευταία πρόταση του βιβλίου «...τότε θα έχουμε γνωρίσει τον νου του Θεού» ως σαφή ένδειξη ότι δεν θεωρούσε την ιδέα του Θεού-Δημιουργού εντελώς ασυμβίβαστη με την επιστημονική κατανόηση του Σύμπαντος.
Σε αυτό το τελευταίο του βιβλίο, αντίθετα, φαίνεται πως βρήκε την απάντηση σε αυτό το βασανιστικό ερώτημα. Οπως αναφέρει σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο, που δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου: «Η δημιουργία του Σύμπαντος όχι μόνο δεν ήταν ένα στατιστικά απίθανο και μη προβλέψιμο φυσικό συμβάν, η πραγμάτωση του οποίου υποτίθεται ότι προϋποθέτει και χρειάζεται την ενεργητική επέμβαση ενός Θεού, αλλά αντίθετα ήταν το αναπόφευκτο και αναγκαίο αποτέλεσμα της ύπαρξης και της δράσης των φυσικών νόμων. Επειδή ακριβώς υπάρχει ένας νόμος όπως αυτός της βαρύτητας, το Σύμπαν ήταν δυνατόν να δημιουργηθεί -και πράγματι δημιουργήθηκε- από μόνο του, εκ του μηδενός. Η αυθόρμητη δημιουργία είναι ο λόγος που υπάρχει κάτι και όχι το μηδέν· ο λόγος που υπάρχει το Σύμπαν και που υπάρχουμε και εμείς».
«Οπως ακριβώς έκανε ο Δαρβίνος όταν διέψευσε την ανάγκη ύπαρξης ενός Θεού με τη θεωρία του για την εξέλιξη του είδους μας», υποστηρίζει με ενθουσιασμό ο διάσημός εξελικτικός βιολόγος και αθεϊστής Ρίτσαρντ Ντόκινς (R. Dawkins), «το ίδιο ακριβώς επιχειρεί να κάνει τώρα και ο Χόκινγκ στη Φυσική».
Οφείλουμε συνεπώς, αν θέλουμε να σκεφτόμαστε επιστημονικά, να εγκαταλείψουμε κάθε υπερβατική ή υπερφυσική εξήγηση; Να εξαλείψουμε οριστικά και αμετάκλητα από την επιστήμη την ιδέα ενός υπέρτατου και πάνσοφου Δημιουργού του φυσικού κόσμου, που ωστόσο θα μπορούσε να καλύπτει τα αναπόφευκτα γνωσιολογικά κενά και τις επιμέρους αδυναμίες των φυσικών επιστημών μας; Αυτό φαίνεται πως υποστηρίζει σήμερα ο Χόκινγκ με τρόπο κατηγορηματικό, χωρίς δηλαδή τις αντιφάσεις και τα πισωγυρίσματα του παρελθόντος.
Παραβλέποντας ή υποβαθμίζοντας, ωστόσο, τις υπερβατικές ανάγκες των περισσότερων ανθρώπων -μεταξύ των οποίων και πολλών επιστημόνων- οι οποίοι με μεγάλη προθυμία θα επέλεγαν τις πιο ευφάνταστες παρα- ή αντι-επιστημονικές εξηγήσεις όποτε οι θρησκευτικές πεποιθήσεις τους συγκρούονται με την «πεζή» επιστημονική πραγματικότητα. Επίσης, υποτιμά την εντυπωσιακή ικανότητα των πιστών και των Εκκλησιών τους να προσαρμόζουν αυθαίρετα και να αφομοιώνουν επιλεκτικά τις νέες επιστημονικές κατακτήσεις στις υπερβατικές ή τις θρησκευτικές τους ανάγκες (τυπικό παράδειγμα θρησκευτικής ευελιξίας αποτελεί η Καθολική Εκκλησία).
Εξάλλου, διαπράττει ένα εξόφθαλμα λογικό σφάλμα όποιος αναζητεί σε μαθηματικές εξισώσεις την επιβεβαίωση ή τη διάψευση της ύπαρξης του Θεού: ενός όντος εξ ορισμού υπερβατικού, δηλαδή έξω και πέρα από τους φυσικούς περιορισμούς, και το οποίο συνεπώς καμία απολύτως παρέμβαση δεν μπορεί να έχει στον φυσικό κόσμο εκτός από αυτήν που εμείς οι άνθρωποι του επιτρέπουμε να έχει. Από τη γέννησή της η επιστήμη διεκδικεί την πλήρη αυτονομία της Φύσης από κάθε υπερφυσικό αίτιο και από κάθε υπερβατική μεταφυσική εξήγηση: κάθε προσφυγή σε υπερφυσικές εξηγήσεις αποτέλεσε και αποτελεί τη χρεοκοπία της επιστημονικής μεθόδου και της ορθολογικής σκέψης. Η απόρριψη ωστόσο του Θεού-Δράστη και Δημιουργού δεν συνεπάγεται αυτομάτως και την απόρριψη της διανοητικής μας συνήθειας ή ανάγκης να πιστεύουμε σε υπερφυσικές «εξηγήσεις». Εξάλλου, το παιχνίδι της επιστημονικής γνώσης εναντίον της πίστης παιζόταν ανέκαθεν και θα παίζεται πάντα στο γήπεδο του ανθρώπινου νου.