του Δημήτρη Δημητριάδη, LIFO, 26/7/2021
«Ο κ. Χήστος Γιανναράς, με την προσεγμένη στην διατύπωσή της γραφή του, είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να δώσει εμβληματικό κύρος στο έωλο περιεχόμενο τού βιβλίου του, να τού προσδώσει άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείου κηρύγματος.»
Ο κ. Χρήστος Γιανναράς (Χ.Γ.) εξέδωσε πολύ πρόσφατα ένα βιβλίο του με τον τίτλο Γρίφος θάνατος, εκδ. Ίκαρος, 2021. Το παρακάτω κείμενο είναι μία δική μου ανάγνωση τού βιβλίου αυτού. Μπαίνω αμέσως στο θέμα.
1. Γιατί ο θάνατος είναι «γρίφος» για τον χριστιανό κ. Χ.Γ.; Γιατί να είναι «αίνιγμα» ο θάνατος για τον χριστιανισμό όταν σύνολο το δόγμα του στηρίζεται στην ανάσταση τού Κυρίου του ο οποίος «πάτησε τον θάνατο με θάνατο»; Αφού το χριστιανικό δόγμα απάντησε στον «γρίφο» τού θανάτου, λύνοντάς τον με την μετά θάνατον ζωή; Για τον χριστιανισμό, όπως και για κάθε χριστιανό, ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο από μετάβαση από τη γη στον ουρανό, από την περατότητα στην αθανασία.
Πλάτων: Λένε λοιπόν ότι η ψυχή τού ανθρώπου είναι αθάνατη και για ορισμένο χρόνο αυτή φτάνει σε ένα τέλος –αυτό το ονομάζουν θάνατο– και σε ορισμένο πάλι χρόνο αυτή γεννιέται και δεν χάνεται ποτέ. Μένων, 81b.
Γιανναράς: Για τούς έμπειρους τού εκκλησιαστικού γεγονότος, ο θάνατος τού σώματος είναι η απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση, τις χαρές και τις δυσκολίες τής επί γης συμβίωσης. Αυτός ο μεταθανάτιος τρόπος ύπαρξης δεν μπορεί να σημανθεί με τα σημαίνοντα τής γλώσσας που υπηρετεί την επικοινωνία στον παρόντα επίγειο βίο. Γρίφος θάνατος, σελ. 61.
Μάξιμος ο Ομολογητής (τον παραθέτει ο κ. Χ.Γ.): Καμία φαντασία δεν μπορεί να εντοπίσει τον Θεό. επειδή απλούστατα ο Θεός υπερβαίνει και την ύπαρξη και ό,τι μπορούμε να νοήσουμε ως ύπαρξη. (…) Διότι ο Θεός δεν είναι «κάπου» [σε αισθητό τόπο], αλλά πέρα από κάθε πεδίο αισθητού τόπου, όπου [σε απόλυτη ελευθερία από χωρικές διαστάσεις/αποστάσεις] θα πραγματώσει-συγκροτήσει/συστήσει ο Θεός την ακεραιότητα τού υπάρχειν. (…) Όμως ο Θεός ούτε σε κάποιον τρόπο ύπαρξης πειθαρχεί (τρόπο ευρύτερο τής δικής του ύπαρξης) ούτε υπάρχει με τον τρόπο των υπαρκτών. Προφανώς ξεπερνάει κάθε δυνατότητα γνώσης.
Έχουμε λοιπόν και λέμε: από την μια υπάρχει, υπογραμμισμένος, τρόπος ύπαρξης τού Θεού, από την άλλη, δεν τον συλλαμβάνει η γλώσσα, άρα ούτε η νόηση. Δεν γίνεται νοητός ούτε ως νοητός. Εντούτοις συνιστά μία άλλη ζωή, τι ζωή όμως είναι αυτή αν δεν είναι όντως υπαρκτή ζωή; (Ας μη αντιπαρατάξει ο κ. Χ.Γ. στο σημείο αυτό ότι πρόκειται για την πνευματικότητα ή για κάτι παρόμοιο, διότι στην «σύλληψη» αυτή η πρώτη που κατατροπώνεται είναι η πνευματικότητα, κι όταν λέμε «πνευματικότητα» εννοούμε «στοχαστικότητα», ό,τι πιο αντίθετο από το πνεύμα τού Χριστιανισμού).
Μερικές σελίδες πιο πάνω, ο κ. Χ.Γ. γράφει: Αν η λέξη θάνατος παραπέμπει σε οδύνη, πόνο, ανυπόφορη στέρηση, είναι γιατί καταργεί-μηδενίζει την ανθρώπινη παρουσία: την υπαρκτική ψυχοσωματική μοναδικότητα (ετερότητα) που τη γνωρίζουμε από την εμπειρία άμεσης σχέσης. ο. π. σελ. 18.
Λίγο πιο πριν: Οι πληροφορίες των αισθήσεων και η κατανόησή τους με βεβαιώνουν για τις συνέπειες τού θανάτου: στην κατάσταση τού θανάτου η ύπαρξη αδρανεί, δεν ενεργείται, το υπαρκτικό γίγνεσθαι διακόπτεται, έχει τελειώσει, το κορμί που πραγματώνει (κάνει γεγονός) την ύπαρξη σήπεται, διαλύεται, χάνεται. Ο πρώην έναντι άλλος, νεκρός, δεν είναι πια μια ενεργούμενη ετερότητα, είναι ό,τι και μία πέτρα, μια ποσότητα χώμα. Δεν κινείται, δεν αισθάνεται, δεν αναπνέει, δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν μιλάει, δεν σκέπτεται – δεν λειτουργεί καμία από τις λειτουργίες που τον καθιστούσαν υπαρκτό. ο.π. σελ. 14.
Αυτή η «πραγματολογική» περιγραφή τού ανθρώπινου τέλους, επιτρέπει στον κ. Χ.Γ. να διατηρεί ακόμα την πίστη του στην υπέρβασή του, λες και η περιγραφή του αφορά μία κατάσταση που όντως επιτρέπει την αποκατάστασή της. Πόσο ικανή μπορεί να είναι η νόηση ώστε να καταργήσει την αδήριτη πραγματικότητα ενός φυσικού γεγονότος;
Γίνεται σαφές ότι αυτό που περιγράφεται από τον κ. Χ.Γ., το «πάτησε» ο αναστάς Χριστός. Η εν λόγω ανάσταση τίθεται στην Α΄ προς Κορινθίους, 15, 12-15 ως εξής: Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσιν εν υμίν τινές ότι αναστάς εκ νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ου εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών.
Αυτό δηλώνει ότι μόνον η πίστη κάνει υπαρκτή την ανάσταση, η πίστη όμως δεν είναι ποτέ αξιόπιστη εκτός κι αν αποδειχθεί αυτό στο οποίο πιστεύει κανείς. Η πίστη στην ανάσταση τού Χριστού ποτέ δεν αποδείχθηκε – η μόνη απόδειξη είναι η αναμενόμενη Δευτέρα Παρουσία τού αναστάντος, η οποία αναμένεται εσαεί. Άρα, κενόν το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών.
Ποτέ δεν έπαψε, ούτε θα πάψει να πεθαίνει ο άνθρωπος. Αν έπαυε, δεν θα ήταν άνθρωπος. Με την έννοια αυτή, ο τίτλος «Γρίφος θάνατος» καταργεί, ακυρώνει, ευθέως ολόκληρο το βιβλίο, διότι ολόκληρο το βιβλίο αποτελεί κατάργηση, ακύρωση τού τίτλου του.
2. Ο χριστιανισμός, μαζί με τον πλατωνισμό, είναι η πιο τερατώδης παρανόηση τού ανθρώπου, η οποία οδήγησε και στην ευτελέστερη χειραγώγησή του.
3. Μαζί με την ανάσταση, μία άλλη έννοια, η αγάπη, αποτελεί τον δεύτερο μέγα πυλώνα τού χριστιανικού δόγματος.
Το να παραινείς «αγαπάτε», το να προστάζεις «αγάπα», αναιρεί την ουσία αυτού τού ρήματος/αισθήματος. Ποτέ η αγάπη δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο προτροπής, ποτέ η αγάπη δεν επιβάλλεται, δεν καταναγκάζεται, δεν διατάσσεται, έστω καλοπροαίρετα. Η αγάπη είναι πάντα κίνηση αυτεξούσια, διάθεση αυθόρμητη, πέρα από θεωρίες, κηρύγματα, κατευθύνσεις, οδηγίες, κανόνες. Η αγάπη έχει, σύμφωνα με τον Πασκάλ, την λογική τής καρδιάς που δεν την έχει η λογική.
Αυτή ωστόσο η παρανόηση, δεν είναι παρά η μία πλευρά τής ολικής παρανόησης που αντικείμενό της είναι ο όλος άνθρωπος. Ο διαχωρισμός του στα δύο, σώμα και ψυχή, προκαθορίζει την καταστροφική συνέπεια/συνέχεια ενός δόγματος που καθιστά τον χριστιανισμό έναν αντί-ανθρωπισμό, και κατ’ επέκταση έναν μηδενισμό.
Όταν το χριστιανικό δόγμα διακηρύσσει ότι «ο Θεός είναι αγάπη», ότι την αγάπη αυτή ο Θεός την δίνει, τίθεται ένα ερώτημα, αφελές ίσως εκ πρώτης όψεως: πώς την δίνει ο Θεός αυτή την αγάπη που είναι ο ίδιος; Διότι ή την δίνεις έμπρακτα ή δεν την δίνεις. Πώς ο Θεός δίνει έμπρακτα την αγάπη;
Ας δεχτούμε ότι πράγματι δίνει έμπρακτα την αγάπη του, όπως δίνει έμπρακτα την βοήθειά του, την συμπόνια του, την παρηγοριά, την ευσπλαχνία του, κτλ. Όλα αυτά όμως αποτελούν χαρακτηριστικά μιας αληθινής, ένσαρκης ύπαρξης. Είναι αποκλειστικώς ανθρώπινα. Μόνον ο άνθρωπος συμπεριφέρεται έτσι, και συμπεριφέρεται έτσι επειδή έχει αισθήματα και αισθήσεις. Μπορεί το μη-αισθητό να έχει αισθήματα και αισθήσεις; Είδαμε προηγουμένως, με τα λόγια τού Μάξιμου και τού κ. Χ.Γ., ότι ο Θεός ούτε καν νοείται. Πώς ένα ούτε καν νοητό ον μπορεί να έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά;
Ανθρωπομορφισμός, φυσικά. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως έχων ανθρώπινα χαρακτηριστικά, διαθέτει και όλα τα άλλα; Έχει σώμα; Είναι άνθρωπος ο Θεός; Είναι και θνητός; Διότι, δεν γίνεται να προσφέρει αγάπη, κτλ. και συγχρόνως να είναι μη υπαρκτός, να μην υπόκειται στον χρόνο, να είναι αθάνατος. Ένα από τα δύο.
Υπάρχει ο Θεός, όχι προκαθορισμένος να υπάρχει από αναγκαιότητα που προηγείται τής ύπαρξής του. Υπάρχει, επειδή ελεύθερα αγαπάει: επειδή ιδρυτικό τού υπάρχειν γεγονός είναι η τριαδικότητά του – η αγαπητική ελευθερία είναι ανάρχως ιδρυτική (Αιτιώδης Αρχή) τού υπαρκτικού γεγονότος. «Ο Θεός αγάπη εστί». ο.π. σελ. 41.
4. Εδώ περνάμε στο ερεβώδες στάδιο μιάς διανοητικής σύλληψης που κυριάρχησε κατά τούς πρώτους αιώνες τού χριστιανισμού, με τις αλλεπάλληλες Συνόδους με τις οποίες, μέσα από αβυσσαλέες αλληλοεξοντώσεις, οι Πατέρες τής Εκκλησίας κωδικοποίησαν και επτασφράγισαν το χριστιανικό modus vivendi για τούς επόμενους αιώνες μέχρι σήμερα.
Ο Χρήστος Δ. Μεράντζας, στο βιβλίο του «Ο αντεστραμμένος Διόνυσος» (εκδ. Σμίλη, 2011), γράφει: Μπορεί οι διωγμοί (των χριστιανών) να διαρθρώθηκαν γύρω από την αιματηρή εκμετάλλευση και απίσχναση τού χριστιανικού σώματος, χρησίμευσαν όμως στην Εκκλησία ως επικοινωνιακά εργαλεία στην προσπάθεια να καταστεί μια φαινομενικά παθητική πρακτική αντίστασης το μέσο ενός νέου μηχανισμού θρησκευτικής αυθεντίας, ο οποίος μετασχημάτισε τον ανθρώπινο πόνο σε εργαλείο αυτογνωσίας. Στη βάση τής κατασκευής τής συλλογικής χριστιανικής μνήμης βρισκόταν το σπαραγμένο και διαμελισμένο σώμα τού μάρτυρα ή, με τούς όρους τής ρωμαϊκής πολιτικής ιδεολογίας, το απαξιωμένο σώμα ενός κοινωνικού απόβλητου, ιδωμένο στα ακρότατα όρια τής εκμηδένισης και εξουδετέρωσής του. Η χριστιανική μνήμη κλήθηκε να συντηρήσει την οδύνη τού βασανιζόμενου μάρτυρα σε μία εκ των υστέρων απόπειρα αποκατάστασης τής αλήθειας τής πίστης των βασανισθέντων. (…) Μέσα από τον βασανισμό τους οι χριστιανοί μάρτυρες αναδείχθηκαν σε σύμβολα τής νίκης τής πίστης, ενώ τα διαμελισμένα σώματά τους κατέστησαν τεκμήρια μιας νέας κατανόησης τής κοινωνικής πραγματικότητας, που εκτεινόταν πολύ πέρα από τα φυσικά όρια τής ανθρώπινης ύπαρξης. (…) Όταν οι χριστιανοί μάρτυρες προσέφεραν οικειοθελώς τον εαυτό τους στους δημίους τους για θυσία, αναγνώριζαν με αυτόν τον τρόπο τη συμπόρευσή τους με τον θεάνθρωπο Χριστό, ο οποίος υπέστη πρώτος τον μαρτυρικό θάνατο θυσιαζόμενος για την σωτηρία τού ανθρώπινου γένους. (…) Η Εκκλησία, επιχειρώντας να συγκροτήσει την ταυτότητά της, προσέδωσε πολύ νωρίς στο μαρτύριο μία αυτοδίκαιη σωτηριολογική αξία που συνιστούσε ταυτόχρονα πηγή και απώτερο προορισμό της. Όπως συνέβη και στη συνέχεια με τις ασκητικές πρακτικές, με τις οποίες το συνδέει μια ισοδύναμη σχέση μετουσιωμένης ανδρείας, το μαρτύριο διάνοιξε τη δυνατότητα μιας μόνιμης και διαρκούς συνάντησης με τον θεό. Το σώμα τού μάρτυρα κατέστη σώμα τής αγιότητας, καθώς κάθε μέρος του λειτουργούσε ως υποκατάστατο τού θεού. (σελ. 273-277-278-284)
Ο Μισέλ Φουκώ, από την δική του πλευρά, προσφέρει μία ολοκληρωμένη εικόνα τού πώς αντιμετωπίστηκε/χρησιμοποιήθηκε το σώμα κατά τούς πρώιμους αιώνες τού χριστιανισμού: Εντούτοις, τον 4ο αιώνα το ζήτημα τής παρθενίας εγγράφεται εντός ενός πλαισίου, πλαίσιο το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται να τροποποιήσει το ίδιο το ζήτημα: ανάπτυξη τής ασκητείας, οργάνωση τού μοναχισμού, εφαρμογή τεχνικών για τη διακυβέρνηση τού εαυτού και των άλλων, διευθέτηση τού πολύπλοκου καθεστώτος τής αλήθειας των ψυχών. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σχηματικά αυτήν την τροποποίηση υπενθυμίζοντας ένα χωρίο από τον Γρηγόριο Νύσσης: «Ακριβώς όπως ορισμένες τέχνες, ανάμεσα σε άλλα επιτηδεύματα, έχουν επινοηθεί, για να εκτελέσουν σωστά κάθε ένα από τα επιδιωκόμενα καθήκοντα, κατ’ αυτόν τον τρόπο έχω την εντύπωση πως το επιτήδευμα τής παρθενίας είναι μία τέχνη και μία επισταμένη γνώση τής θείας ζωής» («το τής παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις τής θειοτέρας ζωής», Γρηγόριος Νύσσης, Περί παρθενίας, IV, 9). Η παρθενία, νοούμενη ήδη ως μία προνομιακή κατάσταση, φέρουσα το βάρος ιδιαίτερων πνευματικών αξιών και ικανή να καθιερώσει μία αμετάβλητη σχέση προς τον Θεό, προς την αθανασία, προς τις πραγματικότητες τού ουρανού, τείνει να καταστεί όχι μόνο ένας επιμελώς οργανωμένος τρόπος ζωής, αλλά ένας τύπος σχέσης προς τον ίδιο τον εαυτό, ο οποίος έχει τις διαδικασίες του, τις τεχνικές του, τα εργαλεία του. Από τον Τερτυλλιανό έως τον Μεθόδιο, είχαμε δει την παρθενία-εγκράτεια να καθίσταται μία θετική κατάσταση παρθενίας. Είναι αυτή η κατάσταση που πρόκειται να τύχει επεξεργασίας τον 4ο αιώνα ως «τέχνη τής παρθενίας». (Ιστορία τής σεξουαλικότητας, 4. Οι ομολογίες τής σάρκας, εκδ. Πλέθρον, 2019).
Τα αποσπάσματα αυτά, καθιστούν έκτυπη την θέση που έχει το σώμα, δηλαδή η σάρκα, οι αισθήσεις, οι ορμές, η σεξουαλικότητα, μέσα στον χριστιανικό ανορθολογικό ορθολογισμό – ας καταφέρεται ο κ. Χ.Γ. εναντίον τού cogito και τού Διαφωτισμού: με το δικό τους παράφρον cogito οι Πατέρες τής Εκκλησίας οργάνωσαν την εκμηδενιστική διαχείριση τού σώματος, προκειμένου, μέσα από την εκμηδένισή του, ακόμα και εν ζωή, να προετοιμάσουν την ένωση τού ενσώματου/ασώματου ανθρώπου με τον Θεό, την θέωση, προλειαίνοντας το έδαφος για την μετά θάνατον.
Εδώ συνετελέστη το αδιανόητο: το μόνο που ενδιέφερε/πάθιαζε τούς Πατέρες τής Εκκλησίας δεν ήταν άλλο από την απαρέγκλιτη τήρηση τού εκκλησιαστικού κανόνα, τον οποίο διακήρυσσαν/θεσμοθέτησαν στο όνομα τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Αυτή η κακουργηματική πράξη, που σημάδεψε είκοσι συναπτούς αιώνες, δεν υποχώρησε ούτε βέβαια ανεστάλη από την ολοκληρωτική αποτυχία/διάψευση που επισφράγισαν την εξαγγελθείσα σωτηρία. Ο Σωτήρ δεν έσωσε ούτε εαυτόν. Παραμένει άσωστος όπως κάθε άνθρωπος που καμία άνωθεν/έξωθεν δύναμη δεν δύναται να τον σώσει – τουλάχιστον όπως το εννοούν οι χριστιανοί. Η αποστολή τού Σωτήρος και το οριστικό τέλος της αποδείχθηκαν αμφότερα μάταια, η πρόθεσή του ανεδαφική, ο στόχος του ανέφικτος. Η ανθρωπότητα συνεχίζει ακριβώς όπως και πριν, με τα δεινά και τα επιτεύγματά της, αμετακίνητη στη θνητότητά της.
5. Ο κ. Χ.Γ. κάνει πολύ συχνές και περιπαθείς αναφορές στο έρωτα. Τι εννοεί με την λέξη αυτή; Μία λέξη/έννοια/κατάσταση που ο χριστιανισμός έχει εξοβελίσει ως θεμελιώδη συνισταμένη τού ανθρώπινου είναι, την έχει διαγράψει απ’ το λεξιλόγιό του, την έχει αφορίσει, κρατώντας μόνο την εκδοχή τού θείου έρωτα, άρα τού μη ανθρώπινου. Άρα, τι θέλει να μάς πει ο κ. Χ.Γ. μιλώντας για τον έρωτα; Τι είναι γι’ αυτόν ο ερωτισμός;
Όταν το σώμα έχει καταδικαστεί, όταν όσα είναι και φέρει έχουν περιέλθει στην διάσταση τού αποτροπιασμού, όταν η ανθρώπινη σάρκα, αδιάσπαστη από την σκέψη, την ψυχή, το πνεύμα, με τα οποία είναι ένα ο άνθρωπος, αποτελεί μόνιμο αντικείμενο σταδιακής και τελικής υπέρβασής του, πώς μπορεί ο έρωτας να βρει θέση μέσα στο αντί-ερωτικό σύμπαν τού χριστιανισμού;
Πώς μπορεί και μιλάει για έρωτα ο κ. Χ.Γ. – η περιγραφόμενη (σελ. 110) σκηνή μιάς εμφάνισης θηλυκού γένους η οποία προκαλεί κλονισμό σε κάποιον που την παρατηρεί, είναι τόσο συμβατικά κενή από κάθε ίχνος ερωτισμού ώστε θα ήταν καλύτερα για τον κ. Χ.Γ. να αναθεωρήσει την άποψή του για την σεξουαλική έξαψη – πώς μπορεί λοιπόν να μιλάει για έρωτα ο κ. Χ.Γ. όταν η πίστη του στην Ορθοδοξία αποκλείει εκ των προτέρων και δια παντός οποιαδήποτε συσχέτιση μ’ αυτήν ανθρώπινη ορμή που η πολυπλοκότητά της και η ακρότατη συμπεριφορά της ήταν αυτές που κατατρόμαξαν τούς παρθένους ηγήτορες τού χριστιανισμού, ωθώντας τους στο να την αποκηρύξουν, να την κηρύξουν αναφανδόν εξοβελιστέα, προορισμένη μόνο για το πυρ το εξώτερο;
Να αναφερθεί κανείς στην ανυπαρξία τής λέξης έρωτας στα Ευαγγέλια; Στην απερίφραστη στηλίτευσή της στις επιστολές τού Παύλου, όπου μπαίνουν τα θεμέλια του μετέπειτα διασυρμού όλων των κάθε μορφής ορμών τού ανθρώπινου όντος; Στο ποια υπήρξε (υπήρξε;) η σεξουαλικότητα τού Ιησού, των Αποστόλων, των Ιεραρχών, και πλήθους άλλων – ο Ωριγένης αυτοευνουχίστηκε; Μήπως ο σαρκικός έρωτας για τούς χριστιανούς είναι ένας ευνουχισμός;
Όπως ακριβώς με τον θάνατο, ο έρωτας είναι στόχος κατατρόπωσής του από τον χριστιανισμό, προκειμένου, με την διατεταγμένη εκμηδένισή του, να προετοιμάσει την μετάβαση από τον αισθητό κόσμο στον μη αισθητό, από το ένυλο στο άυλο, από την σάρκα στο πνεύμα, από την γη στον ουρανό.
6. Μπορεί να υπάρξει ριζικότερη διαγραφή ενός πλάσματος που, στο κάτω κάτω, σύμφωνα με την θεμελιώδη πηγή των χριστιανών, ο Θεός τους τον δημιούργησε; Αναιρούν την ίδια την πράξη τού Δημιουργού τους; Αρνούνται στον Δημιουργό τους το ίδιο το έργο του. Όπως και έχουν επινοήσει απειρία επιχειρημάτων/εκδοχών για να δικαιολογήσουν τα πεπραγμένα τού Θεού τους μπαίνοντας οι ίδιοι στην θέση του, γινόμενοι φερέφωνά του, εκπρόσωποί του – πώς αλλιώς θα γίνονταν το άφωνο και το απρόσωπο ακουστά και ορατά. Μιλούν πάντα εξ ονόματός του, διότι ο Θεός τους, ως δικό τους δημιούργημα, δεν έχει δική του φωνή, είναι ανύπαρκτος χωρίς την δική τους διαμεσολαβητική ύπαρξη. Εν ονόματι ενός κατασκευασμένου εκ τού μηδενός Θεού, ανέλαβαν να χειραγωγήσουν τον άνθρωπο, να τον καταλήξουν στην οριακή άκρη τής απόλυτης υποταγής του σε αμιγώς ανθρώπινες εμμονές/διαστροφές, με τις οποίες οι ίδιοι οι χριστιανοί δημιούργησαν έναν κατά την άποψή τους άνθρωπο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντί-άνθρωπος, ένας μη-άνθρωπος.
Αυτό είναι το μέγιστο έργο τού χριστιανισμού: ένας μηδενισμός. Στην καρδιά τού χριστιανισμού κείται ένα μηδέν, το μηδέν αυτό είναι ο άνθρωπος όπως οι Λένιν τού χριστιανισμού τον θέλησαν/διέπλασαν, απαλλαγμένο/αποστερημένο από την γήινη ζωή προκειμένου να κερδίσει την ουράνια.
Αυτό το τερατώδες κατασκεύασμα δεν άγγιξε ποτέ την ευαισθησία τού κ. Χ.Γ.; Δεν τον κλόνισε ποτέ κάποια αμφιβολία; Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του η υποψία μήπως πίστεψε σε ένα αποτρόπαιο λάθος; Στην χειρότερη εκδοχή δίωξης/περιφρόνησης/υποτίμησης τού όντως όντος που λέγεται άνθρωπος; Σε τι συνίσταται ο στοχασμός τού κ. Χ.Γ. όταν θεμελιώνεται σε μία κοσμοθεωρία απάτης, σε μία θεολογία μισάνθρωπη, σε μία μεταφυσική τού τίποτα; Όταν υποστηρίζει με πλήθος βιβλίων του το εντελώς αντίθετο τής αδιάψευστης πραγματικότητας: την αθανασία, την αιωνιότητα, τού φθαρτού, θνητού ανθρώπου, δεν σκέφτηκε ποτέ αν όντως η εικόνα τού νεκρού μετά την εκταφή είναι η τελική για κάθε θνητό; Είδε ποτέ εμπράκτως την επιβεβαίωση τής πίστης του; Είχε ποτέ δια ζώσης την εμπειρική, όπως την λέει, σχέση με το ανύπαρκτο το οποίο θεωρεί ως Αιτιώδη Αρχή τού υπάρχειν; Διαψεύστηκε ποτέ μέσα του αυτό που γράφει: Η μόνη υπαρκτική «μετάλλαξη» που επιφέρει ο θάνατος στον άνθρωπο είναι η στέρηση τής δυνατότητας να προσθέσει επιπλέον εκφράσεις τής υπαρκτικής του ετερότητας-μοναδικότητας προσιτές στους ζώντες, τούς «παραλειπομένους» (σελ. 17); Ως «παραλειπόμενος» ο ίδιος έχει εισπράξει ποτέ αυτήν την διάψευση;
Εδώ, πράγματι, το ανθρώπινο κυριολεκτικά συγκλονίζεται από την ολότμητη ψευδολογία που το πλήττει/προσβάλλει στην ουσία του. Διότι, εκ μέρους τού κ. Χ.Γ. και όλων των ομοθρήσκων του, δεν υπάρχει ούτε ψήγμα οίκτου, κατανόησης, συμπάθειας, ενδιαφέροντος, για τον άνθρωπο. Με την αλλόφρονα πίστη τους απαξιούν πρώτα τούς δικούς τους νεκρούς. Περιφρονούν το πρόσωπό τους, την σχέση που είχαν μαζί τους. Ακυρώνουν τούς ίδιους τούς προσφιλείς τους εφόσον θεωρούν τον θάνατο τού σώματός τους «απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης, διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση».
Πιστεύει, πράγματι, ο κ. Χ.Γ. ότι σε μία «νέου τρόπου ύπαρξη» θα συναντηθεί/συνυπάρξει με τούς προσφιλείς νεκρούς του; Αν είναι έτσι, τότε, αντί να θρηνεί, θα πρέπει να αγάλλεται: σε μία άλλη ζωή, την οποία θεωρεί ως την μόνη αληθινή, θα αρχίζει να ζει με τούς προσφιλείς του απελευθερωμένος από τα γήινα δεσμά του, άρα ο θάνατός τους και ο δικός τους θα πρέπει να τού δίνουν χαρά, την μεγαλύτερη, αφού ο θάνατος είναι, κατ’ αυτόν, η βέβαια, αναμφισβήτητη μετάβαση σε μία βέβαιη, αναμφισβήτητη αιώνια ζωή. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, τόσο για τούς νεκρούς όσο και για τούς «παραλειπόμενους», η με τον θάνατο απαλλαγή από την φθορά, οδηγεί στην μετά τον θάνατο αφθαρσία. Η κηδεία θα έπρεπε να γιορτάζεται σαν γλέντι, τα δάκρυα λύπης να γίνουν δάκρυα χαράς, το αίσθημα τής απώλειας και το πένθος να αντικατασταθούν από υπόσχεση τής θείας χάριτος και τής υπερουράνιας σωτηρίας.
7. Πώς ένα τέτοιας ηλιθειογενούς εμβέλειας «σκεπτικό» διήρκεσε/άντεξε επί τόσους αιώνες; Μπορεί η τόσο μακρά διάρκεια να οφείλεται, και οφείλεται, φυσικά, στην αδυναμία τού ανθρώπου να αντέξει τα δεινά τής ζωής και την βεβαιότητα τού θανάτου, σ’ αυτό δεν μπορεί κανείς να αντιτάξει παρά μόνο σιωπή και κατανόηση.
Πώς όμως στρατιές ιδιοφυών στοχαστών συνοδοιπόρησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με αυτήν την εξωφρενική, για σώφρονα άνθρωπο, διανοητική κατασκευή που η εξόφθαλμη αντίθεσή της με την στοιχειώδη νοημοσύνη είναι κραυγαλέα; Πώς δεν καταγγέλθηκε/στηλιτεύτηκε η εξαπάτηση αυτή στα θεμέλιά της; Πώς γίνεται και διέτρεξε αναρίθμητα πονήματα χωρίς να κλονιστεί, να καταρριφθεί; Χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη τού 19ου αιώνα με τον Νίτσε, στα μέσα τού 20ου με τον Φουκώ και τον Πήτερ Μπράουν, για να ανασκαφούν αυτά τα θεμέλια, να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί κατασκευής τού τερατουργήματος, να εμφανιστεί το τέρας απογυμνωμένο από όλα τα μαλάματα τού εικονίσματός του.
8. Ο κ. Χ.Γ., με την προσεγμένη στην διατύπωσή της γραφή του, είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να δώσει εμβληματικό κύρος στο έωλο περιεχόμενο τού βιβλίου του, να τού προσδώσει άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείου κηρύγματος. Αυτή ακριβώς όμως η συνοπτική προσπάθεια μοιάζει με πράξη λήξεως, τελικού απολογισμού, οριστικής μαρτυρίας, αγγελτήριου θανάτου, επικήδειου για έναν καταρρακωμένο κατήγορο τού σώματος, γι’ αυτό το ίδιο το σώμα που τόσο ο ίδιος ο μάρτυς/απολογητής το λοιδόρησε, κι ας ήταν το δικό του.
Έτσι, όσο κι αν λέγονται στο βιβλίο αυτό πράγματα επί αιώνες χιλιοειπωμένα, άρα εξαντλημένα, είναι χρήσιμη/χρηστική η επαναφορά τους, για να μάς θυμίσουν επί λέξει τον δράστη τού κακουργήματος, αλλά και να μάς κάνουν να θυμηθούμε πόσο βαθιά ριζωμένα/ενσωματωμένα/εσωτερικευμένα στον ανθρώπινο ψυχισμό είναι όλα αυτά που καταθέτει ο κ. Χ.Γ., πόσο τα ταμπού, οι συμβάσεις, οι προκαταλήψεις, τα ψεύδη, οι ψευδαισθήσεις, που καλλιέργησε/εμφύτευσε ο χριστιανισμός, διαρκούν/ισχύουν ακόμα, συνεχίζουν να διαμορφώνουν νοοτροπίες/συμπεριφορές σε καθόλου μικρή κλίμακα διεθνώς.
Έτσι, η υπερασπιστική πλευρά τού βιβλίου μετατρέπει την συνηγορία της, ουσιαστικά, σε δριμύ κατηγορητήριο κατά των δεδομένων τής χριστιανικής πίστεως διότι εκθέτει απροκάλυπτα εν συνόψει την ίδια την ωμή αλήθεια της σε όλο το εκτρωματικό περιεχόμενό της. Η τεράστια σε βαθμό παραφροσύνης Βίβλος Γενέσεως τού ανθρώπου από τον χριστιανικό εσμό, εκτίθεται τελετουργικά και οριστικά, δείχνοντας το τέλος τού ιστορικού κύκλου της.
9. Η ουσία, είτε το θέλει ο κ. Χ.Γ. είτε όχι, παραμένει αναλλοίωτη διότι συνδεδεμένη, ούτως ή άλλως, με την ένσαρκη σύσταση τής ανθρώπινης υπαρκτότητας: αποτυγχάνει, όπως απέτυχε ο χριστιανισμός, να καταλύσει δογματικώς τις δύο κεντρικές και αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές της, την θνητότητα και την σεξουαλικότητα. Χωρίς αυτές, χωρίς την σταθερή, αμείωτη, καταστατική συνύπαρξή τους, δεν υπάρχει ο άνθρωπος. Αυτές, και μόνον αυτές, θνητότητα και σεξουαλικότητα, τον κάνουν άνθρωπο τον άνθρωπο.
Όλα τα άλλα εξεμέτρησαν προ πολλού το ζην. Καιρός πλέον τού θάψαι ο κ. Χ.Γ. και όλοι οι συνοδοιπόροι του τούς εαυτών νεκρούς.
Υ.Γ.
Το κείμενό μου άρχισε να γράφεται και ολοκληρώθηκε πριν από την δημοσίευση τού άρθρου τού κ. Χ.Γ. με συγγενές θέμα και τίτλο «Ελληνισμός χωρίς ταυτότητα» που δημοσιεύτηκε στο φύλλο τής Καθημερινής, 25.7.2021. Η ακροτελεύτια παράγραφος τού άρθρου είναι η εξής: Όταν λέμε «πολιτισμός» (τρόπος τού βίου, τρόπος τής συλλογικότητας) σημαίνουμε τη μεταφυσική, μιλάμε για το νόημα (αιτία και σκοπό) τής ύπαρξης και τής συνύπαρξης των ανθρώπων. Όταν «νόημα» είναι η ψηλαφητή ελευθερία από τον θάνατο, τότε η συνύπαρξη είναι γιορτή, έμπρακτη βεβαιότητα για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο. Όταν «νόημα» είναι η ατομική βεβαιότητα μηδενισμού των πάντων με τον θάνατο, τότε ύπαρξη και συνύπαρξη είναι αλογία ενός μακάβριου «τυχηρού παιχνιδιού», διαμάχη άθλιων καναλιών και πανάθλιων κομμάτων, απανθρωπία κρετινικής αντιμαχίας μελλοθάνατων καραγκιόζηδων.
Κάθε σχόλιο περιττό.
Δημήτρης Δημητριάδης / 22-24.7.2021
Για τον «γρίφο θάνατο»
του Χρήστου Γιανναρά, Καθημερινή, 8/8/2021
Ο,τι ονομάζουμε σήμερα «κοινωνικό» γεγονός, πραγματικότητα και τρόπο συνύπαρξης, συλλογικότητας των ανθρώπων, μοιάζει απήχημα της βιβλικής εικόνας του «Πύργου της Βαβέλ»: Υπάρχει ολοφάνερη μια σύγχυση γλωσσών, οι λέξεις και οι έννοιες δεν παραπέμπουν σε σημαινόμενα της κοινής – κοινωνούμενης εμπειρίας, απηχούν τη νοητική του καθενός ατομική επιλογή, μια εγωτική ή ομαδικών συμφερόντων προτίμηση. Ο καθένας ονομάζει «δημοκρατία» ή «φιλοπατρία» ή «πολιτισμό» ή «έρωτα» ή «Tέχνη» τόσο διαφορετικές πραγματικότητες, ώστε αποκλείεται ο ρεαλισμός της συν-εννόησης, η κοινή παραδοχή σήμανσης του αληθινού – πραγματικού. Οι λέξεις παραπέμπουν σε τόσες ανόμοιες βεβαιότητες όσες και τα άτομα που διεκδικούν την «ορθή»
Παραδείγματα ενδεικτικά σύγχυσης γλωσσών, ασυνεννοησίας τύπου Βαβέλ, προσφέρονται πάμπολλα κάθε μέρα. Η γλώσσα είναι αμπέλι ξέφραγο, κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τον δολοφόνο που έπνιξε την «αγαπημένη» του να μιλάει για το πόσο «ερωτευμένος» ήταν μαζί της και κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει έναν «βιβλιοκριτικό» να λιβελογραφεί για βιβλίο, του οποίου τη γλώσσα (εκφραστική) ολοφάνερα δεν κατανοεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο μύθος της Βαβέλ και η «σύγχυση γλωσσών» φωτίζουν εναργέστατα ένα καίριο ανθρωπολογικό πρόβλημα συχνό, δυστυχώς και επίκαιρο.
Σκεφθείτε π.χ. τι θα πει «σύγχυση γλωσσών» στο πεδίο του φιλοσοφικού – ανθρωπολογικού προβληματισμού: Να θέλει κάποιος να ερμηνεύσει – παρουσιάσει βιβλίο του Βιτγκενστάιν με τη γλώσσα (ορολογία και «λογική») του Καντ ή βιβλίο του Λακάν με τη γλώσσα του Χέγκελ. Λάθος που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με κριτικές υποδείξεις ούτε με «κανονιστικές αρχές» της εκφραστικής.Πρόσφατο, ανάμεσα σε πολλά, παράδειγμα, το τεύχος 695 (23.7.2021) του περιοδικού, ελεύθερης διανομής, LIFO. Δημοσίευσε εκτενή κατάκριση του βιβλίου που εξέδωσα, στις αρχές του καλοκαιριού, στις εκδόσεις «Ικαρος», με τίτλο «Γρίφος θάνατος». Αυτουργός της βιβλιοκρισίας ο συγγραφέας και κριτικός Δ. Δημητριάδης. Η ανάγνωση του Δ.Δ. συνιστά εγχείρημα παγιδευμένο, από την αρχή ώς το τέλος, κατά τη γνώμη μου (την δίχως εγκυρότητα – ως κρινομένου) σε καταφανή σύγχυση γλωσσών.
Τολμώ να σχολιάσω αυτή τη μηδενιστική βιβλιοκρισία (μηδενίζει a priori το κρινόμενο βιβλίο με αφορισμούς, δεν το αντιμάχεται), επειδή με συν-εκίνησε. Οχι συναισθηματικά, προφανώς. Ενεργοποίησε ο Δ.Δ. την ανάγκη μου για διασάφηση του ανοιχτού ερωτήματος της πανανθρώπινης εμπειρίας: Γιατί η ενστικτώδης οργή για τον θάνατο γεννάει νομοτελειακά έναν απερίσκεπτο μηδενισμό; Γιατί ο κηρυγματικός–ιδεολογικός «χριστιανισμός» τρέφει την οργή του ανθρώπου για τον θάνατο παίζοντας χαμένο παιχνίδι στο γήπεδο των «πεποιθήσεων» και της ψυχολογίας, ενώ το «σώμα» της κοινωνίας των σχέσεων, το εκκλησιαστικό γεγονός, παραμένει περιθωριακός «κόκκος σινάπεως» και «ελάχιστη ζύμη»;
Τέτοια ερωτήματα δεν μπορούν να τίθενται σήμερα, δεν μπορούν, γιατί δεν γεννιώνται, και δεν γεννιώνται, επειδή στον παγκοσμιοποιημένο «τρόπο» ή «πολιτισμό» της Νεωτερικότητας, μοιάζει να έχουν εξαλειφθεί οι εμπειρικές προϋποθέσεις τέτοιων ερωτημάτων. Θα έλεγα, με επικίνδυνη σχηματοποίηση, ότι ο σημερινός «πολιτισμός» μας ταυτίζει τη γνώση (οποιαδήποτε) με την ατομική κατανόηση, άλλοι πολιτισμοί άλλων εποχών (ο ελληνικός π.χ. αρχαίος και μεσαιωνικός) λογάριαζαν τη γνώση ως προϊόν της εμπειρίας των σχέσεων. Η κατανόηση είναι ατομικό κεκτημένο, εξουσιαστικό και εμπορεύσιμο, ενώ η σχέση είναι άθλημα που κερδίζεται ή χάνεται – συλλογικό («πολιτικόν») άθλημα, μήτρα που γεννάει την πόλιν και την εκκλησία.
Αυτός ο εγκλωβισμός της γνώσης στη μονοτροπία και στεγανότητα της κατανόησης μεταστοιχειώνει τον σύνολο βίο της συλλογικότητας, την οριστική της ταυτότητα: Δεν μιλάμε πια για «κοινωνία», μιλάμε για societas, δηλαδή «εταιρισμόν επί κοινώ συμφέροντι», όχι για κοινό άθλημα αυθυπέρβασης και αυτοπροσφοράς, που θέλει τη ζωή να κοινωνείται, να «μετέχεται υπό πάντων ενικώς». Η κοινωνία γεννάει την πόλιν, την πολιτική, τον πολιτισμό, δηλαδή στόχους «ποιότητας» τού υπάρχειν, η societas παράγει νομικές συμβάσεις, κώδικες Δικαίου, χρησιμοθηρία που θωρακίζει το εγώ και νομιμοποιεί τις απαιτήσεις του, στο πλαίσιο της αγέλης.
Φυσικά και δεν έχει κανένα ρεαλιστικό αποτέλεσμα η νομική κατασφάλιση ατομικών και συλλογικών συμβάσεων – αυτή είναι η τραγωδία της societas. Αλλά ταυτόχρονα μοιάζει πια χαμένη και κάθε «αίσθηση» (εμπειρική γνώση) του κοινού αθλήματος της κοινωνίας των σχέσεων (η γνώση του έρωτα, της πολιτικής, της λειτουργικής, αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, του σχολείου που παιδαγωγεί στη χαρά της φιλίας και της άμιλλας, όχι στον καταναγκασμό της χρησιμότητας). Έχει χαθεί η εκκλησιαστική ενορία, που μας μαθαίνει τη σχέση, όχι σαν ατομική κατασφάλιση εγωκεντρικής αξιομισθίας, αλλά σαν αιτία και στόχο υπαρκτικής πληρότητας. Όλες αυτές οι απώλειες συνοδεύουν την απάρνηση ή ολοσχερή άγνοια της ελληνικής εμπειρίας και παράδοσης.
Η αλογία του θυμού για τον «χριστιανισμό» που παρήγαγε ο «εξευρωπαϊσμός» μας των Ελλήνων, είναι δικαιολογημένη και φυσιολογική. Για να δούμε «με άλλο μάτι», εμείς που πιθηκίζουμε την ανθελληνική δύση «Νεοέλληνες», τον γρίφο – θάνατο, ίσως χρειαζόμαστε γερή δόση Ντοστογιέφσκι και T.S. Eliot.
Η πνευματική ανεντιμότητα ενός νεκρόφιλου χριστιανού
«Οι ελεγειακές ψυχές που διακαώς επιθυμούν εκείνο το παρελθόν (εννοεί τις μεσαιωνικές πολιτισμικές μορφές και αντιλήψεις), εάν υποχρεώνονταν να περάσουν σ’ αυτό μονάχα μία ώρα, θα ποθούσαν σφοδρά τον μοντέρνο αέρα»
— Jacob Burckhardt, Ο πολιτισμός τής Αναγέννησης στην Ιταλία, μετ. Μαρία Τοπάλη, εκδ. Νεφέλη, 1997.
Ο κ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ, με επιφυλλίδα του στην εφημερίδα Η Καθημερινή τής 8.8.2021, απαντάει στο κείμενό μου που δημοσίευσα στην Lifo, στις 26.7.2021, με τίτλο … και άφες αυτούς θάψαι τούς εαυτών νεκρούς.
Τρόπος τού λέγειν «απαντάει». Όχι μόνο επί τής ουσίας δεν απαντάει, δεν απαντάει σε κανένα σημείο τού κειμένου μου. Οπότε, απαξιωτικό προς εμένα, καταδικαστικό προς τον ίδιο, το άρθρο αυτό δεν θα έχρηζε απαντήσεως. Απαντώ γιατί, όπως και με το προαναφερθέν κείμενό μου, παίρνω μόνο ως αφορμή την περίπτωση τού κ. Χ.Γ., θεωρώντας τον συνοπτικό δείγμα παρόμοιων περιπτώσεων, εντοπισμένων, εκτός των συμπαγών ειδικευμένων κύκλων, και σε ευρύτατη κλίμακα κατοίκων τής χώρας, εμφανώς ή αφανώς, δεδηλωμένα όχι, έμπρακτα ή όχι.
Αποκαλώντας με, λοιπόν, «αυτουργό τής βιβλιοκρισίας» - δεν ήταν βιβλιοκρισία το κείμενό μου, ήταν εμπεριστατωμένος αντίλογος, σημείο προς σημείο, τού βιβλίου του – πράγμα το οποίο δεν κάνει ο κ. Χ.Γ. με το άρθρο του, το προσπερνά φυγοδικώντας, παραθέτει κοινοτοπίες που και οι πιο ανεκτικοί, οι πιο υπομονετικοί αναγνώστες του και όχι μόνο, τίς έχουν προ πολλού ξεπεράσει και ξεράσει με απέραντη περιφρόνηση και ασυγκράτητη αηδία.
Το άρθρο, επομένως, τού κ. Χ.Γ. δεν είναι απάντηση εφόσον αγνοεί το ίδιο το περιεχόμενο τού εκτεταμένου κειμένου μου, παραβλέπει όλον τον προβληματισμό του, αυτομάτως μεταβαίνει στην δική του στερεότυπη, απομαγνητοφωνημένη, αντιγραμμένη εδώ και δεκαετίες παράθεση «θέσεων» που από μόνες τους συνιστούν εξ ιδίων κατατρόπωση όλου τού «στοχασμού» τού κ. Χ.Γ.
Αντί να ασχοληθεί με την κατάθεση των τοποθετήσεών μου στα κρίσιμα ζητήματα που ολοσχερώς λανθασμένα έχει διαχειριστεί ο χριστιανισμός, αντί να ενσκήψει με σοβαρότητα/υπευθυνότητα, όπως αρμόζει σε στοιχειωδώς σοβαρό άνθρωπο, στα φλέγοντα/επείγοντα, κατά την γνώμη μου, προβλήματα που η πανδημία τα έχει εκτινάξει στα ύψη τής δεινής διάστασής τους, που η έντιμη/τολμηρή διαπραγμάτευσή τους εκκρεμεί εδώ και αιώνες, αντί λοιπόν ως σκεπτόμενος να αναλάβει το βάρος τού φορτίου που εκπροσωπεί με την ιδιότητα τού ορθόδοξου χριστιανού, βρίσκει δια τής πλαγίας οδού, δια τής δειλής λοξοδρόμησης, διέξοδο στην ευτελή/διάτρητη επίκληση τής «σύγχυσης των γλωσσών» (!), εννοώντας προφανώς ότι δεν τον έχω καταλάβει, ότι τον παρερμηνεύω, ότι μιλάμε διαφορετικές γλώσσες.
Και πολύ καλά τον έχω καταλάβει και δεν τον παρερμηνεύω καθόλου και την ίδια γλώσσα, εννοώ την ελληνική, μιλάμε. Καταφεύγει σ’ αυτή την μάταιη εξήγηση, σύμπτωμα προφανούς ανικανότητας να δώσει με ανδρεία μία ευθεία απόκριση, προκειμένου να συγκαλύψει την αμηχανία/ένδειά του να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες κρούσεις τού κειμένου μου που θέτει σε κοινή θέα την θεμελιώδη εξαπάτηση και την ολέθρια χρήση/κατάχρηση τού ανθρώπου απ’ τούς ομόθρησκούς του.
Έτσι, ο κ. Χ.Γ. στρίβει προς συνεχή/διάτρητα άλλοθι, τα οποία, εντέλει, αντί να υποστηρίξουν την πλευρά του, και μαζί εκείνη τού χριστιανισμού, στρέφονται εναντίον και των δύο, αποκαλύπτοντας την απόλυτη σαθρότητα τής επιχειρηματολογίας αμφοτέρων.
Στο κείμενό μου καταθέτω, με επιχειρήματα και παραπομπές, το πώς και γιατί ο χριστιανισμός απέτυχε σε όλα τα μέτωπα που ο ίδιος είχε ανοίξει, ότι αποδείχθηκε κακουργηματικός σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη φύση και την περίπλοκη σύστασή της.
Ο κ. Χ.Γ. με κατατάσσει σ’ εκείνους που έχουν ενστερνιστεί τον «εξευρωπαισμό», πάγιο και παγωμένο επιχείρημά του, και καταλήγει στο άρθρο του με την φράση: «Για να δούμε με ‘άλλο μάτι’, εμείς που πιθηκίζουμε την ανθελληνική δύση ‘Νεοέλληνες’, τον γρίφο-θάνατο, ίσως χρειαζόμαστε γερή δόση Ντοστογιέφσκι και T. S. Eliot” – το τελευταίο με δυτικού τύπου γραμματοσειρά!!
Γιατί δεν παραπέμπει στους Πατέρες τής Εκκλησίας; Δεν τον βοηθάει ως υπεράσπισή του η απέραντη γραμματεία των “ιερών κειμένων” που διατρέχουν την ιστορία τού χριστιανισμού εδώ και είκοσι αιώνες; Ζητά την βοήθεια μη Ελλήνων, ενός μάλιστα που ανήκει εξ ολοκλήρου στην απεχθή Δύση! Όσο για τον Ντοστογιέφσκι, μόνο χριστιανός δεν είναι στα μυθιστορήματά του, όπου εκφράζεται ο πιο βαθύς εαυτός του. Ας τον ξαναδιαβάσει, τού συνιστώ, με «άλλα μάτια», ίσως τότε δει μέχρι ποιου σημείου ο μέγας Ρώσος καταλαμβάνεται από φόβο και τρόμο μπροστά στον ίλιγγο που τού προκαλεί ο άνθρωπος και, ως ιδιοφυής και ευσυνείδητος στοχαστής, δεν επιστρατεύει χριστιανικά τερτίπια για να τον απορρίψει, διότι απλώς δεν είναι κατειλημμένος ως καλλιτέχνης από το τού Ιησού/Παύλου δόγμα.
Και ας αφήσει, τον συμβουλεύω, ήσυχους τούς Σολωμό, Σεφέρη, Ελύτη, τούς οποίους μηρυκάζει/επιστρατεύει ως αδιάσειστα τεκμήρια τής κάθε άλλο παρά δογματικής ποιητικής τους. Δεν είναι τού κόσμου του αυτοί, είναι τού ανθρώπου, θέλει δεν θέλει. Ας πάψει να τούς οικειοποιείται, να τούς εκμεταλλεύεται, εκτός κι αν πιστεύει ότι η ποίηση μπορεί να γίνει υποπόδιο στον άμβωνα τού θρησκευτικού του κηρύγματος.
Με όλα αυτά που επικαλείται, για πολλονιοστή φορά, αναμασώντας πάλι και πάλι τα σχετικά με κοινωνία των σχέσεων, εκκλησιαστική ενορία, αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, αντιπαραθέτοντας την ‘τραγωδία τής societas’, καταλήγοντας με το «Όλες αυτές οι απώλειες συνοδεύουν την απάρνηση ή ολοσχερή άγνοια τής ελληνικής εμπειρίας και παράδοσης», ρωτώ τον κ. Χ.Γ..: γιατί οι χριστιανικές αρχές δεν άντεξαν στην επέλαση όλων αυτών τα οποία στηλιτεύει ως αίτια για τις «απώλειες»; Γιατί όλα αυτά για τα οποία πενθεί, δεν μπόρεσαν να νικήσουν τον εχθρό τους, την Δύση; Δύο χιλιάδες χρόνια ακαταμάχητης, πανίσχυρης, θεσμοθετημένης, κραταιάς Ορθοδοξίας, γιατί θρηνεί ο κ. Χ.Γ. για τον βιασμό της από την Εσπερία;
Η άποψη τού κ. Χ.Γ. για το κείμενό μου είναι ότι «Η ανάγνωση τού Δ.Δ. συνιστά εγχείρημα παγιδευμένο, από την αρχή ως το τέλος, κατά την γνώμη μου (την δίχως εγκυρότητα ως κρινόμενου) σε καταφανή σύγχυση γλωσσών».
Πρώτα-πρώτα, για ποιον λόγο δημοσιεύει την γνώμη του από την στιγμή που την θεωρεί «δίχως εγκυρότητα ως κρινόμενου»; Έπειτα, γιατί αυτή η δήθεν ταπεινοφροσύνη, όταν σε προηγούμενη παράγραφό του δίνει ως παράδειγμα σύγχυσης γλωσσών το: «Σκεφτείτε π.χ. τι θα πει ‘σύγχυση γλωσσών’ στο πεδίο τού φιλοσοφικού-ανθρωπολογικού προβληματισμού: Να θέλει κάποιος να ερμηνεύσει–παρουσιάσει βιβλίο τού Βιτγκενστάιν με τη γλώσσα (ορολογία και ‘λογική’) τού Καντ ή βιβλίο τού Λακάν με την γλώσσα τού Χέγκελ. Λάθος που δεν αντιμετωπίζεται ούτε με κριτικές υποδείξεις ούτε με ‘κανονιστικές αρχές’ τής εκφραστικής».
Μόνο Βαβέλ δεν συνιστά η παράθεση αυτών των ονομάτων η οποία δείχνει το πόσο αδιάβαστος/αστόχαστος είναι: κάλλιστα μπορεί να παρουσιαστεί βιβλίο τού Βιτγκενστάιν με την ορολογία τού Καντ, όσο για τον Λακάν, εδώ ο κ. Χ.Γ. απογυμνώνεται εντελώς διότι, όχι μόνο ο Λακάν έχει σταθερό σημείο αναφοράς του τον Χέγκελ, αλλά αποτελεί έναν από τούς φιλοσόφους που τον έθρεψαν ως ψυχαναλυτή, βλ. την παρακολούθησή του, στην δεκαετία τού ’30, των σεμιναρίων τού Alexandre Kojeve, τα οποία επίσης παρακολούθησαν άνθρωποι όπως ο Bataille, o Klossowski, o Queneau, κ. α. και τα οποία άλλαξαν ριζικά την πρόσληψη τού Hegel στην Γαλλία – έχει ακούσει κάτι από αυτά ο κ. Χ.Γ.;
Κύριο όμως είναι, το ξαναλέω, η πλήρης αγνόηση των θεμάτων που θίγει το κείμενό μου, με μία επιφυλλίδα εντάφιας κοπής, αγνόηση η οποία δηλώνει πασίδηλη, και άνανδρη, αποφυγή όχι μόνο να σχολιάσει αλλά, εννοείται, να αντικρούσει τα δικά μου επιχειρήματα. Το κείμενό μου, σε εννέα ενότητες, θίγει όλα τα ζητήματα που περιέχονται στο βιβλίο τού κ. Χ.Γ. Σε κανένα δεν αναφέρεται. Γενικολογεί με τον γνωστό καθηλωμένο/στείρο τρόπο του, δείχνοντας έτσι ότι δεν έχει πλέον παρά νεκρά επιχειρήματα, ότι είναι κενός από πειστικές απαντήσεις, εξαντλημένος νοητικά, αλλά και συναισθηματικά, γιατί δεν τον ενδιαφέρει τίποτα το ανθρώπινο, είναι ήδη πνευματικά αποθανών.
Το βιβλίο τού κ. Χ.Γ. το εξέλαβα, όπως είπα, ως αφορμή. Δεν με ενδιαφέρει ο ίδιος. Είναι μία χαμένη περίπτωση μέσα στον κυκεώνα των σωρών από άπειρες άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Με ενδιαφέρει όμως, και πολύ μάλιστα, το τι εκπροσωπεί. Κι αυτό που εκπροσωπεί, είναι, όπως ξέρουμε, κάτι που, παρ’ όλη την δήμευση των ιδεολογικών υπαρχόντων του, διαθέτει ακόμα κύρος στα μυαλά πολλών ανθρώπων. Αυτός είναι ο λόγος τής ενασχόλησής μου μ’ αυτά τα ζητήματα τα οποία, πλην των αμιγώς δογματικών, αφορούν τα κατ’ εξοχήν στοιχεία που συνιστούν, κατά την άποψή μου, θεμελιωδώς τον άνθρωπο: θνητότητα και σεξουαλικότητα.
Το μόνο που έχει να πει γι’ αυτά τα ζητήματα ο κ. Χ.Γ. είναι: «Τολμώ να σχολιάσω αυτή τη μηδενιστική βιβλιοκρισία (μηδενίζει a priori το κρινόμενο βιβλίο με αφορισμούς, δεν το αντιμάχεται, επειδή με συν-εκίνησε. Όχι συναισθηματικά, προφανώς. Ενεργοποίησε ο Δ. Δ. την ανάγκη μου για διασάφηση τού ανοικτού ερωτήματος τής πανανθρώπινης εμπειρίας: Γιατί η ενστικτώδης οργή για τον θάνατο γεννάει νομοτελειακά έναν απερίσκεπτο μηδενισμό; Γιατί ο κηρυγματικός-ιδεολογικός «χριστιανισμός» τρέφει την οργή τού ανθρώπου για τον θάνατο παίζοντας χαμένο παιχνίδι στο γήπεδο των «πεποιθήσεων» και τής ψυχολογίας, ενώ το ‘σώμα’ τής κοινωνίας των σχέσεων, το εκκλησιαστικό γεγονός, παραμένει περιθωριακός ‘κόκκος σινάπεως’ και ‘ελάχιστη ζύμη’;».
Παρέθεσα ολόκληρη αυτή την παράγραφο, επειδή αναφέρεται ευθέως στο πρόσωπό μου, και γιατί περιέχει δύο τρία βασικά πράγματα που θέλω, κλείνοντας, να σχολιάσω.
Αποκαλεί «μηδενιστική» την «βιβλιοκρισία» μου. Στο κείμενό μου, αποκαλούσα μηδενισμό τον χριστιανισμό, εννοώντας ότι ο αληθινός αποδεδειγμένα μηδενισμός είναι ο χριστιανισμός εφόσον υπόσχεται/ευαγγελίζεται ένα μηδέν. Επειδή η λέξη μηδενισμός προσδίδει στον χριστιανισμό μία διάσταση φιλοσοφικής χροιάς, θα ήταν πολύ ευστοχότερο να τον αποκαλέσω τιποτισμό: το κατ’ εξοχήν δογματικό σύστημα που αναλώνεται, με αναρίθμητα διαστροφικά επιχειρήματα (δες από Ιωάννη Χρυσόστομο και Γρηγόριο Νύσσης μέχρι Τερτυλλιανό και Αυγουστίνο) στην ανάδειξη τού τίποτα σε τίποτα. Τι άλλο είναι η μετά θάνατον ζωή; Τι άλλο η αθανασία, η αιωνιότητα, η ανάσταση των νεκρών; Τι μεγαλύτερη απάτη/αυταπάτη/ανυπαρξία η Δευτέρα Παρουσία που ακόμα αναμένεται; Πώς ‘να μην τρέφει την οργή ο χριστιανισμός’ –φράση τού κ. Χ.Γ.- όταν έχει ο ίδιος διαψεύσει/καταρρίψει το κορυφαίο, θεμελιώδες κήρυγμά του; Πώς να μην προκαλεί οργή όταν υποσχέθηκε την νίκη επί τού θανάτου κι ο θάνατος εξακολουθεί αήττητος να θερίζει; Όταν ο ίδιος ο Χριστός με το «τετέλεσται» ομολόγησε ο ίδιος, ως άνθρωπος, το οριστικό τέλος τής ζωής και φυσικά δεν επανήλθε απ’ αυτόν εφόσον ήταν άνθρωπος; Φυσικά, διότι ο χριστιανισμός είναι το εξόχως παρά φύσιν. Χριστιανισμός και Φύση: τα εκ θεμελίων αντίθετα, αλληλο-αναιρούμενα, τα αμοιβαίως και ριζικώς ασυμβίβαστα.
Και, ναι, κ. Χ.Γ., αντιμάχομαι το βιβλίο σας, αλλά κάθε άλλο παρά με αφορισμούς μιλώ, όπως μού προσάψετε. Η λέξη αυτή σάς ανήκει αποκλειστικά, την έχετε αναγάγει σε υπέρτατη αξία σας, σε ένα από τα ειδεχθέστερα όπλα τής Εκκλησίας σας. Μη μιλάτε για αφορισμούς εσείς οι κατ’ εξοχήν διώκτες, οι ολετήρες των αντιπάλων σας, οι πρωτοπόροι τής τζιχάντ.
Κι ακόμα: γιατί άραγε, μετά από τόσους αιώνες χριστιανοσύνης, το εκκλησιαστικό γεγονός παραμένει περιθωριακός «κόκκος σινάπεως» και «ελάχιστη ζύμη»; Δεν είμαστε πια στα πρώτα χρόνια τού χριστιανισμού, κ. Χ.Γ. Αυτός ‘ο κόκκος σινάπεως’ κι αυτή ‘η ελάχιστη ζύμη’, όπως γράφετε, κατακυρίευσαν την γη, έγιναν κράτος, αυτοκρατορική/θεολογική/εκκλησιαστική εξουσία, με άπειρα κέρδη, ανελέητη δογματική επιρροή, εκτενείς περιουσίες, τράπεζες, ιδιοκτησίες, καταθέσεις, κρατικοδίαιτους υπαλλήλους, εκκλησιαστικούς ποιμένες που εξακολουθούν να βόσκουν ποίμνια, που τα βάζουν με κυβερνήσεις και τις γονατίζουν (βλ. πρόσφατες υποχωρήσεις τής σημερινής κυβέρνησης ενώπιον τής Ιεράς Συνόδου, κι ας μην αναφερθούμε στα γλειψίματα τής προηγούμενης «αριστερής»).
Ντραπείτε, επιτέλους, κ. Χ.Γ. Ομολογείστε το απόλυτο ηθικό φιάσκο τής εκκλησιαστικής παράταξής σας. Δείξτε, για μια έστω πρώτη και τελευταία φορά, ενσυναίσθηση. Προπαντός αντιληφθείτε το μέγεθος τού λάθους σας, την αδιέξοδη εμμονή σας σε τετελεσμένες καταστάσεις που τις δημιούργησαν ιστορικοί λόγοι – κοινότητες, ενορίες, κά. – και που δεν είναι δυνατόν να επανέλθουν διότι, απλώς, ναι, απλώς, εκείνοι οι ιστορικοί λόγοι δεν υπάρχουν πια ούτε και πρόκειται να επανακάμψουν. Δείτε το παρόν, την ιστορικότητά του, τις ανάγκες του. Μη παρελθοντολογείτε. Το παρελθόν είναι ανεπίστρεπτο. Καταλάβετέ το, επιτέλους.
Και μη νομίζετε πως το δίκιο/η αλήθεια είναι με το μέρος σας, ότι αυτά για τα οποία κόπτεστε, υπάρχει περίπτωση να αναβιώσουν. Εκείνη η ομορφιά, εκείνος ο πλούτος, εκείνες οι σχέσεις, είναι ο μόνος χαμένος Παράδεισος, και είναι χαμένος, ήταν όμως όντως Παράδεισος, ήταν όντως αυτό που πιστεύετε ότι ήταν; Μήπως δεν ήταν; Γιατί, όπως λέει ο Προύστ, όλοι οι Παράδεισοι είναι χαμένοι. Μήπως, προσθέτω, δεν έχουν υπάρξει ποτέ; Τι λέτε;
Φέρεστε σαν νεκρόφιλος, κ. Χ.Γ. Η Ιστορία σάς έχει κλείσει με πάταγο την πόρτα της, σ’ εσάς κ. Χ.Γ. και σε όλους τούς δικούς σας. Ίσως αυτό το παταγώδες κλείσιμο να είναι, σ’ αυτές τις δεινές, φλεγόμενες, πληγείσες μέρες, μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες ελπίδες για ένα λίγο πιο υποφερτό μετά.
Όσο για την αιωνιότητα, σάς παραπέμπω στον Arthur Rimbaud. Σας λέει κάτι αυτό το όνομα;
Δημήτρης Δημητριάδης – 8-12.8.2021