Βιβλία, βιβλία!
του
ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΣΛΑΒΗ ("Νέα Αγχίαλος"/
τεύχος 75/Απρίλιος - Μάιος - Ιούνιος
2012)
Ίσως το
μεγαλύτερο πρόβλημα ενός βιβλιόφιλου και/ή ενός μελετητή στην Ελλάδα να μην
είναι η επιλογή από τον αριθμό των τίτλων που εκδίδονται, ακόμα και τώρα με τη
σχετική συγκράτηση που επέβαλε η μειωμένη αγοραστική δύναμη του κοινού.
Αντίθετα, ίσως το σημαντικότερο πρόβλημά του να είναι η αδυναμία της αποφυγής
της παγίδας που στήνεται (όχι πάντα κακοπροαίρετα) από εκείνους που,
παραφράζοντας μια παλιά ραδιοφωνική διαφήμιση, «διαλέγουν πριν από αυτόν γι’ αυτόν».
Είναι δε προφανές ότι αυτό το φιλτράρισμα παγιδεύει περισσότερο εκείνους που
δεν έχουν τη δυνατότητα είτε να ενημερωθούν για την διεθνή εκδοτική
δραστηριότητα είτε να βρουν καταφύγιο σ’ αυτήν.
Το κακό
θα ήταν μικρό αν από αυτήν την διήθηση περνούσαν τα ευπώλητα «λογοτεχνικά
σκουπίδια», των οποίων ο προορισμός, έτσι και δεν προλάβει να τα διαβάσει ο
αγοραστής τους, όσο έχει το χρόνο να σιγοψήνεται νωχελικά στις ξαπλώστρες των
ακτών, είναι, στην καλλίτερη περίπτωση, η διακόσμηση μιας βιβλιοθήκης.
Δυστυχώς, από την ίδια διαδικασία περνάνε τόσο τα έργα επιφανών κλασικών και
σύγχρονων λογοτεχνών όσο και τα δοκίμια, οι μελέτες, οι έρευνες κ.λπ.
Πληθώρα αξιόλογων γραπτών κειμένων μπαίνει στο
περιθώριο για χάρη των «Δουνάβεων της σκέψης» και των πρωταθλητών του
λογοτεχνικού μάρκετινγκ! Είναι θλιβερή, για παράδειγμα, η διαπίστωση ότι το «Επιστροφή
από τη Σοβιετική Ένωση», που έγραψε ο Αντρέ Ζιντ το 1936, εκδόθηκε στην
Ελλάδα μόλις το 2011 ή ότι το ελληνικό κοινό είχε την πρώτη επαφή του με την
άκρως ενδιαφέρουσα «Επιπεδοχώρα» του Έντγουϊν Άμποττ το 1988, δηλαδή 104
ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή της, ή ότι δεν επανεκδίδονται πλείστα όσα
αριστουργήματα, των οποίων οι τελευταίες ελληνικές μεταφράσεις είτε είναι
δυσεύρετες είτε έχουν εξαντληθεί, ή, τέλος, ότι παραμένουν αμετάφραστα έργα που
θα έπρεπε να έχουν αποτελέσει απαραίτητο ανάγνωσμα ακόμα και εκείνων που δεν θα
χαρακτηρίζονταν ως “βιβλιοφάγοι”.
«Μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου», θα μπορούσε να αναλογιστεί κανείς με τη σκέψη στα
υπόλοιπα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία. Ναι, αν και η ελλιπής
ενημέρωση και ο ελλιπής προβληματισμός της ίσως να έχουν συμβάλει σε αυτά,
γιατί της επιτρέπουν να ζει με μύθους. Με μύθους, όπως αυτοί που επιβιώνουν ακόμα
και σχετικά με την αρχαία ιστορία του τόπου, παρά το ότι η χρονική απόσταση θα
έπρεπε να έχει αμβλύνει την ιδεοληπτική διάστασή τους.
Ένας από
τους μύθους που αντέχει ανεξήγητα είναι αυτός που θέλει την αθηναϊκή δημοκρατία
δυνατή χάρις στη δουλοκτησία των αρχαίων Αθηναίων και στα άπλετα περιθώρια
σχόλης των πολιτών που συνεπαγόταν. Λογικά, θα έπρεπε να έχουν κλονίσει αυτή
την εντύπωση ερεθίσματα από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη ή και του Μένανδρου.
Αλλά και αναφορές άλλων έργων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ή η απάντηση
σ’ ένα ερώτημα που θα μπορούσε να απευθύνει στον εαυτό του: «Μα καλά, όλοι
αυτοί οι πολίτες, που μετείχαν στα κοινά, είχαν δούλους ή είχαν τόσους δούλους
που τους επιτρέπανε να αδιαφορούν για τον βιοπορισμό τους;». Για το
τελευταίο θα μπορούσε να βρει την απάντηση στο παλιό έργο «Η ζωή στην Αρχαία
Ελλάδα», όπου οι Κ.Μ. Κολόμποβα–Ε.Λ. Οζερέτσκαϊα αναφέρουν: «Ύστερα απ’ αυτό
το πρόγευμα, ο Αθηναίος έβγαινε στην πόλη. Τον ακολουθούσαν δύο δούλοι: αυτοί
θα μεταφέρανε τα ψώνια ή θα πηγαίνανε κάποια είδηση στο σπίτι ή σε κάποιο φίλο.
Αν δεν ήταν πολύ πλούσιος τον ακολουθούσε ένας δούλος. Κι’ αν δεν είχε τη
δυνατότητα να κρατάει έστω κι’ ένα δούλο, θα συμφωνούσε έναν αχθοφόρο στην
αγορά, όπου πρώτα-πρώτα θα κατευθυνθεί.».
Για τα
υπόλοιπα, όμως, ο αναγνώστης δεν έχει δυστυχώς πάντα την ευχέρεια να βγάλει από
ένα κείμενο ένα επιμέρους συμπέρασμα ή μία αποσπασματική πληροφορία και, ιδίως,
να τα συνδυάσει με άλλα διάσπαρτα, αλλά σχετικά με το ίδιο θέμα, για να
σχηματίσει μία γενικότερη εικόνα επ’ αυτού. Αρκείται, λοιπόν, να την αναζητά
σαν «μασημένη τροφή» σε ευανάγνωστα έργα ακάματων μελετητών. Στην Ελλάδα
δε, πολύ συχνά ξένων, ακόμα και για θέματα της ελληνικής ιστορίας, αφού τα
περισσότερα εγχώρια πονήματα διέπονται από το πνεύμα είτε μιας νωθρής προγονοπληξίας
είτε ενός προκλητικού αποδομισμού.
Ένα έργο
αυτού του είδους που ασχολείται με τη σχέση δουλοκτησίας και σχόλης στην αρχαία
Αθήνα είναι το βιβλίο του σχετικά νέου τυνήσιου ελληνιστή, που σταδιοδρομεί
στην Γαλλία, Σαμπέρ Μανσουρί «Η αθηναϊκή
δημοκρατία, μια υπόθεση αργόσχολων;» και, επικουρικά, η μελέτη του ίδιου «Η
Αθήνα με τη ματιά των μετοίκων της», που δεν έχουν μεταφραστεί στα
ελληνικά, προς το παρόν τουλάχιστον.
Ο
Μανσουρί δεν αμφισβητεί την ύπαρξη δούλων, ούτε αγνοεί τη μοίρα τους σε ορισμένες
περιπτώσεις. Δεν αγνοεί μήτε την ύπαρξη μετοίκων. Μάλιστα, επισημαίνει τη
σημαντική συμβολή και των δύο στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Και
διασκεδάζει την εντύπωση μιας απόλυτα κλειστής κοινωνίας, αναφέροντας
περιπτώσεις που αποδόθηκε η ιδιότητα του πολίτη σε μέτοικους με σημαντική
συνεισφορά στην πόλη, ακόμα δε και σε δούλους (τραπεζίτες, αστυνόμους κ.λπ.!).
Απλά αποκαλύπτει ότι πλάι τους υπήρχαν και Αθηναίοι πολίτες που ασχολούνταν με
ανάλογες χειροτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες και δεν ήσαν μόνο
γαιοκτήμονες ή αγρότες. Η δε ενασχόλησή τους με τα συγκεκριμένα επαγγέλματα δεν
περιοριζόταν στην ιδιοκτησία εργαστηρίων ή καταστημάτων, όπου δούλευαν γι’ αυτούς
κάποιοι δούλοι, αλλά επεκτεινόταν στην ενεργό συμμετοχή τους στη λειτουργία των
επιχειρήσεών τους. Έτσι, οι ειδικότητες των αθηναίων πολιτών, όπως του αλφιτοποιού,
του κεραμέως, του εξωμιδοποιού, του σκυτοτόμου κ.ά., που
αναφέρει ο Ξενοφών στα «Απομνημονεύματά» του (και, ευτυχώς, διδάσκονται
πια στα σημερινά ελληνόπουλα) και άλλες που γνωρίζουμε από άλλες πηγές, όπως
του ανδριαντοποιού, δεν αναφέρονται μόνον στην επιχειρηματική
δραστηριότητα των ατόμων, αλλά και στην επαγγελματική ειδικότητά των. Και, όπως
αναφέρει ο Ξενοφών, από αυτήν την τέχνη τους εξασφάλιζαν τα προς το ζειν! Τούτο
ήταν πιο φανερό στην περίπτωση των ναυκλήρων (πλοιοκτητών, ναυτικών) και
των καπήλων (μικρών λιανεμπόρων/ μικροπωλητών). Όπως, μάλιστα,
αναφέρεται, για κάποια έργα στην Ελευσίνα αθηναίοι πολίτες ήταν οι 21 από τους
94 ειδικευμένους εργάτες και 9 από τους 27 εργολάβους.
Ο
συγγραφέας, λοιπόν, αντλώντας και άλλες πληροφορίες από αρχαιοελληνικές πηγές,
αποδεικνύει ότι: «Στη διάρκεια του 4ου
αιώνα, οι πολίτες επιδίδονταν εξίσου ενεργά στο εμπόριο και σε χειροτεχνικά
επαγγέλματα, ενώ έφερναν εις πέρας μία πολιτική σταδιοδρομία.»! Άλλωστε, ο
ίδιος ο Σωκράτης, από τη μία αποκαλεί, στην «Απολογία» του, τους
χειροτέχνες για τις ικανότητές τους «αγαθούς δημιουργούς», αλλά από την
άλλη εκφράζει τη δυσαρέσκειά του, στον «Πρωταγόρα», γιατί παίρνουν τον
λόγο στις συνελεύσεις για γενικά θέματα. Αυτό και μόνο επιβεβαιώνει τον
Μανσουρί («Οι Αθηναίοι εργάζονταν και έκαναν πολιτική») και αποδεικνύει
την παράλληλη ενασχόληση των αθηναίων πολιτών με δύο (τουλάχιστον) «τέχνες»:
την επαγγελματική και την πολιτική.
Η
πραγματικότητα, λοιπόν, όπως αναδύεται από την μελέτη όλων των πηγών –και όχι
μόνον των φιλοσοφικών κειμένων– πόρρω απέχει από την εικόνα που δίνουν ο
Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ακόμα και ο Ξενοφών, οι οποίοι δεν διστάζουν να
απαξιώνουν τις εμπορικές και χειροτεχνικές ασχολίες, δηλαδή τα οικονομικά/ παραγωγικά
επαγγέλματα, τα οποία θεωρούν ως ανάξια για τον «πολιτικό» πολίτη. Μόνο που,
κατά πάσαν πιθανότητα, η εικόνα που μεταδίδουν δεν αντικατοπτρίζει την
καθημερινή ζωή της σύγχρονής τους πόλης, αλλά την ιδεατή ζωή της πόλης που
οραματίζονται.
Ήδη, τα
στερεότυπα που μας κληροδότησαν τα ουτοπικά διανοήματά τους υποχωρούν και τα «ρεάλια»
των αρχαίων πηγών αναδεικνύουν την όχι και τόσο εξωραϊσμένη πραγματικότητα.
Ακόμα και στην Ελλάδα, με κάποια, ωστόσο, χρονική υστέρηση. Ίσως, γιατί ο μύθος
των αέναης σχόλης και της ακατάσχετης πολιτικολογίας των «αρχαίων ημών προγόνων»
προσφέρει ένα ευπρεπές άλλοθι αταβιστικής αναβίωσης προγονικών παραδόσεων στην
μερίδα των νεοελλήνων που δεν θα τους ενοχλούσε διόλου μία σύγχρονη εκδοχή της «σίτισης στο πρυτανείο»!