15 June 2014

Η δοξολογία του ιδανικού

του Πάσχου Μανδραβέλη, Καθημερινή, 13/6/2014


Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μένουν στάσιμα τα πράγματα. Ενας είναι ο πιο ύπουλος. Η δοξολογία του ιδανικού. Βεβαίως, το ιδανικό είναι πολύ καλό πράγμα, αλλά έχει και ένα κουσούρι: ισοπεδώνει όλες τις εκδοχές του πραγματικού. Αν το λέγαμε με μαθηματικούς όρους, θα λέγαμε ότι το ιδανικό είναι κάτι σαν το άπειρο. Οποιονδήποτε αριθμό και αν διαιρέσεις με το άπειρο το αποτέλεσμα είναι μηδέν.

Το ίδιο γίνεται και με το ιδανικό. Οποιαδήποτε κατάσταση κι αν συγκριθεί με κάποιον νοητό παράδεισο, οποιοδήποτε μέτρο κι αν συγκριθεί με το απροσδιόριστο ιδανικό το αποτέλεσμα είναι μηδέν. Ετσι η δοξολογία του ιδανικού, έχει ως αποτέλεσμα να φαντάζουν όλα μάταια και περιττά. Μπροστά στην κομμουνιστική κοινωνία, επί παραδείγματι (όπου όλα είναι μαγικά και «καθένας προσφέρει σύμφωνα με τις δυνατότητές του και λαμβάνει σύμφωνα με τις ανάγκες του») η αύξηση των μισθών κατά 5% δεν είναι καν ψίχουλα. Είναι το απόλυτο τίποτα. Όλοι θυμόμαστε τις προ κρίσης πορείες των εργαζομένων που κρατούσαν ένα κουλούρι στα χέρια, για να δηλώσουν ότι οι αυξήσεις -που τότε δίνονταν- ισοδυναμούσαν πρακτικά με το τίποτε.

Το ιδανικό δεν έχει τους περιορισμούς του φυσικού κόσμου· οι πόροι είναι εξ ορισμού άπλετοι για να μπορεί καθένας να «παίρνει σύμφωνα με τις ανάγκες του». Είναι κάτι σαν τα βουνά με πιλάφι που υπόσχονται οι θρησκείες· κάτι σαν τόπος φωτεινός, τόπος χλοερός, τόπος αναψύξεως, «ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός».

Πώς να επιχειρηματολογήσει κάποιος υπέρ των μεταρρυθμίσεων όταν ο άλλος υπόσχεται τον παράδεισο του ασαφούς «άλλου κόσμου» στον οποίο τα πάντα είναι δυνατά; Οι λεπτές αποχρώσεις της πραγματικότητας σβήνουν μπροστά στην εκτυφλωτική λάμψη του «ιδανικού». Ο κόσμος τέμνεται μεταξύ του ονειρικού πάλλευκου και του πραγματικού κατάμαυρου. Μια μεταρρύθμιση που κάπως βελτιώνει τα πράγματα είναι ελάχιστη μπροστά στις άπειρες ανάγκες που έχει ένας άνθρωπος. Γι’ αυτό και απαξιώνεται με φράσεις του στιλ «καλά, αυτό ήταν το πρόβλημα μας; Δεν βλέπετε που...».

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η απαξίωση των μικρών βημάτων για χάρη μιας «επανάστασης του ιδανικού» που ποτέ δεν έρχεται. Είναι ότι δεν δημιουργείται κοινωνική και πολιτική πίεση ώστε να προχωρούν οι μεταρρυθμίσεις για να βελτιώνονται -σταδιακώς μεν, διαρκώς δε- τα πράγματα. Ακόμη χειρότερα: και οι αρνητικές μεταρρυθμίσεις φαντάζουν πολύ μικρές για να τις αντιπαλέψει κανείς, με αποτέλεσμα να μη δημιουργούνται πολιτικά μέτωπα εναντίον τους. Ελάχιστοι αντέδρασαν όταν το 2005 ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος υπονόμευε το ΑΣΕΠ με τις διά των συνεντεύξεων προσλήψεις. Στη θεωρητικολογία του ιδανικού ο «νόμος Πεπονή» για τις προσλήψεις στο Δημόσιο ήταν κάτι σαν τα κουλούρια των διαδηλώσεων. Δεν έκανε και μεγάλη διαφορά στην εξ ορισμού «μαυρίλα» του υπάρχοντος.

Να μην παρεξηγηθούμε: το ιδανικό είναι άριστο ως θεωρητικός στόχος, αλλά δεν μπορεί να γίνει καθημερινή πολιτική δράση. Στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν βήματα μπροστά και βήματα πίσω. Μπορεί αυτά τα βήματα να είναι μικρά, αλλά μπορούν να κάνουν τη διαφορά μεταξύ μιας καλύτερης και μιας χειρότερης ζωής για τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων. Συνεπώς, ναι μεν πρέπει να κοιτάμε τα ουράνια του ιδανικού, αλλά πρέπει ταυτοχρόνως να προσέχουμε να μην σκοντάφτουμε στις κοτρόνες του πραγματικού.