Είχα δημοσιεύσει παλαιότερα μια σειρά από κείμενα για την εγκληματική πρακτική του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης να καταδικάζονται και να εκτελούνται αθώοι άνθρωποι, επειδή συνεργάζονταν με το σατανά! Αυτά τα περιστατικά έμειναν στην παγκόσμια Ιστορία του πολιτισμού και στην εγκληματική Ιστορία του χριστιανισμού με τον τίτλο το «κυνήγι μαγισσών»!
Σε κάποιο σημείο των παλαιών δημοσιεύσεων είχε γίνει λόγος για μεταφορά των εγκληματικών καταδικών και των εκτελέσεων στην ανατολική ακτή των σημερινών ΗΠΑ που ήταν τότε ακόμα αποικία της Αγγλίας. Αυτά τα περιστατικά περιγράφονται στα επόμενα με ένα κείμενο που ελήφθη από την «Ελληνική Wikipedia» με ελάχιστες βελτιώσεις:
H δίκη των μαγισσών του Σάλεμ είναι ένα περιβόητο περιστατικό της αποικιακής ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο οδήγησε στην καταδίκη και εκτέλεση κατοίκων του χωριού Σάλεμ στη Μασαχουσέτη το 1692 με την κατηγορία της μαγείας. Αποτελώντας μια νοητή «συνέχεια» του κυνηγιού μαγισσών της μεσαιωνικής Ευρώπης, ανήκουν στην προτεσταντική διωκτική παράδοση και το περιστατικό αυτό έχει χρησιμοποιηθεί έκτοτε ως γλαφυρό παράδειγμα, σε τομείς όπως η πολιτική αλλά και η λογοτεχνία, για τους κινδύνους που κρύβει ο θρησκευτικός φανατισμός, οι ψευδείς κατηγορίες και η κυβερνητική παρείσφρηση στις προσωπικές ελευθερίες του κάθε ατόμου.
Αν και το γεγονός έχει μείνει στην ιστορία μνημονεύοντας τις μάγισσες του Σάλεμ, οι ακροαματικές διαδικασίες έλαβαν χώρα σε διάφορες πόλεις της επαρχίας της Μασαχουσέτης.
Ιστορικό πλαίσιο
Προκειμένου να κατανοήσει κάποιος τα γεγονότα που περιστρέφονται γύρω από το κυνήγι και τη δίκη των μαγισσών του Σάλεμ, πρέπει να προσέξει το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο έλαβαν χώρα οι κατηγορίες για εξάσκηση μαγείας. Κατά το 17ο αιώνα στην αποικία της Μασαχουσέτης, όπως και στις περισσότερες πουριτανικές αποικίες στο Νέο Κόσμο, υπήρχε η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι βρίσκονται σε διαρκή μάχη με τον ιουδαϊκό και χριστιανικό σατανά. Επίσης, η αντιμαχία του Σάλεμ Βίλατζ με τη γειτονική Σάλεμ Τάουν, μια πρόσφατη επιδημία ευλογιάς και ο φόβος της επίθεσης από πολεμικές φυλές ιθαγενών, δημιούργησαν ένα κλίμα φόβου και καχυποψίας.
Αρχή και υποψίες
Το χειμώνα του 1692, περίπου 200 χρόνια μετά την έναρξη του κυνηγιού των μαγισσών στην Ευρώπη και την έκδοση του Malleus Maleficarum, η Ελίζαμπεθ Πάρις (Μπέτι), 9 ετών, και η Άμπιγκεϊλ Ουίλιαμς, 11 ετών, άρχισαν να παρουσιάζουν περίεργα συμπτώματα, τα οποία κανείς γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει, μέχρι που ένας εξ αυτών, o Γουίλιαμ Γκριγκς, απεφάνθη ότι τα κορίτσια ήταν δαιμονισμένα. Τα συμπτώματα περιλάμβαναν κραυγές, βλασφημίες, σπασμούς, μυστήριες επικλήσεις και κατάσταση έκστασης και σύντομα παρατηρήθηκαν αυτά και σε άλλα κορίτσια της πόλης. Έτσι ο αιδεσιμότατος Σάμιουελ Πάρις, πατέρας της Μπέτι, ζήτησε βοήθεια και από γειτονικές πόλεις, ενώ και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να πιέζουν τα κορίτσια να κατονομάσουν τους ανθρώπους που καταπιάνονταν με "έργα του Διαβόλου".
Ο αιδεσιμότατος Πάρις άρχισε να υποψιάζεται την Τιτούμπα, ινδιάνα σκλάβα που είχε γεννηθεί στη Νότια Αμερική και είχε φέρει ο ίδιος μαζί του από την Καραϊβική (νησιά Μπαρμπάντος), γνώστρια της μαγικής λατρείας της Obeah. Τα κορίτσια του χωριού επισκέπτονταν συχνά την Τιτούμπα για να τους πει το μέλλον ή να τη συμβουλευτούν για ό,τι άλλο τις ενδιέφερε, γνωρίζοντας όμως πως αυτό απαγορευόταν αυστηρά τότε, καθώς στο πουριτανικό περιβάλλον όπου ζούσαν, οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση, πέραν των καθιερωμένων χριστιανικών, θεωρείτο μαγεία, άρα συνεργασία με το διάβολο.
Σύμφωνα με τις ιστορίες, ο Πάρις κάποια στιγμή είδε την Τιτούμπα να βγάζει κάτι από τις στάχτες στο τζάκι, απαίτησε να του εξηγήσει τι ήταν αυτό κι εκείνη του απάντησε ότι ήταν το «γλυκό των μαγισσών» και ότι το έφτιαξε αποβλέποντας στη θεραπεία των κοριτσιών. Ο Πάρις δεν την πίστεψε και, χτυπώντας την, την ανάγκασε να ομολογήσει ότι ήταν η υπεύθυνη για την κατάσταση των κοριτσιών. Έπειτα, ζήτησε από την Ελίζαμπεθ, την κόρη του, να αποκαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει κι εκείνη τα ομολόγησε όλα, ενώ και η ανιψιά του, Άμπιγκεϊλ, βεβαίωσε πως κάποια άτομα στην πόλη είχαν συνάψει συμφωνία με το διάβολο.
«Κυνήγι μαγισσών»
Από εκεί και πέρα θα ξεκινήσει μια μανία καταδίωξης στο Σάλεμ εναντίον πιθανών ατόμων που ασχολούνταν με τη μαγεία. Οι πρώτες γυναίκες, για τις οποίες βγήκε ένταλμα σύλληψης στις 29 Φεβρουαρίου 1692 ήταν η Τιτούμπα, η Σάρα Γκουντ και η Σάρα Όσμπορν. Η Σάρα Γκουντ ήταν επαίτης, κόρη ενός Γάλλου ξενοδόχου, που αυτοκτόνησε όταν η ίδια ήταν έφηβη ακόμα. Η Σάρα Όσμπορν ήταν μία κατάκοιτη ηλικιωμένη, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν εκκλησιαζόταν και είχε νομικές αντιμαχίες με την οικογένεια Πάτναμ.
Την επόμενη μέρα, έφτασαν στην πόλη δυο δικαστές, ο Τζον Χάθορν κι ο Τζόναθαν Κόργουιν. Η Σάρα Γκουντ αρνήθηκε ότι έχει σχέση με τη μαγεία. Ωστόσο, κατά την απολογία της, μια από τις κοπέλες άρχισε να καταλαμβάνεται από σπασμούς και οι υπόλοιπες, ακολουθώντας το παράδειγμά της, ούρλιαζαν πως το πνεύμα της Σάρα τους επιτίθετο. Μια γυναίκα στον τόπο της δίκης, η Μάρθα Κόρι, σηκώθηκε και έβαλε τα γέλια βλέποντας τα κορίτσια να παίζουν θέατρο απροκάλυπτα (αργότερα κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε κι η ίδια σε θάνατο). Το ίδιο επαναλήφθηκε και κατά την απολογία της Σάρα Όσμπορν και της Τιτούμπα, η οποία ήταν η μόνη από τις τρεις που ομολόγησε ότι την είχε επισκεφτεί ο σατανάς και ζήτησε να τον υπηρετήσει, ενώ αποκάλυψε ότι δεν ήταν μόνο εκείνη στην πόλη που συνεργαζόταν με το σατανά. Η ομολογία της αυτή έσπειρε πανικό και υστερία στο Σάλεμ, και άρχισε ένα «κυνήγι μαγισσών».
Οι τρεις αυτές γυναίκες κατηγορήθηκαν για μαγεία και την 1η Μαρτίου οδηγήθηκαν στη φυλακή. Από εκείνη τη στιγμή, όποιος καταγγέλλεται από τα κορίτσια συλλαμβάνεται και περνά από δίκη με μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης, ενώ και άλλα μέλη της κοινωνίας κατηγορούν συμπολίτες τους για επίθεση. Μέχρι τον Ιούνιο, πάνω από 100 άτομα έχουν καταγγελθεί. Οι δίκες επεκτείνονταν και σε γειτονικές πόλεις, πέραν των αρχικών Σάλεμ Βίλατζ και Σάλεμ Τάουν. Καθώς όμως οι φυλακές του Σάλεμ, της Βοστόνης και των γύρω περιοχών γέμιζαν, προέκυψε ένα νέο πρόβλημα, καθώς όλοι οι κρατούμενοι δεν ήταν δυνατόν να δικαστούν. Ήταν λοιπόν ευκαιρία να αρχίσουν να εφαρμόζονται ποινές.
Τον Ιούνιο του 1692, στο Σάλεμ στήθηκε δικαστήριο με επικεφαλής τον δικαστή Γουίλιαμ Στάουτον, ο οποίος περιγράφεται ως χωρίς οίκτο και με δίψα για την εξουσία. Η πρώτη που δικάστηκε και καταδικάστηκε ήταν η Μπρίτζετ Μπίσοπ, η οποία εκτελέστηκε στις 10 Ιουνίου στο Γκάλοους Χιλ. Ακολούθησε η δίκη της Ρεμπέκα Νερς και 40 άλλων γυναικών, ανάμεσα στις οποίες και η Σάρα Γκουντ (η Σάρα Όσμπορν είχε ήδη πεθάνει πριν από την τελική δίκη). Όταν όμως οι γυναίκες ξαναπέρασαν από δίκη, το δικαστήριο δίστασε να καταδικάσει τη Ρεμπέκα Νερς, καθώς επρόκειτο για μια ευυπόληπτη κάτοικο του Σάλεμ, η οποία δεν είχε δώσει καθόλου ενδείξεις για αμφισβήτηση. Επενέβη ο δικαστής Στάουτον, ο οποίος ζήτησε επανεξέταση της υπόθεσης, αλλά τελικά την καταδίκασε σε θάνατο και την οδήγησε στην εκτέλεση στις 19 Ιουλίου.
Τον Αύγουστο, πραγματοποιήθηκε μια τρίτη μεγάλη δίκη με έξι κατηγορούμενους, οι οποίοι καταδικάστηκαν και αυτοί σε θάνατο εκτός της Ελίζαμπεθ Πρόκτορ, η οποία ήταν έγκυος, γεγονός που καθυστέρησε την εκτέλεσή της και τελικά της έσωσε τη ζωή. Το Σεπτέμβριο το δικαστήριο συνεδρίασε για τελευταία φορά και ανήγγειλε ακόμα 15 καταδίκες.
Μόνο όσοι παραδέχτηκαν την ενοχή τους και κατέδωσαν άλλους γλίτωσαν την εκτέλεση. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτελέστηκαν συνολικά 19 άτομα, μεταξύ των οποίων ένας υπουργός κι ένας πρώην αστυνομικός, που αρνήθηκε να συνεχίσει τις συλλήψεις υποτιθέμενων μαγισσών. Από αυτούς, μόνον οι έξι ήταν άνδρες. Εκτός από τους εκτελεσθέντες, υπήρχαν και κατηγορούμενοι, οι οποίοι τελικά πέθαναν μέσα στη φυλακή: οι ιστορικές πηγές δε συμφωνούν μεταξύ τους για τον ακριβή αριθμό αυτών των ατόμων.
Επίλογος
Κάποια στιγμή, η κοινότητα άρχισε να αμφιβάλλει για την εγκυρότητα και την αλήθεια των λεγομένων των κοριτσιών, καθώς σε κάποιο σημείο έφτασαν να καταγγείλουν ακόμα και δικαστές, κάτι που προκάλεσε μεγάλη αμφισβήτηση και απορίες, καθώς κυριαρχούσε η πεποίθηση ότι οι δικαστές προστατεύονταν από τον ίδιο το θεό! Τον Οκτώβριο του 1692, ο Τόμας Μπρατλ σε επιστολή του ασκούσε κριτική στις δίκες των μαγισσών, επιστολή που είχε μεγάλο αντίκτυπο στον κυβερνήτη Φιπς, ο οποίος στις 29 Οκτωβρίου έπαυσε τη λειτουργία του δικαστηρίου και τον Στάουτον ως προεδρεύοντα και συνέθεσε ένα καινούργιο, δίνοντας χάρη στους υπόλοιπους κατηγορουμένους. Τελικά, στις 13 Ιανουαρίου 1693, δόθηκε αμνηστία σε όλους τους τελευταίους κατηγορούμενους που είχαν απομείνει.
Οι δίκες μαγισσών είχαν σημαντικές επιπτώσεις σ' όλη την περιοχή. Οι σοδειές αφέθηκαν στα χωράφια και τα ζώα χωρίς φροντίδα και όσοι φοβούνταν μήπως συλληφθούν, εγκατέλειψαν την περιοχή με τα υπάρχοντά τους και κατέφυγαν στη Νέα Υόρκη.
Αντίθετα με την κοινή αντίληψη, οι κατηγορούμενες δεν κάηκαν στην πυρά. Αν και κάποιοι νόμοι στην Ευρώπη πρότειναν την καύση στην πυρά ως τελετουργικό μέσο εξαγνισμού από την μαγεία, κάτι τέτοιο απαγορευόταν στην Μασαχουσέτη, επειδή το δικαστικό σύστημα λειτουργούσε υπό τον Αγγλικό νόμο. Σαν αποτέλεσμα, όλοι οι κατηγορούμενοι που καταδικάστηκαν σε θάνατο εκτελέστηκαν δι' απαγχονισμού στην πλαγιά του Γκάλοους Χιλ, εκτός από τον Τζιλ Κόρεϊ, ο οποίος δε δέχτηκε το κατηγορητήριο και λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου.
Επακόλουθα
Η Άμπιγκεϊλ Γουίλιαμς ενεπλάκη σε 41 νομικές κατηγορίες και έδωσε επίσημη κατάθεση σε 7 από αυτές. Δεν έχει καταστεί σαφές γιατί προέβη στην κατηγορία τόσων σεβαστών μελών της κοινωνίας του Σάλεμ. Οι ιστορικοί Νόρτον και Ρόουτς θεωρούν ότι το έκανε λόγω της προσοχής που απολάμβανε, καθώς τα νεαρά κορίτσια στην πουριτανική κοινωνία της εποχής δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψιν και η Άμπιγκεϊλ, απομακρυσμένη από τα στενότερα οικογενειακά της μέλη, καθώς την είχε δεχτεί σχεδόν ως ανάδοχο ο αιδεσιμότατος Πάρις, απολάμβανε την ασυνήθιστη αυτή προσοχή και εξουσία που είχε απέναντι στο ενήλικο περιβάλλον της. Αν και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις πρώτες δίκες από το Μάρτιο μέχρι το Μάιο, έδωσε την τελευταία της κατάθεση στις 3 Ιουνίου 1692 κι έπειτα απλά «εξαφανίζεται», σύμφωνα με τα δικαστικά πρακτικά, και καμία πηγή δεν μαρτυρεί τι απέγινε μετά τα τα γεγονότα του 1692.
Η Τιτούμπα, αν και ήταν η πρώτη που ομολόγησε ότι συνεργάστηκε με το Σατανά, δεν εκτελέστηκε ως «μισητή μάγισσα», αλλά παρέμεινε στη φυλακή για δεκατρείς μήνες. Τελικά αποφυλακίστηκε, όταν ένα άγνωστο πρόσωπο πλήρωσε το αντίτιμο για την αποφυλάκισή της και την πήρε μακριά από το χωριό. Δεν υπάρχει κάτι σχετικό για τη ζωή της εκτός του Σάλεμ.
Μετά τη διάλυση του δικαστηρίου από τον κυβερνήτη Φιπς, ο δικαστής Γουίλιαμ Στάουτον ακολούθησε πολιτική σταδιοδρομία με επιτυχία και ποτέ δεν μετανόησε ή απολογήθηκε για το ρόλο που διαδραμάτισε στις δίκες του Σάλεμ.
Η Αν Πάτναμ, 12 χρονών κατά τις δίκες του Σάλεμ, ήταν από τα πρώτα κορίτσια που εκδήλωσαν συμπτώματα παρόμοια με την Ελίζαμπεθ Πάρις και την Άμπιγκεϊλ Γουίλιαμς, κατηγορώντας στη συνέχεια για μαγεία κατοίκους του χωριού και με τη μαρτυρία της καταδικάστηκαν πολλοί από τους συλληφθέντες.
Ωστόσο, διαφοροποιήθηκε από τις υπόλοιπες κοπέλες, καθώς ήταν η μόνη που 14 χρόνια αργότερα παραδέχτηκε ενώπιον του εκκλησιάσματος της πόλης και μετά από έγγραφη μεταμέλεια προς τον τότε πάστορα, ότι είχε πει ψέματα κατά τις δίκες του 1692, «παρασυρμένη από το σατανά».
Ωστόσο, διαφοροποιήθηκε από τις υπόλοιπες κοπέλες, καθώς ήταν η μόνη που 14 χρόνια αργότερα παραδέχτηκε ενώπιον του εκκλησιάσματος της πόλης και μετά από έγγραφη μεταμέλεια προς τον τότε πάστορα, ότι είχε πει ψέματα κατά τις δίκες του 1692, «παρασυρμένη από το σατανά».
Η Σάρα Γκουντ, μια από τις πρώτες τρεις γυναίκες που κατηγορήθηκαν για μαγεία, αρνούνταν συνεχώς την ενοχή της, ενώ ο αιδεσιμότατος Νίκολας Νόις την πίεζε να ομολογήσει, δηλώνοντας ότι ήταν πράγματι μια μάγισσα. Ο αιδεσιμότατος αργότερα μετανόησε για την συμμετοχή του στις δίκες του 1692 και έκανε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει τις οικογένειες όσων είχαν καταδικαστεί και εκτελεστεί. Ωστόσο, τα τελευταία λόγια της Σάρα Γκουντ κατά τραγική ειρωνεία προέβλεψαν το θάνατό του: «Όσο είμαι εγώ μάγισσα, άλλο τόσο είσαι μάγος κι εσύ. Αν μου πάρεις τη ζωή, ο θεός να δώσει να πιεις αίμα». 25 χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο αιδεσιμότατος πέθανε από εσωτερική αιμορραγία, άρα "πνίγηκε στο αίμα του" - μια διατύπωση καθ' υπερβολήν για να δικαιωθεί η Σάρα Γκουντ.
Επιρροές
Ο Άρθουρ Μίλερ ανέβασε το 1953 στο Μπρόντγουεϊ το έργο του «The Crucible», το οποίο βραβεύτηκε με βραβείο Τόνι. Είχε στόχο να καταγγείλει την αντικομουνιστική υστερία που επικράτησε στις ΗΠΑ την εποχή του μακαρθισμού και οδήγησε στη φυσική ή στην ηθική εξόντωση απλών πολιτών, ιδεολόγων και εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου. Στην Ελλάδα, ανέβηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το 1955 κι έγινε γνωστό με τον τίτλο «Δοκιμασία - Οι μάγισσες του Σάλεμ».