...
(*) Η απορία που έχω με αυτό το σύνθημα είναι, ποιον θάνατο αντιπαραθέτουν στην Ορθοδοξία οι διαμαρτυρόμενοι, το δικό τους ή των άλλων ανθρώπων;
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
Η προσκόλληση του εκκλησιαστικού μηχανισμού στο κράτος που προέκυψε αμέσως με την αναγνώριση της εκκλησίας κατά τον 4ο αιώνα ως επίσημης και, μερικές δεκαετίες αργότερα, με την επιβολή της ως μοναδικής, διατηρείται μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα. Μετά την απελευθέρωση, αρχικά ενός τμήματος του σημερινού ελλαδικού χώρου, από την οθωμανική αυτοκρατορία και τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, η ελλαδική πλέον Εκκλησία ταυτίστηκε με όλες τις αντιλαϊκές δυνάμεις (βασιλεία, δικτατορίες, κατοχικές κυβερνήσεις) με ακριβώς τις ίδιες προϋποθέσεις που είχε συνεργαστεί και με τους Οθωμανούς, δηλαδή τη διατήρηση προνομίων πλουτισμού και εξουσίας έναντι επηρεασμού του πληθυσμού υπέρ των κρατούντων.
Οι εκδηλώσεις λατρείας των ελλαδικών επισκόπων υπέρ του εκάστοτε (ξενόφερτου) βασιλέα είναι γνωστές. Λιγότερο γνωστές είναι οι εκδηλώσεις θαυμασμού προς τα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Ο μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Πολύκαρπος γράφει στο εκκλησιαστικό περιοδικό Εκκλησία, πριν από την έναρξη του β' παγκόσμιου πολέμου, θλιβόμενος για την «καταστροφή» των δυτικών δημοκρατιών: «Από της καταστροφής εσώθησαν τα κράτη της Ιταλίας και τελευταίον της Γερμανίας διά της ανακηρύξεως δικτατοριών και περιορισμού της ελευθέρας ενεργείας των ανελευθέρων αθέων κομμουνιστών» (Ο θεόσταλτος Φύρερ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 20/10/2006). Η βαθύτατη εκτίμηση των παπάδων για τις δικτατορίες Μεταξά της 4ης Αυγούστου 1936 και του Παττακού της 21ης Απριλίου 1967, είναι ευρύτερα γνωστές και δεν χρειάζεται να περιγραφούν εδώ.
Με την πάροδο του χρόνου μετετράπη αυτή η προσκόλληση στο κράτος και η οικειοποίηση κρατικών λειτουργιών σε «εθνική ιδεολογία» και σε λόγο ύπαρξης της Εκκλησίας. Έτσι προέκυψε για ιδεολογική επικάλυψη και το ιδεολόγημα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», με στόχο τη συμπλήρωση του κενού από την ανυπαρξία πνευματικού προσανατολισμού και τη συγκάλυψη του πραγματικού γεγονότος της συνεργασίας δεκαετιών και αιώνων με όλους τους κατακτητές, με όλες τις δυνάμεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης.
Στα πρώτα χρόνια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους βρέθηκε απελευθερωμένος ένας πληθυσμός, αποτελούμενος από συνονθύλευμα λαών, θρησκειών, θρησκευτικών δογμάτων και προσανατολισμών, χωρίς συνείδηση κοινής ιστορίας και πολιτισμού και, κυρίως, χωρίς μορφωτικό επίπεδο που θα του επέτρεπε να ενεργοποιηθεί αυτοδύναμα και να αναπτυχθεί σύμφωνα με τις δυνατότητες της ιστορικής συγκυρίας και του γεωγραφικού χώρου. Εκείνες τις δεκαετίες της έλλειψης σαφούς ταυτότητας προέκυψε το ερώτημα, αν η ελλαδική κοινωνία που ομογενοποιήθηκε σταδιακά σε «ελληνική», ανήκει στη Δύση ή πρέπει να αρκεστεί σε μια ανεξάρτητη πορεία, με την αντίληψη της ανατολικής ιδιαιτερότητας, μιας απροσδιόριστης ιδιοπροσωπίας. Αυτό το ερώτημα δεν φαίνεται να επιδέχεται οριστική απάντηση και συνεχίζει να τίθεται ακόμα και σήμερα από διάφορους οπισθοδρομικούς πολιτικολογούντες θεολόγους.
Σημειώνεται εδώ ότι η εικαζόμενη ανατολική ιδιοπροσωπία προβάλλεται από τους απολογητές της ορθόδοξης χριστιανικής εκδοχής και συμπεριλαμβάνει ανομολόγητα, εκπτώσεις σε ορθολογισμό, συνέπεια και αποτελεσματικότητα, χαρακτηριστικά που συναντώνται ακόμα σε μεγάλο βαθμό σε κοινωνίες με μουσουλμανικό πολιτισμικό υπόβαθρο.
Σε ορισμένους μάλιστα κύκλους, επίσης ορθοδόξους αλλά νεωτερικούς, αποτελεί το δίλημμα Ανατολή-Δύση κεντρικό θέμα προβληματισμού με όρους σύγκρουσης, με πλήθος τοποθετήσεων και αντιγνωμιών και ενδο-θεολογικών και πολιτικών αμοιβαίων κατηγοριών, ακόμα και με εκατέρωθεν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Αυτή η προσωπική συνιστώσα σε μια ιστορικο-φιλοσοφική αντιγνωμία προδίδει και μια εξάρτηση των συμμετεχόντων στο σχετικό «προβληματισμό» από την εξέλιξη των συζητήσεων, με διακύβευμα την προσωπική δικαίωση ή απόρριψη.
Η πλευρά των νεωτεριστών οπισθοδρομικών υιοθετεί σε πολιτικό επίπεδο ασμένως την άποψη του Αμερικάνου πολιτειολόγου Χάντιγκτον, ο οποίος για δικούς του λόγους θεωρεί ότι η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να απομακρυνθούν από τις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές συμμαχίες των δυτικών εθνών. Η πλευρά αυτή προτείνει μια «περήφανη πορεία» στο μέλλον, σε απομόνωση, χωρίς συμμάχους ή μάλλον με μοναδικούς συμμάχους τους επίσης «εξορισμένους» Τούρκους, πιθανόν σε ανάμνηση τής (για κάποιους) ευτυχούς ετεροβαρούς συναλληλίας Οθωμανών-Εκκλησίας, και επιζητεί την «επίλυση των διλημμάτων» της ελληνικής κοινωνίας σ' αυτά τα εθνοκεντρικά πλαίσια. Μερικά δε στελέχη αυτών των κύκλων αυτοχαρακτηρίζονται ως προοδευτικοί και ζητούν «πρόοδο προς τα πίσω!» (Ζουράρις στο Hundington κ.ά.: «Η σύγκρουση Ανατολής και Δύσης και η πρόκληση Χάντιγκτον», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2002).
Κατά την κρίση μας, τα διλήμματα της ελληνικής κοινωνίας προκύπτουν κατά κύριο λόγο από την ανεπαρκή παιδεία, την οπισθοδρομικότητα και την ανασχετική παρέμβαση των θεοκρατικών κύκλων και της ιδιοτελούς ανοχής του μεγαλύτερου τμήματος των πολιτικών δυνάμεων.
Η ίδια αυτή έκφραση της οπισθοδρομικότητας αξιοποιεί σε θεολογικό επίπεδο την επιστημονική ορολογία με επίκληση της «εμπειρικής αναζήτησης και ανοικτής ετοιμότητας κοινωνικής επαλήθευσης», εκτελεί παρεκβάσεις από το μυστικισμό στην πολιτικολογία και καταλήγει σε ευρήματα και διατυπώσεις του τύπου «ερωτική ευαισθησία που χειραγωγεί στο σεβασμό προς το άρρητο» ή «βιωματική άσκηση μετοχής στο λόγο της μοναδικότητας των όντως υπαρκτών» ή στη μυστικιστικού και μαγικού χαρακτήρα «τριαδική παναλήθεια» κ.ά. Η άλλη, επίσης ανατολικόφρων ορθόδοξη αλλά παραδοσιακή οπισθοδρομική πλευρά απαντάει περιφρονητικά ότι αυτά όλα είναι «ασυναρτησίες και μωρίες» (Μπαγιόνας).
Αμφότερες οι οπισθοδρομικές, ορθόδοξες δυνάμεις, νεωτερικές και παραδοσιακές, οι οποίες σημειωτέον καλλιεργούν το θρησκευτικό εθνοφυλετισμό και αποτελούν ως εκ τούτου στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας αιρέσεις, προβάλλουν την πολιτισμική υστέρηση ως απόδειξη «πνευματικότητας» και την εγγενή οπισθοδρομικότητα ως ηθελημένη επιλογή και καταφεύγουν, παράλληλα, σε ένα έντονο αντιδυτικισμό, όχι με τη σύγχρονη αντιαμερικανική αλλά με την παλαιότερη εκκλησιαστική έννοια, δηλαδή ως αντιπάθεια προς την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό και όσα αυτές οι εποχές και οι άνθρωποί τους προσέφεραν στην παγκόσμια κοινωνία, με κυριότερη επίπτωση στην καθ' ημάς Ανατολή, την προετοιμασία για τη διαφυγή από τη συναλληλία Οθωμανών-Εκκλησίας. Κατά βάθος οραματίζονται ένα νεο-οθωμανισμό, παρ' ότι υβρίζουν με αυτόν ακριβώς το χαρακτηρισμό τους αντιπάλους τους — προβάλλουν σ' αυτούς ό,τι οι ίδιοι νοσταλγούν!
Θεωρούν μάλιστα ότι «ο δυτικός κόσμος οδήγησε τον εργαλειακό ορθολογισμό και τον τεχνολογικό ντετερμινισμό στον παροξυσμό... και απέδειξε ότι δεν μπορεί να προσφέρει απάντηση στα ερωτήματα του κόσμου» (Γ. Καραμπελιάς, Εισαγωγή στο Hundington κ.ά.) Προφανώς, αφού ο δυτικός κόσμος «απέδειξε» πως δεν διαθέτει τελικές απαντήσεις στα όποια υπαρξιακά ερωτήματα του συγγραφέα, ο αμήχανος αναγνώστης δεν έχει παρά να συμπεράνει ότι μοναδική διέξοδος είναι πλέον οι θεοκρατικές ιδεοληψίες από τη Μέση Ανατολή, οι οποίες ιδεοληψίες αποτελούν το μοναδικό εναλλακτικό κύκλο γνώσεων και οι οποίες φαίνεται να έχουν δώσει προ πολλού τις αναμενόμενες απαντήσεις στα ερωτήματα του κόσμου!
Βέβαια, τα ερωτήματα του κόσμου είναι πρωτίστως διατροφικής και ιαματικής φύσης (γι' αυτό όλοι οι θαυματοποιοί στο παρελθόν τέτοια θαύματα έκαναν κατά προτίμηση) και ακριβώς αυτά τα προβλήματα έχει λύσει η επιστήμη και ο «εργαλειακός ορθολογισμός». Όπου δε στον κόσμο συνεχίζεται ο μεσαιωνικός τρόπος ζωής, με χειραγώγηση του λαού στην αναξιοπρεπή διαβίωση, με πείνα και ασθένειες, εκεί ακριβώς αξιοποιούνται θεόπληκτες ιδεοληψίες για εκφοβισμό και ταπείνωση των ανθρώπων.
Αλλά ο Γ.Καραμπελιάς (Γ.Κ.) έχει εναλλακτικές προτάσεις, πέρα και πάνω από «τη μαρξιστική παράδοση και τη νεο-ορθοδοξία» (αγνοώ προσωπικά ποιος έχει ως παράδοση το μαρξισμό): γράφει σε βιβλίο του, αποσπάσματα του οποίου αναδημοσιεύονται σε κάποιο blog:
Ποιες είναι λοιπόν στην εποχή του μεταβιομηχανικού πολιτισμού και της γνώσης οι παραδόσεις και τί ρόλο παίζουν; Είναι τα κόκκινα αυγά και οι λαμπάδες, είναι οι κυκλικοί χοροί, τα δημοτικά τραγούδια και άλλα τελετουργικά έθιμα προς εορταστική «κατανάλωση»; Όλα αυτά, όσο όμορφα, ευχάριστα ή γραφικά κι αν είναι, ούτε τη ζωή μας επηρεάζουν, ούτε και επιδέχονται εκσυγχρονισμό, αν και όλα τα δημοτικά τραγούδια εκτελούνται και ακούγονται πλέον σε πολυφωνική μορφή — έχουν «εκσυγχρονιστεί» προ πολλού και μάλιστα με την «ξενόφερτη» συνταγή της μουσικής πολυφωνίας.
Επειδή δε οι άνθρωποι του εκκλησιαστικού μηχανισμού και οι εκτρεφόμενοι από αυτούς (νομίζουν ότι) έχουν καταστήσει το θέμα των παραδόσεων προνομιακό τους χώρο, ας έχουν υπόψη τους ότι ο Ιησούς διαφωνούσε με τις ανθρώπινες παραδόσεις, εφόσον αυτές ήταν αντίθετες με το λόγο του θεού, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σε κάθε εποχή: «...εις μάτην δε με σέβονται, διδάσκοντες διδασκαλίες εντάλματα ανθρώπων. Διότι αφήσαντες την εντολή του Θεού κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων» (Μάρκος ζ’ 5-10).
Ποια από τις παραδόσεις θα οδηγούσε λοιπόν, με τον εκσυγχρονισμό της, σε βελτίωση τη ζωής μας και θα μας απήλασσε από τα «διλήμματα»; Ποια είναι τα προβλήματά μας, τα οποία χρειάζονται επίλυση και θα τα εκσυγχρονίσουμε αυθεντικά με τις παραδόσεις μας και όχι με «ξενόφερτα» μέσα; Να απαριθμήσω μερικά προβλήματα, τα οποία δεν είναι, προφανώς, αμιγώς ελληνικά και αντιμετωπίζονται μέχρι στιγμής με τα «ξενόφερτα» μέσα της επιστήμης και του ορθολογισμού: η οργάνωση του κράτους γενικώς, η παραγωγή αγαθών (βιομηχανικών ή αγροτικών), η παροχή υπηρεσιών, η εκπαίδευση, η υγεία, οι συγκοινωνίες, οι μεταφορές, η διατροφή, η ψυχαγωγία, η κατάχρηση ποτών και ουσιών, η προσωπική ασφάλεια κ.ο.κ.
Ποια αυθεντικά ελληνική παράδοση υπάρχει σ' αυτούς τους τομείς που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί; Για παράδειγμα, υπάρχει κανένα σχέδιο εκσυγχρονισμού της παλιάς οικοτεχνίας; Μόλις αυτή η παραγωγή εργοχείρων, πλεκτών, διακοσμητικών ειδών κ.τ.ό. περάσει ένα κρίσιμο μέγεθος και βγει από το γεωγραφικό χώρο της κωμόπολης, θα πρέπει ο παραδοσιακός επιχειρηματίας να υιοθετήσει μεθόδους μάρκετινγκ και μάνατζμεντ (επίτηδες τα γράφω φραγκολεβαντίνικα), για να ανταποκριθεί στην όποια ζήτηση και στον ανταγωνισμό της άλλης κωμόπολης, του άλλου νομού, της άλλης επαρχίας, της Βουλγαρίας, της Ιταλίας, της Τουρκίας, της Κίνας και όλου του κόσμου τελικά. Και είναι γνωστό ότι οι μέθοδοι μάρκετινγκ και μάνατζμεντ είναι ξενόφερτες και, απλά, εδώ προσαρμόζονται στις τοπικές ανάγκες.
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται την εκστρατεία των Κινέζων επί Μάο για τη δημιουργία μικρών χαλυβουργείων σε κάθε κωμόπολη, σε κάθε επαρχία, και ποια ήταν η κατάληξη του εγχειρήματος. Οι λιγότερο παλαιοί θα θυμούνται επίσης την δήθεν «αυτάρκη» και αποκλεισμένη Αλβανία, της οποίας ο πληθυσμός λιμοκτονούσε, παράγοντας ευτελή είδη για εσωτερική κατανάλωση. Τα αντίστοιχα γεγονότα της Ρουμανίας και η κατάληξη των εμπνευστών της αυτάρκειας είναι επίσης γνωστά.
Είναι γνωστό επίσης ότι προσπάθειες με υπόβαθρο την παραδοσιολογία έχουν γίνει και λειτουργούν, αλλά φυσικά με πάμπολλες πονηρές υποχωρήσεις και αυτονόητους συμβιβασμούς: Οι Άμις (Amish) στην Αμερική που έγιναν πριν από λίγο καιρό γνωστοί λόγω μιας μαζικής δολοφονίας μαθητών σε σχολείο τους, είναι μέλη μιας προτεσταντικής αίρεσης που δεν δέχονται την τεχνολογική εξέλιξη και ζουν σε κοινόβια μακριά από τις γνωστές πόλεις, παράγουν δε όλα τα προϊόντα τους με παραδοσιακούς τρόπους.
Βέβαια, χρησιμοποιούν αυτοκίνητα για τις μεγάλες μετακινήσεις τους, αλλά τα οδηγούν άνθρωποι που δεν ανήκουν στην αίρεσή τους, αξιοποιούν ασφαλτοστρωμένους δρόμους, αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να κινηθούν τα οχήματά τους, για τα υφάσματά τους χρησιμοποιούν κάποια παλιά μοντέλα αργαλειών, αλλά όχι εκείνους της βιβλικής εποχής και, όσο νάναι, όλο και κάποια ασπιρίνη θα καταπίνουν για τον πονοκέφαλο. Δεδομένου δε ότι διάγουν ζωή σε αγροτικές περιοχές, αν δεν εμβολιασθούν, μένουν εκτεθειμένοι σε πάμπολλες επιδημικές ασθένειες (ελονοσία, χολέρα, δυσεντερία κλπ.), όπως ήταν εκτεθειμένοι και είχαν χαμηλό μέσο όρο ζωής οι άνθρωποι του Μεσαίωνα και παλαιότερων εποχών.
Ακόμα, σε μερικές υποβαθμισμένες παραδοσιακές εθνικές ομάδες, οι οποίες διαβιούν στο περιθώριο της σύγχρονης κοινωνίας, κυρίως στη Νότια Αμερική, επιχειρήθηκε να υλοποιηθούν κατά καιρούς προγράμματα ενσωμάτωσης και «εργοθεραπείας» των παραμελημένων πληθυσμών, με ενεργοποίηση των χειρονακτικών και μουσικών παραδόσεών τους σε πιο εκσυγχρονισμένες μορφές. Οι πληθυσμοί αυτοί είχαν απαυδήσει από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τη «θρησκεία της αγάπης» που τους επεβλήθησαν στην εκμεταλλευτική εκδοχή τους και έχουν αρχίσει να επιστρέφουν στις προκολομβιανές θρησκείες και δοξασίες, με αφρικάνικα βουντού και τελετές των Αζτέκων ή των Μάγιας. Όποιος νομίζει ότι κάτι ανάλογο θα ταίριαζε στη σύγχρονη Ελλάδα, ώστε να εισηγείται ανάλογο «εκσυγχρονισμό της παράδοσης», θα έπρεπε να έχει κάνει προηγουμένως ορισμένα εξάμηνα μελέτης στις πλαγιές των Άνδεων, αντί να χάνει τον καιρό του με «εισαγόμενους» από την Εσπερία μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών.
Να υπενθυμίσουμε δε ότι και στη χώρα μας διαβιούν ακόμα και σήμερα πληθυσμιακές ομάδες με παραδοσιακό τρόπο, ως κατσικοκλέφτες, φοροφυγάδες, κουμπουροφόροι ή δυναμιτιστές ψαράδες, οι οποίοι υπερσπίζονται συχνά δυναμικά και ενάντια στο κράτος αυτές τις καθιερωμένες συνήθειές τους που εξυπηρετούν και το βιοπορισμό. Ακόμα δε, μερικοί παραδοσιολάγνοι εκ του ασφαλούς υπερασπίζονται φανταστικές τοπικές παραδόσεις και μεγαλεία του τόπου καταγωγής τους και διεκδικούν, σε μια χώρα με ανάγκη διοικητικής ανασυγκροτήσεως, δικό τους Δήμο, δικό τους κάστρο ή, μάλλον, δικό τους ντοβλέτ, όπως διδάχθηκαν από τις οθωμανικές παραδόσεις τους.
Αλλά τίποτα δεν είναι καινούργιο: αρκετά παλαιότερα κάποιοι άλλοι λάτρεις των παραδόσεων απεχθάνονταν και ενεργούσαν δυναμικά εναντίον των «ξενόφερτων λύσεων» εκσυγχρονισμού, π.χ. της πατατοφαγίας (έργο των Αλούτερων = Λουθεριανών!), του εμβολιασμού (βούλα του διαβόλου), των ατμοπλοίων (καρότσες του σατανά), του πανεπιστημίου (διαβολοεπιστήμιο), του δικαστικού συστήματος (γυφτόσπιτα), των Τραπεζών (έβαζαν βόμβες γιατί τους χάλαγαν τις τοκογλυφίες, όπως ο Μακρυγιάννης κ.ά.) και άλλα συναφή και εξ ίσου γραφικά και γελοία.
Βέβαια, όποιος επιθυμεί μπορεί να επιχειρήσει και στα καθ' ημάς μια ζωή στο περιθώριο, αποτραβηγμένος από τα προϊόντα, τις μεθόδους και τους ρυθμούς του «εργαλειακού ορθολογισμού» και να αναφωνεί «πίσω ολοταχώς στις παραδόσεις» (αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος). Τότε όμως δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί ο ίδιος λιμουζίνες στις μετακινήσεις του, δεν είναι δυνατόν να απευθύνεται στους «πιστούς» από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, δεν είναι δυνατόν να αξιοποιεί το κινητό τηλέφωνο και το Internet και άλλα προϊόντα της βιομηχανικής κοινωνίας κ.ο.κ. Ας πάρει παράδειγμα τους Άμις (πάλι αυτά τα «ξενόφερτα πρότυπα»!) Η κοινωνία εξελίσσεται σε όλα τα μέτωπα και γίνεται καταγέλαστος όταν επιλέγει κάποιος για τον εαυτό του ό,τι τον βολεύει, ενώ επιτάσσει για τους άλλους «παράδοση».
Μερικοί μάλιστα δηλώνουν ότι, επιλέγουν τις παραδόσεις και κλείνονται σε μοναστήρια, αλλά ταυτόχρονα περηφανεύονται ότι διαθέτουν υπολογιστές, έχουν αναπτύξει παραγωγή ποτών (κρασιά και τσίπουρα), έχουν τυπογραφεία, συνδέσεις στο Internet κλπ. Αν είναι έτσι, μπορεί να γίνει καθένας παραδοσιακός! Ας παραμείνουν αυτοί οι «αναχωρητές» στην κοινωνία, εργαζόμενοι έναντι μισθού σε κάποια θέση και ας αναπτύξουν από εκεί όποια παραδοσιακή δραστηριότητα επιθυμούν, εκσυγχρονίζοντάς την ταυτόχρονα!
Όλα αυτά τα αερολογήματα περί «παραδόσεων», τα οποία μάλιστα θα υποκαταστήσουν τη μαρξιστική ιδεολογία (σε όσους την είχαν ασπαστεί, είτε στη σταλινική, είτε στη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της), αποτελούν αναχρονισμό που προσφέρει, σε προσωπικό επίπεδο την εξυπηρέτηση μιας νοσταλγίας για κάποια «χαμένη» εποχή, ηλικία, οικογένεια, πατρίδα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό, και σε συλλογικό επίπεδο, την ψευδαίσθηση του επικείμενου διεξόδου από υπαρκτά ή φανταστικά προβλήματα.
Ο Φ. Μαλιγκούδης ορίζει τον αναχρονισμό, στην τυπολογία του οποίου εμπίπτει αυτό το εύρημα του Γ.Κ.: «O αναχρονισμός είναι μια κατάσταση συλλογικής ψευδαίσθησης, η εμμονή σε μιαν ανακόλουθη συλλογιστική. Ένα φαινόμενο, το οποίο σημαδεύει ανέκαθεν την ανθρώπινη ιστορία και που το χαρακτηρίζει μια ιδιότυπη, στατική θεώρηση του παρελθόντος: μια εμμονή στο παρελθόν, η οποία συντηρεί, πέρα και πάνω από κάθε ιστορική αλληλουχία, ως ύψιστο ιδεολόγημα τη διαχρονικότητα ενός μύθου. O αναχρονισμός χαρακτηρίζει κυρίως τον ποιμαντικό, άρα προτρεπτικό, λόγο, που αγνοεί την προοπτική του χρόνου και την ιδιαιτερότητα της κάθε εποχής. Στα πλαίσια της υπερβατικής αυτής νοσταλγίας, το νόημα της Iστορίας βρίσκεται πέρα και πάνω από αυτήν.»
Ο αναχρονισμός της λατρείας των όποιων παραδόσεων και το εύρημα περί «εκσυγχρονισμού» τους, τουτέστιν μια μεθοδευμένη βιομηχανία αναχρονισμού, οδηγεί βέβαια στη σύγκρουση του Γ.Κ. με ομοϊδεάτες του, οι οποίοι χαρακτηρίζουν με πρωτοφανή αλαζονεία τα μετα-αναγεννησιακά θρησκευτικά μουσικά έργα της Δύσης (Bach, Mozart) ως «ψελλίσματα» σε σύγκριση με τη μεσαιωνική ανατολική θρησκευτική υμνολογία. Κι αυτό, τη στιγμή που η σύμπλεξη αυτής της αρχαιοελληνικής στη ρίζα της, παραδοσιακής εκκλησιαστικής μουσικής με τη δυτική πολυφωνία και κάποιες νέες προεκτάσεις της, θα αποτελούσε πράγματι έναν «εκσυγχρονισμό», όπως τον ονειρεύεται ο Γ.Κ. Αυτός ο εκσυγχρονισμός, φυσικά, δεν θα επηρέαζε τη ζωή μας, θα προσέφερε όμως πιθανόν ένα νέο πολιτισμικό προϊόν. Ας τα βρουν μεταξύ τους οι ομοϊδεάτες!
Τελικά, το δίλημμα Δύση-Ανατολή, εκσυγχρονισμός-παραδοσιολογία έχει απαντηθεί προ πολλού αυθορμήτως και αποδεικνύεται ψευτοδίλημμα, όταν καθένας διαπιστώνει ότι ακόμα και οι ριζοσπαστικότεροι αντίπαλοι του «δυτικού τρόπου ζωής» και της βιομηχανικής κοινωνίας, αξιοποιούν για τον εαυτό τους όλα τα πλεονεκτήματα του «εργαλειακού ορθολογισμού και τεχνολογικού ντετερμινισμού εν παροξυσμώ» που προσέφερε και προσφέρει αυτή η συγκεκριμένη και μέχρι σήμερα μοναδική αποδοτική επιλογή ανάπτυξης και διαβίωσης -από τη γενική υποχρεωτική μόρφωση και τις ιατρικές υπηρεσίες, μέχρι την τεχνολογία, τις μεταφορές, τα προϊόντα πολιτισμού και τις σπουδές στη Δυτική Ευρώπη ή Αμερική- πλεονεκτήματα, χωρίς τα οποία δεν θα ήταν καν σε θέση να συμμετάσχουν οι αντίπαλοι του «ορθολογισμού» σ' αυτό τον προβληματισμό και τις συναφείς συζητήσεις, ώστε να μπορούν εκ του ασφαλούς να μεμψιμοιρούν για τη μία ή την άλλη, σοβαρή ή επουσιώδη ανεπάρκεια ή παρέκβαση!
Οι εκδηλώσεις λατρείας των ελλαδικών επισκόπων υπέρ του εκάστοτε (ξενόφερτου) βασιλέα είναι γνωστές. Λιγότερο γνωστές είναι οι εκδηλώσεις θαυμασμού προς τα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Ο μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Πολύκαρπος γράφει στο εκκλησιαστικό περιοδικό Εκκλησία, πριν από την έναρξη του β' παγκόσμιου πολέμου, θλιβόμενος για την «καταστροφή» των δυτικών δημοκρατιών: «Από της καταστροφής εσώθησαν τα κράτη της Ιταλίας και τελευταίον της Γερμανίας διά της ανακηρύξεως δικτατοριών και περιορισμού της ελευθέρας ενεργείας των ανελευθέρων αθέων κομμουνιστών» (Ο θεόσταλτος Φύρερ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 20/10/2006). Η βαθύτατη εκτίμηση των παπάδων για τις δικτατορίες Μεταξά της 4ης Αυγούστου 1936 και του Παττακού της 21ης Απριλίου 1967, είναι ευρύτερα γνωστές και δεν χρειάζεται να περιγραφούν εδώ.
Με την πάροδο του χρόνου μετετράπη αυτή η προσκόλληση στο κράτος και η οικειοποίηση κρατικών λειτουργιών σε «εθνική ιδεολογία» και σε λόγο ύπαρξης της Εκκλησίας. Έτσι προέκυψε για ιδεολογική επικάλυψη και το ιδεολόγημα του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», με στόχο τη συμπλήρωση του κενού από την ανυπαρξία πνευματικού προσανατολισμού και τη συγκάλυψη του πραγματικού γεγονότος της συνεργασίας δεκαετιών και αιώνων με όλους τους κατακτητές, με όλες τις δυνάμεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης.
Στα πρώτα χρόνια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους βρέθηκε απελευθερωμένος ένας πληθυσμός, αποτελούμενος από συνονθύλευμα λαών, θρησκειών, θρησκευτικών δογμάτων και προσανατολισμών, χωρίς συνείδηση κοινής ιστορίας και πολιτισμού και, κυρίως, χωρίς μορφωτικό επίπεδο που θα του επέτρεπε να ενεργοποιηθεί αυτοδύναμα και να αναπτυχθεί σύμφωνα με τις δυνατότητες της ιστορικής συγκυρίας και του γεωγραφικού χώρου. Εκείνες τις δεκαετίες της έλλειψης σαφούς ταυτότητας προέκυψε το ερώτημα, αν η ελλαδική κοινωνία που ομογενοποιήθηκε σταδιακά σε «ελληνική», ανήκει στη Δύση ή πρέπει να αρκεστεί σε μια ανεξάρτητη πορεία, με την αντίληψη της ανατολικής ιδιαιτερότητας, μιας απροσδιόριστης ιδιοπροσωπίας. Αυτό το ερώτημα δεν φαίνεται να επιδέχεται οριστική απάντηση και συνεχίζει να τίθεται ακόμα και σήμερα από διάφορους οπισθοδρομικούς πολιτικολογούντες θεολόγους.
Σε ορισμένους μάλιστα κύκλους, επίσης ορθοδόξους αλλά νεωτερικούς, αποτελεί το δίλημμα Ανατολή-Δύση κεντρικό θέμα προβληματισμού με όρους σύγκρουσης, με πλήθος τοποθετήσεων και αντιγνωμιών και ενδο-θεολογικών και πολιτικών αμοιβαίων κατηγοριών, ακόμα και με εκατέρωθεν απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Αυτή η προσωπική συνιστώσα σε μια ιστορικο-φιλοσοφική αντιγνωμία προδίδει και μια εξάρτηση των συμμετεχόντων στο σχετικό «προβληματισμό» από την εξέλιξη των συζητήσεων, με διακύβευμα την προσωπική δικαίωση ή απόρριψη.
Η πλευρά των νεωτεριστών οπισθοδρομικών υιοθετεί σε πολιτικό επίπεδο ασμένως την άποψη του Αμερικάνου πολιτειολόγου Χάντιγκτον, ο οποίος για δικούς του λόγους θεωρεί ότι η Ελλάδα και η Τουρκία πρέπει να απομακρυνθούν από τις πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές συμμαχίες των δυτικών εθνών. Η πλευρά αυτή προτείνει μια «περήφανη πορεία» στο μέλλον, σε απομόνωση, χωρίς συμμάχους ή μάλλον με μοναδικούς συμμάχους τους επίσης «εξορισμένους» Τούρκους, πιθανόν σε ανάμνηση τής (για κάποιους) ευτυχούς ετεροβαρούς συναλληλίας Οθωμανών-Εκκλησίας, και επιζητεί την «επίλυση των διλημμάτων» της ελληνικής κοινωνίας σ' αυτά τα εθνοκεντρικά πλαίσια. Μερικά δε στελέχη αυτών των κύκλων αυτοχαρακτηρίζονται ως προοδευτικοί και ζητούν «πρόοδο προς τα πίσω!» (Ζουράρις στο Hundington κ.ά.: «Η σύγκρουση Ανατολής και Δύσης και η πρόκληση Χάντιγκτον», Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2002).
Κατά την κρίση μας, τα διλήμματα της ελληνικής κοινωνίας προκύπτουν κατά κύριο λόγο από την ανεπαρκή παιδεία, την οπισθοδρομικότητα και την ανασχετική παρέμβαση των θεοκρατικών κύκλων και της ιδιοτελούς ανοχής του μεγαλύτερου τμήματος των πολιτικών δυνάμεων.
Η ίδια αυτή έκφραση της οπισθοδρομικότητας αξιοποιεί σε θεολογικό επίπεδο την επιστημονική ορολογία με επίκληση της «εμπειρικής αναζήτησης και ανοικτής ετοιμότητας κοινωνικής επαλήθευσης», εκτελεί παρεκβάσεις από το μυστικισμό στην πολιτικολογία και καταλήγει σε ευρήματα και διατυπώσεις του τύπου «ερωτική ευαισθησία που χειραγωγεί στο σεβασμό προς το άρρητο» ή «βιωματική άσκηση μετοχής στο λόγο της μοναδικότητας των όντως υπαρκτών» ή στη μυστικιστικού και μαγικού χαρακτήρα «τριαδική παναλήθεια» κ.ά. Η άλλη, επίσης ανατολικόφρων ορθόδοξη αλλά παραδοσιακή οπισθοδρομική πλευρά απαντάει περιφρονητικά ότι αυτά όλα είναι «ασυναρτησίες και μωρίες» (Μπαγιόνας).
Αμφότερες οι οπισθοδρομικές, ορθόδοξες δυνάμεις, νεωτερικές και παραδοσιακές, οι οποίες σημειωτέον καλλιεργούν το θρησκευτικό εθνοφυλετισμό και αποτελούν ως εκ τούτου στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας αιρέσεις, προβάλλουν την πολιτισμική υστέρηση ως απόδειξη «πνευματικότητας» και την εγγενή οπισθοδρομικότητα ως ηθελημένη επιλογή και καταφεύγουν, παράλληλα, σε ένα έντονο αντιδυτικισμό, όχι με τη σύγχρονη αντιαμερικανική αλλά με την παλαιότερη εκκλησιαστική έννοια, δηλαδή ως αντιπάθεια προς την Αναγέννηση και το Διαφωτισμό και όσα αυτές οι εποχές και οι άνθρωποί τους προσέφεραν στην παγκόσμια κοινωνία, με κυριότερη επίπτωση στην καθ' ημάς Ανατολή, την προετοιμασία για τη διαφυγή από τη συναλληλία Οθωμανών-Εκκλησίας. Κατά βάθος οραματίζονται ένα νεο-οθωμανισμό, παρ' ότι υβρίζουν με αυτόν ακριβώς το χαρακτηρισμό τους αντιπάλους τους — προβάλλουν σ' αυτούς ό,τι οι ίδιοι νοσταλγούν!
Θεωρούν μάλιστα ότι «ο δυτικός κόσμος οδήγησε τον εργαλειακό ορθολογισμό και τον τεχνολογικό ντετερμινισμό στον παροξυσμό... και απέδειξε ότι δεν μπορεί να προσφέρει απάντηση στα ερωτήματα του κόσμου» (Γ. Καραμπελιάς, Εισαγωγή στο Hundington κ.ά.) Προφανώς, αφού ο δυτικός κόσμος «απέδειξε» πως δεν διαθέτει τελικές απαντήσεις στα όποια υπαρξιακά ερωτήματα του συγγραφέα, ο αμήχανος αναγνώστης δεν έχει παρά να συμπεράνει ότι μοναδική διέξοδος είναι πλέον οι θεοκρατικές ιδεοληψίες από τη Μέση Ανατολή, οι οποίες ιδεοληψίες αποτελούν το μοναδικό εναλλακτικό κύκλο γνώσεων και οι οποίες φαίνεται να έχουν δώσει προ πολλού τις αναμενόμενες απαντήσεις στα ερωτήματα του κόσμου!
Βέβαια, τα ερωτήματα του κόσμου είναι πρωτίστως διατροφικής και ιαματικής φύσης (γι' αυτό όλοι οι θαυματοποιοί στο παρελθόν τέτοια θαύματα έκαναν κατά προτίμηση) και ακριβώς αυτά τα προβλήματα έχει λύσει η επιστήμη και ο «εργαλειακός ορθολογισμός». Όπου δε στον κόσμο συνεχίζεται ο μεσαιωνικός τρόπος ζωής, με χειραγώγηση του λαού στην αναξιοπρεπή διαβίωση, με πείνα και ασθένειες, εκεί ακριβώς αξιοποιούνται θεόπληκτες ιδεοληψίες για εκφοβισμό και ταπείνωση των ανθρώπων.
Αλλά ο Γ.Καραμπελιάς (Γ.Κ.) έχει εναλλακτικές προτάσεις, πέρα και πάνω από «τη μαρξιστική παράδοση και τη νεο-ορθοδοξία» (αγνοώ προσωπικά ποιος έχει ως παράδοση το μαρξισμό): γράφει σε βιβλίο του, αποσπάσματα του οποίου αναδημοσιεύονται σε κάποιο blog:
είναι καιρός σήμερα να πάμε ένα βήμα παραπέρα... Πρέπει στο ψεύτικο και αδιέξοδο δίλημμα «ξενόφερτος εκσυγχρονισμός ή επιστροφή στην παράδοση» να απαντήσουμε με τη μόνη αυθεντική απάντηση, τον «εκσυγχρονισμό της παράδοσής μας»Τί είναι λοιπόν μια παράδοση, η οποία επηρεάζει τη σημερινή ζωή μας και η οποία επιδέχεται εκσυγχρονισμό; Καταρχάς, παράδοση ονομάζουμε το σύνολο των εμπειριών και γνώσεων, με τις οποίες κατόρθωσε ο άνθρωπος ήδη κατά τη λίθινη εποχή να μειώσει τη σημασία των φυσικών χαρισμάτων ή μειονεκτημάτων, να περιορίσει τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και να υποκαταστήσει σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τους παράγοντες της τύχης και του γενετικού προγραμματισμού. Αυτοί οι παράγοντες υποκαταστάθηκαν αρχικά από τον παράγοντα των παραδόσεων και της κουλτούρας που διαδίδονταν με μικροβελτιώσεις από κάθε γενιά στην επόμενη και εξασφάλιζαν την αντιμετώπιση των φυσικών και κοινωνικών προβλημάτων. Στη εξέλιξη της ιστορίας και του πολιτισμού, οι παραδόσεις υποκαταστάθηκαν με τον πολιτισμό, τις επιστημονικές γνώσεις και το συνειδητό έλεγχο. Σήμερα βρισκόμαστε σ' αυτό το, χονδρικά, τρίτο στάδιο του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ποιες είναι λοιπόν στην εποχή του μεταβιομηχανικού πολιτισμού και της γνώσης οι παραδόσεις και τί ρόλο παίζουν; Είναι τα κόκκινα αυγά και οι λαμπάδες, είναι οι κυκλικοί χοροί, τα δημοτικά τραγούδια και άλλα τελετουργικά έθιμα προς εορταστική «κατανάλωση»; Όλα αυτά, όσο όμορφα, ευχάριστα ή γραφικά κι αν είναι, ούτε τη ζωή μας επηρεάζουν, ούτε και επιδέχονται εκσυγχρονισμό, αν και όλα τα δημοτικά τραγούδια εκτελούνται και ακούγονται πλέον σε πολυφωνική μορφή — έχουν «εκσυγχρονιστεί» προ πολλού και μάλιστα με την «ξενόφερτη» συνταγή της μουσικής πολυφωνίας.
Επειδή δε οι άνθρωποι του εκκλησιαστικού μηχανισμού και οι εκτρεφόμενοι από αυτούς (νομίζουν ότι) έχουν καταστήσει το θέμα των παραδόσεων προνομιακό τους χώρο, ας έχουν υπόψη τους ότι ο Ιησούς διαφωνούσε με τις ανθρώπινες παραδόσεις, εφόσον αυτές ήταν αντίθετες με το λόγο του θεού, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σε κάθε εποχή: «...εις μάτην δε με σέβονται, διδάσκοντες διδασκαλίες εντάλματα ανθρώπων. Διότι αφήσαντες την εντολή του Θεού κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων» (Μάρκος ζ’ 5-10).
Ποια από τις παραδόσεις θα οδηγούσε λοιπόν, με τον εκσυγχρονισμό της, σε βελτίωση τη ζωής μας και θα μας απήλασσε από τα «διλήμματα»; Ποια είναι τα προβλήματά μας, τα οποία χρειάζονται επίλυση και θα τα εκσυγχρονίσουμε αυθεντικά με τις παραδόσεις μας και όχι με «ξενόφερτα» μέσα; Να απαριθμήσω μερικά προβλήματα, τα οποία δεν είναι, προφανώς, αμιγώς ελληνικά και αντιμετωπίζονται μέχρι στιγμής με τα «ξενόφερτα» μέσα της επιστήμης και του ορθολογισμού: η οργάνωση του κράτους γενικώς, η παραγωγή αγαθών (βιομηχανικών ή αγροτικών), η παροχή υπηρεσιών, η εκπαίδευση, η υγεία, οι συγκοινωνίες, οι μεταφορές, η διατροφή, η ψυχαγωγία, η κατάχρηση ποτών και ουσιών, η προσωπική ασφάλεια κ.ο.κ.
Ποια αυθεντικά ελληνική παράδοση υπάρχει σ' αυτούς τους τομείς που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί; Για παράδειγμα, υπάρχει κανένα σχέδιο εκσυγχρονισμού της παλιάς οικοτεχνίας; Μόλις αυτή η παραγωγή εργοχείρων, πλεκτών, διακοσμητικών ειδών κ.τ.ό. περάσει ένα κρίσιμο μέγεθος και βγει από το γεωγραφικό χώρο της κωμόπολης, θα πρέπει ο παραδοσιακός επιχειρηματίας να υιοθετήσει μεθόδους μάρκετινγκ και μάνατζμεντ (επίτηδες τα γράφω φραγκολεβαντίνικα), για να ανταποκριθεί στην όποια ζήτηση και στον ανταγωνισμό της άλλης κωμόπολης, του άλλου νομού, της άλλης επαρχίας, της Βουλγαρίας, της Ιταλίας, της Τουρκίας, της Κίνας και όλου του κόσμου τελικά. Και είναι γνωστό ότι οι μέθοδοι μάρκετινγκ και μάνατζμεντ είναι ξενόφερτες και, απλά, εδώ προσαρμόζονται στις τοπικές ανάγκες.
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται την εκστρατεία των Κινέζων επί Μάο για τη δημιουργία μικρών χαλυβουργείων σε κάθε κωμόπολη, σε κάθε επαρχία, και ποια ήταν η κατάληξη του εγχειρήματος. Οι λιγότερο παλαιοί θα θυμούνται επίσης την δήθεν «αυτάρκη» και αποκλεισμένη Αλβανία, της οποίας ο πληθυσμός λιμοκτονούσε, παράγοντας ευτελή είδη για εσωτερική κατανάλωση. Τα αντίστοιχα γεγονότα της Ρουμανίας και η κατάληξη των εμπνευστών της αυτάρκειας είναι επίσης γνωστά.
Είναι γνωστό επίσης ότι προσπάθειες με υπόβαθρο την παραδοσιολογία έχουν γίνει και λειτουργούν, αλλά φυσικά με πάμπολλες πονηρές υποχωρήσεις και αυτονόητους συμβιβασμούς: Οι Άμις (Amish) στην Αμερική που έγιναν πριν από λίγο καιρό γνωστοί λόγω μιας μαζικής δολοφονίας μαθητών σε σχολείο τους, είναι μέλη μιας προτεσταντικής αίρεσης που δεν δέχονται την τεχνολογική εξέλιξη και ζουν σε κοινόβια μακριά από τις γνωστές πόλεις, παράγουν δε όλα τα προϊόντα τους με παραδοσιακούς τρόπους.
Βέβαια, χρησιμοποιούν αυτοκίνητα για τις μεγάλες μετακινήσεις τους, αλλά τα οδηγούν άνθρωποι που δεν ανήκουν στην αίρεσή τους, αξιοποιούν ασφαλτοστρωμένους δρόμους, αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να κινηθούν τα οχήματά τους, για τα υφάσματά τους χρησιμοποιούν κάποια παλιά μοντέλα αργαλειών, αλλά όχι εκείνους της βιβλικής εποχής και, όσο νάναι, όλο και κάποια ασπιρίνη θα καταπίνουν για τον πονοκέφαλο. Δεδομένου δε ότι διάγουν ζωή σε αγροτικές περιοχές, αν δεν εμβολιασθούν, μένουν εκτεθειμένοι σε πάμπολλες επιδημικές ασθένειες (ελονοσία, χολέρα, δυσεντερία κλπ.), όπως ήταν εκτεθειμένοι και είχαν χαμηλό μέσο όρο ζωής οι άνθρωποι του Μεσαίωνα και παλαιότερων εποχών.
Ακόμα, σε μερικές υποβαθμισμένες παραδοσιακές εθνικές ομάδες, οι οποίες διαβιούν στο περιθώριο της σύγχρονης κοινωνίας, κυρίως στη Νότια Αμερική, επιχειρήθηκε να υλοποιηθούν κατά καιρούς προγράμματα ενσωμάτωσης και «εργοθεραπείας» των παραμελημένων πληθυσμών, με ενεργοποίηση των χειρονακτικών και μουσικών παραδόσεών τους σε πιο εκσυγχρονισμένες μορφές. Οι πληθυσμοί αυτοί είχαν απαυδήσει από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τη «θρησκεία της αγάπης» που τους επεβλήθησαν στην εκμεταλλευτική εκδοχή τους και έχουν αρχίσει να επιστρέφουν στις προκολομβιανές θρησκείες και δοξασίες, με αφρικάνικα βουντού και τελετές των Αζτέκων ή των Μάγιας. Όποιος νομίζει ότι κάτι ανάλογο θα ταίριαζε στη σύγχρονη Ελλάδα, ώστε να εισηγείται ανάλογο «εκσυγχρονισμό της παράδοσης», θα έπρεπε να έχει κάνει προηγουμένως ορισμένα εξάμηνα μελέτης στις πλαγιές των Άνδεων, αντί να χάνει τον καιρό του με «εισαγόμενους» από την Εσπερία μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών.
Να υπενθυμίσουμε δε ότι και στη χώρα μας διαβιούν ακόμα και σήμερα πληθυσμιακές ομάδες με παραδοσιακό τρόπο, ως κατσικοκλέφτες, φοροφυγάδες, κουμπουροφόροι ή δυναμιτιστές ψαράδες, οι οποίοι υπερσπίζονται συχνά δυναμικά και ενάντια στο κράτος αυτές τις καθιερωμένες συνήθειές τους που εξυπηρετούν και το βιοπορισμό. Ακόμα δε, μερικοί παραδοσιολάγνοι εκ του ασφαλούς υπερασπίζονται φανταστικές τοπικές παραδόσεις και μεγαλεία του τόπου καταγωγής τους και διεκδικούν, σε μια χώρα με ανάγκη διοικητικής ανασυγκροτήσεως, δικό τους Δήμο, δικό τους κάστρο ή, μάλλον, δικό τους ντοβλέτ, όπως διδάχθηκαν από τις οθωμανικές παραδόσεις τους.
Αλλά τίποτα δεν είναι καινούργιο: αρκετά παλαιότερα κάποιοι άλλοι λάτρεις των παραδόσεων απεχθάνονταν και ενεργούσαν δυναμικά εναντίον των «ξενόφερτων λύσεων» εκσυγχρονισμού, π.χ. της πατατοφαγίας (έργο των Αλούτερων = Λουθεριανών!), του εμβολιασμού (βούλα του διαβόλου), των ατμοπλοίων (καρότσες του σατανά), του πανεπιστημίου (διαβολοεπιστήμιο), του δικαστικού συστήματος (γυφτόσπιτα), των Τραπεζών (έβαζαν βόμβες γιατί τους χάλαγαν τις τοκογλυφίες, όπως ο Μακρυγιάννης κ.ά.) και άλλα συναφή και εξ ίσου γραφικά και γελοία.
Βέβαια, όποιος επιθυμεί μπορεί να επιχειρήσει και στα καθ' ημάς μια ζωή στο περιθώριο, αποτραβηγμένος από τα προϊόντα, τις μεθόδους και τους ρυθμούς του «εργαλειακού ορθολογισμού» και να αναφωνεί «πίσω ολοταχώς στις παραδόσεις» (αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος). Τότε όμως δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί ο ίδιος λιμουζίνες στις μετακινήσεις του, δεν είναι δυνατόν να απευθύνεται στους «πιστούς» από ραδιοφώνου και τηλεοράσεως, δεν είναι δυνατόν να αξιοποιεί το κινητό τηλέφωνο και το Internet και άλλα προϊόντα της βιομηχανικής κοινωνίας κ.ο.κ. Ας πάρει παράδειγμα τους Άμις (πάλι αυτά τα «ξενόφερτα πρότυπα»!) Η κοινωνία εξελίσσεται σε όλα τα μέτωπα και γίνεται καταγέλαστος όταν επιλέγει κάποιος για τον εαυτό του ό,τι τον βολεύει, ενώ επιτάσσει για τους άλλους «παράδοση».
Μερικοί μάλιστα δηλώνουν ότι, επιλέγουν τις παραδόσεις και κλείνονται σε μοναστήρια, αλλά ταυτόχρονα περηφανεύονται ότι διαθέτουν υπολογιστές, έχουν αναπτύξει παραγωγή ποτών (κρασιά και τσίπουρα), έχουν τυπογραφεία, συνδέσεις στο Internet κλπ. Αν είναι έτσι, μπορεί να γίνει καθένας παραδοσιακός! Ας παραμείνουν αυτοί οι «αναχωρητές» στην κοινωνία, εργαζόμενοι έναντι μισθού σε κάποια θέση και ας αναπτύξουν από εκεί όποια παραδοσιακή δραστηριότητα επιθυμούν, εκσυγχρονίζοντάς την ταυτόχρονα!
Όλα αυτά τα αερολογήματα περί «παραδόσεων», τα οποία μάλιστα θα υποκαταστήσουν τη μαρξιστική ιδεολογία (σε όσους την είχαν ασπαστεί, είτε στη σταλινική, είτε στη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της), αποτελούν αναχρονισμό που προσφέρει, σε προσωπικό επίπεδο την εξυπηρέτηση μιας νοσταλγίας για κάποια «χαμένη» εποχή, ηλικία, οικογένεια, πατρίδα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό, και σε συλλογικό επίπεδο, την ψευδαίσθηση του επικείμενου διεξόδου από υπαρκτά ή φανταστικά προβλήματα.
Ο Φ. Μαλιγκούδης ορίζει τον αναχρονισμό, στην τυπολογία του οποίου εμπίπτει αυτό το εύρημα του Γ.Κ.: «O αναχρονισμός είναι μια κατάσταση συλλογικής ψευδαίσθησης, η εμμονή σε μιαν ανακόλουθη συλλογιστική. Ένα φαινόμενο, το οποίο σημαδεύει ανέκαθεν την ανθρώπινη ιστορία και που το χαρακτηρίζει μια ιδιότυπη, στατική θεώρηση του παρελθόντος: μια εμμονή στο παρελθόν, η οποία συντηρεί, πέρα και πάνω από κάθε ιστορική αλληλουχία, ως ύψιστο ιδεολόγημα τη διαχρονικότητα ενός μύθου. O αναχρονισμός χαρακτηρίζει κυρίως τον ποιμαντικό, άρα προτρεπτικό, λόγο, που αγνοεί την προοπτική του χρόνου και την ιδιαιτερότητα της κάθε εποχής. Στα πλαίσια της υπερβατικής αυτής νοσταλγίας, το νόημα της Iστορίας βρίσκεται πέρα και πάνω από αυτήν.»
Ο αναχρονισμός της λατρείας των όποιων παραδόσεων και το εύρημα περί «εκσυγχρονισμού» τους, τουτέστιν μια μεθοδευμένη βιομηχανία αναχρονισμού, οδηγεί βέβαια στη σύγκρουση του Γ.Κ. με ομοϊδεάτες του, οι οποίοι χαρακτηρίζουν με πρωτοφανή αλαζονεία τα μετα-αναγεννησιακά θρησκευτικά μουσικά έργα της Δύσης (Bach, Mozart) ως «ψελλίσματα» σε σύγκριση με τη μεσαιωνική ανατολική θρησκευτική υμνολογία. Κι αυτό, τη στιγμή που η σύμπλεξη αυτής της αρχαιοελληνικής στη ρίζα της, παραδοσιακής εκκλησιαστικής μουσικής με τη δυτική πολυφωνία και κάποιες νέες προεκτάσεις της, θα αποτελούσε πράγματι έναν «εκσυγχρονισμό», όπως τον ονειρεύεται ο Γ.Κ. Αυτός ο εκσυγχρονισμός, φυσικά, δεν θα επηρέαζε τη ζωή μας, θα προσέφερε όμως πιθανόν ένα νέο πολιτισμικό προϊόν. Ας τα βρουν μεταξύ τους οι ομοϊδεάτες!
Τελικά, το δίλημμα Δύση-Ανατολή, εκσυγχρονισμός-παραδοσιολογία έχει απαντηθεί προ πολλού αυθορμήτως και αποδεικνύεται ψευτοδίλημμα, όταν καθένας διαπιστώνει ότι ακόμα και οι ριζοσπαστικότεροι αντίπαλοι του «δυτικού τρόπου ζωής» και της βιομηχανικής κοινωνίας, αξιοποιούν για τον εαυτό τους όλα τα πλεονεκτήματα του «εργαλειακού ορθολογισμού και τεχνολογικού ντετερμινισμού εν παροξυσμώ» που προσέφερε και προσφέρει αυτή η συγκεκριμένη και μέχρι σήμερα μοναδική αποδοτική επιλογή ανάπτυξης και διαβίωσης -από τη γενική υποχρεωτική μόρφωση και τις ιατρικές υπηρεσίες, μέχρι την τεχνολογία, τις μεταφορές, τα προϊόντα πολιτισμού και τις σπουδές στη Δυτική Ευρώπη ή Αμερική- πλεονεκτήματα, χωρίς τα οποία δεν θα ήταν καν σε θέση να συμμετάσχουν οι αντίπαλοι του «ορθολογισμού» σ' αυτό τον προβληματισμό και τις συναφείς συζητήσεις, ώστε να μπορούν εκ του ασφαλούς να μεμψιμοιρούν για τη μία ή την άλλη, σοβαρή ή επουσιώδη ανεπάρκεια ή παρέκβαση!
(*) Η απορία που έχω με αυτό το σύνθημα είναι, ποιον θάνατο αντιπαραθέτουν στην Ορθοδοξία οι διαμαρτυρόμενοι, το δικό τους ή των άλλων ανθρώπων;
(Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)