του Αλέκου Παπαδόπουλου,
τέως υπουργού, ΒΗΜΑ, 24/5/2013
Το συμφέρον
της Ελλάδας είναι να παραμείνει στην Ευρωζώνη. Ταυτόχρονα, είναι πεποίθησή μου
ότι το πρόγραμμα οικονομικής και λειτουργικής ανάταξης, που συγκρότησε και
επέβαλε ο τριμερής Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, σε συνδυασμό με την απουσία
εθνικής αυτενέργειας, την οδηγεί, παρά τα κύματα εισαγόμενης και εδωδίμως
καλλιεργούμενης εσχάτως αισιοδοξίας, σε «πλήρες τέλμα» εντός της επόμενης
τριετίας. Παρά την σημερινή ρητορική του διεθνούς παράγοντα ότι η Ελλάδα δεν θα
εκδιωχθεί από την Ευρωζώνη, εκτιμώ ότι αυτή τη στιγμή οι πιθανότητες να αχθεί μόνη
της εκτός αυτής είναι πολύ μεγαλύτερες από την παραμονή της. Η συνεχιζόμενη
εγγενής αδυναμία της να κατανοήσει το βάθος του προβλήματός της και να
προσαρμοστεί στις σημερινές αλλά και στις μέλλουσες οικονομικές συνθήκες
ανταγωνισμού που θα επικρατήσουν στην Ευρώπη και όχι μόνο θέτουν εξαρχής το όλο
θέμα της παραμονής της στην Ευρωζώνη.
Το «τέλος» του
μνημονίου;
Η συμφωνία του 2010, όπως
τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ανάμεσα στη χώρα μας και στο Τριμερές Σχήμα για
την χρηματοπιστωτική διάσωσή της, καθώς και τα κάθε μορφής μέτρα που
περιελάμβανε - και ανεξάρτητα από τις όψιμες θεωρίες και άλλοθι, που εν τω
μεταξύ αναπτύχθηκαν, περί «λάθους υπολογισμού του δημοσιονομικού
πολλαπλασιαστή» - ήταν απολύτως αναγκαία και επιβεβλημένη για
τη διατήρησή της στο Ευρώ και την απαλλαγή της από παραμορφώσεις και
δυσλειτουργίες, οι οποίες την οδήγησαν σε κατάσταση «χρεοστασίου».
Παρά τα κάποια θετικά και
εξυγιαντικά αποτελέσματα από την εφαρμογή αυτής της συμφωνίας (μνημόνιο), τα
οποία δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς λογικός άνθρωπος, το πρόγραμμα αυτό, εκτός
από τις ιδεοληψίες του και τα προβλήματα που δημιούργησε κυρίως στα χαμηλά
εισοδηματικά στρώματα, έπαυσε να οικοδομεί ουσιαστικές
προϋποθέσεις δημιουργίας νέων διατηρήσιμων οικονομικών συνθηκών. Είναι
πλέον ανεπαρκές, ατελές και εμβαλωματικό. Εξελίσσεται
τελικά σαν λογιστικό μοντέλο πάνω σε μια αποξηραμένη παραγωγική βάση και σε μια
καχεκτική οικονομία. Μια οικονομία που πριν την κατάρρευσή της ήταν απλώς
«μεγενθυμένη» από δάνεια κεφάλαια και περιορισμένα «ανεπτυγμένη», αφού την
αποβιομηχανοποίηση του ’70 και του ’80 ακολούθησε η αποβιοτεχνοποίηση κυρίως
των τελευταίων χρόνων της κρίσης. Ήταν ήδη, ούτως ή άλλως, μια μικρομεσαία
οικονομία που επέζησε κυρίως χάριν της φοροδιαφυγής.
Η ενσκήψασα
«αισιοδοξία» - Ζητήματα Εθνικής Αξιοπρέπειας
Που όμως οφείλεται παρ’ όλα
αυτά η ξαφνική επέλαση του κλίματος δοξαστικής αισιοδοξίας,
και μάλιστα όταν επικρατούν συνθήκες συνεχούς περιορισμού της οικονομικής
δραστηριότητας και παρατεταμένου οικονομικού παγετώνα; Νομίζω
καταρχάς ότι σε κάποιους προέκυψε η ανάγκη ενός ακόμα» ιαματικού
ψεύδους», το οποίο δεν αφορά στις υποθέσεις της χώρας, αλλά στις
εφήμερες εντυπώσεις μιας αμήχανης και εξαντλημένης πλέον διαχείρισης της
κρίσης. Αυτό όμως κάνει μια μεγαλύτερη ζημιά. Καλλιεργεί ψευδαισθήσεις και
υπονομεύει την επίπονη, αλλά άκρως αναγκαία, διαδικασία που οδηγεί στην βαθιά
κατανόηση του προβλήματος και της πραγματικής κατάστασης, ώστε να
δημιουργηθούν ουσιαστικές προϋποθέσεις εξόδου από την κρίση.
Παιχνιδίζει ο οπτιμισμός με
το αίσθημα του ατομικού κινδύνου και της ατομικής ελπίδας. Δεν αφήνει να
αναπτυχθεί στην ελληνική κοινωνία η αίσθηση του συλλογικού
κινδύνου, ώστε να ληφθούν στέρεες εθνικού χαρακτήρα αποφάσεις και
όχι ν' αναπτυχθούν λογικές ατομικής αυτοπροστασίας από τις συνέπειες της
κρίσης. Η ελπίδα και η αισιοδοξία δομούνται, δεν διακηρύσσονται.
Όσοι λοιπόν επιμένουν να
υποδύονται τους «αισιόδοξους», μοχλεύοντας επικοινωνιακά σε κάποια πράγματι
θετικά αποτελέσματα που προκύπτουν από την εφαρμογή του μνημονίου, ή όσοι άλλοι
θέλουν να πιστεύουν γενικώς στην τελική διάσωση της χώρας, οφείλουν να
γνωρίζουν ότι η «αισιοδοξία» τους αυτή, αλλά και η «απαισιοδοξία», μπορεί να
είναι μια σεβαστή ατομική τους επιλογή, αλλά στην πολιτική δεν έχει καμιά αξία
ούτε σαν ατομικό γνώρισμα, ούτε σαν μεταφυσικό φαινόμενο πίστης, ούτε σαν
ειδύλλιο.
Στην πολιτική υπάρχει μόνο
η «δύσκολη αισιοδοξία» που οικοδομείται μόνο με
σκληρή συλλογική προσπάθεια, με σχέδιο και θυσίες, με ρεαλισμό, ορθολογισμό και
με κοινωνική δικαιοσύνη.
Στο επίπεδο της τρέχουσας
πολιτικής είναι βέβαιο ότι η ιστορία θα αναγνωρίσει τις προσπάθειες της
σημερινής κυβέρνησης να παραμείνει η χώρα στην Ευρωζώνη, εφαρμόζοντας αποφασιστικά
τα επιβληθέντα οικονομικά και θεσμικά μέτρα του μνημονίου. Όπως επίσης
πρέπει να της καταλογιστεί στα αρνητικά της το
γεγονός ότι δεν ανέλαβε μέχρι σήμερα καμιά σημαντική πρωτοβουλία που να έχει τη
δική της σφραγίδα σε κανένα σημαντικό πεδίο.
Για να αρχίσει η απομείωση
του χρέους απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα σταθερά τουλάχιστον για
μία επταετία σε ποσοστό πάνω από 5% του ΑΕΠ καθώς και
υψηλοί ρυθμοί πραγματικής ανάπτυξης. Είναι τουλάχιστον άκομψο και πρωτοφανές
να προβάλλεται ως η νέα «Μεγάλη Ιδέα του Έθνους» η επίτευξη κάποιου ελάχιστου
πρωτογενούς πλεονάσματος, με τους γνωστούς τρόπους, και μάλιστα για ένα
τρίμηνο! Αυτό είναι μια ακόμη ένδειξη μειωμένων φιλοδοξιών και προσδοκιών.
Θα ήταν χρήσιμο να
υπενθυμίσω ότι την περίοδο 1994-1996, σε συνθήκες βαθιάς κρίσης χρέους και
μηδενικής ανάπτυξης, χωρίς περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών
επιδομάτων, αλλά κυρίως με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, επετεύχθη για
πρώτη φορά πρωτογενές πλεόνασμα 4,2%, 3% και 4% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Η επιτυχία
αυτή δεν προβλήθηκε συνειδητά, ούτε η τότε κυβέρνηση
πανηγύρισε, έχοντας επίγνωση ότι αυτό δεν ήταν «λεία»
προς διανομή από τον τότε λαϊκισμό, αλλά προοριζόταν αποκλειστικά για τη μείωση
και του τότε υπέρογκου χρέους. Τα πρωτογενή πλεονάσματα διατηρήθηκαν μέχρι το
2001.
Στη χώρα επίσης επικρατούν
συγχύσεις από τη συνεχή αντιφατικότητα και την πολλαπλότητα των διαβρωτικών
μηνυμάτων του παραπλανητικού λαϊκισμού. Αναπτύσσονται επικίνδυνες
και ανεύθυνες απόψεις, όπως εκείνες των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ότι η
σωτηρία της χώρας «περνά» δήθεν μέσα από μία απλή κατάργηση του «αντιλαϊκού μνημονίου»,
κάτι που όμως θα μας οδηγούσε σε περαιτέρω ακραία επιδείνωση της σημερινής
κατάστασης. Οι απόψεις αυτές είναι το ίδιο καταστροφικές και επικίνδυνες με
εκείνες που καλλιεργούν στο λαό την «αισιόδοξη παραμυθία» ότι δήθεν η κρίση
είναι πλέον πίσω μας και σύντομα θα επανέλθουμε στην «προ
αυτής κατάσταση». Αυτό είναι το νέο ψεύδος αυτής
της περιόδου.
Είναι ταυτόχρονα επίσης αναξιοπρεπές για
κάθε λαό να εναποθέτει μοιρολατρικά την τύχη των επόμενων γενεών του στα
εκλογικά αποτελέσματα άλλων χωρών (πχ. Γαλλία, Γερμανία). Είναι εθνική
δειλία και έλλειψη εθνικής ζωτικότητας να
μην παράγει μια χώρα τα δικά της γεγονότα (πολιτικά, οικονομικά, θεσμικά, κλπ)
και να αφήνεται στις διαθέσεις τρίτων που δυστυχώς
πολλές φορές συνοδεύονται και από μη δημοσιοποιημένα προσβλητικά σχόλια του
τύπου «άσε να τελειώσουν οι εκλογές και
θα δούμε τι θα κάνουμε με δαύτους». Είναι επίσης εξίσου αναξιοπρεπές να
πανηγυρίζουμε με τα πλαστά πιστοποιητικά που μας
χορηγεί απλόχερα την περίοδο αυτή ο Διεθνής Παράγων περί δήθεν «βιωσιμότητας»
της ελληνικής οικονομίας και του δημόσιου χρέους. Είναι προφανές ότι λόγω της
άγνωστης ακόμη κατάληξης της ευρωπαϊκής κρίσης δεν επιθυμούν, εταίροι και μη, η
Ελλάδα να λειτουργήσει αυτή την περίοδο ως η ανεξέλεγκτη «παράφρων μεταβλητή»
του Ευρωσυστήματος.
Πολλές χώρες βρέθηκαν στην
ανάγκη καταφυγής σε διεθνή αρωγή. Οι διαφορετικοί χειρισμοί ήταν ανάλογοι με
την ποιότητα και την βαρύτητα των αποφάσεων των
χωρών αυτών να διαπραγματευτούν σωστά, να εφαρμόσουν τις συμφωνίες
αποτελεσματικά και να εξέλθουν σύντομα από την κρίση. Είναι χαρακτηριστικό το
παράδειγμα δύο (2) χωρών, οι οποίες υπέγραψαν »μνημόνια»,
αλλά πολύ σύντομα αποφάσισαν να κινηθούν και πέραν αυτών έως ότου διασφαλίσουν
μια παραγωγική, ανταγωνιστική και διατηρήσιμη οικονομία. Ανασυγκρότησαν την
οικονομία τους πάνω σε δικό τους σχέδιο οικονομικής,
κοινωνικής και θεσμικής ανάπτυξης, που οι ίδιοι κατέστρωσαν και υπεράσπισαν ως
κοινωνίες που τις διακρίνει η ζωτικότητα και
η ευθύνη.
Οι αναδυόμενες πλέον ως
σημαντικές οικονομικές υπερδυνάμεις της Βραζιλίας και της Τουρκίας αυτό τον
δρόμο ακολούθησαν. Τα θαυμαστά αποτελέσματα που πέτυχαν οι χώρες αυτές μέσα σε
λίγα χρόνια δεν ήταν έργο μόνο κάποιων πεφωτισμένων προσώπων. Προικισμένοι
άνθρωποι προέκυψαν, αλλά δεν θα έφταναν από μόνοι τους, όπως πολλοί ίσως να
πιστεύουν. Η ταχύτατη, στέρεη και διατηρήσιμη συνολική ανάπτυξη των χωρών
αυτών, βεβαίως με τις ιδιαιτερότητές τους, είναι αποτέλεσμα της
απελευθέρωσης μεγάλων κοινωνικών δυνάμεων. Δεν αρκέστηκαν οι
κοινωνίες τους μόνο στις υπερσυντηρητικές και εν πολλοίς διαβρωμένες και
βολεμένες ηγέτιδες τάξεις τους. Συνειδητοποίησαν και οι δύο λαοί ότι έχουν
συλλογική ευθύνη στη διαμόρφωση του μέλλοντός τους και διαισθάνθηκαν ότι έχουν
χρέος να υποστηρίξουν το αντικειμενικό συμφέρον της χώρας τους.
Οι «ηγέτιδες» τάξεις της χώρας μας
Κάθε κοινωνία συνήθως, σε
περιόδους κρίσης, καθοδηγείται από ένα κυρίαρχο πνεύμα, που είναι η συνισταμένη
της συλλογικής αντίληψης και του τρόπου με τον οποίο «κοιτάει τον εαυτό της»
και χαράζει την προοπτική της. Στη χώρα μας έχει εγκατασταθεί το πνεύμα «του
ακαταμάχητου λαϊκισμού», που σε συνδυασμό με την καλλιέργεια του «ατομισμού»
και ενός εγκαθιδρυμένου καταναλωτισμού, την έφερε, και δυστυχώς φοβάμαι ότι θα
τη διατηρήσει για πολλά χρόνια ακόμη, σε καθεστώς «Διεθνούς Ζητείας».
Να εκλιπαρεί δηλαδή η χώρα νέες
περικοπές χρέους, νέες παρατάσεις αποπληρωμής του καθώς και νέα
δάνεια. Και όλα αυτά να προβάλλονται ως οι νέες μέλλουσες «επιτυχίες» της
χώρας. Αλίμονο! Υπεύθυνες γι’ αυτό είναι όλες ανεξαιρέτως οι σημερινές ηγέτιδες
τάξεις της χώρας και κατά σειρά ευθύνης:
(α) Η πολιτική
ελίτ, από όπου προέρχομαι -και με τις δικές μου ευθύνες να με
βαρύνουν- κυριαρχείται από το πνεύμα του βαθέως λαϊκισμού, το οποίο διαπερνά
ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Γι’ αυτό ο πολιτικός αγώνας στην Ελλάδα διεξάγεται
ανάμεσα στις διάφορες αποχρώσεις του λαϊκισμού και
μάλιστα με αρκετή δόση οπορτουνισμού ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες.
Δυστυχώς δεν διακρίνεις πλέον, όπως άλλοτε, πτυχές είτε πεφωτισμένης Αριστεράς
(αυτή χάθηκε με το θάνατο του Γληνού), είτε πεφωτισμένης Δεξιάς, είτε του
αστικού Κέντρου. Εξαιρέσεις υπήρχαν και υπάρχουν, αλλά ήταν και εξακολουθούν να
είναι αποδυναμωμένες και ως εκ τούτου «αργούσες». Ο λαϊκισμός στη χώρα μας δεν
λειτουργεί απλά και μόνο σαν δημαγωγικό εμπόριο ελπίδων προς τις ασθενέστερες
τάξεις και τους «κυνηγούς» της εύκολης ευμάρειας. Δυστυχώς, κατέληξε με την
πάροδο του χρόνου σε πολιτισμικό μόρφωμα που
λειτουργεί σαν φιλοσοφία, νοοτροπία, αντίληψη ζωής, με συγκεκριμένες πρακτικές
και συμπεριφορές, οι οποίες τελικά αποθεσμοποίησαν και διέλυσαν τη χώρα.
(β) Η οικονομική
ελίτ, που συγκροτήθηκε μεταπολεμικά, πορεύτηκε αλληλοεξαρτώμενη
με τις άλλες ηγέτιδες τάξεις και κυρίως με την πολιτική. Λειτούργησε χωρίς
ανεπτυγμένη συνείδηση εθνικής ευθύνης, εκτός από κάποιες
και εδώ εξαιρέσεις. Ιθύνουσα Εθνική Αστική Τάξη δεν θέλησαν να γίνουν ποτέ,
υποδύθηκαν μόνο «ρόλους» που δεν πίστεψαν και παρέμειναν απλά ανώτερα
εισοδηματικά στρώματα. Δεν ανέλαβαν ποτέ ευθύνες εγγύησης και πρωτοβουλίες
υπεράσπισης της χώρας. Ανέχθηκαν, αν δεν υποδαύλισαν, τον λαϊκισμό για τα δικά
τους συμφέροντα και συνέβαλαν αποφασιστικά στη θεσμική και οικονομική
αποδυνάμωση της χώρας.
(γ) Η πνευματική
ελίτ, έπαψε από καιρό να διαδραματίζει ρόλο πνευματικής
καθοδήγησης. Δεν απέχει από την αλήθεια το γεγονός ότι η χώρα μας αντλεί ακόμη
κυρίως από τα αποθέματα της πνευματικής παραγωγής που ανακόπηκε στα μέσα της
δεκαετίας του ’60. Η όαση, και εδώ, των ελάχιστων εξαιρέσεων δεν συνιστά
συγκροτημένη καθοδηγούσα πνευματική τάξη. Το γεγονός αυτό εξηγεί μελαγχολικά
γιατί η Ελληνική κοινωνία δεν ολοκληρώθηκε πολιτισμικά και
εν τέλει γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και θεσμικά.
(δ) Η ακαδημαϊκή
ελίτ, βαρύνεται για την κατάσταση στο χώρο της Παιδείας και
ιδιαίτερα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Δεν λειτούργησαν ως πρωτοπορία και ασπίδα
της Ελληνικής κοινωνίας.
(ε) Τα ίδια περίπου ισχύουν
και για τις άλλες κοινωνικές ελίτ, όπως η εκκλησία, με
τον διαχρονικό εθνοφυλετισμό, ο συνδικαλισμός, με
τον τυφλό διεκδικητισμό, τα media, με την υιοθέτηση επί
σειράν ετών ακραίων συντεχνιακών διεκδικήσεων και με την υπερπροβολή
καταναλωτικών προτύπων και πολιτισμικών υποπροϊόντων, ο αγροτικός
συνδικαλισμός, που καλλιέργησε για πολλά χρόνια την αντίληψη του
αγρότη – εισοδηματία του Δημοσίου και της ΕΕ, κ.λ.π.
Το αποκορύφωμα του «θριάμβου» όλων
αυτών των ελίτ της χώρας ήταν την περίοδο 2008-2010, κατά την οποία, αντί, ως
όφειλαν, να συλλάβουν τα ηχηρά σήματα της επερχόμενης κατάρρευσης της χώρας,
προκειμένου να απαιτήσουν να ληφθούν τα ελάχιστα αναγκαία τότε μέτρα, σε σχέση
με τα σημερινά, για τη διάσωση της χώρας, επέδειξαν δόλια άγνοια,
ιδιοτελή «τύφλωση και κώφευση».
Αυτές είναι περίπου οι
ηγέτιδες τάξεις που διαθέτει σήμερα η χώρα. Εξακολουθούν να είναι κυρίαρχες και
να ορίζουν τις εξελίξεις. Αυτές καλούνται να διατηρήσουν τη χώρα εντός της
Ευρωζώνης και ταυτόχρονα να προσελκύσουν επενδύσεις και να αναλάβουν
πρωτοβουλίες με τις οποίες θα οικοδομηθεί μια νέα, βιώσιμη παραγωγική οικονομία
και όχι μια οικονομία της υπερκατανάλωσης.
Η Ευθύνη και η Σωτηρία «εις ημάς αυτούς»
Μπορούν οι ηγέτιδες
τάξεις της χώρας να σηκώσουν ένα τέτοιο βάρος; Μπορούν να μεταμορφωθούν σε
οδηγούς της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να παραμείνει η Ελλάδα στο κοινό νόμισμα
και να υπηρετήσει το ένα και πραγματικό εθνικό συμφέρον;
Φοβάμαι ότι η μέχρι σήμερα
εμπεδωμένη σ’ αυτές κυρίαρχη κουλτούρα δεν μπορεί να κρατήσει τη χώρα στην
Ευρωζώνη. Πρόκειται για μια σκληρή διαπίστωση, αλλά για να διασφαλιστεί Εθνικά
αξιοπρεπής συμμετοχή στην Ευρωζώνη απαιτείται να συναντηθούν και να δράσουν και
άλλες Κοινωνικές και Πνευματικές Δυνάμεις. Υπάρχουν. Είναι ο
κάθε πολίτης αυτής της χώρας που είναι απαλλαγμένος από ιδεολογήματα και είναι
προικισμένος με τον ορθολογισμό των πραγμάτων και πιστεύει ότι η χώρα έχει
συμφέρον να παραμείνει στην Ευρωζώνη. Δεν υποκύπτει στις «ψυχρές αφαιρέσεις»
της πολιτικής, αλλά υιοθετεί το γνήσιο «συναισθηματικό
κριτήριο» στις επιλογές του.
Είναι οι δυνάμεις που
κατανοούν την ανάγκη να ληφθούν Αποφάσεις Εθνικών Διαστάσεων.
Αποφάσεις μεγάλης υπέρβασης του σημερινού μνημονίου.
Δυνάμεις ικανές να απαιτήσουν και να συμβάλουν στο να συγκροτηθεί ένα
άλλο νέο, ρεαλιστικό, αυστηρά πειθαρχημένο, χρονοστοχευμένο, θαρραλέο και
ριζοσπαστικό σχέδιο εξόδου από την κρίση με τη δημιουργία διατηρήσιμων
προϋποθέσεων θεσμικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Να
ενσωματώνει βεβαίως όλες τις συμφωνίες που δεσμεύουν τη χώρα, αλλά και να
προχωρά πέρα από αυτές. Να περιλαμβάνει καθολικές μεταρρυθμίσεις
που θα εξαφανίσουν κάθε μορφή κοινωνικού και κρατικού συντεχνιασμού και κάθε
κακόηθες παραθεσμικό μόρφωμα σε όλα τα πεδία, της Διοίκησης, της Οικονομίας,
της Παιδείας, των Επενδύσεων, του Κοινωνικού Κράτους, των Συνταγματικών και
Πολιτικών Θεσμών κ.λ.π.
Βασική επιδίωξη θα πρέπει να
είναι η ριζική αναθέσμιση της χώρας που θα περιλαμβάνει 3
πυλώνες: α) το πολιτικό σύστημα β) το κράτος γ) την οικονομία. Συγκεκριμένες
και ριζοσπαστικές προτάσεις μου, από κοινού με άλλους, έχουν ήδη δημοσιευθεί
πρόσφατα στον Τύπο και είναι ανηρτημένες σε αυτή την ιστοσελίδα. Στο χώρο δε
ιδιαίτερα της οικονομίας, κύρια επιδίωξη θα είναι η δημιουργία σταθερών
Δημοσιονομικών και Μακροοικονομικών Πεδίων, με την οικοδόμηση
νέων μηχανισμών άσκησης και ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής επί των
δαπανών, με αποτελεσματική εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας σε διευρυμένη
φορολογική βάση, όχι μόνο επί των ισχνών πλέον εισοδημάτων (αυτό δεν θα είναι
απλώς ακραία αδικία, αλλά θα συνιστούσε και αντιοικονομική
πολιτική) αλλά επί του συνόλου του ιδιωτικού πλούτου. Οι
νέοι οικονομικοί θεσμοί θα κατατείνουν στην μετατροπή του παρασιτικού
οικονομικού μοντέλου σε παραγωγικό, με την οργάνωση και κατεύθυνση των
διαθέσιμων ανθρωπίνων και οικονομικών πόρων στη δημιουργία παραγωγικών μονάδων
και υγιών θέσεων εργασίας.
Με το νέο αυτό
πρόγραμμα θα προκύψουν και νέα επώδυνα μέτρα. Η κατάργηση π.χ.
αθέμιτων προνομίων που ακόμα διατηρούνται θα προκαλούσε εμμέσως μειώσεις
εισοδημάτων σε διάφορες κοινωνικές ομάδες.
Η Ελλάδα πρέπει πρώτα να
κερδίσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της, για να διεκδικήσει και την εμπιστοσύνη
των ξένων επενδυτών προκειμένου να στεριώσει μια νέα υγιή
παραγωγική οικονομία. Το πνεύμα του υπερκαταναλωτισμού που
κυριάρχησε στη χώρα παραμένει ακόμα και καλλιεργείται δυστυχώς και σήμερα σαν
δήθεν »κεκτημένος» τρόπος ζωής και συμπεριφοράς σε
μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Πρέπει σύντομα ν’ αντικατασταθεί από την αντίληψη
του «λιτού βίου» ως αξιακής επιλογής. Διαφέρει
εννοιολογικά και ουσιαστικά από την λιτότητα, που είναι ο
κάθε φορά επιλεγόμενος «εχθρός» του δημαγωγικού λαϊκισμού και του πνεύματος του
άκρατου καταναλωτισμού.
Αυτός, κατά την άποψή μου,
είναι ο ρεαλιστικός δρόμος ευθύνης για την έξοδο της
χώρας από την κρίση και την παραμονή της στο ευρώ. Όσο όμως και αν θεωρώ ότι
αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα, άλλο
τόσο δεν φαίνεται ακόμη ρεαλιστικό να πιστεύει κανείς ότι οι σημερινές
κατεστημένες ελίτ της χώρας, διαβρωμένες από αυταρέσκεια και αυτισμό, και με τα
χαρακτηριστικά «ποιότητας» που περιγράφηκαν παραπάνω, θα αφυπνίζονταν ξαφνικά
και θα συναινούσαν σε ένα αυτόχθον και ολιστικό πρόγραμμα
οικονομικής, θεσμικής και λειτουργικής ανασυγκρότησης στη θέση του σημερινού
μνημονίου, ώστε η χώρα να παραμείνει στο Ευρώ.
Για αυτό το λόγο
είναι απαραίτητο να συντρέξουν και να κινητοποιηθούν και άλλες υπαρκτές, αλλά
σχολάζουσες κοινωνικές και πνευματικές δυνάμεις, προκειμένου να καταστεί η χώρα
ικανή να προστατεύσει τα συμφέροντά της σε βάθος χρόνου.
Επίλογος ή εισαγωγή;
Η Ελλάδα ή θα αποφασίσει τώρα
την οριστική διάσωσή της και την αξιοπρεπή παραμονή της στο ευρώ ή θα οδηγηθεί
μέσα στην επόμενη τριετία έξω από αυτό. Ο χρόνος όμως που έχει στη διάθεσή της
για να το αποφασίσει εξαντλείται. Η «Μεγάλη
Απόφαση» πρέπει να ληφθεί στο αμέσως επόμενο διάστημα, χωρίς
βραδύτητα, πριν η κατάσταση γίνει μη αναστρέψιμη. Η χώρα δεν μπορεί να
«σταφιδιάζει» άπραγη και επί ματαίω μέσα σε αδιέξοδες προοπτικές. Ούτε να
«σαπίζει» από την ανημπόρια για εθνικές πρωτοβουλίες. Το δίλημμα είναι
βαρύ, οι ευθύνες γιγάντιες και το κόψιμο του γόρδιου δεσμού της
απραξίας απαιτεί να διατρέξουν την κοινωνία ισχυρές εσωτερικές
δυνάμεις.
Η ιστορία θα είναι ανελέητη
για όσους θα έχουν τελικά την ευθύνη της διολίσθησης της χώρας εκτός ευρώ. Θα είναι
όμως περισσότερο ανελέητη με την ολιγωρία και την έλλειψη διορατικότητας
εκείνων που θα την οδηγήσουν σε μια καταστροφική άτακτη
έξοδο από την Ευρωζώνη.
Αν, ο μη γένοιτο, η χώρα
οδηγηθεί εκτός ευρώ, ελπίζω οι τότε εκπρόσωποί της να διαθέτουν τις πολιτικές
ικανότητες να το αντιληφθούν τουλάχιστον έγκαιρα. Εκείνες τις στιγμές, με
ενότητα και νηφαλιότητα, να επιδιώξουν μια λιγότερο καταστροφική λύση από
εκείνη της άτακτης φυγής, αλλά όμως καταστροφική και αυτή, προς άρση κάθε
παρεξήγησης: να υιοθετήσουν σχεδιασμένες πολιτικές νομισματικής
μετάπτωσης. Αυτό, δε, σημαίνει κυρίως συνεννοημένες
με τους εταίρους μορφές εγγυήσεων και διευκολύνσεων στο
χρηματοπιστωτικό, στο συναλλαγματικό, στο δημοσιονομικό και στο λειτουργικό
πεδίο.
Οι τεχνικές λεπτομέρειες
υλοποίησης αυτής της μετάπτωσης δεν αφορούν αυτό το άρθρο. Η αγωνία αυτών των
σκέψεων σχετίζεται μόνο με το πώς θα αποφύγουμε, αν
μπορούμε, την κατάληξη αυτή. Και πιστεύω ότι με τις
προϋποθέσεις που περιγράφω θα μπορούσε να αποφευχθεί το να γίνουμε το «ανάπηρο
καθυστέρημα» της Ευρώπης.