31 March 2021

Ο Τσίπρας, ο Ερντογάν και το ειδύλλιο-σκάνδαλο

του Απόστολου Δοξιάδη, συγγραφέα

Η σκιά μιας ερωτικής ιστορίας πέφτει βαριά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις επί ΣΥΡΙΖΑ και στους χειρισμούς του Μαξίμου ειδικά στο θέμα των «Οκτώ». Πώς ο τότε Πρωθυπουργός κάλυψε πολιτικά τον ερωτικό δεσμό του Διπλωματικού Συμβούλου του, Βαγγέλη Καλπαδάκη, με την Φεϊζά Μπαρουτσού, στέλεχος της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα.

Αν οι κανόνες της γραφιστικής μού επέτρεπαν μακρύτερο, και άρα ακριβέστερο τίτλο, αυτός θα ήταν «Η φοβική ερντογανολατρεία του Τσίπρα και του περιβάλλοντός του, στο ζήτημα των τούρκων αντικαθεστωτικών στην Ελλάδα, και οι παράδοξες καταβολές της». Αυτό που με ενδιαφέρει να περιγράψω είναι η γένεση και η εξέλιξη της σχέσης του περιβάλλοντος Τσίπρα με τον διωγμό των τούρκων φυγάδων στην Ελλάδα, οι αιτίες της και οι καταστροφικές συνέπειές της για κάποιους συνανθρώπους μας, αλλά και για την εθνική μας αξιοπρέπεια. 

Τούρκοι πολίτες, που το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι ήταν αντίθετοι στον Ερντογάν, έπεσαν στην Ελλάδα θύματα «άνισης μάχης και αγώνα» –που λέει και το παλιό κομμουνιστικό πένθιμο εμβατήριο– με θύτη ένα καθεστώς που δημόσια μεν κήρυττε την εθνική ανεξαρτησία, και δήθεν πίστευε στον ανθρωπισμό, αλλά φέρθηκε παράνομα και απάνθρωπα σε ικέτες στα χώματά μας, ανθρώπους που ζητούσαν μόνο την ελευθερία τους.

Σε κάποιες, ελάχιστες περιπτώσεις, τους έσωσαν η κοινωνία των πολιτών και η ελληνική Δικαιοσύνη. Αλλά στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, θριάμβευσαν ο δόλος, η ιδιοτέλεια και εν τέλει η, εκ των αποτελεσμάτων, υποτέλεια των κυβερνητικών στην τουρκική πολιτική. 

Η θλιβερή και ταυτόχρονα εξοργιστική αυτή ιστορία έχει στο επίκεντρό της ένα συμβάν και δύο σχέσεις. Το συμβάν είναι η ουδέποτε ευθέως διαψευσθείσα υπόσχεση του Τσίπρα στον Ερντογάν, ότι θα επιστρέψει τους οκτώ τούρκους αξιωματικούς που κατέφυγαν στη χώρα μας στις 16 Ιουλίου 2016 με στρατιωτικό ελικόπτερο –το «τάξιμο» αυτό ήταν πολλαπλά μοιραίο συμβάν. 

Όσο για τις δυο σχέσεις, που συνδέονται μεταξύ τους με τη μεταβατική ιδιότητα (η σχέση Α επηρεάζει τη σχέση Β και η σχέση Β επηρεάζει τη σχέση Γ, άρα και η σχέση Α επηρεάζει της σχέση Γ) είναι, η πρώτη, η σχέση εμπιστοσύνης του Τσίπρα με τον Βαγγέλη Καλπαδάκη, νεαρό και άπειρο διπλωμάτη που όρισε διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, και η δεύτερη η συμβίωση του Καλπαδάκη με την τουρκάλα διπλωμάτη Feyza Barutçu (Φεϊζά Μπαρουτσού), που λίγο αφότου ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές και ο Καλπαδάκης ανέλαβε την υψηλή του θέση, μετετέθη (σύμπτωση;) από το υπουργείο Εξωτερικών στην Άγκυρα, σε ανώτατη θέση στην τουρκική πρεσβεία στην Αθήνα, επισήμως υπεύθυνη για τις πολιτικές υποθέσεις, αλλά και για τις «προσφυγικές ροές», με τη δεύτερη αρμοδιότητα σύντομα να αποκτά μακάβρια σημασία. Και, βέβαια, φτάνοντας στην Αθήνα, η Barutçu άρχισε να συζεί με τον εκλεκτό της καρδιάς της. 


H Φεϊζά Μπαρουτσού (με τα κόκκινα) σε εκδήλωση στην τουρκική πρεσβεία στην ΑΘήνα 

Θα αρχίσω από αυτή, τη δεύτερη σχέση. Ο έρωτας στην κοινωνία μας ευτυχώς είναι ελεύθερος και, φυσικά, αυτό ισχύει και για τους διπλωμάτες. Αλλά όταν κάποιος άνθρωπος, διπλωμάτης ή μη, κατέχει κρατική θέση ύψιστης διαβάθμισης και μέγιστης εθνικής ευαισθησίας σε μια χώρα –όπως είναι προφανώς αυτή του σύμβουλου του πρωθυπουργού για την εξωτερική πολιτική– απλούστατα δεν είναι δυνατόν να διατηρεί τόσο στενό δεσμό με ένα όργανο της κυβέρνησης μιας άλλης χώρας, χώρας μάλιστα με την οποία η σχέση της πρώτης είναι τόσο ευαίσθητη, επικίνδυνη και συχνότατα απειλητική, όσο της Τουρκίας με την Ελλάδα. 

Μπορούσε κάλλιστα ο Καλπαδάκης να βάλει πάνω από όλα τον έρωτά του για την Barutçu –παρεμπιπτόντως, αν το έκανε θα ανέβαινε αφάνταστα στην εκτίμησή μου ως άνθρωπος– και να αρνηθεί στον Τσίπρα την υψηλή του θέση, ζητώντας να πάει σε ένα πόστο σε μια άσχετη χώρα, στο Λουξεμβούργο ή το Καμερούν αδιάφορο· ή, πάλι, αν σαν ιψενικός ήρωας έβαζε το καθήκον πάνω από τον έρωτα, να διακόψει τη σχέση του με τη σύντροφό του για να πάει στο Μαξίμου. Το ότι δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι απλώς απαράδεκτο. 

Σε άλλη περίπτωση, θα λέγαμε «το καημένο το παλικάρι, ο έρωτας το τύφλωσε». Αλλά σε τέτοια εθνικά ευαίσθητη θέση, οι προσωπικές δικαιολογίες δεν έχουν εφαρμογή. Αυτό που έκαναν ο Τσίπρας και ο Καλπαδάκης δεν είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων –για όνομα του Θεού! Iσως το μεγαλύτερο διπλωματικό-πολιτικό σκάνδαλo του 20ού αιώνα αποκαλύφθηκε σε όλο του το μεγαλείο όταν, τον Ιούνιο του 1963, ο Τζoν Προφιούμο, ο τότε βρετανός υπουργός Αμυνας, παραδέχθηκε ότι είχε ερωτικό δεσμό με ένα κολ-γκερλ, την Κρίστιν Κίλερ, που είχε ταυτόχρονα εραστή και τον σοβιετικό στρατιωτικό ακόλουθο στο Λονδίνο. Ο Προφιούμο όχι απλώς παραιτήθηκε, αλλά μαζί του έπεσε και η κυβέρνηση, τερματίζοντας την πολιτική καριέρα του πανίσχυρου ως τότε πολιτικού, πρωθυπουργού Χάρολντ ΜακΜίλαν. 

Φανταστείτε τώρα –αυτή είναι η αναλογία με την κατάσταση Καλπαδάκη-Barutçu– αντί να είχαν κοινή φιλενάδα, ο Προφιούμο και ο σοβιετικός ναυτικός ακόλουθος να είχαν ερωτική σχέση, μεταξύ τους, και να συζούσαν. Αλλά βέβαια τότε δεν θα είχε γίνει σκάνδαλο. Γιατί, απλώς, σε αυτό το ενδεχόμενο, ο Προφιούμο δεν θα είχε τη θέση που είχε. Κι αυτό γιατί η σχέση του θα τον απέκλειε από κάθε δημόσιο αξίωμα. Αυτό, δηλαδή, σε μια χώρα που διατηρεί στοιχειωδώς τα λογικά της. Και όμως, αυτό συνέβη στην Ελλάδα του 2015: ο Έλληνας πρωθυπουργός διόρισε διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του έναν άνθρωπο που συζούσε με ανώτερη Τουρκάλα διπλωμάτη, με πολιτικά καθήκοντα. 

Όταν, το 2017, βρέθηκα στο Παρίσι για την υπόθεση των Οκτώ, συνάντησα τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, θρύλο του «Μάη του ’68» και σήμερα στενό φίλο και σύμβουλο του Μακρόν, και του ανέφερα τη σχέση Καλπαδάκη-Barutçu, νόμισε ότι τον δούλευα. Αλλά όταν, ύστερα από πολλή προσπάθεια, τον έπεισα ότι δεν το κορόιδευα και ότι η σχέση υπήρχε, σήκωσε τους ώμους, κούνησε το κεφάλι και σχολίασε: «Τι να πω; Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που ακούω μια περίπτωση επίσημου κατασκόπου». «Επίσημο κατάσκοπο» εννοούσε φυσικά την Barutçu. 

Είναι αφελής ή άπειρος διεθνούς πολιτικής ο Κον-Μπεντίτ; Δεν έχει δώσει τέτοια δείγματα. Είναι βασικό να το καταλάβουμε –γιατί μοιάζει να μην το έχουν καταλάβει πολλοί: από τη στιγμή που συμπίπτει η θέση του κ. Καλπαδάκη και η σχέση και η συμβίωσή του με ισχυρό πολιτικό παράγοντα της τουρκικής πρεσβείας, το πλεονέκτημα της αμφιβολίας για κάθε πιθανό ξεστράτισμα παύει να ισχύει, και γι’ αυτόν και για τον Τσίπρα. Σε κάθε επιζήμια πιθανή βλάβη στις διεθνείς μας σχέσεις και στην εθνική μας αξιοπρέπεια, που μπορεί να έγινε μέσω άτυπων ή «αθώων» συζητήσεων του ζεύγους, παύει να ισχύει το «μπορεί και να μην έγιναν». 

Εφ’ όσον υπήρχαν ταυτόχρονα η θέση και η σχέση, το «πιθανόν να έγιναν» πρέπει να θεωρείται δεδομένο, στη φύσει καχύποπτη και θεσμικά –και σωστά– παρανοϊκή λογική ενός συστήματος προστασίας της εθνικής ασφάλειας. Γι’ αυτό υπάρχουν οι διαβαθμίσεις και τα απόρρητα. Γι’ αυτό ελέγχονται διεξοδικά, διεθνώς, οι άνθρωποι που λαμβάνουν δημόσια αξιώματα, σε σχέση με το παρελθόν τους, το ποινικό μητρώο και τις σχέσεις τους, από τις υπηρεσίες ασφαλείας. Εν προκειμένω, το σκανδαλώδες γεγονός της σχέσης, ως προς την τοποθέτηση του κ. Καλπαδάκη, το κατάπιε ο πρωθυπουργός αμάσητο. 

Από εκεί και πέρα, κανένα επιχείρημα υπεράσπισής του για πιθανή επιρροή δεν ισχύει. Είναι δυνατόν να πιστέψει λογικός άνθρωπος ότι το ζεύγος δεν συζητούσε ποτέ πολιτικά; Είναι δυνατόν να πιστέψει λογικός άνθρωπος ότι ο κ. Καλπαδάκης, όπως κάθε εργαζόμενος, δεν έπαιρνε τα έγγραφα της δουλειάς του κάποτε στο σπίτι; Ή δεν άφηνε ποτέ το τηλέφωνο του αφύλαχτο; Ή μήπως πρέπει να πιστέψουμε στις αγνές προθέσεις της κ. Barutçu, που μονίμως έβαζε τον έρωτα πάνω από το καθήκον; Ως άνθρωπος, ευχαρίστως να το κάνω. Ως σχολιαστής της δημόσιας πολιτικής, αυτό μου απαγορεύεται. 

Πάντως, επειδή δεν καταφεύγω στις θεωρίες συνωμοσίας παρά μόνο αν δεν ευσταθεί για ένα γεγονός καμία άλλη εξήγηση, ψάχνοντας να βρω αιτία για την ταυτόχρονη ύπαρξη των δύο αυτών σχέσεων, την αποδίδω πρωτίστως σε γνωσιακά και πολιτισμικά ελλείμματα του τότε πρωθυπουργού. (Προφανώς και του κ. Καλπαδάκη, αλλά η μέγιστη ευθύνη είναι του πρώτου). Ο διορισμός στο Μαξίμου του Καλπαδάκη, ενώ είχε τη σχέση –που είχε– με την Barutçu, μου επιβεβαιώνει δηλαδή την άποψή μου ότι, εκτός από την κουτοπονηριά του, την καπατσοσύνη του στα εσωτερικά του κόμματός του, και το ταλέντο του να ξεγελάει τον κόσμο λέγοντας ξεδιάντροπα ψέματα, ο Τσίπρας δεν είναι πολύ έξυπνος. 

Επιπλέον, είναι αφελής, γεγονός που έχει ως αιτία, πέρα από πιθανή έμφυτη προδιάθεση και έλλειψη φυσικών χαρισμάτων νόησης και διάκρισης, την τραγική υστέρηση στην ευρύτερη παιδεία του, χάρη στην παραμονή του για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη γυάλινη σφαίρα της κομμουνιστικής θεωρίας και ιστοριογραφίας, ένα χρυσόψαρο στη γυάλα ενός παραμορφωμένου κοσμοειδώλου. 

Αλλά, πέρα από τον ίδιο τον Τσίπρα, το γεγονός ότι η σκανδαλώδης σχέση Καλπαδάκη-Barutçu, που έγινε δημόσια γνωστή από τον Δεκέμβριο του 2016, δεν προκάλεσε ποτέ γενική κατακραυγή, ούτε καν έγινε θέμα στον αντιπολιτευόμενο Τύπο και στις θεωρούμενες σοβαρές εφημερίδες –αντίθετα, το σκάνδαλο Προφιούμο το ξεσκέπασε πρώτη, με επιμονή, η εφημερίδα «Γκάρντιαν», ενώ το διερεύνησαν μετά η Σκότλαντ Γιαρντ και η αντικατασκοπεία, ΜΙ5– ότι δεν ξεσηκώθηκαν δηλαδή και οι πέτρες γι’ αυτή την κατάσταση, είναι μέτρο της εθνικής κατάντιας μας. 

Δείχνει το πόσο ανεπαρκής είναι ο Τύπος μας, αλλά και πόσο δραματικά εξαντλημένα είναι τα αντανακλαστικά μας, ως κοινωνίας, πόσο αδύναμοι είναι οι θεσμοί μας, επίσημοι και άτυποι, όπως και το πόσο τυφλές και τελικά ευνουχισμένες είναι οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ του τόπου. Εδώ δεν υπήρξε, για να το πω έτσι, «Γκάρντιαν», και όσο για τις αντίστοιχες Σκότλαντ Γιαρντ και ΜΙ5, δηλαδή την ΕΛΑΣ και την ΕΥΠ, αυτές λειτουργούσαν επί ΣΥΡΙΖΑ –όπως συχνά έχουν λειτουργήσει στην Ελλάδα– ως κομματικά ενεργούμενα. 

Επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ, τη σχέση Καλπαδάκη-Barutçu τη δημοσιοποίησε πρώτος, επισημαίνοντας το απαράδεκτό της, ο δημοσιογράφος Σταύρος Λυγερός και, ακολουθώντας την αποκάλυψη, την έθεσε στη Βουλή (εδώ) ο Ανδρέας Λοβέρδος. Αλλά οι επισημάνσεις τους πνίγηκαν αμέσως με την κατηγορία του «σεξισμού», επειδή, λέει, η Barutçu ήταν γυναίκα! Δηλαδή αν η Barutcu ήταν άνδρας, και ο Καλπαδάκης γυναίκα, δεν θα ήταν «σεξιστική» η καταγγελία; Προφανώς τα ίδια θα ακούγαμε. Αν δε η Barutçu ήταν άνδρας και αυτή, όπως και ο κ. Καλπαδάκης, και είχαν τον ίδιο δεσμό, ως γκέι, απλούστατα θα άλλαζε η κατηγορία: από τον «σεξισμό» θα κατηγορούνταν οι καταγγέλλοντες για «ομοφοβία» –λες και εκεί ήταν το θέμα. 

Ο Τζανακόπουλος, ως κυβερνητικός εκπρόσωπος τότε, με ύφος ηθικής απέχθειας, είπε ότι «ντρέπεται» για τον Λοβέρδο και την ερώτηση. Και έτσι έκλεισε το θέμα. Τύπος, πολιτικοί, δημόσιοι διανοούμενοι, απόλυτη σιγή. Κακόμοιρη Ελλάδα! Σε κάθε περίπτωση, η όποια επιρροή της σχέσης Καλπαδάκη-Barutçu στα πολιτικά μας πράγματα δεν είχε γίνει αισθητή στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –και μπορεί, λέω καλοπροαίρετα, τότε να μην υπήρχε, αν και όλοι μας γνωρίζουμε εκ πείρας το πόσα μυστικά μοιράζονται τα ζευγάρια, εκτός δουλειάς, με την ασφάλεια του θρυλούμενου απόρρητου της συζυγικής εστίας. 

Άλλωστε, κάποιοι τότε συνάδελφοι τής Barutçu στην τουρκική πρεσβεία, σήμερα φυγάδες στη Δύση, την περιγράφουν κατά την περίοδο ως τον Ιούλιο του 2016 ως «φιλελεύθερη και με απόψεις μοντέρνες, όχι συντηρητική ή θρησκόληπτη». Έστω ότι ήταν έτσι –ή εμφανιζόταν έτσι. Αλλά οι πολιτικές και κοινωνικές απόψεις της Barutçu άλλαξαν, όπως και δεκάδων χιλιάδων άλλων τούρκων κρατικών λειτουργών, αμέσως μετά τη 15η Ιουλίου εκείνου του χρόνου, όταν έγινε η φερόμενη ως «απόπειρα πραξικοπήματος των γκιουλενιστών», όπως τη θέλει η προπαγάνδα του Ερντογάν. 

Δυο λόγια επ’ αυτού πριν συνεχίσω: το ότι ο Φετουλάχ Γκιουλέν και η οργάνωσή του δεν είχαν καμία σχέση με ό,τι έγινε εκείνο το βράδυ στην Τουρκία, είναι πια ευρύτατα αποδεκτό στη Δύση, με πρώτο να το ανακοινώνει επίσημα, προ ετών, από έρευνές του, ο διευθυντής των Γερμανικών Μυστικών Υπηρεσιών. Και όσο για το αν όντως έγινε εκείνο το βράδυ κάποια μικρή στρατιωτική κίνηση κατά του καθεστώτος Ερντογάν –ο ίδιος σε καμία στιγμή δεν κινδύνευσε, όντας από πολλές ώρες πριν ενήμερος και απομονωμένος– υπάρχουν πλέον σοβαρότατες αμφιβολίες. 

Ήδη, πολλοί σοβαροί πολιτικοί αναλυτές αλλά και πολιτικοί στη Δύση αποκαλούν το γεγονός «ψευδο-πραξικόπημα», ενώ δεν υπάρχει κανείς σχεδόν που να δέχεται την εκδοχή που κατασκεύασαν ο Ερντογάν και η ΜΙΤ, η μυστική υπηρεσία του, σχετικά με αυτό. Ακόμα μεγαλύτερες αμφιβολίες, βάσει της αρχής τού «δες ποιος ωφελείται από το έγκλημα», δημιουργεί η δήλωση του Ερντογάν, λίγες ημέρες μετά, ότι το φερόμενο ως πραξικόπημα ήταν «δώρο Θεού». Κι αυτό, βέβαια, γιατί του έδωσε την ευκαιρία να εξαπολύσει εκτενέστατο και αιματηρό διωγμό κατά των πολιτικών αντιπάλων του, κι έτσι να μετατρέψει το καθεστώς του από ημι-αυταρχικό σε δικτατορία, με κάποια ψευτοφτιασίδια δημοκρατίας. Μαζί δηλαδή με «δώρο Θεού», το φερόμενο ως πραξικόπημα ήταν μια καλοστημένη προβοκάτσια. 

Αυτά φυσικά δεν είναι δικές μου εικασίες, ούτε και είναι δική μου η άποψη για την πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Τουρκία. Το Freedom House, που παράγει τον πιο έγκυρο δείκτη δημοκρατικότητας των καθεστώτων του κόσμου, με άριστα το 100 (αυτό παίρνουν μόνο η Φινλανδία, η Σουηδία και η Νορβηγία) δίνει στην Τουρκία 30 –κάτω απ’ τη βάση δηλαδή– και την χαρακτηρίζει «ανελεύθερη», βάζοντας τη στην τελευταία βαθμίδα της κατάταξής της, μαζί με τη Σομαλία, τη Βόρεια Κορέα, το Καζακστάν, την Ιορδανία και άλλες χώρες στις οποίες κανείς μας δεν θα ήθελε να ζει. 

Όμως ο τουρκικός κρατικός μηχανισμός δεν ασπάστηκε την αξιολόγηση του Freedom House. Οι τούρκοι αξιωματούχοι που βρίσκονταν εκείνη τη μοιραία μέρα στην Τουρκία –εκτός από τις δεκάδες χιλιάδες που συνελήφθησαν αμέσως, ως «γκιουλενιστές», «τρομοκράτες», «δολοφόνοι» κ.λπ.– εντάχθηκαν, από δική τους επιλογή, ο καθένας σε μία από τρεις κατηγορίες. 

Αυτό παρεμπιπτόντως συμβαίνει ιστορικά σε όλες τις δικτατορίες και τα απολυταρχικά καθεστώτα. Το ξέρουμε από μελέτες καθεστώτων ακροδεξιού και ακροαριστερού ολοκληρωτισμού, και το ζήσαμε σε μικροκλίμακα και στη δική μας δικτατορία 1967-1974: όσοι δημόσιοι λειτουργοί ή άλλοι που έχουν συναλλαγές με το κράτος είναι εκτός φυλακής ή σε αυτοεξορία, χωρίζονται αμέσως μετά την επιβολή μιας δικτατορίας σε τρεις κατηγορίες. 
  • Η πρώτη, που πάντα αντιπροσωπεύει ελάχιστο ποσοστό, είναι αυτή των αντιστασιακών, εκ των οποίων σήμερα μέσα στην Τουρκία υπάρχουν ελαχιστότατοι (εκτός φυλακής) καθώς η άγρια καταστολή δεν επιτρέπει αντίσταση παρά μόνο σε ήρωες –και οι ήρωες είναι πάντα ελάχιστοι. 
  • Η δεύτερη κατηγορία, που αντιπροσωπεύει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις το μέγιστο ποσοστό, είναι των ανθρώπων τού «εγώ κοιτάω τη δουλειά μου», του «σιγά μην μπλέξω», δηλαδή όσων συνεχίζουν να επιτελούν τα καθήκοντά τους, πολλοί παρά τις εσωτερικές ενστάσεις τους στο καθεστώς. Το είδαμε και στη δική μας δικτατορία: ο μέγιστος αριθμός δημόσιων λειτουργών δεν ήταν «χουντικοί» με την πλήρη σημασία της λέξης, όπως δεν ήταν ούτε το μέγιστο ποσοστό των αξιωματικών. Ούτε και οι περισσότεροι αστυνομικοί ήταν βασανιστές. 
  • Οι βασανιστές και οι καταδότες ανήκουν σε τέτοιες περιπτώσεις στην τρίτη κατηγορία. Εκεί εντάσσονται αυτοί που, είτε από δικαιολογία ή από συμφέρον, υπηρετούν με φανατισμό το καθεστώς. 
Η περίοδος που έγινε το αντίστοιχο ξεκαθάρισμα στο προσωπικό της τουρκικής αντιπροσωπείας στην Ελλάδα κράτησε λίγες ημέρες. Έχουμε αρκετά καλή εικόνα τού τι συνέβη τότε, από διπλωμάτες, υπαλλήλους και αξιωματικούς, σε θέσεις του ΝΑΤΟ, σήμερα φυγάδες στη Δύση. Το βράδυ του πραξικοπήματος, συγκεκριμένα, ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας, τότε Αντιπλοίαρχος Halis Tunç, είχε επικοινωνία μέσω Whatsapp με την Barutçu, περίπου στις 11 μ.μ., ως ακολούθως: 

Barutçu: Κύριε Πλοίαρχε, τι φασαρίες κάνουν οι δικοί σας (οι ένοπλες δυνάμεις); 
Tunç: Το Γενικό Επιτελείο έκανε πραξικόπημα. 
Barutçu: Τι είδους πραξικόπημα; Ο Πρόεδρος, ο Πρωθυπουργός, έχουν αντιδράσει; 
Tunç: Μόνο αυτό ξέρω. 
Barutçu: Να με ενημερώσετε αν έχετε πρόσθετες πληροφορίες. 

Hδη, από το γεγονός ότι την επικοινωνία αυτή με τον στρατιωτικό ακόλουθο την έκανε η Barutçu –κανονικά θα ήταν ρόλος του πρέσβη, ή έστω του πρώτου γραμματέα– έχουμε μια ένδειξη ότι από τις πρώτες στιγμές εκείνη ήταν που έδρασε ως ο πολιτικός προστάτης στην πρεσβεία της καθεστωτικής ορθοδοξίας. 

Την επόμενη ημέρα, 16 Ιουλίου 2016, συνέβη το καθοριστικότερο γεγονός στην ιστορία που αφηγούμαι. Αργά το πρωί, οκτώ τούρκοι αξιωματικοί προσγειώθηκαν με ελικόπτερο στην Αλεξανδρούπολη, ζητώντας άσυλο από την Ελλάδα. Λίγες ώρες αργότερα, ο Τσίπρας υποσχέθηκε στον Ερντογάν ότι «θα σου τους στείλω πίσω σε δύο βδομάδες το πολύ», κατά τη διατύπωση που μετέφερε ο ίδιος ο Ερντογάν. 

Οι οκτώ τούρκοι αξιωματικοί προσάγονται στον Άρειο Πάγο, τον Ιανουάριο του 2017

Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, και για τον ίδιο τον Τσίπρα και για τη χώρα. Και εδώ αρχίζει η μεγάλη σημασία του ζεύγους, με την Βarutçu να έχει περάσει πλέον ενεργά στη θέση του φανατικού υποστηρικτή του καθεστώτος Ερντογάν, δηλαδή στην τρίτη κατηγορία. Δεν ξέρω τι έσπρωξε αυτή την ως τότε «φιλελεύθερη» προς αυτή την κατεύθυνση. Πιθανώς επηρεάστηκε από τις καταβολές της: ο πατέρας της, τότε ανώτερος αξιωματικός, θεωρείται άνθρωπος με επαφές με το βαθύ κράτος, που τάχθηκε τότε με τον Ερντογάν, όπως μαρτυρεί και η μετέπειτα σταδιοδρομία του, ως ανώτατου στελέχους αμυντικής βιομηχανίας φίλιας στο καθεστώς, σήμερα. 

Πιθανώς να επηρέασε την Barutçu και η θέση της, η φιλοδοξία της ή και ο έρωτάς της. Αλλά τίποτε από αυτά δεν την καθιστά τραγική ηρωίδα ή θύμα των περιστάσεων, αφού όντας στην Ελλάδα, είχε την ελεύθερη επιλογή να εγκαταλείψει τη θέση της, όπως έκαναν τις πρώτες ημέρες πολλοί συνάδελφοί της, που χρησιμοποίησαν τα διαβατήριά τους για να διαφύγουν στη Δύση. Αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα, από την επόμενη μέρα του φερόμενου ως πραξικοπήματος, πέρασε στη σκληρή γραμμή ταύτισης με το νέο καθεστώς. Γνωρίζουμε μάλιστα από μαρτυρίες ότι, μεταξύ άλλων, πήγαινε στα σπίτια στην Αθήνα των συναδέλφων της που διέφευγαν στη Δύση, για να τα ψάξει. Φυσικά, αυτό δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα ενός διπλωμάτη, αλλά ενός ασφαλίτη. 

Oσο για το κύριο συμβάν, ότι ο Τσίπρας «έταξε» τους Οκτώ στον Ερντογάν, είναι εντελώς βέβαιο. Η βούληση έχει ομολογηθεί άλλωστε δημόσια, επανειλημμένως και από αρκετούς –χώρια από τη συχνά επαναλαμβανόμενη μαρτυρία του Ερντογάν, που ο Τσίπρας ποτέ δεν διέψευσε. Η εντυπωσιακότερη δημόσια ομολογία από ανώτατο στέλεχος είναι του τότε αρχηγού ΓΕΕΘΑ, Αποστολάκη που, ως γνωστόν, σε πρόσφατη συνέντευξή του, σπιλώνοντας μια κατά τη γνώμη μου λαμπρή στρατιωτική καριέρα –ομολογώ ότι ως τότε τον εκτιμούσα ιδιαίτερα– δήλωσε ότι «προσπαθήσαμε να τους στείλουμε πίσω» τις πρώτες ώρες. Αλλά δεν τα κατάφεραν, λέει, «γιατί μπλέχτηκε μετά η Δικαιοσύνη». 

Εδώ, βέβαια, κάνει λάθος: η Δικαιοσύνη μπλέχτηκε μέρες αργότερα. Τις πρώτες ώρες, ο κύριος λόγος που σώθηκαν οι Οκτώ από τη βούληση του Τσίπρα και του Ερντογάν– ήταν η τεράστια τηλεοπτική-ειδησεογραφική κάλυψη του θέματος, λόγω του άκρως φωτογενούς θεάματος ενός τουρκικού ελικοπτέρου με φυγάδες σε ένα διεθνές αεροδρόμιο. Αυτή η δημοσιότητα κατέστησε αδύνατη μια κρυφή αποπομπή. Αλλά δεν εμπόδισε το κράτος να κάνει άλλα, στα κρυφά. Φρικτή εντύπωση προκαλεί το γεγονός –δεν έχει γίνει ως τώρα γνωστό– ότι στην πρώτη ανάκριση από την ΕΥΠ των Οκτώ, λίγες ώρες αφού προσγειώθηκαν, παρίσταντο και δύο τούρκοι αξιωματούχοι, στους οποίους οι Έλληνες ομόλογοί τους έδιναν δικαίωμα να ανακρίνουν τους αξιωματικούς, λες και ήταν ίσα κι όμοια με εμάς. 

Και κατά μεταγενέστερη μαρτυρία του Halis Tunç, που από την τότε θέση του είχε τυπικά πρώτος το καθήκον να ζητήσει να επιστραφούν οι Οκτώ, ξέρουμε ότι συνεννοήθηκε με τους Έλληνες αξιωματούχους να έρθει στην Αλεξανδρούπολη τουρκικό ελικόπτερο με δύο πληρώματα και φρουρά από τη στρατιωτική αστυνομία. Το ένα πλήρωμα θα επέστρεφε το ελικόπτερο που είχε έρθει με τους Οκτώ, ενώ με το άλλο, και με φύλακες τους στρατονόμους, θα επιστρέφονταν οι Οκτώ, δεσμώτες. Έτσι του είχαν πει. Όμως με τη δημοσιότητα που πήρε σε λίγη ώρα η υπόθεση, το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε. 

Ο ίδιος ο Τσίπρας δεν διέψευσε ποτέ ευθέως το «τάξιμο» των Οκτώ, ενώ ο Ερντογάν, σε κάθε ευκαιρία, του το θύμιζε δημόσια. Αλλά για την αλήθεια του «ταξίματος» υπάρχουν πολλές άλλες πηγές, άλλες δημόσιες και άλλες ιδιωτικές. Προσωπικά, μου το έχει επιβεβαιώσει ανώτατος πολιτειακός παράγοντας, παρουσία μάλιστα μάρτυρα, λέγοντας μου ότι την πράξη του την παραδέχτηκε στον ίδιο ο Τσίπρας. 

Φυσικά, ο Τσίπρας δεν είχε κανένα δικαίωμα να υποσχεθεί την επιστροφή κανενός στον Ερντογάν. Σε μια δημοκρατική χώρα, αυτά τα αποφασίζουν μόνο τα δικαστήρια. Η υπόσχεσή του παρέβαινε το Σύνταγμα, τη διάκριση εξουσιών, και τους νόμους –αφήνω πια τις ανθρώπινες αξίες και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. 

Αλλά και πάλι, δεν θα καταφύγω σε συνωμοσίες ή κατηγορίες περί προδοτών, δωσίλογων κ.λπ. Θεωρώ ότι ο Τσίπρας, στο θέμα των Οκτώ, έδρασε υποκινούμενος αφ’ ενός από τη φοβία που του ενέπνεε το περιβάλλον του, για τις πιθανές συνέπειες της άρνησης –σε αυτό θα επανέλθω– αλλά επιπλέον, «έταξε» πιθανώς και από εν μέρει συγγνωστή άγνοια των νόμιμων δικαιωμάτων του αλλά και ασύγγνωστη αμέλεια, να μην ενημερωθεί γι’ αυτά, πριν δώσει μια τόσο σημαντική υπόσχεση. 

Μετά, ο Ερντογάν έδεσε κόμπο τον λόγο του Τσίπρα, και με ήθη ανατολίτικα, θεώρησε ασυγχώρητο παράπτωμα την αθέτησή του. Αλλά το θέμα είχε πια πάει στη Δικαιοσύνη, οπότε και η Άγκυρα έκανε επίσημο αίτημα έκδοσής των Οκτώ. Η κυβέρνηση και το κράτος μας είχαν φερθεί στο ζήτημα άθλια από την αρχή, και συνέχισαν. Τους Οκτώ τους είχαν πρώτα σε έναν στενό κελί στην Αλεξανδρούπολη, και κατόπιν σε ένα ημιυπόγειο κρατητήριο στην Αττική –το επισκέφθηκα αρκετές φορές– σε έναν χώρο σιδερόφρακτο, με ελάχιστο φυσικό φως, οκτώ ανθρώπους σε 20 τετραγωνικά μέτρα, με μισή ώρα προαυλισμού την ημέρα, σε ένα σιδερόφρακτο στενό διάδρομο. Εκεί τους κράτησε το ανθρωπιστικό καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ πάνω από δυο χρόνια. 

Ο Τσίπρας ήξερε πια ότι μόνο μέσω δικαστηρίων μπορούσε να φανεί πιστός στην υπόσχεσή του στον Ερντογάν να επιστρέψει τους Οκτώ. Από ό,τι μου έλεγαν τότε όλοι οι νομομαθείς φίλοι, το ότι δεν εκδίδεις ανθρώπους σε ένα καθεστώς κατάργησης του κράτους δικαίου, όπως είχε διαμορφωθεί σαφώς το τουρκικό, ήταν «στις γνώσεις πρωτοετούς της Νομικής». 

Και όμως, εκείνο τον Νοέμβριο –για κάποιον λόγο οι Οκτώ είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες, και δικάζονταν χωριστά– η πρώτη σύνθεση του Εφετείου δέχθηκε το αίτημα της Άγκυρας για την έκδοσή τους, και ενώ οι άλλες δύο το απέρριψαν, αμέσως άσκησε έφεση κατά της απόφασης ο Εισαγγελέας Εφετών. Προφανώς, το θέμα είχε ξεπεράσει τις γνώσεις του πρωτοετούς της Νομικής και είχε γίνει πολιτικό –ως μη όφειλε. 

Οπότε το θέμα παραπέμφθηκε να κριθεί στον Άρειο Πάγο. Και πρόεδρος του Αρείου Πάγου ήταν τότε η Βασιλική Θάνου, τοποθετημένη σε αυτή τη θέση από την κυβέρνηση Τσίπρα. Οι στενές σχέσεις της Θάνου με τον Τσίπρα ήταν από τότε ευρύτερα γνωστές, και επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά αργότερα, όταν μετά τη συνταξιοδότησή της ανέλαβε σύμβουλός του στο Μαξίμου. Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι το κλίμα τρόμου που είχε προσπαθήσει προκαταβολικά αλλά και κατά τη διάρκεια των διασκέψεών της να μεταφέρει στους αρεοπαγίτες που θα δίκαζαν την υπόθεση των Οκτώ. 

Η απώτατη πηγή της τρομοκρατίας αυτής βρίσκεται στο περιβάλλον του Μαξίμου, που διαβουλευόταν και αποφάσιζε για τα θέματα αυτά. Και στο οποίο βέβαια καθοριστικός παράγων ήταν ο κ. Καλπαδάκης. Αυτό, με τη σειρά του μεταδιδόταν στον αλήστου μνήμης Κοντονή και τη Θάνου. Το μήνυμα του Μαξίμου, που προφανώς κάπως –πώς άραγε;– μας είχε διαμηνυθεί από την Τουρκία, ήταν «εκδώστε τους για το καλό σας, γιατί αλλιώς αλίμονο στην Ελλάδα, μαύρο φίδι που σας έφαγε!». 

Το μήνυμα αυτό το Μαξίμου το διέδιδε, τάχα εμπιστευτικά, προς όλες τις κατευθύνσεις, δημοσιογράφους, πολιτικούς άλλων παρατάξεων, παράγοντες του δημόσιου βίου. Και πολλοί το έχαφταν, αμάσητο. Οι οκτώ τούρκοι αξιωματικοί προσάγονται στον Άρειο Πάγο, τον Ιανουάριο του 2017 (Intimenews) Στην περίοδο που χώριζε τις δίκες του Εφετείου από του Αρείου Πάγου, κάπου ενάμιση μήνα, κάποιοι ενεργοί πολίτες βαλθήκαμε να κάνουμε το ζήτημα των Οκτώ πρώτο θέμα στην επικαιρότητα, και επίσης να το βάλουμε στη διεθνή αρθρογραφία. 

Ο στόχος ήταν συγκεκριμένος: γνωρίζοντας τις απειλές που διέρρεε το περιβάλλον Τσίπρα στον Άρειο Πάγο, θέλαμε να αντιτάξουμε στην πίεση της προπαγάνδας ένα δημόσιο τείχος πίστης στο Σύνταγμα, στη διάκριση των εξουσιών και στον νόμο, με αυτό τον τρόπο δείχνοντάς ότι η κοινωνία των πολιτών στηρίζει τις δημοκρατικές και ευρωπαϊκές αξίες, έτσι βάζοντας έναν αντίβαρο δημοκρατικής και εθνικής υπερηφάνειας στον τρόμο. Επίσης, με την αρθρογραφία και τις παρεμβάσεις μας, αποδομούσαμε τις κινδυνολογίες που πήγαζαν από το Μαξίμου. 

Τις κινδυνολογίες οι άνθρωποι του Μαξίμου όμως τις πίστευαν. Αυτό μπορώ να το μαρτυρήσω εξ ιδίας πείρας. Τις τελευταίες ημέρες πριν εκδοθεί η απόφαση του Αρείου Πάγου, όταν άκουγα από έγκυρες πηγές ότι η Θάνου βυσσοδομούσε, ενσπείροντας πανικό στους δικαστές που συσκέπτονταν για την υπόθεση, έκανα συναντήσεις με δύο, ως τότε προσωπικά άγνωστά μου, ανώτατα στελέχη του καθεστώτος ΣΥΡΙΖΑ –για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου. Τις επεδίωξα εγώ, και με δέχθηκαν αμφότεροι αμέσως, προφανώς περίεργοι να μάθουν τις απόψεις μου ή ίσως ελπίζοντας σε κάτι να με επηρεάσουν. 

Ο δικός μου σκοπός ήταν, για να το πω απλά, να τους ξεκαθαρίσω τις προθέσεις μου. Ήθελα να τους επισημάνω ότι έτσι και συνεχίσουν να πιέζουν τη Δικαιοσύνη, ο αγώνας που είχαμε κάνει για να σώσουμε τους Οκτώ στην ελληνική δημόσια σφαίρα θα μεταφερόταν στη διεθνή, με αποδείξεις για τις παρεμβάσεις τους. Ήμουν τυπικά ευγενής αλλά εμφανώς θυμωμένος –ομολογώ ότι ήμουν και σε μεγάλη νευρική ένταση και αγωνία εκείνες τις ημέρες, και πρέπει να φαινόταν. Καθώς ήταν γνωστός ο ρόλος μου στην τεράστια κινητοποίηση για τους Οκτώ, όπως και η εκτενής αρθρογραφία μου, σε ελληνικά μέσα αλλά και σε μεγάλες ξένες εφημερίδες, τα δυο στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ με άκουσαν με προσοχή –έτσι κι αλλιώς, οι πολιτικοί πάνω από όλα τη δημοσιότητα λογαριάζουν. 

Οι δύο ήταν άλλου χαρακτήρος και είχαν τελείως άλλη αντιμετώπιση. Ο πρώτος, κάπως ηλικιωμένος, ήταν γλυκύτατος, με κράτησε δύο ώρες στο γραφείο του, προτείνοντάς μου ενδιάμεσα, καφεδάκια, κουλουράκια και μετά ουζάκια και λουκανικάκια, που ευγενώς αρνιόμουν, και δίνοντάς μου χαζοχαρούμενες διαβεβαιώσεις του τύπου «μα ο Αλέξης είναι καλό παιδί, πιστεύει στα ανθρώπινα δικαιώματα», «αποκλείεται να θέλει να τους εκδώσει», «αποκλείεται να μίλησε στη Θάνου», και άλλα τέτοια. 

Ο δεύτερος δεν ήταν άλλος από τον κ. Καλπαδάκη. Το κλίμα ήταν εδώ τελείως διαφορετικό. Πάλι τυπικά ευγενικό, αλλά οι ματιές μας τώρα έβγαζαν φωτιές. Σε αυτόν διατύπωσα τις προειδοποιήσεις μου όσο γίνεται πιο απόλυτα: «Αν τους δώσετε πίσω, παραβαίνοντας κάθε αρχή ανθρωπισμού, ηθικής και νομιμότητας, σας διαβεβαιώ ότι θα κάνω σκοπό της ζωής μου να σας ξεφτιλίσω σε όλο τον πλανήτη!». Τα λόγια μου ακούγονται ίσως φαιδρά σήμερα –στο κάτω-κάτω, ποιος ήμουν εγώ να απειλώ μια κυβέρνηση με τέτοια τρομερά πράγματα;– αλλά στη στιγμή και στον τόνο που λέγονταν έβλεπα ότι έπιαναν τόπο. 

Ο κ. Καλπαδάκης ήξερε άλλωστε, όπως μου είπε, ότι όλη τη δημοσιότητα για τη σωτηρία των Οκτώ, που περιλάμβανε ήδη και τον ξένο Τύπο αλλά και προειδοποιήσεις προς την Ελλάδα διεθνών πολιτικών οργανισμών, την είχα ξεκινήσει εγώ. Αλλά αφού είχε διαπιστώσει το κίνητρό μου να τον συναντήσω, σε κάποια στιγμή, προς μεγάλη μου κατάπληξη ομολογώ, σε τόνο σχεδόν παρακλητικό, άρχισε να προσπαθεί να με πείσει ότι αν οι Οκτώ δεν εκδίδονταν, ο «Ερντογάν θα θυμώσει πάρα πολύ». «Ε, ας θυμώσει», του είπα εγώ. «Δεν είναι έτσι απλό», συνέχισε, κουνώντας το κεφάλι σοβαρά. «Ο θυμός του θα έχει τρομερές συνέπειες». Και πες, πες, κατέληξε να μου πει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι αν δεν εκδώσουμε τους Οκτώ θα γίνει πόλεμος. Εγώ έμεινα άφωνος. «Μα το πιστεύετε σοβαρά αυτό;», ρώτησα. «Ναι, και έχουμε έγκυρες πληροφορίες. Και σας παρακαλώ να το πιστέψετε και εσείς». (Οι έγκυρες πληροφορίες σίγουρα περιλάμβαναν και την κυρία Barutçu.) 

Η παράκλησή του πάντως δεν είχε αποτέλεσμα, και χωρίσαμε, με εκείνον να μου λέει ότι θα μεταφέρει τα λεγόμενά μου στον Τσίπρα, και εμένα να του λέω ότι ήμουν στη διάθεσή του αν ήθελε να μου μεταφέρει κάποιο σχόλιο ή ερώτηση. Δεν επικοινώνησε ξανά. Με τον κ. Καλπαδάκη είχα όμως και μια δεύτερη συνάντηση, αυτή μάλιστα με παρόντα, μαζί μου, έναν διακεκριμένο πολίτη, επιστήμονα και δημόσιο διανοούμενο. Αυτή έγινε δύο χρόνια μετά την πρώτη, όταν, ύστερα από τις επίμονες προσπάθειες των υπουργών Μετανάστευσης, διαδοχικά, Μουζάλα και Βίτσα, να ακυρώσουν με παρεμβάσεις τους τις αποφάσεις απονομής ασύλου στους Οκτώ, που είχαν εκδώσει οι αρμόδιες επιτροπές, η υπόθεσή τους κερδήθηκε θριαμβευτικά στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με ομόφωνη απόφαση. 

Όμως, ο στενός φίλος των αδελφών Τζανακόπουλων, Μάρκος Καραβίας, που είχε στο μεταξύ διορισθεί, ως πρωθυπουργικός εκλεκτός, επικεφαλής της Υπηρεσίας Ασύλου, αρνιόταν να τους χορηγήσει το άσυλο. Δηλαδή, με κοτζάμ Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας να το έχει αποφασίσει ομόφωνα, αυτός προτιμούσε να υπακούει τις εντολές του Μαξίμου. Είδαμε λοιπόν τον κ. Καλπαδάκη, μαζί με τον διακεκριμένο πολίτη που ανέφερα, για να διαμαρτυρηθούμε. Αλλά εκείνος μας ειρωνευόταν, με «αααα, ξέρετε πόσες άλλες χιλιάδες αιτήσεις ασύλου έχουν προτεραιότητα», και διάφορα παρόμοια. Και όταν του είπα ότι από όσο ήξερα καμία από αυτές τις άλλες δεν είχε πίσω της ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και ότι υπήρχαν και ένδικα μέσα για να τους πιέσουμε, εκείνος απάντησε, με αντίστοιχο τόνο, «ααα, ξέρετε τι φοβερό πράγμα είναι η γραφειοκρατία;». 

Τον ρώτησα να μου πει ειλικρινά, γιατί αυτά τα καραγκιοζιλίκια, και τι στην ευχή του Θεού φοβόταν αν δινόταν το άσυλο στους Οκτώ, απλώς υπακούοντας το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας. Και, πες, πες, ξαναφτάσαμε στη μαγική λέξη: «Πόλεμος». Δεν πίστευα στα αυτιά μου. «Πάλι πόλεμος;», του είπα. «Και με τον Άρειο Πάγο μού λέγατε ότι θα γίνει πόλεμος, αν δεν εκδοθούν οι Οκτώ, και δεν έγινε». «Ναι », μου είπε ο δαίμων αυτός της διπλωματίας. «Αλλά δεν ξέρετε τι αγώνα δώσαμε εμείς για να μη γίνει!». 

Δεν άντεξα να συγκρατήσω τα γέλια μου, καθώς τον φαντάστηκα, μαζί με τον Τσίπρα, αντιμέτωπους με τον στρατηλάτη Ερντογάν επικεφαλής των ετοιμοπόλεμων στρατευμάτων του, να τον πείθουν να κάνει όπισθεν. Στην προηγούμενη συνάντησή μας είχα καταλήξει ότι ο άνθρωπος αυτός, που υπό το καθεστώς τρόμου που του είχε εμπνεύσει η τουρκική πολιτική ηγεσία, ότι τάχα θα μας επιτεθούν αν δεν εκδώσουμε ή δώσουμε άσυλο στους Οκτώ, ήταν αφελής σε βαθμό ανοησίας. Τη δεύτερη φορά όμως, όταν άκουσα ότι περίμενε να πιστέψω ότι δεν έγινε πόλεμος χάρη στις προσπάθειές «τους», κατάλαβα ότι πρέπει να θεωρεί ανόητο και εμένα. 

Αυτό μου το επιβεβαίωσε στο τέλος της συνάντησης, όταν μείναμε ένα λεπτό οι δυο μας, στην πόρτα του γραφείου του, και ο κ. Καλπαδάκης μου είπε κατ’ ιδίαν ότι έχει από μένα ένα παράπονο. Τον ρώτησα ποιο ήταν και μου είπε ότι ανέμειξα την προσωπική του ζωή στην πολιτική –αυτό, καθώς είχα ήδη σχολιάσει δημόσια τη σχέση του με την κ. Barutçu. Του είπα ότι, να με συμπαθάει, αλλά η σχέση αυτή, εφ’ όσον εκείνος κατείχε τη θέση που κατείχε, δεν ήταν θέμα προσωπικής ζωής, αλλά εθνικής ασφάλειας. Και τότε μου είπε το αμίμητο: «Οι αρμόδιες υπηρεσίες (η ΕΥΠ του Ρουμπάτη υποθέτω εννοούσε) ενημερώθηκαν και δεν βρήκαν στο γεγονός της σχέσης τίποτε το επιλήψιμο». Του είπα ότι η σχέση όντως δεν ήταν επιλήψιμη: απαγορευτική ήταν η συνύπαρξη της σχέσης και της θέσης του στο Μαξίμου. «Οι αρμόδιες υπηρεσίες θεώρησαν ότι δεν ήταν», μου είπε. Αυτή τη φορά δεν γέλασα. Για κλάματα ήταν το θέμα –με δάκρυα οργής για τα χάλια μας. 

Σε κάθε περίπτωση, το κακό που δεν κατάφερε να κάνει η παρέα του Μαξίμου στους Οκτώ, χάρη σε κάποια ενεργά μέλη της κοινωνίας των πολιτών, τους ανιδιοτελείς και άξιους δικηγόρους τους και τους υψηλόφρονες δικαστές μας, ξέσπασε εναντίον εκατοντάδων άλλων αθώων ανθρώπων, που οι υποθέσεις τους δεν είχαν δυστυχώς τη δημοσιότητα των Οκτώ. Στα σκοτεινά έφταναν στην Ελλάδα, φυγάδες από τον Ερντογάν, και στα σκοτεινά, διώχνονταν, βάρβαρα και απάνθρωπα, και παραδίνονταν στα χέρια των δεσμωτών τους. 

Βλέπετε, μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, η παρέα του Μαξίμου ήταν πλέον σε απόλυτο πανικό, αφού ο Ερντογάν έπνεε μένεα εναντίον του Τσίπρα, που τον «είχε γελάσει» με τους Οκτώ. Από την πλευρά του βέβαια, και με τα μυαλά του, επί προσωπικού ο Ερντογάν είχε δίκιο: ο Τσίπρας είχε κατ΄ αυτόν αθετήσει τον λόγο του. Και αντιδρώντας στην οργή του Ερντογάν, εικάζω υπερενισχυμένη από το ηχείο της κυρίας Barutcu, οι «τσιπραίοι» υπερέβαλλαν εαυτόν, να δείξουν με κάθε τρόπο στον Ερντογάν ότι το μήνυμα είχε ληφθεί. (Ξεφεύγω από το ύφος μου αποκαλώντας το περιβάλλον Μαξίμου «τσιπραίους», αλλά τους το χρωστάω: γιατί ξέρω καλά ότι η παρεούλα του πρωθυπουργού αποκαλούσε τους αμπαροκλειδωμένους Οκτώ «χουνταίους»). 

Ήθελε λοιπόν πάση θυσία ο Τσίπρας να περάσει το μήνυμα στον Τούρκο πρόεδρο, ότι δεν μπόρεσε μεν να του επιστρέψει τους Οκτώ –«εγώ ήθελα, Ταγίπ μου, αλλά βλέπεις αυτοί οι δικαστές», κατά τα λεγόμενα του ίδιου του Ερντογάν– αλλά δεν θα είχαν την ίδια καλή τύχη άλλοι Τούρκοι φυγάδες, που θα προσπαθούσαν να ζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα.

Και έτσι στήθηκε ένας σκοτεινός μηχανισμός επαναπροωθήσεων. Η αντιστράτηγος Ζαχαρούλα Τσιριγώτη, όχι μόνο άνθρωπος με ισχυρή κομματική σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ –σήμερα άλλωστε είναι επίσημα σύμβουλος του Τσίπρα– αλλά στενή φίλη της Barutcu, και τακτική συνδαιτυμόνας του ζεύγους, διορίσθηκε Γενική Επιθεωρητής Αλλοδαπών και Φύλαξης Συνόρων, θέση που δημιουργήθηκε ειδικά για εκείνη, τότε. 

Όλοι μας φυσικά έχουμε εικόνα για το πόσο «καλά» φυλάγονταν τα σύνορά μας επί της θητείας της. Σε έναν όμως ειδικά τομέα, αρίστευε: οι τούρκοι φυγάδες από τον Ερντογάν που έφταναν με χίλιους κόπους και κινδύνους, για να ζητήσουν άσυλο στη δική μας πλευρά του Έβρου, μόλις έδιναν τα στοιχεία τους και αν ήταν καταζητούμενοι από τον Ερντογάν, επαναπροωθούνταν, βίαια και, φυσικά, παράνομα. Όσο για το ότι τους είχε στον στόχο ο Ερντογάν, οι δικοί μας δεν το μάθαιναν από λίστες της Ιντερπόλ, που αποτελούν τις μόνες νόμιμες πηγές βάσει των οποίων μπορεί μια χώρα να συλλάβει –όχι όμως να επαναπροωθήσει– κάποιον που περνά τα σύνορά της και καταζητείται από άλλη χώρα, απλούστατα γιατί σε αυτές τις λίστες δεν υπήρχαν. Η πληροφορία ότι καταζητούνταν, μπορούσε άρα να προέρχεται μόνο από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Ερντογάν. 

Δυστυχώς Έλληνες κρατικοί λειτουργοί συμμετείχαν σε αυτό το βάρβαρο, απάνθρωπο παιχνίδι. Τα παρακολουθούσα στενά εκείνο τον καιρό και ξέρω πάμπολλες περιπτώσεις επαναπροωθήσεων. Λιγοστοί καταζητούμενοι φυγάδες που, είτε από εξυπνάδα είτε από φόβο, δήλωναν ψεύτικα ονόματα, και με μπόλικη παραπανήσια τύχη στο πλευρό τους, κατάφεραν και πέρασαν ασφαλώς, με τα μπουλούκια των άλλων εθνικοτήτων, που η φύλαξ των συνόρων Τσιριγώτη άφηνε να περνούν. Όσοι όμως Τούρκοι φυγάδες (δυστυχώς οι περισσότεροι) έδιναν τα χαρτιά τους, και έκαναν από πάνω το λάθος να πούνε ότι διώκονται, πιστεύοντας αφελώς ότι αυτό σε μια πολιτισμένη χώρα αποτελεί αιτία παροχής ασύλου, στέλνονταν πίσω πάραυτα. 

Η διαδικασία ήταν σκοτεινή και φρικαλέα και βεβαίως, βαθύτατα παράνομη –με μπόλικα κακουργήματα φορτωμένη. Οι ταλαίπωροι ικέτες παραδίδονταν από Έλληνες κουκουλοφόρους, οι οποίοι, σε βανάκια χωρίς πινακίδες τους πήγαιναν ως την όχθη του Έβρου, αφού πρώτα είχαν ειδοποιήσει τη ΜΙΤ ότι φθάνουν. Με βάρκες πέρναγαν τους δύσμοιρους αυτούς ανθρώπους απέναντι και τους παρέδιδαν στους Τούρκους πράκτορες, που τους περίμεναν από την άλλη. Συχνά, τα ονόματα όσων επαναπροωθούνταν τα βλέπαμε την επομένη στα τούρκικα μέσα με την περιγραφή «συνελήφθη στο Εντιρνέ (Αδριανούπολη) προσπαθώντας να αποδράσει στην Ελλάδα». Αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν, και η προειδοποίηση στους άλλους που θα τολμούσαν να διαφύγουν δυτικά. 

Στα κατορθώματα της Τσιριγώτη έχω και ένα μικρό που με αφορά προσωπικά: άνθρωποί της παρακολουθούσαν και μένα για ένα διάστημα, λες και ήμουν κανένας κακούργος –υποθέτω χωρίς εισαγγελική εντολή. Αυτό σταμάτησε όταν τους φωτογράφισα κρυφά και τις έστειλα τις φωτογραφίες τους, και της έγραψα ότι οι επόμενες θα είναι στο Facebook. 

Και επιπλέον, μας ξεγέλασε, ύπουλα και μπαμπέσικα, εμένα αλλά και κάποιους από τους νομικούς παραστάτες των Οκτώ, ζητώντας να πάμε στο γραφείο της τάχα «για να μας μιλήσει για την προστασία ενός από αυτούς», που είχε απελευθερωθεί από τις επιτροπές ασύλου, ώστε οι άνθρωποί της να τον αρπάξουν κατά την απουσία μας. 

Για τις επαναπροωθήσεις τούρκων αντικαθεστωτικών στην Τουρκία επί ΣΥΡΙΖΑ, και την παράδοσή τους, από κουκουλοφόρους, στους τούρκους ασφαλίτες, γράφτηκαν τότε αρκετά πράγματα, και καταγγέλθηκαν πολλά περιστατικά από αρμόδιους φορείς, με ονόματα, στοιχεία, υλικό και μάρτυρες, ανάμεσά τους από την Ελληνική Ένωση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες, αλλά και διεθνείς οργανισμούς, ανάμεσά τους την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ και το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπως και πολλούς πολίτες. 

Επιπλέον, έγιναν για αυτές αρκετές μηνύσεις από συγγενείς θυμάτων, που όμως οι περισσότερες έχουν καταλήξει στο αρχείο. Αυτό ήταν εν μέρει κατανοητό από δικαστικής πλευράς, γιατί οι μηνύσεις γίνονταν από φόβο «κατά παντός υπευθύνου», αντί συγκεκριμένων αξιωματικών, κατηγορία που δύσκολα φτάνει στο ακροατήριο, και βέβαια χωρίς μάρτυρες αστυνομικούς. Αλλά τα εγκλήματα έγιναν. Και οι εγκληματίες υπήρξαν, βάσει των επίσημων ελληνικών και διεθνών καταγγελιών. Και ελπίζω κάποτε, με τα στοιχεία που έχουν συλλεγεί και συλλέγονται ακόμα, οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν αν όχι στη Δικαιοσύνη, τότε στην Ιστορία. 

Ο πίνακας δείχνει σχηματικά τις σχέσεις των ανθρώπων που αναφέρονται, την ύπαρξη και τη φύση τους, καθώς και (σε μαύρο φόντο) τα αποτελέσματά τους. Οι μαύρες γραμμές δείχνουν άμεσες σχέσεις, ενώ οι διακεκομμένες έμμεση. Η μία γραμμή με παύλες, δηλώνει συμβάν 

Βλέποντας το θέμα εκ των υστέρων, πολιτικά, το «τάξιμο» των Οκτώ από τον Τσίπρα, και οι απεγνωσμένες προσπάθειες του περιβάλλοντός του να τους επιστρέψουν με κάθε παράνομο τρόπο, ήταν η αρχή κάθε κακού. Αν ο Τσίπρας, έχοντας πληροφορηθεί από νομικούς ότι δεν ήταν στις αρμοδιότητές του να υποσχεθεί κάτι τέτοιο, έστω και αφού το είχε κάνει, παραδεχόταν δημόσια ότι είχε κάνει λάθος τάζοντας τους Οκτώ, και ότι τα καθήκοντά του, όπως ορίζονται από το Σύνταγμα, δεν του το επέτρεπαν, δηλαδή αν είχε τολμήσει να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό, θα είχε ανακτήσει την αξιοπρέπειά του και θα είχε φερθεί ως όφειλε, ως ηγέτης, μένοντας μακριά από κάθε παιχνίδι με τη Δικαιοσύνη. 

Αλλά αυτό το λάθος του, άπαξ και δεν ομολογήθηκε, εξελίχθηκε από το κακό στο χειρότερο. Το λάθος έγινε έγκλημα. Είχε βέβαια προϋπάρξει η απαράδεκτη και ασύγγνωστη πράξη του να διορίσει Διευθυντή του Διπλωματικού Γραφείου του τον Καλπαδάκη, που τον είχε ήδη σύμβουλο από το 2014. Το έκανε επειδή ο Καλπαδάκης ήταν ανιψιός του κ. Βούτση, επειδή τον συμπαθούσε, επειδή του φαινόταν πειθήνιος; Δεν ξέρω. Γεγονός είναι, πάντως, ότι η θέση αυτή ανατίθεται πάντα σε παλιούς διπλωμάτες, με τον βαθμό του πρέσβη, εν ενεργεία ή συνταξιούχους, και πάντως ανθρώπους με τεράστια πείρα και γνώση. 

Αντίθετα, ο Καλπαδάκης ήταν ένας νεαρός, άπειρος διπλωμάτης, που μόλις είχε επιστρέψει από τριετή τοποθέτηση στην Άγκυρα, όπου αναπτύχθηκε το ειδύλλιο με την Barutçu. (Αν πίστευα στις θεωρίες συνωμοσίας, θα έλεγα ότι υπήρξε στην αρχή του ειδυλλίου κάποια ενθάρρυνση, από τουρκικής πλευράς). Από εκεί και πέρα, με τη σχέση δεδομένη, και την άφιξη στην Αθήνα της Barutçu, μόλις ανέλαβε στο Μαξίμου ο Καλπαδάκης, η υπόλοιπη θητεία του είναι εξ ορισμού σκανδαλώδης. 

Η επιλογή του Καλπαδάκη από τον Τσίπρα, αλλά και η ανεπάρκεια και φοβικότητα του δεύτερου, τους έκαναν να πιστεύουν για την Τουρκία όσα τους σέρβιρε η πλευρά Ερντογάν, άλλα μέσω δημοσιότητας, άλλα μέσω κρεβατομουρμούρας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι την εθνική μας πολιτική, τουλάχιστον στο ζήτημα της τήρησης του διεθνούς δικαίου, του σεβασμού του ευρωπαϊκού πολιτισμού, και της ανθρωπιάς, σε θέματα ασύλου, τη διαχειρίζονταν φοβικά ανθρωπάρια. Πρίμο-σεκόντο, το Μαξίμου από τη μία, και από την άλλη η Τσιριγώτη στην Αστυνομία και ο Καραβίας στην Υπηρεσία Ασύλου. 

Τέλος πάντων, άλλαξε το καθεστώς και η νέα κυβέρνηση, υπακούοντας στον νόμο, έδωσε στους Οκτώ το άσυλο, όπως άλλωστε ήταν υποχρεωμένη από την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η θλιβερή παρένθεση του ΣΥΡΙΖΑ πέρασε. Αλλά, αναρωτιέμαι, τι κατάλοιπα άφησε στην κοινωνία, τα ΜΜΕ, την κοινή γνώμη αλλά και την πολιτική μας, εκείνη η καραμέλα που ακούγαμε τότε, για τον «δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Τουρκίας», όπως πάντα αναφερόταν ο Τσίπρας στον Ερντογάν –«και ο Χίτλερ δημοκρατικά εκλεγμένος ήταν» θύμισε καίρια ο αλησμόνητος Σταύρος Τσακυράκης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αντικρούοντας τους νομικούς ισχυρισμούς της κυβέρνησης κατά του ασύλου των Οκτώ– και πόσοι ακόμα πιστεύουν τα περί «χουνταίων», όχι μόνο για τους Οκτώ, αλλά για όλους τους εχθρούς του Ερντογάν; 

Και, ακόμα περισσότερο, αναρωτιέμαι πόσο παραμένει σήμερα ζωντανή η φοβικότητα που τότε δημιουργήθηκε και έγινε ενδημική στο πολιτικό περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά στο πώς εκφράζεται στο ζήτημα των Τούρκων ικετών στα χώματά μας; Οι άνθρωποι φεύγουν από το προσκήνιο. Αλλά κάποτε τα φαντάσματά τους μένουν. 

Τελειώνω λέγοντας ότι από τα ονόματα που αναφέρθηκαν εδώ, πλην των δύο πρωταγωνιστών, Ερντογάν και Τσίπρα, και των γνωστών πολιτικών, για τους οποίους ενημερωνόμαστε από τα ΜΜΕ, οι κ.κ. Αποστολάκης, Καλπαδάκης και Τσιριγώτη ανήκουν τώρα επίσημα στο σκιώδες ΚΥΣΕΑ του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Ρουμπάτης, πήγε σπίτι του. 

Η σχέση Καλπαδάκη-Barutçu, από όσο γνωρίζω έχει λήξει. Εκείνη, με το που άλλαξε η κυβέρνηση στην Αθήνα, επέστρεψε το καλοκαίρι του 2019 στην Άγκυρα και υπηρετεί στη Γενική Διεύθυνση Αεροναυτιλίας και Ασφάλειας Συνόρων, αν αυτό σας λέει κάτι. Ο κ. Καραβίας ωστόσο παραμένει και σήμερα διευθυντής της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο άνθρωπος αυτός είναι για μένα ένα μυστήριο: κολλητός των αδελφών Τζανακόπουλων, άνθρωπος του στενού κύκλου του συριζαίικου Μαξίμου, που τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου για φιλικούς και κομματικούς λόγους, παρέμεινε στη θέση του μετά την ήττα της κυβέρνησης που τον διόρισε. 

Δέχομαι ότι αρχικά η σημερινή κυβέρνηση τον άφησε να ολοκληρώσει τη θητεία του, για να μην κάνει κομματικούς διωγμούς. Και αυτό είναι με κάποια έννοια αξιέπαινο. Αλλά δεν εξηγεί τη στάση του κ. Μηταράκη, ο οποίος πρόσφατα αναβάθμισε τον κ. Καραβία, από «διευθυντή» σε «διοικητή», παρατείνοντας τη θητεία του. Γιατί άραγε; 

Και ο ίδιος ο Καραβίας γιατί έμεινε, αν και αρχικά διορισμένος ως κομματικός εγκάθετος; Δύο πιθανούς λόγους βρίσκω: ή συνηθίζει να προσκολλάται στην εξουσία από όπου και αν προέρχεται, ή αλλιώς παραμένει πιστός στην προηγούμενη παρέα του και αποτελεί στη θέση αυτή πολιτικά παρείσακτο, «εισοδιστή» που λέγαν και παλιοί κομμουνιστές, που συνεχίζει την πολιτική της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά για τους τούρκους φυγάδες –θα επανέλθω στο ζήτημα, με νέο άρθρο. Δεν ξέρω ποιος γνωρίζει τα πραγματικά κίνητρα του κ. Καραβία, εκτός από τον ίδιο. Πάντως σίγουρα όχι ο κ. Μηταράκης. 

Σημείωση: Όσες πληροφορίες περιέχονται σε αυτό το άρθρο και δεν είναι δημόσια γνωστές, προέρχονται από δικές μου προσωπικές πηγές και συναντήσεις, που άλλες αναφέρω και κάποιες οφείλω, για λόγους είτε υπόσχεσης είτε δεοντολογίας, να προστατεύσω, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Αυτές τις έχω όλες καταγράψει, αλλού, και υπάρχουν διαθέσιμες. Πηγή: Protagon.gr

29 March 2021

Το έγκλημα και η βία στο αμαρτωλό Βυζάντιο

Άλλη μια εποχή μεγαλείου για το χριστιανισμό

Ενδυμίων Γεώργιος Κοσμόπουλος

Ο εικονολάτρης Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Β΄(754-766) κατηγορήθηκε για συνομωσία και καταδικάστηκε σε θάνατο από τον εικονομάχο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο Ε΄ τον Κοπρώνυμο.

O μελλοθάνατος Πατριάρχης καθαιρέθηκε, αναθεματίστηκε και ενδεδυμένος με τον λευκό χιτώνα του θανατοποινίτη διαπομπεύτηκε στους κεντρικούς δρόμους της Πόλης δεμένος ανάποδα πάνω σε γαϊδούρι. Τον μελλοθάνατο ακολουθούσε με ευθυτενή βηματισμό ο δήμιος κρατώντας το «βαρύ πέλεκυ». Στην μακάβρια πομπή συμμετείχαν ο αυτοκράτορας, αξιωματούχοι των ανακτόρων και πλήθος κόσμου. Ο Πατριάρχης μαστιγώθηκε, τυφλώθηκε και στην συνέχεια αποκεφαλίσθηκε στον Ιππόδρομο στις 7 Οκτώβριο του 768 υπό τις ενθουσιώδεις επευφημίες του ... ευσεβούς χριστιανικού ποιμνίου.


Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ ο Κοπρώνυμος βασίλεψε 34 χρόνια (741-775). Αποκλήθηκε από την Εκκλησία «Κοπρώνυμος» δηλαδή σκατό-Κωνσταντίνος προς διάκριση από τον παιδοκτόνο, και συζυγοκτόνο, άγιο και ισαπόστολο, Μέγα Κωνσταντίνο.

Λίγες δεκαετίες μετά τον θάνατό του εικονολάτρη Πατριάρχη Κωνσταντίνου Β΄ οι οπαδοί του τιμώντας την μνήμη του ξέθαψαν την σωρό του, την αποτέφρωσαν και διασκόρπισαν την στάχτη στον Βόσπορο. Διαφορετική όμως τύχη είχε η σωρός του εικονομάχου Πατριάρχη Ιωάννη Ζ΄ Γραμματικού (837 – 842) εκ των πλέον μορφωμένων της εποχής του υπέρμαχου της αξιοποιήσεως της Ελληνικής παιδείας.

Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την εξουσία τον απομάκρυνε από τον Πατριαρχικό θρόνο, πέθανε το 867 και μετά το θάνατο του φανατικοί εικονολάτρες ξέθαψαν τον λείψανό του και τον έφεραν στον ιππόδρομο όπου το μαστίγωσαν και το έρριψαν στην πυρά. Οι ποινές που επέβαλαν συνήθως τα δικαστήρια στο Βυζάντιο ήταν: ο αποκεφαλισμός, η πυρά, ο απαγχονισμός, ο λιθοβολισμός, η εξορία, η δουλεία κ.α

Οι εκτελέσεις των αντιπάλων γίνονταν ύστερα από μαρτυρικούς βασανισμούς όπως: ψήσιμο στη θράκα, εκδορά, θανάτωση σε κοχλαστό νερό, η βραστό λάδι ή πίσσα, σταύρωση, παλούκωμα, βασανισμό με πυρωμένα σίδερα, φαρμάκωμα, ευνουχισμό, τύφλωση κ.α.

Ο τεράστιος αριθμός των ακρωτηριασμών στο Βυζάντιο φαίνεται και από τα παρωνύμια που δίνονταν σε όσους είχαν υποστεί ρινοτομία, αποκοπή αφτιών, χεριών κλπ, Κουτσαύτης, Κοψόρρινος, Αργυρομύτης, Ασημομύτης, Χαλκομύτης, επειδή τα θύματα αντικαθιστούσαν την κομμένη μύτη με χάλκινο ομοίωμα, ένα είδος θήκης (Κουτσομύτης, Κουτσοχέρας, Κουτσοδάκτυλος, Δερμοκαΐτης κ α. Από το σύνολο των 271 οικουμενικών πατριαρχών του Βυζαντίου μόνο 137 τερμάτισαν την ζωή τους φυσιολογικά στον πατριαρχικό θρόνο.

Τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην χιλιετή διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας προκαλούν δέος στον σύγχρονο κόσμο. Στο Βυζάντιο επινοήθηκε η πρώτη Ιερά Εξέταση, εκεί άναψαν οι πρώτες πυρές για την θανάτωση Ελλήνων, εθνικών … αιρετικών και … μάγων.

Το λεγόμενο σήμερα Βυζάντιο ήταν μια δεσποτική Θεοκρατική Αυτοκρατορία που ταυτίζεται με τον Μεσαίωνα και τα σκοτεινά χρόνια της ανθρωπότητας. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παρέμεινε αγράμματο και η εικονογραφία ήταν ο μόνος τρόπος να μάθουν οι αγράμματοι υπήκοοι την ... ιερή ιστορία της νέας τους θρησκείας. Αυτοί που γνώριζαν γραφή και ανάγνωση ήταν λίγοι ιερείς και κρατικοί αξιωματούχοι. Το Βυζάντιο κατεδίωξε τα γράμματα και τις τέχνες, δολοφόνησε εκατομμύρια Ελλήνων και για να δικαιολογηθεί για τα εγκλήματα του διέδωσε ότι ο Ελληνικός πολιτισμός είναι δαιμονικός και έργο του Σατανά.

Τον 3ον αιώνα μ.κ.χ κατά την ελληνιστική περίοδο υπήρχαν περισσότερες βιβλιοθήκες, σχολεία και θέατρα και περισσότεροι άνθρωποι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση από τον 18ο αιώνα που είχε κυριαρχήσει η χριστιανική βία. Δυστυχώς από την εκπαίδευση του Νεοελληνικού κράτους έχουμε μια συνειδητή παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας. Στα σχολεία μας δεν διδάσκουν την καταστροφή των μνημείων μας, και τους διωγμούς που έκαναν οι Χριστιανοί κατά των προγόνων μας και του πολιτισμού μας. Αποδεχόμενοι την δόξα του Βυζαντίου επιβραβεύεται η βία, η Θεοκρατία και τα φρικτότερα εγκλήματα που διαπράχθηκαν όχι μόνο εις βάρος του Ελληνισμού, αλλά και κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου.

Η λεγομένη Βυζαντινή αυτοκρατορία ιστορικά ουδέποτε υπήρξε. Ο όρος «βυζαντινός» και όλα τα παράγωγα του (Βυζάντιο, βυζαντινή τέχνη, βυζαντινή μουσική κ.λπ.) είναι ένας νεολογισμός που εισήγαγε το 1562 ο ιστορικός Ιερώνυμος Βολφ (Hieronymus Wolf, 1516-1580), και άρχισε να καθιερώνεται μετά τον 17ο αιώνα. Οι κάτοικοί της αυτοκρατορίας ονόμαζαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους, το κράτος τους ονομαζόταν «Ρωμανία», «Ρωμαίων κράτος» ή «Ρωμαίων πολιτεία» ο εκάστοτε αυτοκράτορας Βασιλεύς Ῥωμαίων, ενώ η πρωτεύουσά τους ήταν γνωστή και ως Νέα Ρώμη.

23 March 2021

10 πράγματα για την ελληνική επανάσταση

 Συνέντευξη της ιστορικού Μαρίας Ευθυμίου στο ερώτημα του InsideStory:

«Ποια είναι τα 10 πράγματα που θα έπρεπε οπωσδήποτε να πει σε κάποιον που δεν γνωρίζει απολύτως τίποτα για την ελληνική επανάσταση».
1. Οι Έλληνες δεν ήταν οι πρώτοι που επαναστάτησαν ενάντια στους Οθωμανούς
Η Ελληνική Επανάσταση, που ξεκίνησε το 1821 και τελείωσε το 1830 με την αναγνώριση εθνικού ανεξάρτητου κράτους με το όνομα Ελλάς, είναι η δεύτερη στα Βαλκάνια. Την πρώτη την έκαναν οι Σέρβοι το 1804. Είχαν αρχηγό τους τον Γεώργιο Πέτροβιτς Καραγκεόργεβιτς, τον Καραγιώργη της Σερβίας, τον οποίον τιμούμε με δρόμο στην πρωτεύουσά μας επειδή υπήρξε σημαντική προσωπικότητα που έπαιξε ρόλο και στα ελληνικά πράγματα. Η σερβική επανάσταση ήταν μακρόσυρτη, ολοκληρώθηκε το 1830, αλλά με αυτονομία. Δηλαδή προέκυψε ένα αυτόνομο κράτος και όχι ανεξάρτητο, όπως αργότερα το ελληνικό.
Η επανάστασή τους δεν έμοιαζε πολύ με τη δική μας, διότι αυτών ξεκίνησε ως εξέγερση και εξελίχθηκε σε επανάσταση. Κατά την έκρηξη, δηλαδή, των γεγονότων, δεν είχαν εθνικό διακύβευμα στον νου τους, καθώς ξεκίνησαν διαμαρτυρόμενοι για την αθέτηση προνομίων που τους είχε παραχωρήσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τελικά η διαμαρτυρία έγινε επανάσταση. Αντίθετα, η ελληνική ξεκίνησε προετοιμασμένη ως τέτοια.
Τέλος η σερβική συνέβη μέσα στους ναπολεόντειους πολέμους, ενώ η ελληνική μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Έχει σημασία αυτό, μια και το συνολικό σκηνικό ήταν διαφορετικό στις δύο περιπτώσεις.
2. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος στην ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα υπήρξε το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε αποκοπτόμενο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό ήταν μεγάλη τομή, αν σκεφθεί κανείς ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία επί αιώνες ήταν νικηφόρα, κι αν έχανε εδάφη -που έχανε δύσκολα- ήταν προς όφελος μιας άλλη χώρας, που έπαιρνε τις περιοχές. Και τώρα έρχεται ένα τμήμα της –όχι μεγάλο βέβαια, διότι ήταν μικρά τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους– και γίνεται ανεξάρτητο κράτος. Αυτό το γεγονός επηρέασε τις εξελίξεις διότι οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι θεώρησαν το ελληνικό παράδειγμα πρότυπο για την δική τους εθνική πορεία κατά το δεύτερο μισό του 19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Ο 19ος αιώνας ονομάζεται «ο αιώνας του εθνισμού», της τάσης των λαών να αποκοπούν από τις αυτοκρατορίες και να δημιουργήσουν δικά τους ανεξάρτητα κράτη. Σε αυτό οι Έλληνες είναι μπροστά παγκοσμίως, καθώς στην ίδια περίπου εποχή, με αρχηγούς άτομα σαν τον Σιμόν Μπολιβάρ, επαναστατικά γεγονότα γίνονται και στη Λατινική Αμερική, ενάντια στους Ισπανούς, και διαμορφώνονται τα σημερινά εθνικά κράτη στην εκεί περιοχή.
3. Κύρια αιτία της ελληνικής πρωτοπορίας: η παιδεία
Καίριος λόγος για το γεγονός ότι οι Έλληνες προηγήθηκαν ως προς την εθνική τους επανάσταση είναι ότι είχαν την πιο διαδεδομένη και σημαντική παιδεία στα Βαλκάνια, και μία γλώσσα με θαυμαστά χαρακτηριστικά πλούτου και διάρκειας. Η ελληνική γλώσσα, η κινεζική και η χίντι των Ινδών είναι οι μοναδικές ζώσες γλώσσες ανάμεσα στις περισσότερες από τις σημερινές περίπου 6.000 γλώσσες της γης, που την πορεία τους παρακολουθεί κανείς γραπτά επί σχεδόν 4.000 χρόνια. Υπήρξε δε, και ακόμα είναι, η γλώσσα της Ορθοδοξίας. Ξεκίνησε ως γλώσσα ολόκληρου του Χριστιανισμού και παρέμεινε για πολλούς αιώνες η κύρια γλώσσα της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό και οι Ορθόδοξοι, ανεξαρτήτως καταγωγής, λέγονται παγκοσμίως Greek Orthodox, μια και τα τέσσερα πατριαρχεία της Ανατολής μιλούσαν ελληνικά – και ακόμα μιλούν, εκτός από αυτό της Αντιοχείας που πρόσφατα υιοθέτησε τα αραβικά.
Το λέω αυτό διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν θεοκρατική, σε χώριζε ανάλογα με το θρήσκευμά σου. Εξ αυτού, το γεγονός ότι τα εκατομμύρια των Χριστιανών Ορθοδόξων των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής διοικούνταν από ελληνόφωνα Πατριαρχεία προσέθετε μεγάλο ειδικό βάρος στη σπουδαία αυτή γλώσσα. Και στην παιδεία της.
Κατά τον 17ο, 18ο και 19ον αιώνα, οι Έλληνες είχαν τα περισσότερα και καλύτερα σχολεία από κάθε άλλον Χριστιανικό Ορθόδοξο λαό στη Βαλκανική. Όχι κρυφά σχολεία, αντίθετα, ολοφάνερα, και δυναμικά. Εξ αυτού είχαν εγγράμματους, μορφωμένους και λογίους. Πίσω από το επίτευγμα αυτό, κατά τους ίδιους αιώνες, κρύβεται η επίδοσή τους στο χερσαίο και το θαλασσινό εμπόριο που τους έφερνε σε επαφή με Δύση και με Ανατολή, ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή τους, την ώρα που έφερνε γνώσεις και εμπειρίες, στον καιρό του εθνισμού.
4. Επαναστατήσαμε λόγω υπεροχής
Αυτό που συνήθως λέγεται είναι πως οι Έλληνες ξεκίνησαν το 1821 την επανάστασή τους απελπισμένοι από τα 400 χρόνια σκλαβιάς. Τούτο φυσικά ισχύει, αλλά παράλληλα ίσχυαν και άλλες πραγματικότητες. Αυτές υπογραμμίζει και ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, ο πατέρας του Χαριλάου Τρικούπη, ο οποίος ήταν στέλεχος της Επανάστασης του 1821, λόγιος από το Μεσολόγγι, που όταν τελείωσε η Επανάσταση συνέγραψε την Ιστορία της. Στο προοίμιο του πολύτιμου αυτού έργου του ο Τρικούπης, αναφερόμενος στα αίτια της Επανάστασης, τα τοποθετεί στο γεγονός ότι οι Έλληνες, παρότι «δεσποζόμενοι», υπερείχαν και προόδευαν, ενώ οι Τούρκοι, παρότι «δεσπόζοντες» παρέμεναν στάσιμοι. Στο γεγονός δηλαδή ότι οι Έλληνες είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση λόγω των επιδόσεών τους στα γράμματα, στο εμπόριο κ.λπ. και εξ αυτού αισθάνθηκαν ότι ήρθε ή ώρα να κάνουν την Επανάσταση. Ότι μπορούσαν να κάνουν την Επανάσταση. Και ότι είχαν πιθανότητες να τα βγάλουν επιτυχώς πέρα.
5. Ο Φιλελληνισμός και η σύνδεση της Επανάστασης με τη Δύση
Ο Φιλελληνισμός που εκδηλώθηκε κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Κανένας λαός δεν θα μπορούσε, σε τέτοια κρίσιμη ώρα, να έχει το προνόμιο που είχαν οι Έλληνες, οι οποίοι ήσαν γνωστοί χάρη στους προγόνους τους, που οι λαοί της Ευρώπης από τον 14ο ήδη αιώνα θαύμαζαν και μελετούσαν. Ο αγώνας των Σέρβων για παράδειγμα, δεν προξένησε τέτοιο κίνημα, γιατί οι Σέρβοι ήταν σχεδόν άγνωστοι για τους Ευρωπαίους. Αντίθετα, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, όταν πληροφορήθηκαν τον Αγώνα των Ελλήνων, συγκινήθηκαν βαθιά νιώθοντας ότι τους αφορούσε, μια και οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνταν από τον δυτικό κόσμο η βάση των ιδεών και του πολιτισμού του. Το γεγονός ότι όσο πιο μορφωμένος –άρα, κατά κανόνα, και κοινωνικά πιο ισχυρός και πιο ευκατάστατος– τόσο πιο ελληνομαθής, είχε σημασία στα πράγματα γιατί ισχυρά άτομα στάθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων σε πολλές κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής την εποχή αυτή. Αυτό έκανε τη διαφορά στην Ελληνική Επανάσταση μια και, από ένα σημείο και πέρα, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία στάθηκαν υπέρ των Ελλήνων και αποφάσισαν πως θα δημιουργηθεί ένα ελληνικό κράτος που θα είναι ανεξάρτητο. Κάτι που δεν έζησαν οι Σέρβοι, με αποτέλεσμα να γίνουν ανεξάρτητοι πολύ αργότερα, προς το τέλος του 19ου αιώνα, αρχές του 20ού.
Ο Φιλελληνισμός είχε δύο σκέλη: αυτούς που ήρθαν να πολεμήσουν δίπλα στους Έλληνες και αυτούς που δρούσαν υπέρ των Ελλήνων από τις πατρίδες τους, οργανωμένοι σε φιλελληνικές επιτροπές (κομιτάτα). Μέχρι και 1.200 άτομα ήρθαν από τη Δύση για να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες – οι περισσότεροι Γερμανοί. Από αυτά τα 1.200 άτομα, περίπου 350 σκοτώθηκαν ή πέθαναν στην Ελλάδα – και πάλι οι περισσότεροι Γερμανοί(...)
6. Το λαϊκό αίσθημα ήταν φιλορωσικό, όχι φιλοδυτικό.
Η σύνδεσή μας με την Αγγλία κατά την Επανάσταση του 1821 είναι εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο της νεότερης Ιστορίας μας, γιατί ερμηνεύει και μία εθνική σχιζοφρένεια που ακόμη μάς συνοδεύει, μετά από 200 χρόνια ζωής. Το γεγονός δηλαδή ότι από το ’21 συνδεθήκαμε με τη Δύση, ενώ ο μέσος Έλληνας ήταν –και σε έναν βαθμό εξακολουθεί να είναι– κατά βάση φιλορώσος και αντιδυτικός. Την ίδια στιγμή όμως ήθελε να θεωρείται δυτικός, αφενός για να προστατεύεται από την ισχυρή Δύση και αφετέρου για να συγκαταλέγεται στους ισχυρούς, πρωτοπόρους, και επιτυχημένους του σύγχρονου κόσμου.
7. Η εχθρότητα «πολιτικών»-«στρατιωτικών».
Eπί 200 χρόνια υπηρετούμε ως κοινωνία ένα σχήμα που δημιουργήθηκε στην Επανάσταση: αυτό της εχθρότητας μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών». Την επεξεργασία αυτής της πόλωσης ανέλαβαν αργότερα, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, κατά κύριο λόγο αριστερής κατεύθυνσης συγγραφείς, σαν τον Γιάννη Κορδάτο, οι οποίοι εξήγησαν ότι οι «κακοί πολιτικοί» πήραν στα χέρια τους την επανάσταση και αδίκησαν τους «καλούς στρατιωτικούς». Και αυτό είναι το αφήγημα που έχει περάσει για την Επανάσταση του '21. Αν ρωτήσει κανείς τον μέσο Έλληνα ποιος ήταν ο καλός της επανάστασης, θα πει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ποιος ήταν ο κακός, θα πει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Η αντίληψη αυτή πρώτα πρώτα βασίζεται σε κάτι πραγματικό: ότι κατά την επανάσταση, υπήρξε σύγκρουση μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών». Έπειτα, στην επανάσταση την ίδια, ο μέσος απλός άνθρωπος καταλάβαινε περισσότερο τον Κολοκοτρώνη και τη στάση του, παρά τον Μαυροκορδάτο, μια και ο δεύτερος ήταν ένας Ευρωπαίος πολιτικός ενώ ο Κολοκοτρώνης ένας δικός του άνθρωπος, σαν τον ίδιο.
Όμως στο γεγονός ότι γίναμε ανεξάρτητο κράτος μεγάλο ρόλο έπαιξαν τόσο οι στρατιωτικοί όσο και οι πολιτικοί. Ανάμεσα στα άλλα, οι «πολιτικοί» κράτησαν και το διπλωματικό σκέλος των πραγμάτων του Αγώνα. Αν δεν ήταν αυτοί, πιθανά θα είχαμε γίνει αυτόνομο κράτος, όχι ανεξάρτητο. Θα ανήκαμε, δηλαδή, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα της πληρώναμε φόρους, στα εσωτερικά μας θα είχαμε ευρείες ελευθερίες, δεν θα είχαμε δικό μας στρατό ούτε δική μας εξωτερική πολιτική.
Γενικά, η Επανάσταση του 1821 ιδεολογικοποιήθηκε πολύ τα 200 χρόνια που κύλησαν. Όλες οι πολιτικές πλευρές τη διεκδίκησαν ως δική τους και, φυσικά, το ίδιο έκανε η Εκκλησία.
8. Οι εμφύλιοι πόλεμοι.
Βασικό χαρακτηριστικό της Επανάστασης του '21 είναι και οι μεγάλης κλίμακας εσωτερικές συγκρούσεις, που πήραν τον χαρακτήρα εμφυλίου. Στην ουσία, όλο το 1824 ήταν χρονιά εμφυλίου πολέμου. Αυτό που οδήγησε την επανάσταση σε δύο κύκλους εμφυλίων ήταν η επιδίωξη του Θ. Κολοκοτρώνη να την ελέγξει πολιτικά. Τελικά, ο Κολοκοτρώνης και οι Πελοποννήσιοι ηττήθηκαν, γι’ αυτό και φυλακίστηκαν από τους αντιπάλους τους το 1825 στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, στην Ύδρα.
Ο Κολοκοτρώνης μπήκε στη διαδικασία διεκδίκησης της εξουσίας εκ μέρους των «στρατιωτικών» στηριγμένος στο γεγονός ότι είχε νικήσει, το καλοκαίρι του 1822, τον Δράμαλη στα Δερβενάκια, κάτι που εκτίναξε το κύρος και τη δύναμη του ίδιου, αλλά και των «στρατιωτικών» απέναντι στους «πολιτικούς». Με τις κινήσεις του να ελέγξει την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, κατηγορήθηκε ότι επεδίωκε να εγκαθιδρύσει «γκοβέρνο μιλιτάρε», δηλαδή στρατιωτική κυβέρνηση. Θα μπορούσε να είχε επιτύχει, αλλά χειρίστηκε το πράγμα αφρόνως και τελικά απέτυχε, την ίδια ώρα που ο Ιμπραήμ και οι Αιγύπτιοι έμοιαζε πως συνέτριβαν την Επανάσταση, με μεγάλο κίνδυνο να ακολουθήσει γενική σφαγή.
Εδώ έχουμε μία πραγματικότητα που αξίζει προβληματισμού: το γεγονός δηλαδή ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος πράγματι στα Δερβενάκια έσωσε την Επανάσταση, δρα μετά με τρόπο βλαπτικό για αυτήν, όπως αργότερα έπραξε και ο Μιαούλης, ο μέγιστος των Ελλήνων ναυτικών της Επανάστασης, ο οποίος, αντιπολιτευόμενος τον Καποδίστρια, έκαψε στον Πόρο τον ελληνικό στόλο το 1831.
Στην πραγματικότητα ο Εμφύλιος δεν σταμάτησε το 1825, παρά υπέβοσκε και τα επόμενα χρόνια, αναζωπυρώθηκε μετά το 1830 ως αντιπολίτευση στον Καποδίστρια, κορυφώθηκε το 1831 μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, για να πάψει το 1833 με την έλευση της Αντιβασιλείας και του ενόπλου βαυαρικού σώματος που τη συνόδευε.
9. «Ετερόχθονες» και «αυτόχθονες»
Άλλη μία πόλωση της Επανάστασης υπήρξε εκείνη μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Ετερόχθονες θεωρούνταν οι Έλληνες που ήρθαν από αλλού στα σημεία που κρατήθηκε η Επανάσταση – δηλαδή στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και σε κάποια νησιά. Αυτοί ήρθαν να πολεμήσουν, μαζί με τους αδελφούς τους, για την ελληνική υπόθεση, ωστόσο Πελοποννήσιοι και Στερεοελλαδίτες τους θεωρούσαν «ετερόχθονες», δηλαδή από άλλη χθόνα, άλλη γη, και τους αντιμετώπιζαν εχθρικά κατηγορώντας τους ότι ήρθαν ακόπως για να τους πάρουν τις δουλειές και τα αξιώματα.
Η διάσταση αυτή διατηρήθηκε επί μακρόν στην ελληνική πολιτική ζωή, μέχρι και τη δεκαετία του 1840. Πάντως, έχει ενδιαφέρον ότι στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822, οι Έλληνες ψήφισαν ως πρώτο πρωθυπουργό τους έναν «ετερόχθονα», τον μεγάλης μόρφωσης και ικανοτήτων Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το δε 1827, στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ως πρώτο Κυβερνήτη τους επέλεξαν τον επτανήσιο Ιωάννη Καποδίστρια, επίσης «ετερόχθονα», άνθρωπο εντυπωσιακών ικανοτήτων, παιδείας και ήθους.
10. Αποκοπή από το Πατριαρχείο.
Μεγάλης σημασίας είναι τέλος η αποκοπή των Ελλήνων από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο, όπως και η σύνδεση των Ελλήνων με τη Δύση καθώς και τα εντυπωσιακά, δυτικού τύπου, Συντάγματα που ο Αγώνας υιοθέτησε, δικαιολογούν το γεγονός ότι ο Πόλεμος της Ελληνικής Εθνικής Ανεξαρτησίας θεωρείται Επανάσταση, μια και συνιστούν πολιτικές ανατροπές μεγάλης κλίμακας και εύρους.
Η αποκοπή της Εκκλησίας των επαναστατημένων περιοχών συνέβη αμέσως με την έκρηξη του Αγώνα, σαν να ήταν αυτονόητη, και διατηρήθηκε όλα τα χρόνια μέχρι και το 1833, οπότε το πράγμα έγινε επίσημο με την αναγνώριση το 1850 της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος – με την οποία και πορευόμαστε μέχρι σήμερα. Στη διάρκεια του Αγώνα, τα θέματα της Εκκλησίας λύνονταν από το κράτος μέσω του «Μινιστερίου της Λατρείας» και τον αντίστοιχο υπουργό, τον Μινίστρο της Λατρείας. Με τον τρόπον αυτό, η θρησκεία υπετάγη στο κράτος –στο εθνικό κράτος– κάτι που συνοδεύει τα πράγματα μέχρι σήμερα.
Οι Έλληνες στην επανάστασή τους δημιούργησαν ένα εθνικό σχήμα ελέγχου της Εκκλησίας τους. Τούτο συνέβη, στη συνέχεια, με όλα τα Χριστιανικά Ορθόδοξα κράτη της Βαλκανικής όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, καθώς έσπευσαν –και αυτά– να αποκοπούν από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με δικούς τους, μάλιστα, Πατριάρχες. Στη βάση των εξελίξεων αυτών βρίσκεται το γεγονός ότι πολιτικός προϊστάμενος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν επί Βυζαντίου ο αυτοκράτορας, επί δε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο σουλτάνος. Έχοντας δημιουργήσει δικό σου ανεξάρτητο εθνικό κράτος, εάν ο κλήρος σου παρέμενε διοικητικά συνδεδεμένος με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τότε, εμμέσως, ο σουλτάνος θα είχε λόγο στα δικά σου πράγματα. Και τούτο δεν επιθυμούσε κανένα βαλκανικό κράτος την ώρα της εθνικής δημιουργίας του.

22 March 2021

Ο Π.Π. Γερμανός το 1821 στην Αγία Λαύρα;

Από το βιβλίο του Τάκη Α. Σταματόπουλου "Ο Π.Π. Γερμανός χωρίς θρύλο", εκδ. Κάλβος

Ο καταγόμενος εκ Δημητσάνης, Γεώργιος Κοτζάς (ή Κοντζιάς, ή Κόζιας, ή Γκόζιας, ή Κοζής), πιο γνωστός ως "Παλαιών Πατρών Γερμανός" (1771-1826), είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία το 1818.

Τον χειμώνα του 1820-1821, αν και το "μυστικό" είχε διαρρεύσει, οι προετοιμασίες για την Επανάσταση είχαν ήδη προχωρήσει. Όμως ο Π.Π. Γερμανός, από κοινού με τους κοτσαμπάσηδες της Αχαΐας (όπως οι Ανδρέας Ζαΐμης, Σ. Θεοχαρόπουλος, Χ. Περρούκας, κ.α.), "περίτρομοι" άλλαξαν ολωσδιόλου κι ετάχτηκαν "υπερ συντηρητικωτάτης στάσεως" και προσπαθούσαν πλέον με κάθε τρόπο να ματαιώσουν την εξέγερση κηρύσσοντας "την προσδοκίαν και την αναβολήν ως καλλίστην πολιτικήν". Μα η ανησυχία τους έφθασε σε πραγματικήν απόγνωση, όταν έμαθαν ξαφνικά, ότι κατέβαινε στην Πελοπόννησο ο Παπαφλέσσας.

Αφού δεν κατάφεραν να τον εμποδίσουν να περάσει στον Μοριά, αποφάσισαν σε μυστική σύσκεψη στη Βοστίτσα "να τον δολοφονήσουν, ή το λιγώτερο να τον φυλακίσουν και να τον αχρηστέψουν". Δεν τα κατάφεραν και ήρθαν σε συμφωνία μαζί του προκειμένου να κερδίσουν χρόνο, ενώ ο Π.Π. Γερμανός είχε αποκαλέσει τον Παπαφλέσσα "άρπαγα, εξωλέστατον, αλιτήριον, ασυνείδητον, απατεώνα", που δεν φρόντιζε τίποτε άλλο "ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του έθνους διά να πλουτίση εκ των αρπαγών".

Στα τέλη του Φεβρουαρίου 1821, οι Τούρκοι, οι οποίοι λόγω διαφόρων γεγονότων είχαν θορυβηθεί, κάλεσαν "πρώτα τους προεστούς και κοντά τους δεσποτάδες να πάνε στην Τρίπολη να συσκεφτούνε τάχα, για σπουδαίες υποθέσεις". Ενώ ο υπόλοιπος Μοριάς συμμορφώθηκε, οι της Αχαΐας δεν προθυμοποιήθηκαν καθόλου, γιατί ένιωθαν "ένοχοι για την πρόσφατη συνάντησή τους στη Βοστίτσα". Οι πιέσεις όμως ήταν μεγάλες, οι Τούρκοι ήταν εξαγριωμένοι, οπότε ξεκίνησαν δήθεν να πάνε και εκείνοι. Ο Π.Π. Γερμανός καθ' οδόν προσποιήθηκε τον άρρωστο και τελικά με κάποιο τέχνασμα απέφυγαν να φθάσουν στην Τρίπολη.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, η κουστωδία προεστών και δεσποτάδων βρέθηκε στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας γύρω στις 10 Μαρτίου του 1821, "κατατρομαγμένοι και οι ίδιοι για την άρνησή τους να συμμορφωθούν με τη διαταγή των Τούρκων βρίσκονταν σε αμηχανία". Ο μόνος που εμπρός στο αδιέξοδο πρότεινε "να πιάσωμεν τα όπλα ... και ό,τι γίνει ας γίνει" ήταν ο Ασημάκης Φωτήλας. Δεν εισακούστηκε.

"Όμως τα πατριωτικά και παλληκαρίσια λόγια του Ασ. Φωτήλα (που με τον τίμιο και διαλλακτικό χαρακτήρα του ξεχώριζε πολύ από τους άλλους κοτσαμπάσηδες Αχαΐας), δεν είχαν καμιάν απήχηση στους κατατρομαγμένους αρχόντους. Και παρ'όλο, που τα πράγματα είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο και κάθε αναβολη θα ήταν καταστροφική για το Έθνος, όμως κι αυτή την τελευταία και κρίσιμη στιγμή δεν εξεδήλωσαν καμιά σκέψη, καμιάν επιθυμία για επανάσταση, που ήθελαν πάντα να την ματαιώσουν και μόνον, αν οι Τούρκοι άρχιζαν πρώτοι, τότε "εξ ανάγκης", ήταν αποφασισμένοι κι αυτοί να λάβουν μέρος. Για την ώρα, δεν σκέφτονταν και δεν εφρόντιζαν για τιποτε άλλο, παρά πως να προφυλάξουν τα άτομά τους.

Γι' αυτό "συσκεφθέντες απεφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά, αλλά ως πεφοβισμένοι, να παραμερίσωσιν εις ασφαλή μέρη" (ομολογεί ο ίδιος ο Π.Π. Γερμανός, "Απομνημονεύματα", σελ. 27, 28).

Και φεύγοντας από την Αγία Λαύρα (10 Μαρτίου), έφτασαν ο Αντρέας Ζαϊμης, ο Επίσκοπος Κερνίκης Προκόπιος και ο Π.Π. Γερμανός στα Νεζερά, ο Χαραλάμπης και ο Θεοχαρόπουλος στη Ζαρούχλα, ο Ασημάκης Ζαΐμης και ο Ασημάκης Φωτήλας στην Κερπινή και ο Ανδρέας Λόντος στο Διακοφτό.

Ώστε στην Αγία Λαύρα, όχι μόνο δεν ύψωσε καμιά σημαία επαναστατική ο Π.Π. Γερμανός (το περίφημο λάβαρο του 21), όπως επικρατεί ακόμη και στις μέρες μας ο ποιητικός θρύλος -που είναι πολύ στενά συνδεδεμένος μαζί του και τον περιβάλλει πάντα με τόσην αίγλη και δόξα- αλλά εκεί ακριβώς εκδηλώθηκεν όλος ο φόβος των δεσποτάδων και των κοτσαμπάσηδων για την Επανάσταση και η απεγνωσμένη προσπάθειά τους να τη ματαιώσουν. 

Όμως "τα γεγονότα είχαν προχωρήσει πολύ για να αναχαιτισθεί ο λαός με το πνεύμα των Επισκόπων και των προεστών" (κατά Φίνλεϋ), που ήθελαν να μη δώσουν "αιτίαν τινά" στους Τούρκους. Και ενώ αυτοί εκρύβονταν "πεφοβισμένοι εις μέρη ασφαλή", ο κλέφτης Ν. Σολιώτης συναγροικημένος με τον Παπαφλέσσα, εσκότωνε τους πρώτους Τούρκους στο Αγρίδι, τ' Αρφαρά και τα Βερσεβά (16 & 17 Μαρτίου), και σε λίγο, μαζί με τους Πετμεζαίους επολιορκούσε το διοικητή τους στα Καλάβρυτα. Και στις 21 του Μαρτίου, οι Τούρκοι της Πάτρας προκάλεσαν πρώτοι την Επανάσταση!"