28 October 2012

Στο δόκανο της αγάπης


 του Παναγιώτη Πάντου, Αυγή, 26/10/2012

Υπάρχουν μερικά πράγματα που τα κάνουμε χωρίς δεύτερη σκέψη, μέχρι που κάτι συμβαίνει... Πριν από λίγες εβδομάδες, βρέθηκα σε μια βάφτιση όπου ο παπάς εξαπέλυσε ένα απίστευτο κήρυγμα μίσους. Εργαζόμενες μητέρες, μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, άθρησκοι και ένα σωρό άλλοι αποτελούσαν τους θανάσιμους κινδύνους από τους οποίους οι γονείς και η νονά έπρεπε να προστατεύσουν το βρέφος. Όλοι σκύψαμε το κεφάλι, σεβόμενοι τον χώρο και την τελετή.

Μέχρι τότε έβλεπα δύο κατηγορίες ανθρώπων. Τους πιστούς χριστιανούς –που εκκλησιάζονται τακτικά, απεχθάνονται το διαφορετικό και υιοθετούν συντηρητικές αντιλήψεις– και τους άθρησκους –που δυσανασχετούν όταν οι φίλοι τους κάνουν θρησκευτικό γάμο, γοητεύονται από τη διαφορετικότητα και οραματίζονται έναν κόσμο χωρίς θεούς και αφέντες. Όλοι οι ενδιάμεσοι ήταν απλώς ο άμαχος πληθυσμός, αμέτοχοι στην αντιπαράθεση των δύο στρατοπέδων για το τι είναι μια «κοινωνία αγάπης».

Σαν άλλος Σαούλ, έφαγα μια αποκάλυψη κατακέφαλα. Οι ενδιάμεσοι –προσηνείς, χαμογελαστοί και συγκαταβατικοί– είναι σκέτη λέρα. Το παιχνίδι δεν το στήνουν οι παραθρησκευτικοί που εκλέγουν τον Πειραιώς ή πλακώνονται στο Χυτήριο. Το στήνουν οι φίλοι μου, οι γείτονές μου, οι συνάδελφοί μου, ομοϊδεάτες μου σε πολλά, που για κάποιον μυστηριακό λόγο επιλέγουν να καλέσουν 100 φίλους τους με τα παιδιά τους για να τους πει ένας παπάς ότι πρέπει να μισούν όχι μόνο τον Άλλον, αλλά και ένα σεβαστό ποσοστό από τους ίδιους τους καλεσμένους τους. Και μετά να του φιλήσουν και το χέρι, ώστε να μην μείνει καμιά αμφιβολία για το ποιος έχει δίκιο...

Αποδέχονται να φτύσουν δημοσίως τις αρχές τους προκειμένου να βουτήξουν το μωρό τους σε μια λεκάνη με νερό ή να θάψουν τον συγγενή τους συνοδεία ψαλμωδιών. Κλείνουν τα μάτια απέναντι σε ό,τι πρεσβεύει η εκκλησία για τα σημερινά κοινωνικά προβλήματα, και τελικά το μέγιστο που διεκδικούν από αυτήν είναι μια ομερτά: «Θα γίνω κομμάτι σου», μοιάζει να της λένε, «αλλά και συ μη με εκθέσεις. Κράτα τις χοντροκοπιές σου για το κυριακάτικο κήρυγμα και όχι για το γάμο μου». Ενίοτε όμως κάποιος δεν τηρεί τη συμφωνία και τότε αποκαλύπτεται ότι οι δημοκράτες οικογενειάρχες έχουν δώσει, χωρίς πολύ άγχος, τα χέρια με τον φασισμό.

Ξέρω καλά όλες τις δικαιολογίες: δεν είναι έτσι όλοι οι παπάδες, να μην στενοχωρήσουμε τη μαμά, ήταν πάντα το όνειρό μου να ντυθώ νυφούλα, χωρίς τη θρησκευτική τελετή το event μοιάζει μίζερο και άχαρο. Καμία αντίρρηση. Αν είναι όμως να πουλήσουμε το τομάρι μας, ας το πουλήσουμε ακριβά.

Την ώρα που κάποιοι δολοφονούν στο όνομα της ορθοδοξίας και βασανίζουν πιτσιρικάδες πριν πάνε να μεταλάβουν, η εκκλησία τηρεί σιγή ιχθύος. Και αυτό δεν το κάνουν μόνο οι γραφικοί ακραίοι. Πόσο μετριοπαθής είναι ένας αρχιεπίσκοπος που –ακόμη κι αν θεωρεί πως οι μετανάστες πρέπει να μας αδειάσουν τη γωνιά– δεν έχει βγει να πει ότι όποιος ενορχηστρώνει επιθέσεις εναντίον τους παίρνει διαζύγιο από την οικογένεια του θεού και περνά στην επικράτεια του διαβόλου; Πόση φώτιση έχει μια Ιερή Σύνοδος που δεν μπορεί να διακηρύξει ότι απαγορεύει στον οποιονδήποτε να εγκληματεί στο όνομά της; Η απάντηση είναι απλή: τόση όση της υπαγορεύει η κοινωνία στην οποία λειτουργεί, τόση όση της επιβάλλει το ακροατήριό της.

Όσοι λοιπόν θέλουν να το παίζουν ενδιάμεσοι, ας έχουν υπόψη τους κάθε φορά που διοργανώνουν μια θρησκευτική τελετή ότι δικαιούνται να βάζουν όρους αγάπης και προοδευτικότητας. Ας σκεφτούν την επόμενη φορά που ο «έρανος αγάπης» θα τους χτυπήσει την πόρτα, ότι είναι ηθική υποχρέωσή τους να απαντήσουν «αν θέλετε τη συμμετοχή μου, πάρτε θέση, ανοίξτε τα μυαλά σας, σταματήστε να καλύπτετε αυτούς που κυνηγάνε τους φίλους μου». Δεν είναι πολύ. Είναι το ελάχιστο…