(του Μιχάλη Α. Τιβέριου, καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, ΒΗΜΑ, 29/11/2009)
Τον τελευταίο καιρό ζούμε με τον φόβο της «νέας γρίπης». Ανεξάρτητα από το αν ο φόβος αυτός είναι δικαιολογημένος ή αν προκλήθηκε, ως έναν βαθμό, από επιτήδειους για ευνόητους λόγους, μου έδωσε το έναυσμα να ασχοληθώ σήμερα με τη γνωστή επιδημία που έπληξε την Αθήνα το 431/430 π.Χ., στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Προτού το DΝΑ μπει στη ζωή μας, κάθε προσπάθεια της παλαιοπαθολογίας- πρόκειται για την επιστήμη που μελετά τις ασθένειες του ανθρώπου κατά το παρελθόν- να διαγνώσει επιδημίες που είχαν ενσκήψει σε παλαιότερες εποχές συναντούσε, για πολλούς λόγους, μεγάλες δυσκολίες. Αυτό ισχύει και για τον λοιμό που χτύπησε την Αθήνα κατά τον δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Παρά τη λεπτομερή περιγραφή του και τη σαφή εξιστόρηση της κλινικής εικόνας των ασθενών που μας δίνει ο Θουκυδίδης- σημειώνω ότι και ο ίδιος προσβλήθηκε από την επιδημία αλλά ήταν από τους τυχερούς που επέζησαν-, εν τούτοις δεν κατέστη δυνατή η ασφαλής ταυτοποίηση της νόσου.
Η επιδημία αυτή, που πρέπει να αφάνισε περίπου το ένα τρίτο των Αθηναίων, συμπεριλαμβανομένου του χαρισματικού ηγέτη τους, του Περικλή, κράτησε δύο ολόκληρα χρόνια και επανήλθε το 427 για έναν ακόμη χρόνο. Παραθέτω ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα της διήγησης του Θουκυδίδη, σε μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου: «... Και πριν παρέλθουν πολλαί ημέραι από της εισβολής (των Πελοποννησίων), παρουσιάσθη διά πρώτην φοράν εις τας Αθήνας ο λοιμός, ο οποίος... είχεν ενσκήψει προηγουμένως πολλαχού..., αλλά πουθενά δεν εμνημονεύετο λοιμώδης νόσος τοιαύτης εκτάσεως, ούτε φθορά ανθρώπων τόσον μεγάλη. Διότι ούτε ιατροί, οι οποίοι, αγνοούντες την φύσιν της ασθενείας, επεχείρουν διά πρώτην φοράν να την θεραπεύσουν, αλλ' απέθνησκαν οι ίδιοι μάλλον, καθόσον και περισσότερον ήρχοντο εις επαφήν με αυτήν, ούτε άλλη καμμία ανθρωπίνη τέχνη ηδύνατο να βοηθήση. Ο,τι αφορά εξ άλλου τας προς τους θεούς παρακλήσεις... τα πάντα ήσαν ανωφελή, και επί τέλους οι άνθρωποι, καταβληθέντες από το κακόν, παρητήθησαν αυτών... Και το φοβερώτερον εις όλην αυτήν την ασθένειαν ήτο όχι μόνον η αποθάρρυνσις των θυμάτων, όταν αντελαμβάνοντο ότι προσεβλήθησαν από την νόσον (διότι το πνεύμα των παρεδίδετο αμέσως εις απελπισίαν και εγκατέλειπον εαυτούς εις την τύχην και δεν ανθίσταντο κατά της ασθενείας), αλλά και το γεγονός ότι νοσηλεύοντες ο εις τον άλλον εμολύνοντο και απέθνησκαν ωσάν πρόβατα... Νεκροί έκειντο οι μεν επί των δε, και ημιθανείς εκυλίοντο εντός των δρόμων... και οι ιεροί περίβολοι, εντός των οποίων είχαν κατασκηνώσει, ήσαν πλήρεις νεκρών...».
Το 1994/95, κατά τις εργασίες κατασκευής σταθμού μετρό στον Κεραμεικό, η προσεκτική ανασκαφή της αρχαιολόγου Ε. Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη έφερε στο φως ένα όρυγμα πλάτους περίπου 6,50μ. και βάθους γύρω στο 1,60μ., εντός του οποίου υπολογίζεται ότι είχαν ταφεί «ατάκτως» περί τα 150 άτομα. Ο βιαστικός τρόπος ταφής, σε συνδυασμό με τη χρονολόγηση των κτερισμάτων που συνόδευαν κάποιες ταφές γύρω στο 430-425 π.Χ., οδήγησε την ανασκαφέα να συσχετίσει τους νεκρούς του ορύγματος με τα θύματα του λοιμού που περιγράφει ο Θουκυδίδης.
Διαβλέποντας ότι η μελέτη του σκελετικού υλικού του ομαδικού αυτού τάφου από ειδικούς θα μπορούσε να οδηγήσει στον εντοπισμό της θανατηφόρου επιδημίας που τσάκισε την Αθήνα, επεδίωξε μια διεπιστημονική συνεργασία. (Ανάλογες συνεργασίες δεν είναι άγνωστες, ακόμη και σε παλαιότερες εποχές. Ο Η. Schliemann, π.χ., ανασκάπτοντας τις Μυκήνες, είχε ζητήσει τη συνεργασία του τότε περίφημου ανατόμου R. Virchow.) Ετσι συνεργάστηκε με τους Μ. Παπαγρηγοράκη, επίκουρο καθηγητή Ορθοδοντικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Φ. Συνοδινό, ορθοδοντικό, και Χ. Γιαπιτζάκη, γενετιστή, βιολόγο-οδοντίατρο. Τα πρώτα πορίσματα της διεπιστημονικής αυτής ομάδας, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, έχουν ήδη δημοσιευθεί στο Journal of Ιnfectious Diseases.
Οι παραπάνω ερευνητές μελέτησαν το DΝΑ του πολφού τριών δοντιών από τρία κρανία του ομαδικού τάφου. Στον πολφό είχε παγιδευτεί, μετά τον θάνατο των ασθενών, ο μικροβιακός παράγοντας που είχε προκαλέσει την ασθένειά τους και ο οποίος είχε φτάσει εδώ μέσω του αίματος. Με εφαρμογή σύγχρονων εργαστηριακών μεθόδων προχώρησαν στην ταυτοποίηση του μικροβίου της ασθένειας και έτσι μάθαμε ότι το θανατικό που ξέσπασε στην Αθήνα το 431/30 π.Χ. ήταν τυφοειδής πυρετός. Ωστόσο μερικά συμπτώματα και ορισμένες συνέπειες της ασθένειας, όπως παρατίθενται από τον Θουκυδίδη, δεν σχετίζονται με τον τυφοειδή πυρετό όπως τον ξέρουμε σήμερα.
Έτσι, υπάρχει πιθανότητα ή να είχε ξεσπάσει στην Αθήνα συγχρόνως και άλλη μολυσματική ασθένεια ή, πράγμα που ίσως είναι και πιθανότερο, σήμερα να γνωρίζουμε μια μεταλλαγμένη μορφή της ασθένειας και το μικρόβιο που εντοπίστηκε στα δόντια των τριών νεκρών του ομαδικού τάφου να σχετίζεται με μια πρώιμη μορφή της. Η επιδημία τσάκισε τους Αθηναίους και έπαιξε, αναμφίβολα, καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του πολέμου που έληξε με τη συντριβή της Αθήνας, η οποία ουδέποτε πλέον έγινε ηγέτιδα δύναμη. Και όχι μόνο αυτό. Οι ως τότε ιατροί-άγιοι της πόλης έχασαν το κύρος τους. Το 420 π.Χ. οι Αθηναίοι υποδέχονται έναν νέο θεό της ιατρικής, τον Ασκληπιό, που έμελλε να ριζώσει στην πόλη τους ως το τέλος του αρχαίου κόσμου.