Διόνυσος, ὁ νοῦς τῆς ἐγκόσμιας ψυχῆς
Evangelos Ziamos, Facebook
Ἐλαφηβολιώνος 10 ἕως 17 Ἐλαφηβολιώνος 4ον ἔτος ἐξ 699ης Ὀλυμπιάδος, σελήνης μεσούσης, ἀπό τήν δύσιν ἡλίου τῆς 23/03/2021 ἕως τήν δύσιν ἡλίου τῆς 31/03/2021 ἐτελοῦντο τά «Διονύσια τὰ Ἀστικά».
Ἡ προσοχή μας μέ τήν παροῦσα ἐργασία θά ἑστιασθεῖ σέ μία ἐσωτερική ὀπτική περί Βακχικῶν Μυστηρίων καί ὄχι σέ μία γενική, τύπου λαϊκῆς πανηγύρεως ἐξήγηση, περί τῶν Ἀστικῶν Διονυσίων.
«εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ διαμελιζομένη ὑπὸ τῶν παθῶν, τὰ δὲ τμήματα τοῦ σώματος τοῦ Βάκχου, συγκεντρούμενα ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος, εἶναι τὸ σύμβολον τῆς μεταστάσεως ἀπὸ τὸν ταραχώδη βίον τῶν παθῶν, εἰς τὸν μοναδικὸν καὶ ἁπλοῦν βίον τῆς νοήσεως».
Ὀρφικός ὕμνος Διονύσου θυμίαμα στύρακα
Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον, εὐαστῆρα,
πρωτόγονον, διφυῆ, τρίγονον, Βακχεῖον ἄνακτα,
ἄγριον, ἄρρητον, κρύφιον, δικέρωτα, δίμορφον,
κισσόβρυον, ταυρωπόν, Ἀρήϊον, εὔιον, ἁγνόν,
ὠμάδιον, τριετῆ, βοτρυηφόρον, ἐρνεσίπεπλον.
Εὐβουλεῦ, πολύβουλε, Διὸς καὶ Περσεφονείης
ἀρρήτοις λέκτροισι τεκνωθείς, ἄμβροτε δαῖμον∙
κλῦθι, μάκαρ, φωνῆς, ἡδὺς δ’ ἐπίπνευσον ἀμεμ[φ]ής
εὐμενὲς ἦτορ ἔχων, σὺν ἐυζώνοισι τιθήναις.
Οἱ μύθοι ἐξαπατοῦν τοὺς πολλοὺς καὶ τοὺς ἀνόητους ἀπὸ ἄγνοια τῶν ἀπόρρητων νοημάτων ποὺ ἐμπεριέχονται σὲ αὐτούς, ἐνῶ στοὺς σοφοὺς ὑποδεικνύουν κάποια θαυμαστὰ νοήματα.
Οἱ ἱερὲς τελετὲς τοῦ Διονύσου συστάθηκαν ἀπὸ τὸν Ὀρφέα, σύμφωνα μὲ τὴν ἀκόλουθη ἀπόκρυφη ἀφήγηση. Ὁ Διόνυσος, ἢ Βάκχος, παιδὶ ἀκόμα, ἐνεπλάκη μὲ τοὺς Τιτᾶνες, μέσω τῶν τεχνασμάτων τῆς Ἥρας, σὲ διάφορα παίγνια, τὰ ὁποῖα αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τόσο ἔντονα γοητεύουν· μεταξὺ ὅλων, ἦταν ἰδιαίτερα γοητευμένος μὲ τὸ νὰ βλέπει τὴν εἰκόνα του στὸν καθρέπτη· κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ αὐτοθαυμασμοῦ του, σχίζεται οἰκτρὰ σὲ ἑπτὰ τεμάχια ἀπὸ τοὺς Τιτάνες· οἱ ὁποίοι, δὲν μένουν ἱκανοποιημένοι μὲ τόση βαναυσότητα καὶ συνεχίζουν, βράζουν πρῶτα τὰ μέλη του σὲ νερὸ καὶ στὴ συνέχεια τὰ ψήνουν στὸ πῦρ. Ἐνῶ δοκίμαζαν τὴν σάρκα του μέ τά πρόσωπά τους ἀσβεστωμένα κατάλληλα, ὁ καπνὸς τραβᾶ τὴν προσοχὴ τοῦ Διὸς ὁ ὁποῖος ἀντιλαμβάνεται τὴν σκληρότητα τῆς πράξης καὶ ἐκσφενδονίζει τὸν κεραυνό του στοὺς Τιτάνες· θέτει τὰ μέλη τοῦ Διονύσου στὴν διάθεση τοῦ Ἀπόλλωνα, ἀδελφοῦ του Βάκχου, ἔτσι ὥστε αὐτὰ νὰ ἐνταφιαστοῦν σωστά. Ἔτσι ἔγινε καὶ (ἡ καρδιὰ τοῦ Διονύσου τοὺς διέφυγε κατὰ τόν διαμελισμό, ἁρπάχτηκε ἀπὸ τὴν Παλλάδα καὶ παραδόθηκε εἰς τὸν ἄρχοντα τοῦ Ὀλύμπου). Ἡ ἱερά αὐτή καρδία, κατέστη ἡ ἀπαρχὴ μιᾶς ἄλλης ζωῆς καὶ ἑνός νέου Διονύσου, τοῦ Ἐλευθερέως, υἱοῦ τῆς Σεμέλης.
Διά τον Ίουλιανόν, Βασ. Ήλ. 12, δ, Βάκχος-Διόνυσος εἶναι ἡ ἀρχή τῆς παραγωγικῆς καί διασπάρτου δυνάμεως. «Ὁ Διόνυσος, κατασπαρασσόμενος ὑπὸ τῶν Τιτάνων», λέγει ἑπίσης ὁ Ὀλυμπιόδωρος, «εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ διαμελιζομένη ὑπὸ τῶν παθῶν, τὰ δὲ τμήματα τοῦ σώματος τοῦ Βάκχου, συγκεντρούμενα ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος, εἶναι τὸ σύμβολον τῆς μεταστάσεως ἀπὸ τὸν ταραχώδη βίον τῶν παθῶν, εἰς τὸν μοναδικὸν καὶ ἁπλοῦν βίον τῆς νοήσεως». Ἐπίσης, λέγοντας καρδιὰ ἐννοοῦμε καί τὸν ὑψηλότερο νοῦ / ἄνθος τοῦ νοῦ· μία νέα ἀναγέννηση τοῦ Διονύσου προέκυψε καὶ ξανὰ ἐγκαταστάθηκε στὸν ἄχραντο βίο καὶ τὴν ἀκεραιότητά του, κατόπιν μείχθηκε μὲ τὸ σύνολο τῶν θεῶν. Ἐν τῷ μεταξύ, ἀπὸ τὶς ἐκπνοὲς ποὺ σχηματίστηκαν ἀπὸ τὶς στάχτες τῶν Τιτάνων, δημιουργήθηκε ἡ ἀνθρωπότητα.
Προκειμένου νὰ κατανοήσουμε σωστὰ τὸ μυστικὸ νόημα αὐτῆς τῆς ἀφήγησης, ὅτι «ὅλοι οἱ μύθοι ποὺ ἀνήκουν σὲ μυστηριακὲς τελετὲς εἶναι τὸ μικτὸ εἶδος»: καί, κατὰ συνέπεια, ὁ παρὼν μύθος, καθὼς καὶ τῆς Περσεφόνης, θὰ πρέπει κατὰ ἕνα μέρος νὰ ἔχει σχέση μὲ τοὺς θεοὺς καὶ κατὰ ἄλλο μὲ τὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ὅπως ἡ παρακάτω ἐργασία θὰ μᾶς ἀποκαλύψει.
Κατ’ ἀρχάς, ὁ Διόνυσος, ἢ Βάκχος, σύμφωνα μὲ τὴν ὑψηλότερη κατάσταση αὐτῆς τῆς θεότητας, συσχετίζεται μὲ τὸν νοῦ τῆς ἐγκόσμιας ψυχῆς· Τὰ παίγνια τοῦ Διονύσου εἶναι οἱ δυνάμεις, ἐνέργειες καὶ ἡ κτίσις τοῦ κόσμου. Ὑπάρχουν διάφορα ἐπίπεδα τοῦ θεοῦ, ἢ Βάκχου, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν οὐσία του. Ἀπὸ τοὺς Τιτᾶνες κατανοοῦμε τοὺς ἐγκόσμιους θεούς, τῶν ὁποίων ὁ Βάκχος εἶναι ἡ κορυφή: ὁ Ζεύς, ὁ Δημιουργός, ἢ ποιητής τοῦ κόσμου: ὁ Ἀπόλλων, ὁ θεὸς τοῦ Ἥλιου, ὁ ὁποῖος ἔχει μία ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια ὑπόσταση, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὁ κόσμος ὁριοθετεῖται μὲ συμμετρία καὶ συναίνεση, μέσω ἄρρηκτων λόγων καὶ ἁρμονικῶν δυνάμεων: καί, τέλος, ἡ Ἀθηνᾶ ποὺ πρέπει νὰ κατανοήσουμε ὅτι εἶναι ἡ πηγαῖα, νοερή, αὐτοκρατορική, προνοητικὴ καὶ θεόσταλτη θεότητα, ποὺ φρουρεῖ καὶ διατηρεῖ ὅλες τίς ἐνδιάμεσες ζωὲς σὲ ἀμετάβλητη κατάσταση, μέσω τῆς νοημοσύνης καὶ τῆς αὐτοενεργοποιούσης ζωῆς καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὶς διατηρεῖ ἀπὸ τὴν μόλυνση τῆς ὕλης.
Ἀπὸ τὴν παιδαριώδη κατάσταση τοῦ Βάκχου κατὰ τὴν περίοδο τοῦ τεμαχισμοῦ του, ἡ ἀνθοῦσα κατάσταση τῆς νοερῆς φύσης ὑπονοεῖται. Δεδομένου ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρφικὴ θεολογία, οἱ ψυχές, ἐνῶ εἶναι ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Κρόνου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ ἀμόλυντος (ἀμέθεκτος) νοῦς, ἀντὶ νὰ προβοῦν, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν νεότητα στὴν γεροντικὴ ἡλικία, ὁδηγοῦνται ἐκ τῶν προτέρων σὲ μία ὀπισθοδρομικὴ ἐκπόρευση ἀπὸ τὴν γεροντικὴ στὴν νεότητα. Τὰ τεχνάσματα ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ τοὺς Τιτάνες, προκειμένου νὰ παγιδεύσουν τὸν Διόνυσο εἶναι συμβολικά, εἶναι οἱ φαινομενικὲς καὶ διαιρετὲς ἐνέργειες τῶν ἐγκόσμιων θεῶν, μὲ τὴν μέθεξη τῶν ὁποίων ὁ νοῦς τοῦ Βάκχου διαμελίζεται: ἀπὸ τὸν καθρέπτη πρέπει νὰ κατανοήσουμε, στὴ γλώσσα τοῦ Πρόκλου, τὴν ἀδεξιότητα τοῦ κόσμου νὰ λάβει τὴν πληρότητα τῆς νοερῆς τελειότητας· ἀλλὰ ἡ συμβολικὴ ἔννοια τοῦ τεμαχισμοῦ του, (μέσω τῶν τεχνασμάτων τῆς Ἥρας) καὶ ἡ ἐπακόλουθη τιμωρία τῶν Τιτάνων, ξεδιπλώνεται μὲ ὡραιότατο τρόπο ἀπὸ τὸν Ὀλυμπιόδωρο, στὰ σχόλιά του στὸν «Φαίδωνα» τοῦ Πλάτωνα, λέει:
«Ὁ Νοῦς (Ἰδέα)», ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἑνιαῖο ἀποπτερώνεται, διαμελίζεται καὶ διασπείρεται σὲ γεννήσεις· καὶ ὁ Διόνυσος εἶναι ἡ μονάδα τῶν Τιτάνων. Ὅμως ὁ τεμαχισμὸς του λέγεται ὅτι θὰ πραγματοποιηθεῖ μέσα ἀπὸ τὰ στρατηγήματα τῆς Ἥρας, ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἡ θεὰ κηδεμόνας τῆς ἐλεγκτικῆς κίνησης καὶ τῆς προόδου· μὲ τὴ ἀφήγηση, στὴν Ἰλιάδα, ἡ Ἥρα ἀενάως ξεσηκώνει καὶ διεγείρει τὸν Δία μὲ προνοητικὲς ἐνέργειες γιὰ δευτερογενῆ ἐνδιαφέροντα: καί, μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Διόνυσος εἶναι ὁ ἐλεγκτικὸς κηδεμόνας τῆς γέννησης (παραγωγῆς), γιατί αὐτὸς ἐξουσιάζει τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο· εἶναι ὁ κηδεμόνας τῆς ζωῆς λόγω τῆς γέννησης (παραγωγῆς), ἀλλὰ καὶ τοῦ θανάτου, καθὼς ὁ οἶνος παράγει μία ἐνθουσιώδη ἐνέργεια: γινόμαστε πιὸ ἐνθουσιώδεις κατὰ τὴν διάρκεια τῶν ψευδαισθήσεων, (ὁ Πρόκλος συμφωνεῖ μὲ τὸν Ὅμηρο ποὺ ἔγινε προφητικὸς κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου του).
Ἐπίσης, ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ τραγωδία καὶ ἡ κωμωδία ἀναφέρονται ὡς Διονυσιακά: ἡ κωμωδία εἶναι πράγματι, ἐπειδὴ εἶναι τὸ παιχνίδι ἢ ἀστεῖο τῆς ζωῆς· ἀλλὰ ἡ τραγωδία, λόγω τῶν παθῶν καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ ἀντιπροσωπεύει. Οἱ κωμικοί, ὡς ἐκ τούτου, δὲν ἀποσυμβολίζουν σωστὰ τὶς τραγωδίες, σὰν νὰ μὴν ἦταν Διονυσιακές· ὑποστηρίζουν, ταυτόχρονα, ὅτι το τραγικὸ δὲν ἀνήκει στὸν Διόνυσο. Ὅμως ὁ Δίας ἐκσφενδόνισε κεραυνὸ στοὺς Τιτάνες· ὁ κεραυνὸς συμβολίζει μία μετατροπὴ πρὸς τὰ ἄνω: τὸ πῦρ φυσικὰ ὑψώνεται· ὡς ἐκ τούτου, ὁ Δίας, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, μετατρέπει τοὺς Τιτάνες στὸν ἑαυτό του.
Τὰ μέλη τοῦ Διονύσου ποὺ πρῶτα βράζονται σὲ νερὸ ἀπὸ τοὺς Τιτάνες καὶ στὴ συνέχεια ψήνονται στὸ πῦρ, ἡ πρόοδος - ἐκπόρευση ἢ διανομὴ τοῦ νοῦ στὴν ὕλη καὶ ἡ ἐπακόλουθη μετατροπή της, προφανῶς ὑπονοεῖται: γιατί τὸ νερὸ θεωρεῖται ὡς σύμβολο τῆς ὕλης· καὶ τὸ πῦρ εἶναι τὸ φυσικὸ σύμβολο τῆς ἀνάβασης. Ἡ καρδιὰ τοῦ Διονύσου ἐπίσης, μὲ μεγάλη εὐπρέπεια, διατηρήθηκε ἀπὸ τὴν Ἀθηνᾶ· ἡ Ἀθηνᾶ εἶναι ὁ κηδεμόνας τῆς ζωῆς, τῆς ὁποίας ἡ καρδιὰ εἶναι τὸ σύμβολο. Ἔτσι αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ μύθου σημαίνει ἁπλά, ὅτι ἐνῶ ἡ νοερὴ ζωὴ εἶναι κατανεμημένη στὸν κόσμο, ἡ Ἀρχὴ της (Ἀμέθεκτη ζωὴ) σώζεται ὁλόκληρη ἀπὸ τὴν κηδεμονικὴ δύναμη καὶ τὴν πρόνοια τῆς ἄχραντης νοημοσύνης.
Καθὼς ὁ Ἀπόλλων εἶναι ἡ πηγὴ ὅλης της ἑνοποίησης καὶ τῆς ἁρμονίας, ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν Πρόκλο σὲ ἕναν ὕμνο του πρὸς τὸν Ἥλιο, «ὁ κλειδοῦχος τῆς πηγῆς τῆς ζωῆς», ὁ λόγος εἶναι προφανὴς γιατί ἐνῶ τὰ μέλη τοῦ Διονύσου, θάφτηκαν ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα, μία νέα γενιὰ ἐμφανίστηκε καὶ ἀποκαταστάθηκε στὴν ζωὴ ἄχραντη καὶ μὲ ἀκεραιότητα. Ἄς παρατηρήσουμε προσεκτικὰ ἐδῶ, ὅτι ἡ ἀποκατάσταση, ὅσον ἀφορᾶ στοὺς θεούς, ὑπονοεῖ μυσταγωγικὰ τὴν ἄνοδο τοῦ καθ’ αὐτοῦ φωτός τους καὶ τὴν ἐπακόλουθη ἐμφάνισή τους σὲ ὑποδεέστερες φύσεις.
Ἡ τιμωρία, ὅταν λαμβάνεται ἀπὸ τὰ ὄντα ποὺ βρίσκονται σὲ ὑψηλότερο ἐπίπεδο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, δὲ σημαίνει τίποτα περισσότερο ἀπὸ μία δευτερεύουσα πρόνοια τῶν ἐν λόγῳ ὄντων ποὺ εἶναι ἕνας τύπος τιμωρίας καὶ ἡ ὁποία ὑφίσταται στὶς ἀποστασιακὲς ψυχές. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπὸ ὅ,τι ἔχει εἰπωθεῖ, μποροῦμε νὰ συλλέξουμε εὔκολα τὸν ἀπόλυτο σχεδιασμὸ τοῦ πρώτου μέρους αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ μύθου· φαίνεται νὰ μὴν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀντιπροσώπευση τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο τό Εἶδος (Ἰδέα) τοῦ ἐγκόσμιου νοῦ διανέμεται στὸν κόσμο· τὸ ὅτι ἕνας τέτοιος νοῦς (καὶ κάθε νοῦς ποὺ εἶναι μία ὁλότητα) παραμένει ὁλόκληρος στὴ διάρκεια τῆς μέθεξης καὶ μὲ τὴ μέθεξή τους οἱ ἴδιοι συνεχῶς ἑμμένουν στὴν πηγή τους, μὲ τὴν ὁποία τελικὰ ἑνοποιοῦνται / ἑναδοποιοῦνται.
Ἔτσι, ὥστε τό νοερό φῶς, ἐνῶ προχωρεῖ στὸ σκοτεινὸ καὶ τὸ ἐπαναλαμβανόμενο δοχεῖο τῆς ὕλης καὶ ἐμποτίζει τὴν δυσδιακρισία του μὲ τὰ στολίδια τὸ ἐπιγενόμενου θείου φωτός, ἐπιστρέφει (βρίσκεται) τὴν ἴδια στιγμὴ χωρὶς διακοπή στὴν Αἰτία (Ἀρχή) τῆς καθόδου του.
Ἐξετάζοντας τὸ τελευταῖο μέρος τοῦ μύθου, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ὅτι οἱ ψυχές μας δημιουργήθηκαν (ἐμποτίστηκαν μέ πέπλα πάθους) ἀπὸ τοὺς καπνοὺς ποὺ παρήχθησαν ἀπὸ τὶς στάχτες τῶν φλεγόμενων σωμάτων τῶν Τιτάνων· ταυτόχρονα συνδέοντάς το μὲ τὸ πρῶτο μέρος τοῦ μύθου, τὸ ὁποῖο ἰσχύει ὡς ἕνα βαθμὸ στὴν κατάσταση τοῦ μεριστοῦ / μεμονομένου νοὸς ὅπως εἶναι ὁ δικός μας. Κατ’ ἀρχάς, ἀποτελούμαστε ἀπὸ θραύσματα, (μᾶς λέει ὁ Ὀλυμπιόδωρος), διότι, μέσω τῆς καθόδου μας στὴ γέννηση (γίγνεσθαι), ἡ ζωή μας ἔχει προχωρήσει στὴν πιὸ ἀποστασιοποιημένη καὶ ἀκραία διαίρεση ἀποτελούμενη ἀπὸ Τιτανικὰ θραύσματα (ἐπιθυμητικό καί θυμοειδές), διότι οἱ Τιτάνες εἶναι οἱ ἀπόλυτοι ποιητὲς τῶν πραγμάτων καὶ ἔχουν πρῶτο βαθμὸ συγγένειας μὲ τὰ δημιουργήματά τους.
Περαιτέρω, ἡ ἄλογη ζωή μας εἶναι Τιτανικὴ ἐνῶ ἡ λογικὴ ζωὴ διαμελίζεται. Ὡς ἐκ τούτου, ὅταν διασκορπίσουμε τὸν Διόνυσο, ἢ τὸν νοῦ ποὺ περιέχεται στὶς μυστικὲς ἐσοχὲς τῆς φύσης μας, διαμελίζεται ἡ συγγενὴς καὶ θεία μορφὴ τῆς οὐσίας μας, ἡ ὁποία ἐπικοινωνεῖ, τρόπον τινά, τόσο μὲ τὰ ὑποδεέστατα ὅσο καὶ μὲ τὰ ὑπέρτατα, τότε γινόμαστε Τιτάνες· ἀλλὰ ὅταν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἔρθουμε σὲ ἕνωση μὲ τὴν Διονυσιακὴ ἢ συγγενῆ μορφή, τότε γινόμαστε Βάκχοι, ἢ τέλειοι κηδεμόνες τῆς ἄλογης ζωῆς μας: ὁ Διόνυσος, μέ τὸν ὁποῖο ἐμεῖς στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁμοιάζουμε, εἶναι ὁ ἴδιος μία κηδεμονικὴ θεότητα, διαλύει μὲ τὴν ἐπιθυμία του τοὺς δεσμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἡ ψυχὴ ἑνώνεται μὲ τὸ σῶμα, δεδομένου ὅτι εἶναι ἡ αἰτία τῆς μεριστῆς ζωῆς.
Εἶναι ἀνάγκη ἡ παθητικὴ φύση τῆς ἄλογης πλευρᾶς μας, μέσω τῆς ὁποίας δεσμευόμαστε στὸ σῶμα καὶ ἡ ὁποία δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο τρόπο τινὰ ἀπὸ τὸν ἀντίλαλο τῆς ψυχῆς, νὰ ὑποστεῖ τὴν τιμωρία ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν κάθοδό της· ὅταν ἡ ψυχὴ ἀποβάλλει τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς φύσης της, ἀπαιτεῖ ἕνα σωστό, ἀλλὰ ταυτόχρονα πολύμορφο σῶμα (ὄχημα), ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ πάλι ἐνδεὴς μιᾶς κοινῆς μορφῆς, τὴν ὁποία ἔχασε λόγω τῆς Τιτανικῆς διασπορᾶς ἐντὸς τῆς ὕλης.
Γιὰ νὰ δοῦμε τὴν τέλεια καὶ ὄμορφη ὁμοιότητα μεταξὺ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ψυχές μας βυθίζονται καὶ τὴν μέθεξη τοῦ νοῦ ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες φύσεις, ἄς παρακολουθήσουμε τὴν ἑξῆς θαυμαστὴ παραπομπή. Σχολιασμὸς τοῦ Ὀλυμπιόδωρου στὸν «Φαίδωνα» τοῦ Πλάτωνος: «Προκειμένου», λέει, «γιὰ τὴν κάθοδο τῆς ψυχῆς, εἶναι ἀπαραίτητο πρῶτα νὰ καθιερώσει μία ἔμψυχη εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ της μέσα στὸ σῶμα· καὶ δευτερευόντως νὰ γοητευθεῖ ἀπὸ τὴν εἰκόνα, σύμφωνη μὲ τὴν ὁμοιότητα τῆς μορφῆς: κάθε μορφὴ περνᾶ σὲ μία ὁμοιότητα μὲ τὸν ἑαυτό της, μέσω τῆς προσέγγισης στὸν ἑαυτό της.
Τρίτον, ἐνῶ βρίσκεται σὲ μία διαιρετὴ φύση (κόσμου τοῦ γίγνεσθαι), εἶναι ἀπαραίτητο νὰ σπαραχτεῖ καὶ νὰ διασκορπιστεῖ μαζὶ μὲ μία τέτοια φύση, θὰ πρέπει νὰ βυθιστεῖ σὲ μία ἀπόλυτη διανομή, καί μέσω τῶν ἐνεργειῶν μίας καθαρτικῆς ζωῆς, νὰ ὑψώσει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὴν ἀποστασιοποιημένη διάχυση καὶ νὰ λύσει τοὺς δεσμοὺς συμπάθειας, μέσω τῶν ὁποίων ἑνοποιήθηκε μὲ τὸ σῶμα· ταυτόχρονα θά ἐνεργοποιηθεῖ χωρὶς τὴν εἰκόνα καί θά συσταθεῖ σύμφωνα μὲ τὴν πρωταρχικὴ ζωή της. Μποροῦμε νὰ συσχετίσουμε ὅλα αὐτὰ μὲ τὸν μῦθο τοῦ Βάκχου, τὸ ὑπόδειγμα τῆς νοημοσύνης μας.
Λέγεται ὅτι ὁ Διόνυσος, μὲ τὴν καθίδρυση τῆς εἰκόνας του στὸν καθρέφτη, τό ἐπιδίωξε καὶ ἔτσι διανεμήθηκε στὸν κόσμο. Ὅμως ὁ Ἀπόλλων ἐνεργοποίησε καὶ ἀνύψωσε τὸν Βάκχο· καθὼς ὁ Ἀπόλλων εἶναι μία καθαρτικὴ θεότητα καὶ ὁ πραγματικὸς σωτήρας τοῦ Διονύσου· γ’ αὐτὸν τὸ λόγο τιμᾶται ὡς Διονυσιακός. Ὡς ἐκ τούτου, ὅπως ὁ ἴδιος συγγραφέας παρατηρεῖ, ἡ ψυχὴ περιστρέφεται σύμφωνα μὲ μία μυστικιστικὴ καὶ ἐγκόσμια τάξη: ἐρχόμενη ἀπὸ μία ἀδιαίρετη καὶ Διονυσιακὴ ζωὴ καὶ ἐνεργῶντας σύμφωνα μὲ τὴν Τιτανικὴ καὶ ἀποκρουστικὴ ἐνέργεια, δεσμεύεται μέσα στὸ ὀστρακοειδές σῶμα ὅπως σὲ φυλακή.
Ἐπίσης, δέχεται τὴν τιμωρία καὶ φροντίζει γιὰ τὰ μεριστὰ τῆς ἐνδιαφέροντα (ζωή τοῦ γίγνεσθαι)· ἐφόσον καθαρθεῖ ἀπὸ τὴν Τιτανικὴ διαφθορὰ καὶ ἀφοῦ ἑνοποιηθεῖ, γίνεται Βάκχος· δῆλα δή, περνάει στὴν σωστὴ ἀκεραιότητα τῆς φύσης της, σύμφωνα μὲ τὸν Διόνυσο ποὺ ἐμμένει ἐπάνω. Ἀπὸ τὰ προλεγόμενα ἀποδεικνύεται προφανῶς, ὅτι αὐτὸς ποὺ ζεῖ Διονυσιακὰ ἀποδεσμεύεται ἀπὸ τοὺς ἄθλους/κόπους καὶ ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὰ δεσμά του· φεύγει ἀπὸ τὴν φυλακή του, ἢ μᾶλλον τὴν ἀποστασιακὴ ζωή του· καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸ ἐπιτυγχάνει αὐτὸ εἶναι ἕνας ἀμιγής κεκαθαρμένος φιλόσοφος.
Πέρα ἀπὸ αὐτὴ τὴν περιήγηση τοῦ Διονύσου, μποροῦμε νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀλήθεια τῆς παρατήρησης τοῦ Πλάτωνα ὅτι «ὁ σχεδιασμὸς τῶν μυστηρίων εἶναι νὰ μᾶς ὁδηγήσουν πίσω στὴν τελειότητα μὲ τὴν ὁποία, ὡς Ἀρχὴ (Αἰτία), κάναμε τὴν κάθοδο. «Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν τελειότητα ὁ Διόνυσος ὁ ἴδιος ὑφίσταται, μὲ τὴν ἵδρυση τῶν ἄρρητων ψυχῶν στὸν θρόνο τοῦ σωστοῦ πατρός· δῆλα δή, σὲ μία ὁλότητα ζωῆς κατὰ τοῦ Δία. Ἔτσι αὐτὸς ποὺ εἶναι τέλειος, ἔχει κατακτήσει το «γνῶθι σαὐτόν», κατοικεῖ κατ’ ἀνάγκην μὲ τοὺς θεούς, τίς ὑπερούσιες δυνάμεις καί ἐνέργειες, σύμφωνα μὲ τὸν σχεδιασμὸ αὐτῶν τῶν θεοτήτων, ποὺ εἶναι οἱ πηγὲς τῆς τελειοποίησης τῆς ψυχῆς.
Κλείνοντας, ὁ θύρσος, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖται στὴν Διονυσιακὴ πομπή, καθὼς εἶναι ἕνα καλάμι γεμάτο κόμπους, εἶναι ἕνα κατάλληλο σύμβολο τῆς διανομῆς τῆς νοερῆς φύσης μέσα στὸν αἰσθητὸ κόσμο. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ Ὀλυμπιόδωρος στὸν «Φαίδωνα» παρατηρεῖ ὅτι «ὁ θύρσος εἶναι ἕνα σύμβολο τῆς ὑλικῆς καὶ μερικῆς κατασκευῆς ἀπὸ τὴν συνεχῆ διακλάδωση (κόμβους)· μὲ αὐτὴ τὴν ὑπόδειξη εἶναι ἕνα Τιτανικὸ φυτό. Ἦταν ἔθιμο νὰ τεθεῖ ἐνώπιον τοῦ Βάκχου ἀντὶ γιὰ τὸ πατρικό του σκῆπτρο· καὶ μέσω αὐτοῦ τὸν ἐπικαλοῦντο ὡς μία ἐπιμερισμένη φύση.
Πράγματι, οἱ Τιτᾶνες εἶναι θυρσοφόροι,· ὁ Προμηθέας ἔκρυψε τὸ πῦρ σὲ θῦρσο ἢ καλάμι· εἴτε θεωρηθεῖ ὡς ἡ ἀναγωγὴ τοῦ οὐράνιου φωτὸς σὲ γένεση· ἢ ὡς δημιουργία ἢ ἐνσωμάτωση τῆς ψυχῆς στὸ σῶμα· ἢ τῆς κλήσης τοῦ θείου φωτὸς (τὸ σύνολο τοῦ ὁποίου εἶναι ἄνευ γενέσεως) εἰς γένεσιν. Ὡς ἐκ τούτου, ὁ Σωκράτης καλεῖ τὸ πλῆθος Ὀρφικὰ «θυρσοφόρους», ἐπειδὴ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὴν Τιτανικὴ ζωή».
Ὅσον ἀφορᾶ στὴν μυστικὴ ἔννοια τοῦ μύθου ποὺ διαμόρφωσε τὸ κύριο μέρος τῆς μυστικῆς τελετῆς, ἐξετάζοντας τὴν σημασία τῶν συμβόλων, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν Κλήμη τὸν Ἀλεξανδρέα, ἀνήκουν στὶς Βακχικὲς τελετές· αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ στοὺς ἀκόλουθους Ὀρφικοὺς στίχους :
Ἕνας τροχός, ἕνα κουκουνάρι καὶ ἀπείθαρχος παίζει,
κινοῦν καὶ λυγίζουν τὰ ἄκρα μὲ διάφορους τρόπους:
Μὲ αὐτὰ οἱ χρυσοὶ καρποὶ τῶν Ἑσπερίδων μίγνυνται,
ποὺ οἱ περικαλλεῖς νύμφες μὲ θεία φωνὴ προστατεύουν.
Στὸ ὁποῖο ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς προσθέτει ἕναν καθρέπτη, μία τουλούπα μαλλὶ καὶ τὸν ἀστράγαλο. Κατ’ ἀρχάς, σὲ σχέση μὲ τὸν τροχό, ὁ Διόνυσος, ὅπως ἔχουμε ἤδη ἐξηγήσει, εἶναι ὁ ἐγκόσμιος νοῦς καὶ ὁ νοῦς εἶναι μία κλημάτινη (κλιμακούμενη), ἢ μεταλλασσόμενη φύση, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ κατάλληλο σύμβολο τῆς νοερῆς ἐνέργειας ἀπὸ ἕνα τροχὸ ἢ μία σφαίρα: ἐξάλλου, ὅπως ὁ διαμελισμὸς τοῦ Διονύσου σηματοδοτεῖ τὴν εἰσδοχή τοῦ νοεροῦ φωτὸς μέσα στὴν ὕλη (τοῦ γίγνεσθαι) καὶ τὴν μετατροπὴ του ταυτόχρονα στὴν πηγή του, κι αὐτὸ εὔστοχα συμβολίζεται μὲ τὸν τροχὸ ἢ τὴν σφαίρα.
Στὴν δεύτερη θέση, ἕνα κουκουνάρι, μὲ τὸ κωνικὸ σχῆμα του, εἶναι ἕνα διευκρινιστικὸ σύμβολο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἡ νοερά φώτιση προοδεύει ἀπὸ τὴν ἀρχή του στὴν ὑλικὴ φύση. «Ἡ ψυχή», λέει ὁ Μακρόβιος, «ξεκινῶντας ἀπὸ ἕνα στρογγυλὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ μόνη θεϊκὴ μορφή, διαμορφώνεται σὲ κῶνο ἀπὸ τὴν ῥοὴ πρὸς τὰ κάτω». Τὸ ἴδιο ἰσχύει συμβολικὰ καὶ γιὰ τὸν νοῦ. Ὡς πρὸς τὰ ἀπείθαρχα παιχνίδια ποὺ λυγίζουν τὰ ἄκρα (ἀστράγαλους), αὐτὸ ὑπαινίσσεται προφανῶς τὶς Τιτανικὲς τέχνες, μὲ τὶς ὁποῖες εἶχαν γητεύσει τὸν Διόνυσο καὶ μυσταγωγικὰ σημαίνει τὶς ἐνέργειες τοῦ ἐγκόσμιου νοός, θεωροῦνται ἔτσι σύμφωνα μὲ μία φαινομενικὴ καὶ διαιρετὴ κατάσταση.
Ὅμως τὰ χρυσὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων, ἀποσυμβολίζουν τὴν ἀγνὴ καὶ ἄφθαρτη φύση τοῦ νοῦ ἢ τὸν Διόνυσο, στὸν ὁποῖο συμμετεῖχε ὁ κόσμος· τὸ χρυσὸ μῆλο, σύμφωνα μὲ τὸν Σαλλούστιο, εἶναι ἕνα σύμβολο τοῦ κόσμου· καὶ αὐτὸ χωρὶς ἀμφιβολία λόγω τοῦ ἐξωτερικοῦ του σχήματος καὶ λόγω τοῦ ἄφθαρτου νοῦ ποὺ περιέχει, καθὼς μὲ τὴν ἔκλαμψή του κοσμεῖται ἐξωτερικά· χρυσό, λόγω του ὅτι ποτὲ δὲν ὑπόκειται σὲ φθορά, ὑποδηλώνει εὔστοχα τὴν ἄφθαρτη καὶ ἄϋλη φύση. Ὁ καθρέπτης, εἶναι τὸ ἑπόμενο σύμβολο, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχει ἤδη δοθεῖ ἐξήγηση. Ὡς πρὸς τὴν προβιά, αὐτὸ εἶναι ἕνα σύμβολο τοῦ τεμαχισμοῦ, ἢ τῆς διανομῆς τοῦ νοῦ ἢ τοῦ Διονύσου, μέσα στὴν ὕλη (γίγνεσθαι)· Τὸ ρῆμα ‹dilanio›, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιεῖται σὲ σχέση μὲ τὸν Βακχικὸ τεμαχισμό, σημαίνει νὰ σχιστεῖ σὲ κομμάτια ὅπως τὸ μαλλί: καὶ ὡς ἐκ τούτου, ὁ Ἰσίδωρος λαμβάνει τὴν Λατινικὴ λέξη Lana, ὡς μαλλί, ἀπὸ τὸ λανάρω, ὡς vellus vellendo. Οὔτε πρέπει νὰ περάσει ἀπαρατήρητο, τὸ ὅτι «ληνός», στὰ Ἑλληνικά, σημαίνει μαλλὶ καὶ «λῆνος», τὸ πατητήρι τῶν σταφιλιῶν.
Πράγματι, τὸ πάτημα τῶν σταφυλιῶν εἶναι τόσο ἐμφανὲς σύμβολο τῆς διασπορᾶς, ὅπως τὸ λανάρισμα τοῦ μαλλιοῦ· τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν ἀναμφίβολα ἕνας κύριος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ σταφύλια ἀφιερώθηκαν στὸν Βάκχο: τὸ σταφύλι, πρὶν ἀπὸ τὴν συμπίεσή του, εὔστοχα ἀντιπροσωπεύει αὐτὸ ποὺ εἶναι ἑνοποιημένο· καὶ ὅταν πιέζεται καὶ γίνεται χυμός, εὔστοχα ἀντιπροσωπεύει τὴν διασπορά/διοχέτευση αὐτοῦ ποὺ ἦταν πρὶν ἑνοποιημένο καὶ ὁλόκληρο.
Τέλος, τὰ «ὀστᾶ τοῦ ἀστραγάλου», ὅπως εἶναι κυρίως ὑποταγμένα στὴν προοδευτικὴ κίνηση τῶν ζώων, ἀνήκουν ὀρθότατα, στὰ μυστικὰ σύμβολα τοῦ Βάκχου· δεδομένου ὅτι σημαίνει ἀναμφίβολα τὶς προόδους αὐτῆς τῆς θεότητας στὶς περιφέρειες τῆς φύσης: ἡ φύση ἢ ἡ διαιρεμένη ζωὴ ποὺ συνυπάρχει μὲ τὸ σῶμα τὸ ὁποῖο παράγει σπόρους, ἄμεσα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν Βάκχο. Ὡς ἐκ τούτου, μᾶς πληροφορεῖ ὁ Πρόκλος, στὸν «Τίμαιο», ὅτι τὰ γεννητικὰ τμήματα αὐτοῦ τοῦ θεοῦ ἐκφράζονται ἀπὸ τοὺς θεολόγους ὡς «Ἄρτεμις» καὶ αὐτός ἐξουσιάζει στὸ σύνολο τῆς παραγωγῆς μέσα στὴ φύση, ὀδηγεῖ στὸ φῶς ὅλα τὰ φυσικὰ αἴτια καὶ ἐκτείνεται μία ἄπειρη δύναμη ἄνωθεν, ἀκόμη καὶ στὶς ὑπόγειες σφαῖρες.
Ὡς ἐκ τούτου, ἀντιλαμβανόμαστε τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο, στὸν Ὀρφικὸ ὕμνο πρὸς τὴν Φύση, ἡ θεὰ περιγράφεται ὡς «ἄψοφον ἀστραγάλοισι ποδῶν ἴχνος εἱλίσσουσα» καὶ εἶναι ἄξιο παρατήρησης ὅτι σὲ αὐτὸν τὸν ὕμνο τῆς Φύσεως τιμᾶται ὡς Τύχη, σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τῆς θεᾶς στὴν ὁποία ἀπεικονίζεται νὰ στέκεται μὲ τὰ πόδια της σὲ ἕναν τροχό, στὸν ὁποῖο συνεχῶς γυρίζει μὲ μία προοδευτικὴ κίνηση· ὅπως ὁ ἀκόλουθος στοῖχος ἀπὸ τὸν ἴδιο ὕμνο ἐπιβεβαιώνει ἀπολύτως: «κυκλοτερής, ἀλλοτριομορφοδίαιτε», φαίνεται ὑπέροχο τὸ ὅτι ἡ Φύση θὰ πρέπει νὰ τιμᾶται καὶ ὡς Τύχη· ἡ τύχη στὸν Ὀρφικὸ ὕμνο πρὸς τὴν θεότητα ἀποκαλεῖται Ἄρτεμις: καὶ ἡ σελήνη, εἶναι ἡ ‹εὐδιάκριτη εἰκόνα τῆς Φύσης›· καὶ μάλιστα ἡ φαινομενικὴ ἀστάθεια τῆς Τύχης εἶναι μία ἀποδεικτικὴ συμφωνία μὲ τὴν κυμαινόμενη κατάσταση κατὰ τὴν ὁποία οἱ δικαιοδοσίες τῆς φύσης ἀενάως ἐμπλέκονται.
Τέλος, μένει νὰ ἐξηγήσουμε τὸ μυστικὸ νόημα τῆς ἱερῆς ἐνδυμασίας τὴν ὁποία οἱ μυημένοι στὰ Διονυσιακὰ μυστήρια φοροῦσαν, ὥστε νὰ πραγματοποιηθεῖ ὁ θρονισμός· ὁ μυούμενος κάθεται μὲ δέος σὲ ἕναν θρόνο, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση οἱ ἄλλοι μύστες χορεύουν. Τὰ δρώμενα ποὺ τελοῦσαν περιγράφονται στοὺς Ὀρφικοὺς στοίχους διατηρημένα ἀπὸ τὸν Μακρόβιο στὸ πρῶτο βιβλίο του, Κρόνια (Saturnalia).
Ταῦτα γὲ πάντα τελεῖν ἱερᾲ σκηνῂ πυκάσαντα,
Σῶμα θεοῦ πλάττειν ἐριαύγους ἠείλσιο.
Πρῶτα μὲν ἀργυρέαις ἀναλίγκιον ἀκτίνεσσιν
Πέπλων φοινικερόν πυριίκελον ἀμφιβάλεσθαι
Αὐταρ ὑπερθενέβροιο παναιόλου εὐρὺ καθάψαι
Δέρμα πολύστικτων δέρας κατὰ δεξιῶν ὤμων,
Ἄστρων δαιδάλεων μιμίμ’ ἱεροῦ τὲ πολοῖο.
Εἴτα δ’ ὑπέρθε νίδρης χρυσίων ζωστήρα βάλεσθαι
Παμφανόωντα πέριξ στερνῶν φορέειν μέγα σῆμα
Εὐθὺς ὅτ’ ἐκ περάτῳ γαίης Φαέθων ἀνόρουσων
Χρυσείαις ἀκτίσι Βάλη ῥοῶν ὠκεάνοιο,
Αὐγὴ δ’ ἄσπετος ἡ, ἀνὰ δὲ δροσᾧ ἀμφιμιγείσα
Μαρμαίρη δίνησιν ἀλισσομένη κατὰ κύκλων,
Πρόσθε θεοῦ, ζώνη δ’ ἄρ’ ὑπὸ στερνῶν ἀμέτρητων
Φαίνετ, ἄρ’ ὠκεανοῦ κύκλος, μέγα θαύμ’ εἰσίδεσθαι.
Καταρχάς, γιὰ ποιὸ λόγο τὸ μυστικιστικὸ ἔνδυμα ποὺ ἀνήκει στὸν Βάκχο συμβολίζει τὸν ἥλιο. Ὁ λόγος εἶναι ἐμφανὴς ἀπὸ τὶς ἀκόλουθες παρατηρήσεις: σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρφικὴ θεολογία, ὁ νοῦς τοῦ κάθε πλανήτη ὀνομάζεται Βάκχος, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται σὲ κάθε πλανήτη μὲ διαφορετικὸ ἐπίθετο· ἔτσι ὥστε ὁ νοῦς τοῦ ἡλιακοῦ θεοῦ ὀνομάζεται Βάκχος Τριετηρικός (βλ. Πίνακα στό τέλος).
Στὴ δεύτερη θέση, δεδομένου ὅτι ἡ θεότητα τοῦ ἥλιου, σύμφωνα μὲ τὰ μυστήρια τῆς ἀρχαίας θεολογίας ἔχει ὑπερκόσμια καθὼς καὶ ἐγκόσμια ὑπόσταση καὶ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀναγωγικῆς ἢ νοερῆς φύσης· ὡς ἐκ τούτου θεωρεῖται ὑπερκόσμια, θὰ πρέπει νὰ παράγει καὶ νὰ ὁριοθετεῖ τὸν ἐγκόσμιο νοῦ, ἢ τὸν Διόνυσο, στὴν οὐσία του· διότι ὅλα τὰ ἐγκόσμια περιέχονται στὶς ὑπερκόσμιες θεότητες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ παράγονται. Ὡς ἐκ τούτου ὁ Πρόκλος, στὸν ὕμνο του στὸν Ἥλιο, λέγει, «τὸν τιμοῦν μὲ ὕμνους ὡς πολυφεγγῆ Γονέα τοῦ Διονύσου».
Τρίτον, εἶναι μέσω τῆς συμβίωσης τοῦ Διονύσου μέσα στὸν ἥλιο τὸ ὅτι ὁ φωστῆρας ἀποκτᾶ τὴν κυκλικὴ πρόοδο, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸν ἀκόλουθο Ὀρφικὸ στοίχο, στὸν ὁποῖο, μιλώντας γιὰ τὸν ἥλιο, λέγεται, ὅτι «ὀνομάζεται Διόνυσος, διότι φέρεται μὲ μία κυκλικὴ κίνηση μέσα στοὺς ἐκτεταμένους οὐρανούς» καὶ αὐτὸ σὲ ὕψιστο σεβασμό, δεδομένου ὅτι ὁ νοῦς, ὅπως ἔχουμε ἤδη παρατηρήσει, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου μία μεταλλασσόμενη καὶ κλιμακούμενη φύση: ἔτσι, εἶναι ἀρκετὰ σαφὲς γιατί τὸ ἔνδυμα τοῦ Διονύσου παρουσιάζεται ὅτι ἀνήκει στὸν ἥλιο. Τὸ πέπλο, ποὺ ὁμοιάζει μὲ ἕνα μεῖγμα πύρινου φωτός, εἶναι μία προφανής εἰκόνα τοῦ ἡλιακοῦ πυρός.
Ὅπως τὸ στιγματισμένο δέρμα τοῦ μουλαριοῦ, τὸ ὁποῖο συμβολίζει τὸν ἔναστρο οὐρανό, δὲν εἶναι τίποτα περισσότερο ἀπὸ μία εἰκόνα τῆς σελήνης· αὐτὸς ὁ φωστήρας, σύμφωνα μὲ τὰ σχόλια τοῦ Πρόκλου γιὰ τὸν Ἡσίοδο, μοιάζει μὲ τὴν μικτὴ φύση τοῦ μουλαριοῦ· «ποὺ γίνεται σκοτεινὴ μέσω τῆς μεθέξεως μὲ τὴν γῆ καὶ τὸ ἀληθινὸ φῶς της ἀπορρέει ἀπὸ τὸν ἥλιο». Ἔτσι ὥστε τὸ στιγματισμένο δέρμα τοῦ μουλαριοῦ συμβολίζει τὴν σελήνη ποὺ συμμετάσχει μὲ ἕνα πλῆθος ἀστέρων: ὡς ἐκ τούτου, ὁ Ὀρφικὸς ὕμνος στὴ Σελήνη, ὅπου τιμᾶται ἡ θεότητα τὴν χαρακτηρίζει, ὡς «λαμπετίη, καλοῖς ἄστροισι βρύουσα» και «ἀστράρχης».
Στὸ ἑπόμενο μέρος, ἡ χρυσὴ ζώνη εἶναι ὁ κύκλος τοῦ Ὠκεανοῦ, ὅπως οἱ τελευταῖοι στοίχοι ἀποδεικνύουν. Ἀλλά, διερωτᾶται κανείς, τί σχέση ἔχει ἡ ἄνοδος τοῦ ἥλιου μέσα ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ καὶ τὰ ὅρια τῆς γῆς καὶ τῆς νύκτας, μὲ τὶς περιπέτειες τοῦ Διονύσου· ἀπαντῶ, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπινοηθεῖ ἕνα σύμβολο πιὸ ὄμορφα τοποθετημένο γιὰ αὐτὸν τὸ σκοπό: κατὰ πρῶτο λόγο, δὲν εἶναι ὁ ὠκεανὸς ἕνα κατάλληλο ἔμβλημα τῆς ὑλικῆς φύσης πού στροβιλίζεται θυελλώδης καὶ ἀενάως κινεῖται χωρὶς ἀνάπαυση; Δὲν εἶναι ὁ ἥλιος ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὰ ἄγρια βάθη του ἕνα διαυγὲς σύμβολο τῆς νοερῆς φύσης, προφανῶς ἕλκοντας ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ τὸ ταλαντευόμενο δοχεῖο τῆς ὕλης καὶ ποὺ παρέχει τὴ μορφὴ καὶ τὴν ὀμορφιὰ στὸν αἰσθητὸ κόσμο μέσω τοῦ φωτός του; Λέω προφανῶς ἕλκοντας, ἂν καὶ ἡ διάνοια (νοῦς) διαχέει πάντα τὸ μεγαλεῖο της μὲ ἀμετάβλητη ἐνέργεια, ἀλλὰ δὲν γίνεται πάντα ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὰ ὑποκείμενα τῆς ἀκτινοβολίας τῆς· ἐντούτοις, ὡς αἰσθητὲς φύσεις μποροῦν νὰ λάβουν μόνο ἐν μέρει καὶ διαδοχικὰ τὰ ὠφέλη τῆς θεϊκῆς ἀκτινοβολίας, ἄρα μύθοι σχετικὰ μὲ τὴν μεταδοτικὴ ἐγκόσμια μέθεξη, μὲ σκοπὸ τὴν ἀπόκρυψη σύμφωνα μὲ τὰ φαινόμενα, τῆς ἀτέλειας τῶν κατώτερων φύσεων ὡς πρὸς τὰ ὑπέρτατα.
Ἡ περιγραφὴ αὐτή, τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου, εἶναι ἕνα ὄμορφο σύμβολο τῆς ἀποκατάστασης τοῦ Βάκχου, τὸ ὁποῖο, ὅπως ἔχουμε ἤδη παρατηρήσει, δὲν σημαίνει τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὴν αὔξηση τοῦ νοεροῦ φωτὸς καὶ τὴν ἐπακόλουθη ἐμφάνισή του σὲ ὑφιστάμενες μορφές.
Ὅσο γιὰ τὰ μυστήρια του Βάκχου, ὅπως καὶ τῆς Δήμητρας, ἀφοροῦν ἐν μέρει στὴν κάθοδο τῆς μεμονωμένης μερικῆς διάνοιας / νοῦ στὴν ὕλη καὶ τὴν κατάστασή της, καθὼς εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν σκοτεινὸ θάλαμο τοῦ σώματος. Ὅμως φαίνεται νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο, καθὼς στὸν μῦθο τῆς Δήμητρας καὶ τῆς Φερσεφόνης, ἡ κάθοδος τοῦ συνόλου τῆς λογικῆς ψυχῆς ἐξετάζεται· καὶ ὅσον ἀφορᾶ στὸν Βάκχο, ἡ διανομὴ καὶ ἡ ἐκπόρευση τοῦ ὑπέρτατου τμήματος τῆς φύσης μας ποὺ σωστὰ χαρακτηρίζεται μὲ τὸ ἐπίθετο νοημοσύνη/νοῦς.
Στὴ σύνθεση τοῦ κάθε μύθου μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὰ ἴδια ἴχνη τῆς σοφίας καὶ ἀπόκρυφης θεολογίας· μία πλέον ἀξιοθαύμαστη θεολογία ὅλων τῶν ἄλλων γιὰ τὴν ἀρχαιότητά της καὶ ἀξιοθαύμαστη γιὰ τὴν ἀριστεία καὶ τὴν ἀντικειμενικὴ προσέγγισή της πρὸς τὴν ἀλήθεια: σὲ κάθε μῦθο μποροῦμε νὰ διακρίνουμε εὔκολα τὴν ἄγνοια καὶ μοχθηρία τῶν χριστιανῶν ἱερέων, ἀπὸ τοὺς πρώτους πατέρες ἕως τοὺς πιὸ σύγχρονους ἐμπόρους τῆς ὑποκρισίας, ἐξαπάτησης, ἀνειλικρίνειας, προσποίησης καὶ ψευδευλάβειας· σὲ κάθε ἀναγνώστη καὶ σὲ κάθε νοήμονα τροφοδοτοῦν καὶ προκαλοῦν τὴν θλίψη καὶ τὴν ἀγανάκτηση, τὴν περιφρόνηση καὶ τὸν οἶκτο, στὰ βάρβαρα μυθολογικὰ συστήματα τῶν σύγχρονων: σὲ αὐτὰ δὲν συναντᾶμε τίποτε ἄλλο παρὰ ἀνοησία καὶ αὐταπάτη· ἀπόψεις ποὺ διαμορφώθηκαν εἴτε μὲ φανατισμὸ ἢ μὲ ἀθεϊσμό, ἀπίστευτα παράλογες καὶ σκοτεινές, μάταιες καὶ γελοῖες, τερατωδῶς παραμορφωμένες, βλακωδῶς θαμπὲς μὲ ἄφρονα ζῆλο, ἀποστολικὰ παραληρήματα ἢ ἱστορικὴ ἀνεπάρκεια· καί, μὲ ἀλαζονεία καὶ ἄγνοια, προπαγανδίζουν καὶ διαδίδουν ἀσέβεια καὶ ἀνούσιο πνεῦμα στὴν ἀνθρωπότητα καὶ ποὺ τὴν ἀναγκάζουν νὰ παραδεχθεῖ.
Κλείνουμε, μὲ τὴν παρουσίαση ἑνὸς πολύτιμου καὶ κομψοῦ ὕμνου τοῦ Πρόκλου «ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΝ ΠΟΛΥΜΗΤΙΝ», Τὸ πρωτότυπο εἶναι πολὺ κομψὸ καὶ εὐσεβὲς καὶ περιέχει ἕνα συγκεκριμένο μυθολογικὸ μήνυμα ποὺ δὲν βρίσκεται ἀλλοῦ. Ἔχει ἐπίσης μία ξεκάθαρη σχέση μὲ τὸν προηγούμενο μῦθο τοῦ Διονύσου, ὅπως εἶναι προφανὲς μὲ τὸ διάβασμα τοῦ ὕμνου· γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο εἰσήχθη στὸ παρὸν δοκίμιο.
ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΝ ΠΟΛΥΜΗΤΙΝ τοῦ Πρόκλου
Κλῦθί μευ, αἰγιόχοιο Διὸς τέκος, ἡ γενετῆρος πηγῆς ἐκπροθοροῦσα καὶ ἀκροτάτης ἀπὸ σειρῆς· ἀρσενόθυμε, φέρασπι, μεγασθενές, ὀβριμοπάτρη,Παλλάς, Τριτογένεια, δορυσσόε, χρυσεοπήληξ, κέκλυθι· δέχνυσο δ᾽ ὕμνον ἐύφρονι, πότνια, θυμῷ, μηδ᾽ αὔτως ἀνέμοισιν ἐμόν ποτε μῦθον ἐάσῃς, ἡ σοφίης πετάσασα θεοστιβέας πυλεῶνας καὶ χθονίων δαμάσασα θεημάχα φῦλα Γιγάντων· ἣ πόθον Ἡφαίστοιο λιλαιομένοιο φυγοῦσα παρθενίης ἐφύλαξας ἑῆς ἀδάμαντα χαλινόν· ἣ κραδίην ἐσάωσας ἀμιστύλλευτον ἄνακτος αἰθέρος ἐν γυάλοισι μεριζομένου ποτὲ Βάκχου Τιτήνων ὑπὸ χερσί, πόρες δέ ἑ πατρὶ φέρουσα, ὄφρα νέος βουλῇσιν ὑπ᾽ ἀρρήτοισι τοκῆος ἐκ Σεμέλης περὶ κόσμον ἀνηβήσῃ Διόνυσος· ἧς πέλεκυς, θήρεια ταμὼν προθέλυμνα κάρηνα, πανδερκοῦς Ἑκάτης παθέων ηὔνησε γενέθλην· ἣ κράτος ἤραο σεμνὸν ἐγερσιβρότων ἀρετάων· ἣ βίοτον κόσμησας ὅλον πολυειδέσι τέχναις δημιοεργείην νοερὴν ψυχαῖσι βαλοῦσα· ἣ λάχες ἀκροπόληα καθ᾽ ὑψιλόφοιο κολώνης, σύμβολον ἀκροτάτης μεγάλης σέο, πότνια, σειρῆς· ἣ χθόνα βωτιάνειραν ἐφίλαο, μητέρα βίβλων, πατροκασιγνήτοιο βιησαμένη πόθον ἱρόν, οὔνομα δ᾽ ἄστεϊ δῶκας ἔχειν σέο καὶ φρένας ἐσθλάς· ἔνθα μάχης ἀρίδηλον ὑπὸ σφυρὸν οὔρεος ἄκρον σῆμα καὶ ὀψιγόνοισιν ἀνεβλάστησας ἐλαίην, εὖτ᾽ ἐπὶ Κεκροπίδῃσι Ποσειδάωνος ἀρωγῇ μυρίον ἐκ πόντοιο κυκώμενον ἤλυθε κῦμα, πάντα πολυφλοίσβοισιν ἑοῖς ῥεέθροισιν ἱμάσσον. κλῦθί μευ, ἡ φάος ἁγνὸν ἀπαστράπτουσα προσώπου· δὸς δέ μοι ὄλβιον ὅρμον ἀλωομένῳ περὶ γαῖαν, δὸς ψυχῇ φάος ἁγνὸν ἀπ᾽ εὐιέρων σέο μύθων καὶ σοφίην καὶ ἔρωτα· μένος δ᾽ ἔμπνευσον ἔρωτι τοσσάτιον καὶ τοῖον, ὅσον χθονίων ἀπὸ κόλπων αὖ ἐρύσῃ πρὸς Ὄλυμπον ἐς ἤθεα πατρὸς ἐῆος. εἰ δέ τις ἀμπλακίη με κακὴ βιότοιο δαμάζει – οἶδα γάρ, ὡς πολλοῖσιν ἐρίχθομαι ἄλλοθεν ἄλλαις πρήξεσιν οὐχ ὁσίαις, τὰς ἤλιτον ἄφρονι θυμῷ -, ἵλαθι, μειλιχόβουλε, σαόμβροτε, μηδέ μ᾽ ἐάσῃς ῥιγεδαναῖς Ποιναῖσιν ἕλωρ καὶ κύρμα γενέσθαι κείμενον ἐν δαπέδοισιν, ὅτι τεὸς εὔχομαι εἶναι. δὸς γυίοις μελέων σταθερὴν καὶ ἀπήμον᾽ ὑγείην, σαρκοτακῶν δ᾽ ἀπέλαυνε πικρῶν ἀγελάσματα νούσων, ναί, λίτομαι, βασίλεια, καὶ ἀμβροσίῃ σέο χειρὶ παῦσον ὅλην κακότητα μελαινάων ὀδυνάων. δὸς βιότῳ πλώοντι γαληνιόωντας ἀήτας, τέκνα, λέχος, κλέος, ὄλβον, ἐυφροσύνην ἐρατεινήν, πειθώ, στωμυλίην φιλίης, νόον ἀγκυλομήτην, κάρτος ἐπ᾽ ἀντιβίοισι, προεδρίην ἐνὶ λαοῖς. κέκλυθι, κέκλυθ᾽, ἄνασσα· πολύλλιστος δέ σ᾽ ἱκάνω χρειοῖ ἀναγκαίῃ· σὺ δὲ μείλιχον οὖας ὑπόσχες».
«Εἰσάκουσέ με, τέκνο τοῦ ἀσπιδοφόρου Διός, ποὺ ξεπήδησες ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ γεννήτορα καὶ ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς σειρᾶς, ἀντρόψυχη, ἀσπιδοφόρα, μεγαλοδύναμη, κόρη τοῦ ἰσχυροῦ πατέρα, Παλλάδα, Τριτογένεια, χρυσόκρανη ἐσὺ ποὺ κραδαίνεις τὸ δόρυ, εἰσάκουσέ με. Δέξου, δέσποινα, τὸν ὕμνο μὲ διάθεση εὐμενῆ καὶ μὴν ἀφήσεις ποτὲ ἔτσι τὰ λόγιά μου στὸ ἔλεος τῶν ἀνέμων, ἐσὺ ποὺ ἄνοιξες τὶς θεοπάτητες πῦλες τῆς σοφίας καὶ δάμασες τὰ φύλλα τῶν χθόνιων Γιγάντων ποὺ πολέμησαν τοὺς θεούς, ἐσὺ ποὺ ἀποφεύγοντας τὸν πόθο τοῦ ἐρωτοχτυπημένου Ἡφαίστου διαφύλαξες τὸ ἀδάμαστο χαλινάρι τῆς παρθενίας σου. Ἐσὺ ποὺ στὸν αἰθέρα ἔσωσες ἀκέραιη τὴν καρδιὰ τοῦ βασιλέα Βάκχου, ὁ ὁποῖος κάποτε σπαράχτηκε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τιτάνων, καὶ τὴν πῆρες καὶ τὴν ἔφερες στὸν πατέρα, γιὰ νὰ ξαναγεννηθεῖ στὸν Κόσμο ἕνας νέος Διόνυσος ἀπὸ τὴν Σεμέλη σύμφωνα μὲ τὶς ἄρρητες βουλὲς τοῦ πατέρα. Ἐσὺ ποὺ ὁ πέλεκύς σου, ἀφοῦ ἔκοψε σύρριζα τὰ θηριώδη κεφάλια, σταμάτησε τὴν γέννεση τῶν παθῶν τῆς παντεπόπτριας Ἑκάτης. Ἐσὺ ποὺ ἀγάπησες τὴν σεβαστὴ δύναμη τῶν ἀρετῶν ποὺ ἀφυπνίζουν τοὺς θνητούς. Ἐσὺ ποὺ στόλισες ὁλόκληρη τὴν ζωὴ μὲ πολύμορφες τέχνες βάζοντας μέσα στὶς ψυχὲς νοερὴ δημιουργία. Ἐσὺ ποὺ ἔλαβες τὴν Ἀκρόπολη στὴν ψηλόκορφο βράχο, σύμβολο, δέσποινα τῆς κορυφῆς τῆς μεγάλης σου σειρᾶς. Ἐσὺ ποὺ ἀγάπησες τὴν ἀντροθρέφτρα γῆ, τὴ μητέρα τῶν βιβλίων, ἀντιστεκόμενη στὸν ἱερὸ πόθο τοῦ πατραδελφοῦ σου, καὶ ἔδωσες στὴν πόλη νὰ ἔχει τὸ ὄνομα καὶ τὴν εὐγενῆ σοφία σου. Ἐκεῖ, κάτω ἀπὸ τὶς παρυφὲς τῆς κορφῆς τοῦ βουνοῦ ἔκανες νὰ βλαστήσει μία ἐλιά, σημάδι τῆς μάχης ὁλοφάνερο γιὰ τοὺς μεταγενέστερους. Τότε μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Ποσειδώνα ἕνα τεράστιο κύμα ποὺ σηκώθηκε ἀπὸ τὴν θάλασσα ἔπεσε πάνω στοὺς ἀπογόνους τοῦ Κέκροπα, πλήττοντας τὰ πάντα μὲ τὰ πολυτάραχα νερά του.
Εἰσάκουσε μέ, ἐσὺ ποὺ ἀκτινοβολεῖς ἁγνὸ φῶς ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου. Δῶσε μακάριο λιμάνι σὲ μένα ποὺ περιπλανιέμαι περὶ γαία, δῶσε στὴν ψυχή μου ἀγνὸ φῶς, σοφία καὶ ἔρωτα ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς μύθους σου. Ἔμπνευσε στὸν ἐρωτά μου τόση καὶ τέτοια δύναμη, ὥστε ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς γῆς νὰ μὲ τραβήξει καὶ πάλι πρὸς τὸν Ὄλυμπο, στὴν κατοικία τοῦ πατέρα σου. Κι ἂν κάποιο βαρὺ σφάλμα τῆς ζωῆς μου μὲ δαμάζει - γιατί γνωρίζω ὅτι μαστίζομαι ἀπὸ πολλές, κάθε φορὰ διαφορετικές, ἀνόσιες πράξεις, τὶς ὁποῖες διέπραξα μὲ ἀσύνετο θυμὸ - , λυπήσου μέ, θεὰ μὲ τὴν γλυκιὰ βουλή, Σώτειρα τῶν θνητῶν καὶ μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ γίνω λάφυρο καὶ ἕρμαιο τῶν τρομερῶν Ποινῶν πεσμένο στὸ ἔδαφος. Γιατί καυχιέμαι ὅτι ἀνήκω σὲ σένα. Δῶσε στὰ μέλη μου σταθερὴ καὶ ἀβασάνιστη ὑγεία, καὶ διῶχνε τὶς ἀγέλες τῶν πικρῶν νόσων ποὺ λειώνουν τὴ σάρκα, ναὶ ἱκετεύω, βασίλισσα καὶ μὲ τὸ ἀθάνατο χέρι σου σταμάτησε ὅλη τὴν ἀθλιότητα τῶν μαύρων πόνων. Δῶσε στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς μου ἤπιους ἀνέμους, παιδιά, σύζυγο, κλέος, λατρευτὴ χαρά, πειθῶ, συζητήσεις μὲ φίλους, εὔστροφο νοῦ, δύναμη ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν, ἐξέχουσα θέση μεταξὺ τοῦ λαοῦ. Εἰσάκουσέ με, εἰσάκουσέ με, βασίλισσα. Ἐνώπιόν σου προσέρχομαι μὲ θερμὲς ἱκεσίες λόγω ἐπιτακτικῆς ἀνάγκης. Κι ἐσὺ εἰσάκουσέ με μὲ εὐμένεια.
Εἶναι πολὺ σημαντική μᾶς λέγει ὁ Τάϊλορ σὲ αὐτὸν τὸν ὕμνο ἡ ἀναφορά στὰ κατορθώματα τῆς Ἀθηνᾶς σὲ σχέση μὲ τὴν ἀποκεφάλιση τῶν ἄγριων θηρίων μὲ πέλεκυν καὶ στόν Ὀρφικὸ ὕμνο τῆς Ἀθηνᾶς ἡ αναφορά περί γοργοφόνης.
Περὶ τοῦ προνομίου ποὺ ἀπέκτησεν ἡ Ἀθηνᾶ νὰ διατηρήση ἰδιαίτερον τὸν λόγον ἢ τὴν «νοερὰν καρδίαν τοῦ Διονύσου» κατὰ τοὺς Διονυσιακοὺς διαμελισμοὺς πρβ. Πρόκλ. ἐν Παρ. 11, 57, ἐν Κρατ. 115, ἐν Τιμ. 184 D, 200 C.
Μᾶλλον πρόκειται περὶ τῶν Γοργόνων. Εἰς τὸν 32 Ὕμν. τοῦ Ὀρφέως, στ. 8 καλεῖται ἡ θεὰ «Γοργοφόνος» (ὡς θανατώσασα τὴν Μέδουσαν - Γοργῶ). Τὸν μῦθον ἐπαναλαμβάνει ὁ Εὐριπίδης εἰς τὸν Ἴωνα V 990 κ. ἐφ. Κατά τινα ἄλλην παράδοσιν, ἡ Ἑκάτη ἐθεωρεῖτο ὡς σύζυγος τοῦ Φόρκυος τὸν ὁποῖον ἐθεώρουν ὡς πατέρα τῶν Γοργόνων. Ὥστε ἡ Ἑκάτη ἔπρεπε νὰ ἦτο ἡ μητέρα τῶν Γοργόνων. Ἀποκόπτουσα λοιπὸν ἡ Ἀθηνᾶ τὴν κεφαλὴν τῶν Γοργόνων, δῆλα δὴ ἀποκόπτουσα μέχρι τῆς ῥίζης των τὰ σπέρματα τὴς ἀναταραχῆς, τῶν φόβων, τῶν μεταμελειῶν καὶ τῶν ἰλίγγων ποὺ μᾶς προκαλεῖ ὁ ὑλικός-γήινος κόσμος, ἡ θριαμβεύουσα αὐτή θεὰ τῆς φωτισμένης γνώσεως, ἐξουδετερώνει πράγματι τὴν πηγὴν τοῦ ἄγχους καὶ τοῦ φόβου. Ἡ Ἑκάτη, πράγματι, ἀπό τινός πλευρᾶς, ἦτο ἡ θεὰ τῶν φαντασιώσεων, τοῦ τρόμου ἐκ τῶν φαντασμάτων. Βλ. Ὀρφικὸν ὕμνον εἰς Ἑκάτην.
Σύμφωνα μέ τά λεγόμενα τοῦ Τάϊλορ, δὲν ἀναφέρονται ἀπὸ κανέναν συγγραφέα· οὔτε μπόρεσε νὰ βρεῖ τὸ παραμικρὸ ἴχνος, εἴτε στὴν ἱστορία τῆς Ἀθηνᾶς ἢ τῆς Ἑκάτης στὶς ὁποῖες παραπέμπει. Ἐκ τούτου, μάλλον, μπορεῖ νὰ συναχθεῖ εὐλόγως τὸ συμπέρασμα ὅτι ἀνῆκε στὶς ἀπόκρυφες Ὀρφικὲς ἀφηγήσεις σχετικὰ μὲ τὶς θεές, ποὺ ἀπὸ λίγους ἀναφέρονται καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς δώσουν μία πιὸ ξεκάθαρη πληροφόρηση καθώς τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι δυστυχῶς χαμένα.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς Σεληνιακῆς σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Λικνίτης Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Θάλεια.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς Ἐρμειακῆς σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Σελινεὺς Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Εὐτέρπη.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς σφαίρας τῆς Ἀφροδίτης ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Λυσεὺς Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Ἐρατώ.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς Ἡλιακῆς σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Τριετηρικὸς Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Μελπομένη.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς σφαίρας τοῦ Ἄρεως ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Βασσαρεὺς Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Κλειώ.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς σφαίρας τοῦ Διὸς ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Σαβάζιος Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Τερψιχόρη
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς Κρόνιας σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Ἀμφιετεὺς Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Πολύμνια.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς Οὐρανίας 8η σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Περικιόνιος Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Οὐρανία.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς (πλανήτης) Γήινης σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Ἐρίβρομος Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Καλλιόπη.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς Γήινης σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Πλούτων Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Φερσεφόνη.
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς Ὑδάτινης σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Ὠκεάνιος Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Τυθὶς
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς Ἀέρινης σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Ἀστραπαῖος Ζεὺς Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Ἥρα
Μέσα στὴν ψυχὴ τῆς Πύρινης σφαίρας ἡ γνωστικὴ δύναμη εἶναι ὁ Φάνης Διόνυσος, ζωοποιοῦσα καὶ κυβερνῶσα τῆς σφαίρας εἶναι ἡ Αὔρα /Αὐρώρα.
Ἀπολλώνιος - Ἀριάδνη