("Ἐφημερίδα
τού Κ.Σ.Μ."/τεύχος 164/Φεβρουάριος 2013)
Οι μελέτες για τον Ρόδη Ρούφο, σαν λογοτέχνη, διπλωμάτη, αντάρτη και
τα αρκετά ἄλλα που υπήρξε,
δεν είναι λίγες. Και θα ακολουθήσουν
ασφαλώς και ἄλλες. Σαν κομβικό σημείο πάντως θά λειτουργήσει το αφιέρωμα στην
μνήμη του στο φύλλο του Δεκεμβρίου τής «Νέας Ἑστίας».
Ἡ εἰσαγωγή του αφιερώματος γίνεται από τον γιό τού Ρούφου, τον Λουκᾶ. Ἀναφέρει τον πατέρα
του με μεγάλη ευλάβεια, αλλά και τις ἰδεολογικές διχογνωμίες τους ὅσο ζούσε και οι οποίες σήμερα φαίνονται εντελώς
ξεπερασμένες. Ὅλα τά ἄρθρα που
περιέχει το αφιέρωμα είναι
καλογραμμένα και καλά υπομνηματισμένα. Τα
συναρπαστικά ὅμως για τον αναγνώστη κείμενα είναι η αλληλογραφία του με τον αχώριστο φίλο του Θεόφιλο
Φραγκόπουλο και τον Γρίβα-Διγενή. Μαρτυρίες πολύτιμες για γεγονότα και για
χαρακτήρες.
Ὁ Ρόδης γεννήθηκε το 1922 σε μια
πλούσια οἰκογένεια που είχε
έρθει από την Πάτρα. Ὁ
πατέρας του είχε διατελέσει υπουργός των
εξωτερικών τού δικτάτορα Παγκάλου (και τα
είχε θαλασσώσει στην σχέση της
χώρας μας με την Γιουγκοσλαβία).
Ἀπό παιδί προοριζόταν να μπει
στο διπλωματικό σώμα, αλλά τα διαβάσματά του εκάλυπταν ἕνα πολύ μεγαλύτερο πεδίο.
Διανοούμενοι ήταν και οι συμμαθητές του
στο σχολείο «Μακρή», Φραγκόπουλος και Κίτσος Μαλτέζος, οι ὁποίοι βρέθηκαν
μετά μαζί του στην Νομική Σχολή. Τον πρώτο καιρό τής εχθρικής κατοχής
κυριαρχούσαν εκεί οι κομμουνιστές, που
ήσαν ἄρτια ὀργανωμένοι. Ὁ Ρούφος στην εξαλλότητά τους αντιπρόβαλλε ἕναν νηφάλιο
λόγο. Τού έρριχναν ξύλο καθημερινά. Μέχρι πού ξεσήκωσε αυτός την παθητική
πλειοψηφία. Ἕνα πρωϊ ὁ Μαλτέζος δολοφονήθηκε από την ΟΠΛΑ, διότι είχε αποστατήσει από την ΚΝΕ και
δραστηριοποιήθηκε στον ΕΣΑΣ (Ἐθνικός Σύνδεσμος Ἀνωτάτων Σχολών). Ὁ θάνατος τού
Μαλτέζου σημάδεψε την ζωή του
Ρούφου και τού Φραγκόπουλου. Δεν έπαψαν να γράφουν βιβλία για τον χαμό του φίλου τους.
Τό 1944 ὅταν ὁ ΕΛΑΣ είχε καταλάβει τό
σύνολο σχεδόν τού ἑλληνικού χώρου, ὁ Ρούφος ανέβηκε στον Ζέρβα και του πρότεινε την ἵδρυση μιᾶς ἰδιαίτερης
φοιτητικής μονάδας στον ΕΔΕΣ, τον «Ἱερό Λόχο». Ὁ Ζέρβας δέχθηκε πολύ πρόθυμα την
πρόταση και αφού ήρθαν ο Ρούφος και ὁ Φραγκόπουλος και οι ἄλλοι ὁμοϊδεᾶτες τους
φοιτητές, νόθευσε την μονάδα τους χώνοντας σ’ αυτήν
πρόσωπα συζητήσιμης σπουδαστικής
ταυτότητας και νοοτροπίας μπράβου. Ἡ εμπειρία αυτή έκανε τον Ρόδη προσεκτικό στο ποιόν των προσώπων με
τα ὁποία χρειαζόταν να
συνεργασθεί.
Ὁ γράφων θυμᾶται το πορτραίτο του Ρόδη με γένια και φυσεκλίκια σε ένα εδεσίτικο φύλλο μετά την απελευθέρωση. Πολλοί τον
μακάριζαν τότε γι’ αυτήν την δημοσιότητα, πώς θα του εξασφάλιζε την βουλευτία. Ὁ Ρόδης δεν θέλησε να γίνει
βουλευτής – οι κομματικοί ανταγωνισμοί τον ἄφηναν αδιάφορο – και το 1949 μπήκε στο υπουργείο των εξωτερικών.
Ὑπηρέτησε σε διάφορα πόστα, στην αρχή ανένδοτος αντικομμουνιστής,
αργότερα ὅμως προβληματισμένος για τα
μέσα πού χρησιμοποιούσαν οι δυτικοί για να κρατήσουν την κυριαρχία τους πάνω
στούς αποικιοκρατούμενους λαούς.
Ἡ έναρξη του αγώνα τής ΕΟΚΑ στην Κύπρο την 1η
Ἀπριλίου 1955 τον βρήκε στην Λευκωσία πρόξενο τής Ἑλλάδος. Ὅταν τον Μάρτιο τού
1956 οι Ἄγγλοι απήγαγαν τον Μακάριο στις Σεϋχέλλες ὁ Γρίβας-Διγενής αναζήτησε τον Ρούφο για πολιτικό
μέντορα του και για την σύνδεσή του με
την Ἀθήνα. Ἐπί χρόνια την ἡγεσία των
Κυπρίων αποτελούσε μια
τριανδρία. Ὁ Μακάριος στις Σεϋχέλλες, ὁ Γρίβας-Διγενής στον βουνό, στην
Λευκωσία ὁ Ρούφος, ο ὁποίος
είχε επωμισθεί όλο το πολιτικό βάρος της προσπάθειας. Ἀπό τις επιστολές που αντάλλασσαν, γραμμένες ὅλες μέ την μηχανή
από τον Ρούφο και αυτές του αρχηγού τής ΕΟΚΑ γραμμένες με το χέρι πλην
μιᾶς, έχουν σωθεί πολύ λίγες στο
αρχείο της οἰκογένειας
Ρούφου. Αυτές πού ἄφησε φεύγοντας ὁ Ρόδης στο προξενείο για την ενημέρωση της υπηρεσίας, τις κατέστρεψε ὁ διάδοχός
του, για να μην τις βρούν
οι Ἄγγλοι αν εἰσέβαλλαν στο προξενείο. Πρᾶγμα πού ήταν πολύ απίθανο.
Στην αλληλογραφία μεταξύ Ρούφου και
Γρίβα, ὁ πρώτος δίνει συνεχώς ὁδηγίες στον «Ἀρχηγό» να ενεργεί έτσι πού να μήν απαξιώνει
τις συμπάθειες της
διεθνούς κοινής γνώμης για τον αγώνα του και να μην ξεσηκώσει την τουρκική μειονότητα.
(Πίσω από την πολιτική
λογική τών ὁδηγιών βρίσκεται και ἡ απέχθεια τού Ρούφου για κάθε λογής αγριότητες.)
Ὁ Γρίβας του απαντᾶ απολογητικά,
αλλά τού αντιτάσσει ὅτι
ὅλο το φταίξιμο για τον
συναγωνισμό των ὠμοτήτων
βαρύνει τούς Ἄγγλους.
Τό Πάσχα τού 1956 το ἑόρτασαν μαζί οι δύο στό βουνό. Και στην
κυρία Ἀριέττα Ρούφου, πού συνόδευσε τον ἄντρα της, χρωστᾶμε την ὡραία
φωτογραφία πού κοσμεί τό εξώφυλλο τής «Νέας Ἑστίας». Ὁ Ρούφος ως και ὅπλα είχε πάει με το προξενικό αυτοκίνητο στο βουνό, πρᾶγμα που,
αν το ανακάλυπταν οι Ἄγγλοι, θα προκαλούσε τουλάχιστον την απέλασή του.
Τον Ρούφο απέσυρε από την Κύπρο στη μέση της δράσης του το
υπουργείο των εξωτερικών.
Ὡς ακραίο υποστηρικτή τού ένοπλου αγώνα τών Κυπρίων. Πρέπει να σημειωθεί ὅτι είχε
επιτύχει από τον
πρωθυπουργό Καραμανλή να αφαιρέσει το
υπουργείο των εξωτερικών από
τον Σπ. Θεοτόκη πού δεχόταν την εγκατάλειψη τού ένοπλου αγώνα και μιά μακρά
περίοδο αυτοκυβέρνησης τής Κύπρου, μέχρι την διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την
Ἕνωση. (Ποτέ πρίν και ποτέ μετά ἕνας διπλωματικός δεν κατάφερε την αποχώρηση
τού προϊσταμένου υπουργού του.) Ὁ Ἀβέρωφ πού διαδέχθηκε τον Θεοτόκη, αποσύροντας
τον Ρούφο από την Κύπρο, για
να μην φανεί θιγόμενος του πρότεινε να πάρει ἕνα ἄλλο μεγάλο
πόστο στό εξωτερικό.
Ὁ Ρούφος δεν δέχθηκε. Ζήτησε να
μετατεθεί στην πρεσβεία στο
Λονδίνο, ὅταν επρόκειτο να παιχθεί ἡ ἑπόμενη φάση τού Κυπριακού.
Σ’ αυτήν
ο θεωρούμενος ακραίος εργάστηκε
συστηματικά για την επίτευξη των
συμφωνιών της Ζυρίχης και
του Λονδίνου, γιατί επίστευε
ὅτι εκεί πού είχαν φθάσει πλέον τα
πράγματα, εάν συνεχιζόταν ὁ ένοπλος αγώνας, θα επερχόταν
η διχοτόμηση. Ὅταν έκλεισαν
αυτές οι συμφωνίες έγραψε από το
Λονδίνο, κατά υπόδειξη τού Καραμανλή, επιστολή στον Γρίβα, πού είχε γυρίσει στην
Ἀθήνα δαφνοστεφανωμένος στρατηγός και προαλειφόταν να πολιτευθεί, για να τον
πείσει για την αναγκαιότητα τής υποχώρησης πού είχε γίνει. Ὁ Γρίβας δεν
πείσθηκε καθόλου και τον «τιμώρησε» ελαχιστοποιώντας στα απομνημονεύματά του για τον αγώνα της ΕΟΚΑ, πού δημοσίευσε το 1961, την συμβολή του Ρούφου.
Την εποχή πού βρισκόταν ο Ρόδης στο προξενείο τής Λευκωσίας, παρά την εντατική του απασχόληση στον
κυπριακό αγώνα, εὕρισκε καιρό να διαβάζει, να γράφει από μυθιστορήματα μέχρι
κοινωνιολογικά δοκίμια, και να αλληλογραφεί μέ τον Φραγκόπουλο, τον αχώριστο
φίλο με τον ὁποίο
διαπλέχθηκε ἡ ζωή του. Ὁ Θεόφιλος, στην καθημέραν ζωή αποκαλούμενος Μπούλης, πολύ απείχε από το να είναι πλούσιος ὅπως ο Ρόδης. Είχε πάει στην Βηρυττό, εργαζόμενος
σέ ναυτιλιακό πρακτορείο για να ζει
μέ τον μισθό του η οικογένειά του, δηλαδή η
γυναίκα του κι’ αυτός και
οι δύο γιοι τους. Ἀπό τους ὁποίους ο νεώτερος, ὁ Μίλτος, έχει γράψει ἕνα
πολύ αξιόλογο κείμενο, με
το ὁποίο κλείνουν τα ἄρθρα του φύλλου της «Νέας Ἑστίας».
Ὁ Ρόδης και ὁ Μπούλης ἄρχισαν να ανταλλάσσουν
επιστολές από το 1946 και η αλληλογραφία τους σταματᾶ το 1968, ὅταν βρίσκονταν πια και οι δύο στην Ἀθήνα ασφυκτιώντας υπό
τον ζυγό της χουντικής
δικτατορίας. Ἀπό την αλληλογραφία τους, πού ανέρχεται σε 157 γράμματα, σχεδόν το σύνολο έχει διασωθεί. Στο φύλλο της «Νέας Ἑστίας» δημοσιεύονται 22 από αυτά πού είναι
χαρακτηριστικά. Γραμμένα με
πολύ κέφι, με ἄφθονα
κουτσομπολιά, με χτυπητές εκφράσεις
σε ξένες γλώσσες,
πειράγματα μεταξύ τους, υποκλίσεις αλληλοθαυμασμού, κριτικές των επικριτών τους, ανακοινώσεις
μελλοντικών δημοσιευμάτων του
καθένα τους, που πρόκειται
να κονταροκτυπηθούν για την απόκτηση βραβείων. Ἄν και διάνυαν αμφότεροι την πέμπτη δεκαετία τής ζωής τους, τα γράμματά τους είναι θαυμασίως νεανικά.
Ἡ αποφράδα 21η Ἀπριλίου 1967
βρήκε και τούς δύο στην Ἀθήνα και τούς γέμισε με οργή.
Ὁ Ρόδης έπαψε να πατᾶ στο υπουργείο
των εξωτερικών, το ὁποίο ὅταν κουράστηκε να τον περιμένει,
τον απέλυσε για εγκατάλειψη θέσης. Ἔγραψε ὅμως σειρά βιβλίων και ἄρθρων πού
κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό
με ἄλλο ὄνομα για να
καταδείξουν την δολιότητα τής χούντας. Ὁ Μπούλης σταμάτησε να γράφει. Ὅταν ὅμως
ἡ Χούντα για να δώσει μια επίφαση
ὁμαλότητας στην ζωή της
χώρας λασκάρησε λίγο τα
δεσμά της, πρωτοστάτησαν και οι δύο στην ἵδρυση ἑνός δήθεν πνευματικού
σωματείου στην ουσία αντιδικτατορικού, και στην έκδοση με μιά ὁμάδα ὁμογνωμόνων τους
διανοουμένων του βιβλίου «18
Κείμενα» και κατόπιν του επόμενου
«Τά Νέα Κείμενα» πού η εἰρωνεία τους ξέσκιζε το χουντικό καθεστώς. Στην σύνταξη αυτών
των βιβλίων έβαλε ὁ
Φραγκόπουλος το πάθος του,
ὁ Ρούφος την διπλωματικότητά του να συμβιβάζει διϊστάμενες απόψεις. Ἔτσι μετά από
την πολυετή διαίρεση του εμφυλίου
συγκροτήθηκε μια εθνική
ἑνότητα εναντίον της
δικτατορίας.
Τον Ὀκτώβριο τού 1972 ὁ Ρούφος έχοντας αρρωστήσει, πέθανε σε ἡλικία 48 ετών. Ἡ οἰκογένειά του από
σεμνότητα δεν αναφέρει, ὅτι με
την διαθήκη του ἄφησε ένα
σεβαστό ποσό από την
περιουσία του για να δίνει υποτροφίες σπουδών σε νέους, το
ὁποίο ως σήμερα εξακολουθεί
να παρέχεται.