του Ηλία
Κατσούλη, Καθηγητή Πολιτικής Κοινωνιολογίας, ikatsoulis@hol.gr
Όπως το 2007 με το ξέσπασμα της κρίσης στην
αγορά των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ ο δυτικός -τουλάχιστον- κόσμος φάνηκε να
αφήνει πίσω του μια μακρά περίοδο σχετικής ευημερίας, κάπως έτσι και στην
Ελλάδα,με την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου τον Μάιο 2010, υνειδητοποιήσαμε ότι
η περίοδος της Μεταπολίτευσης, με τη συνεχή βελτίωση των όρων ζωής, είχε φτάσει
στα όριά της.
Πέρα από αυτά κάθε διεκδίκηση συνοδευόταν από
κινδύνους που μπορούσαν να μας οδηγήσουν στη χρεοκοπία. Η συμφωνία που η
ελληνική κυβέρνηση υποχρεώθηκε τότε να υπογράψει με τους εταίρους μας, την
Τρόικα όπως συνηθίσαμε να την αποκαλούμε, όχι μόνο έθεσε τέρμα στο καθεστώς των
διαρκών διεκδικήσεων και της ικανοποίησής τους, αλλά δρομολόγησε μια αντίστροφη
διαδικασία απωλειών οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα που συρρίκνωσαν
δραματικά το γενικό επίπεδο και την ποιότητα της ζωής μας. Ιδιαίτερα επώδυνες
οι απώλειες αυτές ήταν για τα ασθενέστερα στρώματα, τα οποία σε ελάχιστο
χρονικό διάστημα φτωχοποιήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ολική τους
περιθωριοποίηση να καθίσταται ένας υπαρκτός κίνδυνος.
Στο διάστημα των τριών τελευταίων χρόνων και
στα πλαίσια των μέτρων, τα οποία οι ελληνικές κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να
εφαρμόσουν, η οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε σε ένα ποσοστό που
υπερβαίνει το 25% του ΑΕΠ, ενώ η επίσημη ανεργία ξεπέρασε το 27% του ενεργού
πληθυσμού, για να γίνει καταστροφική για τους νέους/ες έως 26 ετών, στις τάξεις
των οποίων ξεπέρασε το 60%. Όλες αυτές οι απώλειες, και άλλες πολλές, ανάγονται
στο τεράστιο δημόσιο χρέος, το οποίο στην εποχή την «ευημερίας» (1982-2008) οι
κυβερνήσεις, και υπό την πίεση οργανωμένων συμφερόντων, των πολυθρύλητων
συντεχνιών, το έφτασαν περίπου στο 120% του ΑΕΠ.
Από το σημείο αυτό και πέρα η εξυπηρέτησή του
κατέστη αδύνατη, αφού η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας εξαφάνισε τα
αναγκαία πλεονάσματα για την αποπληρωμή των τόκων, ενώ τα ελλείμματα που
δημιουργούνταν αύξαναν τις ανάγκες δανεισμού και αυτές με τη σειρά τους το
δημόσιο χρέος. Ενώπιον αυτού του φαύλου κύκλου η δραστική παρέμβαση της Τρόικας
με την παροχή δανείων στην Ελλάδα ύψους περίπου 350 δισεκατομμυρίων Ευρώ
συνοδεύτηκε από όρους, οι οποίοι επιδεινώνονταν για να καταντήσουν επαχθείς όσο
τα πολιτικά κόμματα αρνιόνταν πεισματικά στην πράξη να τους εφαρμόσουν, παρά το
γεγονός ότι τυπικά τους είχαν αποδεχθεί.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, στην αδυναμία
δηλαδή του πολιτικού κόσμου στο σύνολό του (αλλά και της ελληνικής κοινωνίας)
να αποδεχθεί μέτρα ριζοσπαστικού χαρακτήρα, θα πρέπει τελικά να αναζητηθούν οι
αιτίες της βαθιάς κρίσης στην οποία έχουμε οδηγηθεί και στην αδυναμία μας μέχρι
στιγμής να την ξεπεράσουμε. Στη συνείδηση ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού
σώματος έχει καταγραφεί η βεβαιότητα ότι στη σημερινή κατάσταση οδηγηθήκαμε από
πράξεις και παραλείψεις των πολιτικών, σε κάθε περίπτωση των κομμάτων εξουσίας
(ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), και ότι τα οδυνηρά οριζόντια μέτρα που εφαρμόζονται για την καταπολέμηση
της κρίσης μάς έχουν επιβληθεί από τους δανειστές μας που κερδοσκοπούν σε βάρος
μας. Το ότι αυτή η εξήγηση γίνεται σταδιακά αποδεκτή από την πλειονότητα του
εκλογικού σώματος φαίνεται όχι μόνο από τη σύνθεση της τωρινής βουλής, στην
οποία τα λεγόμενα «αντιμνημονιακά κόμματα» ποσοτικά υπερτερούν, αλλά και από
τις συνεχείς δημοσκοπήσεις, στις οποίες καταγράφεται αύξηση των ποσοστών των
αντιδημοκρατικών και αντισυστημικών δυνάμεων, με προεξάρχουσα τη φιλοναζιστική
Χρυσή Αυγή.
Από την άλλη μεριά, καθημερινά γινόμαστε
μάρτυρες της δημοσιοποίησης ντροπιαστικών περιπτώσεων διαφθοράς από μεγάλα
τμήματα του πληθυσμού, ιδιαίτερα εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Το
θέμα της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, γενικά της άρνησης ενός μεγάλου μέρους
του πληθυσμού να εκπληρώσει τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του έναντι της
κοινωνίας, μας απασχολεί καθημερινά, ενώ σε περιόδους σαν και αυτή που ζούμε
τώρα βλέπουμε ομάδες πολιτών που αποδεδειγμένα κινούνται και δρουν εκτός των
νόμων να προκαλούν με την σπάταλη και ανομική συμπεριφορά τους. Εάν κάτι μας
έχει γίνει συνείδηση τα τελευταία χρόνια, είναι το οδυνηρό γεγονός ότι ζούμε σε
καταστάσεις παρατεταμένης ανομίας. Μιας κατάστασης που έχει διεισδύσει σε τέτοιο
βαθμό στο συλλογικό μας ασυνείδητο, ώστε πολλές φορές να μας φαίνεται
δικαιολογημένη και αναγκαία, αφού έτσι «κλέβουμε τους κλέφτες».
Όμως σχετικά δικαιολογημένα θα μπορούσε να
αντιτάξει κανείς ότι όλα αυτά τα θλιβερά φαινόμενα δεν αποτελούν τις πραγματικές
αιτίες της υπαρξιακής κρίσης στην οποία έχουμε περιέλθει. Αυτό είναι σωστό και
εν συντομία θα ήθελα να δείξω τι σημαίνει και ποιες είναι οι επιπτώσεις αυτών
των φαινομένων.
Σε ανύποπτο χρόνο και αξιοποιώντας την
επιστημονική βιβλιογραφία είχα καταλήξει στη διαπίστωση ότι μακριά από τα φώτα
της δημοσιότητας στην ελληνική κοινωνία συγκρούονται αφανείς συμμαχίες, τις
οποίες είχα ονομάσει «διανεμητικές συσπειρώσεις». Μικρές στην αρχή ομάδες
κατακτούσαν στην πολιτική, στη διοίκηση, στην οικονομία ή όπου αλλού μια
αποφασιστική θέση που τους επέτρεπε να επηρεάζουν και να ελέγχουν προς όφελός
τους τις εξελίξεις που τους ενδιέφεραν. Με την πάροδο του χρόνου αυτές οι
συσπειρώσεις εξελίχθηκαν σε οργανωμένες και πολλές φορές πολυπληθείς ομάδες που
απέκτησαν τέτοια δύναμη ώστε να καταστεί αδύνατη η λήψη οποιασδήποτε απόφασης ή
μέτρων της κυβέρνησης ή ενός άλλου θεσμού που δεν θα τις εξυπηρετούσε. Αυτές οι
ομάδες αργότερα ονομάστηκαν «συντεχνίες» και απέκτησαν μια τόσο ισχυρή θέση
ώστε να εξελιχθούν σε ομάδες αρνησικυρίας. Τίποτα δεν μπορούσε να γίνει στον
τομέα τους χωρίς τη συγκατάθεσή τους και έτσι γινόταν συνήθως αυτό που οι ίδιες
ήθελαν και το προκαλούσαν.
Σταδιακά και με την πάροδο του χρόνου,
ιδιαίτερα στην περίοδο της λαϊκιστικής κυριαρχίας (δεκαετία 1980) η ελληνική
κοινωνία στο σύνολό της, προπάντων όμως ο δημόσιος τομέας, διαβρώθηκε σε τέτοιο
βαθμό από τις συντεχνίες, ώστε κάθε ιδέα διαρθρωτικής μεταρρύθμισης να
ακυρώνεται εν τη γενέσει της. Αν υπάρχει κάτι το χειροπιαστό που αποτρέπει την
εφαρμογή μέτρων τα οποία δρομολογούν διαδικασίες που ανοίγουν την αγορά στον
ανταγωνισμό, εξορθολογίζουν τις συναλλαγές, επιβάλλουν αξιοκρατικές επιλογές,
αυξάνουν την εισπρακτική ικανότητα του κράτους και άλλα πολλά αναγκαία, είναι
αυτές οι συντεχνίες που αντιστέκονται και πολλές φορές μέχρι τώρα με επιτυχία
ακυρώνουν όλα τα προαναφερθέντα.
Το ελληνικό κράτος δεν είναι σε θέση ούτε και
από τους αποδεδειγμένα ακατάλληλους, τους απατεώνες, τους κατ’ ευφημισμό «επιόρκους»
να απαλλαγεί. Το κράτος είναι δέσμιο τόσο πολλών «ακυρωτικών» διαδικασιών τις
οποίες οι συντεχνίες στη διάρκεια δεκαετιών επέβαλαν, ώστε να αδυνατεί να
αλλάξει «κεκτημένα συμφέροντα» και να επιβάλλει το νόμο. Από την άλλη μεριά
είναι οι πολιτικοί, είναι η ίδια η διοίκηση, που ελέγχονται από τις συντεχνίες
αυτές και καθυστερούν, διστάζουν, ολιγωρούν, αφού είναι αυτοί, πολιτικοί και
διοίκηση, που συνέβαλαν στη δημιουργία όλων αυτών των καταστάσεων και τώρα
αδρανούν σκεπτόμενοι το «πολιτικό κόστος».
Η πολιτική τάξη στην Ελλάδα στερείται της
αναγκαίας τόλμης λήψης των κατάλληλων μέτρων και για το λόγο ότι από τη στιγμή
που θα αποφασίσει να τα λάβει και να τα επιβάλει θα είναι τα άλλα κόμματα: της
μείζονος και της ελάσσονος αντιπολίτευσης που θα αντισταθούν, θα συμπαρασταθούν
στις συντεχνίες και θα υποσχεθούν να επαναφέρουν τα πράγματα στην προηγούμενη
κατάσταση, να επανορθώσουν τις «αδικίες», ελπίζοντας στην προσέλκυση ψήφων για
την κατάκτηση της εξουσίας. Σε αυτόν τον φαύλο κύκλο κινείται, τουλάχιστον τα
τελευταία 30 χρόνια, η ελληνική πολιτική και από αυτόν τον φαύλο κύκλο πρέπει
να βγούμε εάν θέλουμε η χώρα μας να μπει σε έναν ευρωπαϊκό δρόμο ανάπτυξης
απαλλαγμένη από τις αμαρτίες του παρελθόντος.
Είναι αλήθεια ότι τα Μνημόνια, το πρώτο και το
δεύτερο, επέβαλαν μέτρα τα οποία δεν βοηθούν τη γρήγορη έξοδο από την κρίση. Σε
ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις επιδεινώνουν την κρίση και καθυστερούν την έξοδο
από αυτήν, όπως δείχνουν οι δείκτες μείωσης της παραγωγικής δραστηριότητας και
της απασχόλησης. Οι Τροϊκανοί έχουν παραδεχθεί ότι έκαναν λάθη. Αλλά πώς
προέκυψαν αυτά τα λάθη; Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι ομολόγησε ότι από την
πλευρά της Τρόικας έγιναν μεν λάθη, αυτά όμως οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό σε
έλλειψη έγκυρης πληροφόρησης και των απαραίτητων στοιχείων από τη μεριά των
ελληνικών κυβερνήσεων. Είπε μάλιστα ότι «ορισμένες αποφάσεις είχαν ληφθεί τότε
στη βάση πληροφοριών, οι οποίες ήταν είτε ελλιπείς είτε εσφαλμένες είτε
παραπλανητικές» (εφημ. Καθημερινή, 9 Ιουλίου 2013).
Και εδώ θα πρέπει να σταθούμε και να σκεφτούμε
τις ευθύνες μας ως κράτος, ως κοινωνία, ως πολίτες. Στη διεθνή γλώσσα
χρησιμοποιούν από καιρό την απαξιωτική μεταφορά «Greek statistics» όταν θέλουν να
παραπέμψουν στην ανεπίτρεπτη απόκρυψη ή αλλοίωση στοιχείων που αφορούν στις
οικονομικές δραστηριότητες κράτους και οργανισμών. Οι ελληνικές υπηρεσίες
διέπρεψαν στο παρελθόν στην απόκρυψη τέτοιων στοιχείων. Στην περίπτωση της
προετοιμασίας των Μνημονίων και από ελληνικής πλευράς έχει καταγγελθεί το
γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις απέφευγαν να δώσουν στην Τρόικα τις
απαιτούμενες πληροφορίες, ενώ επιπλέον απείχαν από την κατάθεση συγκεκριμένων
προτάσεων στη σύνταξη του πρώτου Μνημονίου επειδή στερούνταν ιδεών. Όταν δεν
προτείνεις τίποτα, γράφει ο καθηγητής και πρώην υπουργός Τ. Γιαννίτσης, «πρέπει
να αποδεχθείς τα πάντα».
Τώρα πια έχουμε φθάσει στα άκρα. Η ελληνική
κοινωνία στο σύνολό της έχει χωριστεί σε δύο ετερόκλητα και αντιμαχόμενα
στρατόπεδα. Ανομολόγητα ή ομολογημένα ορισμένοι προσβλέπουν σε ένα άλλο
σύστημα, με κοκκινωπές ή φαιές αποχρώσεις. Άλλοι αλληθωρίζουν προς
εξωπραγματικές λύσεις που κάπου αλλού είδαν προσωρινά να εφαρμόζονται και άλλοι
ονειρεύονται την Ελλάδα επικεφαλής μιας διεθνούς αντικαπιταλιστικής συμμαχίας!
Και ενώ στη μια πλευρά, την αντιμνημονιακή, συνωστίζονται ιδέες και δυνάμεις
των οποίων το μόνο κοινό στοιχείο είναι η αντίθεσή τους στην αντιπροσωπευτική
δημοκρατία και στο σύστημα της ελεύθερης αγοράς, στην άλλη πλευρά, στην οποία
βρίσκονται τα κυβερνητικά κόμματα, και εκεί οι διαθέσεις απέναντι στις λύσεις
που η Τρόικα χωρίς εμάς μας έχει επιβάλει, μάλλον αμφίσημες είναι. Οι
περισσότεροι υπουργοί των τελευταίων κυβερνήσεων αρνούνται στην πράξη να
εφαρμόσουν τα συμφωνηθέντα, ενώ πολλές φορές λύσεις που και αυτοί οι ίδιοι
υιοθετούν προσπαθούν να τις φορτώσουν στην Τρόικα, εντείνοντας με τον τρόπο αυτό τη δυσπιστία του ελληνικού
λαού σε λύσεις που οι εκπρόσωποί του δεν έχουν το θάρρος να υποστηρίξουν
δημόσια.
Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που μας επιβάλλει
να κάνουμε ρήξεις, να κάνουμε την ανάγκη
αρετή. Εδώ που είμαστε φτάσαμε κυρίως με δικές μας πράξεις και παραλείψεις·
από την αδυναμία μας να συνδυάσουμε ορθολογικά παραγωγή και κατανάλωση, από μια
άπληστη διάθεση του «εδώ και τώρα», με αποτέλεσμα την επικράτηση συντεχνιακών
συμφερόντων και την έξαρση της διαφθοράς.
Όσο επώδυνα κι αν αποδείχθηκαν τα μέτρα που
συμφωνήσαμε να αποδεχθούμε, θα πρέπει να τα εφαρμόσουμε μέχρι τέλους.
Ανεξάρτητα από την επιτυχία (μερική ή ολική) που θα έχουν, ένα νομίζω ότι θα
μας βοηθήσει να δρομολογήσουμε: να απαλλαγούμε από αυτόν τον κυκεώνα των
συμφερόντων μικρών και μεγάλων ομάδων που έχουν καταντήσει βρόχος στο λαιμό της
ελληνικής κοινωνίας και την εμποδίζουν να πάρει τις αναγκαίες αποφάσεις που
ευνοούν τους πολλούς και βλάπτουν τις συντεχνίες.