Περί το έτος 1250 υπήρχαν στην Ευρώπη περίπου 40 πόλεις με πρισσότερους από 10.000 κατοίκους κάθε μία, κυρίως στις περιοχές της σημερινής Ιταλίας και του σημερινού Βελγίου. Αυτή την εποχή άνθιζαν το εμπόριο και η βιοτεχνία και άρχισε να υποχωρεί το φεουδαρχικό σύστημα, το οποίο είχε ως οικονομική βάση την ιδιοκτησία γης και την εξαρτημένη αγροτική εργασία. Οι πόλεις άρχισαν να δημιουργούν νέους κανόνες για το εμπόριο, την παραγωγή προϊόντων, την εκτέλεση εργασιών, την ασφάλεια των οικισμών κτλ. Σταδιακά άρχισε η επίσκεψη εμπόρων από κάθε πόλη στις γειτονικές και έτσι αναπτύχθηκε η ανταλλαγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών, κυρίως σε γιορτές και πανηγύρεις.
Οι κάτοικοι των πόλεων άρχισαν με τον καιρό να δείχνουν αλληλεγγύη και συνυπευθυνότητα, πράγμα που βρήκε έκφραση στη συγκρότηση των συντεχνιών (Gilden). Αυτές οι συντεχνίες ήταν συνασπισμοί χειρονακτών και βιοτεχνών, ίδιου επαγγελματικού αντικειμένου, που φρόντιζαν για την εκπαίδευση μελλοντικών συναδέλφων. Η εκπαίδευση ακολουθούσε μια συγκεκριμένη διαδικασία η οποία, σε γενικές γραμμές, διατηρείται στις ευρωπαϊκές χώρες μέχρι σήμερα: Ο υποψήφιος άρχιζε σε νεαρή ηλικία ως μαθητευόμενος, δίπλα σε ένα μάστορα (μαΐστορας, meister) και μετά από κάποιο χρόνο και με επιτυχή συμμετοχή σε εξετάσεις γινόταν τεχνίτης. Στη συνέχεια και μετά από επαρκή επαγγελματική εμπειρία ήταν δυνατόν ο τεχνίτης να εξελιχθεί, με εκπαίδευση και εξετάσεις σε μάστορα, ο οποίος ήταν πια δυνατόν να δημιουργήσει ανεξάρτητη βιοτεχνία ή εργαστήριο και να εκπαιδεύει ο ίδιος μαθητευόμενους.
Οι συντεχνίες είχαν τον έλεγχο στην εκπαίδευση και στις εξεταστικές διαδικασίες και δημιούργησαν στη συνέχεια κανόνες, αφενός ελέγχου τιμών και ποιότητας και αφετέρου ορισμού μέτρων και σταθμών, κατάλληλων για κάθε επάγγελμα. Κάθε μέλος της συντεχνίας δήλωνε αλληλέγγυο με όλους τους συναδέλφους του, σε μερικά επαγγέλματα μάλιστα επελέγησαν συγκεκριμένοι δρόμοι ή κάποιες περιοχές στις πόλεις για την εγκατάσταση των συναφών εργαστηρίων και βιοτεχνιών. Έτσι υπήρχε, αφενός μεγαλύτερη αλληλεγγύη, λόγω και της εγγύτητας, αλλά και μεγαλύτερος κοινωνικός έλεγχος.
Ακόμα σήμερα προδίδουν ονομασίες οδών ή ευρύτερων περιοχών στις παλιές ευρωπαϊκές πόλεις τη συντεχνία που είχε εγκατασταθεί και λειτουργούσε παραγωγικά σ' αυτά τα μέρη. Η ονομαζόμενη butchers row στην παλιά εμπορική πόλη Barnstaple της Βρετανίας ή οι Metzgergassen σε πόλεις του γερμανόφωνου χώρου είναι μερικά από τα πολλά παραδείγματα. Όλη η οδός αποτελείται από κρεοπωλεία. Σταδιακά εξειδικεύτηκαν διάφοροι χειροτέχνες σε είδη πολυτελείας που απευθύνοταν σε εύπορους συμπολίτες ή αριστοκράτες κι έτσι απέκτησαν οι ίδιοι τεράστιες περιουσίες, πάντα όμως ελεγχόμενοι επαγγελματικά από την αντίστοιχη συντεχνία και τους κανόνες της.
Οι πόλεις στη δυτική Ευρώπη δεν αναδείχθηκαν μόνο σε κέντρα του εμπορίου και της βιοτεχνίας, αλλά και σε επίκεντρα πολιτισμού και εκπαίδευσης. Ήδη πριν από το 1300 ιδρύθηκαν στην Ευρώπη «πανεπιστήμια» (universitas), αρχικά ως εκπαιδευτικά ιδρύματα για τον ανώτερο κλήρο με πρωτοβουλία του τάγματος των Δομινικανών. Στη βορειοδυτική Ευρώπη τα πρώτα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν στο Παρίσι, το Καίμπριτζ και την Οξφόρδη, στη νότια Ευρώπη ιδρύθηκαν 18 πανεπιστήμια, κυρίως στην Ιταλία (Μπολόνια κ.ά.), αλλά και στην Ισπανία (Σαλαμάνκα κ.ά.) Πριν από το τέλος του Μεσαίωνα είχαν ιδρυθεί πολλά ακόμα τέτοια πανεπιστήμια, σε διάφορες χώρες και περιοχές της δυτικής Ευρώπης, από το Δουβλίνο μέχρι την Κρακοβία και από το Αμπερντήν μέχρι την Κατάνια της Σικελίας.
Τα πανεπιστήμια της Ευρώπης επηρεάστηκαν από το πνεύμα της σχολής της Σαρτρ (Chartre), μία φιλοσοφική και θεολογική σχολή του 11ου και 12ου αιώνα στον καθεδρικό ναό αυτής της γαλλικής της πόλης. Η διδασκαλία σ' αυτή τη σχολή χαρακτηρίζεται από ένα Ουμανισμό διαμορφωμένο από τη μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων και από την αναζήτηση μιας σύνθεσης μεταξύ της γνώσης του φυσικού κόσμου και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Σύνθημα της σχολής είναι η φράση του Honorius d' Autun: «Η άγνοια είναι εξορία για τον άνθρωπο, η επιστήμη είναι η πατρίδα του». Όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα εκείνης της εποχής είχαν το ίδιο πρόγραμμα διδασκαλία (curriculum) και δίδασκαν στην ίδια γλώσσα, λατινικά. Γι' αυτό ήταν εύκολο και σύνηθες κάποιοι σπουδαστές να αλλάζουν 2 και 3 πανεπιστήμια κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, επιδιώκοντας να διδαχθούν από τους διάσημους καθηγητές της εποχής τους.
Όπως τα υπόλοιπα επαγγέλματα, έτσι και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι δημιούργησαν συντεχνίες, με άγνωστη την ακριβή εποχή συγκροτήσεώς τους. Αυτές διαμορφώνονται αργά μέσα από γεγονότα και διαδοχικές κατακτήσεις και το καταστατικά τους, μερικά από τα οποία έχουν διασωθεί, απλώς καταγράφουν εκ των υστέρων τα κεκτημένα. Σταδιακά ο σημαντικός αριθμός των πανεπιστημιακών και η ποιότητα του λόγου τους συνιστά ένα αντίβαρο απέναντι στην κατεστημένη τάξη της πόλης. Τελικά τα πανεπιστήμια κερδίζουν με αγώνες την ανεξαρτησία και αυτονομία τους, τόσο ενάντια στην κοσμική εξουσία, όσο και ενάντια στον εκκλησιαστικό μηχανισμό, παρ' ότι εκπήδησαν από τους εκκλησιαστικούς κόλπους.
Οι πρωτοπόροι για την απεξάρτηση των πανεπιστημίων από τον εκκλησιαστικό έλεγχο είναι οι ίδιοι κληρικοί. Στο 13ο αιώνα χάνει ο καγκελάριος του πανεπιστημίου, ο οποίος εκπροσωπεί τον τοπικό επίσκοπο, το δικαίωμα να απονέμει τα πανεπιστημιακά διπλώματα. Το δικαίωμα αυτό περνάει στο σώμα των καθηγητών και ο καγκελάριος καταργείται. Αυτό όμως δεν ανακόπτει τις διεκδικήσεις ανεξαρτησίας και, μετά από αντιδικίες, απεργίες και συγκρούσεις, το πανεπιστήμιο εξαιρείται από την αρμοδιότητα του επισκόπου. Στην Οξφόρδη δεν καταργήθηκε ο καγκελάριος, αλλά η εκλογή του άρχισε να γίνεται από το σώμα των καθηγητών και όχι πια από τον επίσκοπο.
Κατά δεύτερο λόγο, οι αγώνες των πανεπιστημίων έγιναν ενάντια στην κοσμική εξουσία. Οι άρχοντες (βασιλιάδες, δούκες κτλ.) προσπαθούσαν να ελέγξουν τη λειτουργία των συντεχνιών ώστε να επηρεάσουν την εξέλιξη των μελών τους και κυρίως αυτούς των «ευγενών» συντεχνιών, όπως των Πανεπιστημιακών. Στο Παρίσι, οι αντίρροπες δυνάμεις υπέρ και κατά του ελέγχου των Πανεπιστημιακών συγκρούονται το έτος 1229 σε αιματηρά επεισόδια σπουδαστών και καθηγητών αφενός και της αστυνομίας αφετέρου. Σε μια συμπλοκή σκοτώνονται πολλοί σπουδαστές, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια μεγάλη απεργία και το πανεπιστήμιο να διακόψει τη λειτουργία του. Τελικά, το 1231 αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία του και αρχίζει η εποχή της «ελευθερίας στη διδασκαλία και την έρευνα». Αυτή ακριβώς η ελευθερία αποτελεί τον πυρήνα του λεγόμενου πανεπιστημιακού ασύλου!
Στην Οξφόρδη κερδίζει το πανεπιστήμιο τις πρώτες ελευθερίες ήδη το 1214, όταν αφορίζεται ο Jean sans Terre (Ιωάννης Ακτήμων, αδελφός και διάδοχος στο θρόνο του Ιωάννη Λεοντόκαρδου) και χάνει την επιρροή του. Μια σειρά από σφοδρές συγκρούσεις στα έτη 1232, 1238 και 1240 μεταξύ Πανεπιστημιακών και των βασιλικών δυνάμεων οδήγησαν σε νέες ανατροπές και περιχαράκωση της ανεξαρτησίας του πανεπιστημίου.
Βέβαια, οι Πανεπιστημιακοί έπρεπε να υπερασπιστούν τη συντεχνιακή ανεξαρτησία τους και έναντι των αστών, μελών των άλλων συντεχνιών. Οι επαγγελματίες και βιοτέχνες δεν ενδιαφέρονταν προφανώς να επηρεάσουν τη διδασκαλία και την έρευνα των πανεπιστημίων, αλλά θίγονταν από τις εκτροπές των σπουδαστών (κλοπές, καταστροφές κατά τις διαδηλώσεις, παρενοχλήσεις θυγατέρων και συζύγων κτλ.) και από τον περιορισμό των ενοικίων για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια σπουδαστών που επέβαλε το κράτος. Και αυτές οι αντιδικίες, στις οποίες και οι δύο πλευρές είχαν κάποιο δίκιο, λύθηκαν συχνά με αιματηρές συγκρούσεις στο Παρίσι και στην Οξφόρδη.
Τελικά, τόσο η κοσμική εξουσία, όσο και ο εκκλησιαστικός μηχανισμός υποχωρούσαν σχεδόν πάντα στις απαιτήσεις των πανεπιστημιακών και των σπουδαστών γιατί, πέρα από φιλοσοφικές και ερευνητικές διαφωνίες που ελάχιστο κόσμο απασχολούσαν, το ευρύ κοινό ενδιαφερόταν να διατηρηθεί στην πόλη το πανεπιστήμιο, επειδή έφερνε κόσμο και χρήμα, μορφωμένους γαμπρούς για τις θυγατέρες και καταρτισμένο προσωπικό για τη διοίκηση, αλλά και ευκαιρίες για ψυχαγωγία στα θέατρα και τις μουσικές εκείνης της εποχής. Στις πόλεις χωρίς πανεπιστήμιο είχε τον πρώτο λόγο ο επίσκοπος...
Για την Ανατολή οι πληροφορίες πάνω σε εκπαιδευτικά θέματα είναι περιορισμένες και οι περισσότερες προέρχονται, είτε από βίους Αγίων, είτε έμμεσα από άλλες περιγραφές. Το έτος 529 ο Ιουστινιανός καταργεί με έδικτο την Ακαδημία του Πλάτωνα (Ακαδήμεια), μετά από συνεχή λειτουργία της για περισσότερα από 900 χρόνια. Προφανής αιτία ήταν η αναβίωση της πλατωνικής φιλοσοφίας μέσω του αναπτυσσόμενου νεοπλατωνισμού και οι κίνδυνοι που προέκυπταν για το χριστιανισμό από μια άμιλλα ιδεών. Αυτή η απόφαση έκρυβε όμως και μια όχι ασήμαντη πολιτική υστεροβουλία, γιατί με την κατάργηση και της τελευταίας φιλοσοφικής Σχολής αποθαρρύνονταν οι Ελληνίζοντες, δηλαδή οι διανοούμενοι του Βυζαντίου που προσανατολίζονταν στις ιδέες του ελληνικού πολιτισμού. Οι Ελληνίζοντες απέβλεπαν στην αποδυνάμωση, μέσω της ελληνικής παιδείας, της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος, η οποία εύρισκε στήριγμα στο χριστιανικό θεοκεντρικό οικοδόμημα.
Στις υπόλοιπες σχολές του πρώιμου Βυζαντίου στην Κων/πολη, την Καισάρεια της Παλαιστίνης, την Αλεξάνδρεια, τη Βηρυτό και την Αντιόχεια, με σημαντικότερες όλων τις δύο τελευταίες, διδάσκονταν κυρίως Φιλοσοφία, Θεολογία και Νομικά. Τα ιδρύματα εκτός του παραδοσιακά ελληνόφωνου χώρου ακολούθησαν νωρίς φθίνουσα πορεία, συχνά επειδή βρέθηκαν στο έλεος φυσικών φαινομένων αλλά και στη δίνη έντονων συγκρούσεων, άλλοτε μεταξύ χριστιανών και εθνικών και άλλοτε μεταξύ αντιμαχόμενων χριστιανικών ομάδων. Ειδικότερα η Βηρυτός και η Αντιόχεια ήταν επίσης συχνά στόχος επιδρομών και λεηλασιών από Πέρσες και Άραβες. Με την έναρξη της δεύτερης χιλιετίας το εκπαιδευτικό σύστημα του Βυζαντίου είναι υποτυπώδες και μόνο μερικοί φωτισμένοι δάσκαλοι μπορούν να προκαλέσουν πρόσκαιρες αναλαμπές του. Πανεπιστήμια που συνεδίαζαν τη διδασκαλία και την έρευνα, πεμπτουσία του σύγχρονου πανεπιστημίου, δεν υπήρξαν στο Βυζάντιο και, όποτε προέκυψαν τάσεις δημιουργίας τους, απετράπη αυτό με δραστική παρέμβαση του εκκλησιαστικού μηχανισμού.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ιωάννη Ιταλού, «ύπατου φιλοσόφου» και μαθητή του Μιχ. Ψελλού. Ο Ιταλός, γιος Νορμανδού μισθοφόρου από την Κάτω Ιταλία, απομακρύνθηκε από την εκπαίδευση, χαρακτηρίστηκε «ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος στασιαστής κατά της Νέας Ρώμης» και καταδικάστηκε σε εγκλεισμό μέχρι το θάνατό του σε μοναστήρι, επειδή δίδασκε «αιρετικές αντιλήψεις». Προηγουμένως, είχε σωθεί ο Ιταλός, καταφεύγοντας στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, από το λιντσάρισμα «αγανακτισμένων πιστών» που είχαν επιστρατευτεί από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό.
Επί 50 χρόνια, μετά την απομάκρυνση του Ιταλού, έμεινε κενή η θέση του ύπατου φιλοσόφου και τελικά διορίστηκε σ' αυτή από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' ένας διάκονος της Αγίας Σοφίας. Προφανώς στο θεόπληκτο περιβάλλον της Κων/πολης δεν υπήρχε δυνατότητα πανεπιστημιακής έρευνας, όπως αυτή δημιουργήθηκε, καταξιώθηκε και αποδεσμεύτηκε από κάθε εξάρτηση στην πολυκεντρική ευρωπαϊκή Δύση - για πρώτη φορά μετά την ελληνορωμαϊκή εποχή. Ο όρος πανεπιστήμιο είναι νεοελληνικός του 19ου αιώνα και δεν υπήρχε στο Βυζάντιο.
Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
Οι κάτοικοι των πόλεων άρχισαν με τον καιρό να δείχνουν αλληλεγγύη και συνυπευθυνότητα, πράγμα που βρήκε έκφραση στη συγκρότηση των συντεχνιών (Gilden). Αυτές οι συντεχνίες ήταν συνασπισμοί χειρονακτών και βιοτεχνών, ίδιου επαγγελματικού αντικειμένου, που φρόντιζαν για την εκπαίδευση μελλοντικών συναδέλφων. Η εκπαίδευση ακολουθούσε μια συγκεκριμένη διαδικασία η οποία, σε γενικές γραμμές, διατηρείται στις ευρωπαϊκές χώρες μέχρι σήμερα: Ο υποψήφιος άρχιζε σε νεαρή ηλικία ως μαθητευόμενος, δίπλα σε ένα μάστορα (μαΐστορας, meister) και μετά από κάποιο χρόνο και με επιτυχή συμμετοχή σε εξετάσεις γινόταν τεχνίτης. Στη συνέχεια και μετά από επαρκή επαγγελματική εμπειρία ήταν δυνατόν ο τεχνίτης να εξελιχθεί, με εκπαίδευση και εξετάσεις σε μάστορα, ο οποίος ήταν πια δυνατόν να δημιουργήσει ανεξάρτητη βιοτεχνία ή εργαστήριο και να εκπαιδεύει ο ίδιος μαθητευόμενους.
Οι συντεχνίες είχαν τον έλεγχο στην εκπαίδευση και στις εξεταστικές διαδικασίες και δημιούργησαν στη συνέχεια κανόνες, αφενός ελέγχου τιμών και ποιότητας και αφετέρου ορισμού μέτρων και σταθμών, κατάλληλων για κάθε επάγγελμα. Κάθε μέλος της συντεχνίας δήλωνε αλληλέγγυο με όλους τους συναδέλφους του, σε μερικά επαγγέλματα μάλιστα επελέγησαν συγκεκριμένοι δρόμοι ή κάποιες περιοχές στις πόλεις για την εγκατάσταση των συναφών εργαστηρίων και βιοτεχνιών. Έτσι υπήρχε, αφενός μεγαλύτερη αλληλεγγύη, λόγω και της εγγύτητας, αλλά και μεγαλύτερος κοινωνικός έλεγχος.
Ακόμα σήμερα προδίδουν ονομασίες οδών ή ευρύτερων περιοχών στις παλιές ευρωπαϊκές πόλεις τη συντεχνία που είχε εγκατασταθεί και λειτουργούσε παραγωγικά σ' αυτά τα μέρη. Η ονομαζόμενη butchers row στην παλιά εμπορική πόλη Barnstaple της Βρετανίας ή οι Metzgergassen σε πόλεις του γερμανόφωνου χώρου είναι μερικά από τα πολλά παραδείγματα. Όλη η οδός αποτελείται από κρεοπωλεία. Σταδιακά εξειδικεύτηκαν διάφοροι χειροτέχνες σε είδη πολυτελείας που απευθύνοταν σε εύπορους συμπολίτες ή αριστοκράτες κι έτσι απέκτησαν οι ίδιοι τεράστιες περιουσίες, πάντα όμως ελεγχόμενοι επαγγελματικά από την αντίστοιχη συντεχνία και τους κανόνες της.
Οι πόλεις στη δυτική Ευρώπη δεν αναδείχθηκαν μόνο σε κέντρα του εμπορίου και της βιοτεχνίας, αλλά και σε επίκεντρα πολιτισμού και εκπαίδευσης. Ήδη πριν από το 1300 ιδρύθηκαν στην Ευρώπη «πανεπιστήμια» (universitas), αρχικά ως εκπαιδευτικά ιδρύματα για τον ανώτερο κλήρο με πρωτοβουλία του τάγματος των Δομινικανών. Στη βορειοδυτική Ευρώπη τα πρώτα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν στο Παρίσι, το Καίμπριτζ και την Οξφόρδη, στη νότια Ευρώπη ιδρύθηκαν 18 πανεπιστήμια, κυρίως στην Ιταλία (Μπολόνια κ.ά.), αλλά και στην Ισπανία (Σαλαμάνκα κ.ά.) Πριν από το τέλος του Μεσαίωνα είχαν ιδρυθεί πολλά ακόμα τέτοια πανεπιστήμια, σε διάφορες χώρες και περιοχές της δυτικής Ευρώπης, από το Δουβλίνο μέχρι την Κρακοβία και από το Αμπερντήν μέχρι την Κατάνια της Σικελίας.
Τα πανεπιστήμια της Ευρώπης επηρεάστηκαν από το πνεύμα της σχολής της Σαρτρ (Chartre), μία φιλοσοφική και θεολογική σχολή του 11ου και 12ου αιώνα στον καθεδρικό ναό αυτής της γαλλικής της πόλης. Η διδασκαλία σ' αυτή τη σχολή χαρακτηρίζεται από ένα Ουμανισμό διαμορφωμένο από τη μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων και από την αναζήτηση μιας σύνθεσης μεταξύ της γνώσης του φυσικού κόσμου και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Σύνθημα της σχολής είναι η φράση του Honorius d' Autun: «Η άγνοια είναι εξορία για τον άνθρωπο, η επιστήμη είναι η πατρίδα του». Όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα εκείνης της εποχής είχαν το ίδιο πρόγραμμα διδασκαλία (curriculum) και δίδασκαν στην ίδια γλώσσα, λατινικά. Γι' αυτό ήταν εύκολο και σύνηθες κάποιοι σπουδαστές να αλλάζουν 2 και 3 πανεπιστήμια κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, επιδιώκοντας να διδαχθούν από τους διάσημους καθηγητές της εποχής τους.
Όπως τα υπόλοιπα επαγγέλματα, έτσι και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι δημιούργησαν συντεχνίες, με άγνωστη την ακριβή εποχή συγκροτήσεώς τους. Αυτές διαμορφώνονται αργά μέσα από γεγονότα και διαδοχικές κατακτήσεις και το καταστατικά τους, μερικά από τα οποία έχουν διασωθεί, απλώς καταγράφουν εκ των υστέρων τα κεκτημένα. Σταδιακά ο σημαντικός αριθμός των πανεπιστημιακών και η ποιότητα του λόγου τους συνιστά ένα αντίβαρο απέναντι στην κατεστημένη τάξη της πόλης. Τελικά τα πανεπιστήμια κερδίζουν με αγώνες την ανεξαρτησία και αυτονομία τους, τόσο ενάντια στην κοσμική εξουσία, όσο και ενάντια στον εκκλησιαστικό μηχανισμό, παρ' ότι εκπήδησαν από τους εκκλησιαστικούς κόλπους.
Οι πρωτοπόροι για την απεξάρτηση των πανεπιστημίων από τον εκκλησιαστικό έλεγχο είναι οι ίδιοι κληρικοί. Στο 13ο αιώνα χάνει ο καγκελάριος του πανεπιστημίου, ο οποίος εκπροσωπεί τον τοπικό επίσκοπο, το δικαίωμα να απονέμει τα πανεπιστημιακά διπλώματα. Το δικαίωμα αυτό περνάει στο σώμα των καθηγητών και ο καγκελάριος καταργείται. Αυτό όμως δεν ανακόπτει τις διεκδικήσεις ανεξαρτησίας και, μετά από αντιδικίες, απεργίες και συγκρούσεις, το πανεπιστήμιο εξαιρείται από την αρμοδιότητα του επισκόπου. Στην Οξφόρδη δεν καταργήθηκε ο καγκελάριος, αλλά η εκλογή του άρχισε να γίνεται από το σώμα των καθηγητών και όχι πια από τον επίσκοπο.
Κατά δεύτερο λόγο, οι αγώνες των πανεπιστημίων έγιναν ενάντια στην κοσμική εξουσία. Οι άρχοντες (βασιλιάδες, δούκες κτλ.) προσπαθούσαν να ελέγξουν τη λειτουργία των συντεχνιών ώστε να επηρεάσουν την εξέλιξη των μελών τους και κυρίως αυτούς των «ευγενών» συντεχνιών, όπως των Πανεπιστημιακών. Στο Παρίσι, οι αντίρροπες δυνάμεις υπέρ και κατά του ελέγχου των Πανεπιστημιακών συγκρούονται το έτος 1229 σε αιματηρά επεισόδια σπουδαστών και καθηγητών αφενός και της αστυνομίας αφετέρου. Σε μια συμπλοκή σκοτώνονται πολλοί σπουδαστές, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια μεγάλη απεργία και το πανεπιστήμιο να διακόψει τη λειτουργία του. Τελικά, το 1231 αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία του και αρχίζει η εποχή της «ελευθερίας στη διδασκαλία και την έρευνα». Αυτή ακριβώς η ελευθερία αποτελεί τον πυρήνα του λεγόμενου πανεπιστημιακού ασύλου!
Στην Οξφόρδη κερδίζει το πανεπιστήμιο τις πρώτες ελευθερίες ήδη το 1214, όταν αφορίζεται ο Jean sans Terre (Ιωάννης Ακτήμων, αδελφός και διάδοχος στο θρόνο του Ιωάννη Λεοντόκαρδου) και χάνει την επιρροή του. Μια σειρά από σφοδρές συγκρούσεις στα έτη 1232, 1238 και 1240 μεταξύ Πανεπιστημιακών και των βασιλικών δυνάμεων οδήγησαν σε νέες ανατροπές και περιχαράκωση της ανεξαρτησίας του πανεπιστημίου.
Βέβαια, οι Πανεπιστημιακοί έπρεπε να υπερασπιστούν τη συντεχνιακή ανεξαρτησία τους και έναντι των αστών, μελών των άλλων συντεχνιών. Οι επαγγελματίες και βιοτέχνες δεν ενδιαφέρονταν προφανώς να επηρεάσουν τη διδασκαλία και την έρευνα των πανεπιστημίων, αλλά θίγονταν από τις εκτροπές των σπουδαστών (κλοπές, καταστροφές κατά τις διαδηλώσεις, παρενοχλήσεις θυγατέρων και συζύγων κτλ.) και από τον περιορισμό των ενοικίων για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια σπουδαστών που επέβαλε το κράτος. Και αυτές οι αντιδικίες, στις οποίες και οι δύο πλευρές είχαν κάποιο δίκιο, λύθηκαν συχνά με αιματηρές συγκρούσεις στο Παρίσι και στην Οξφόρδη.
Τελικά, τόσο η κοσμική εξουσία, όσο και ο εκκλησιαστικός μηχανισμός υποχωρούσαν σχεδόν πάντα στις απαιτήσεις των πανεπιστημιακών και των σπουδαστών γιατί, πέρα από φιλοσοφικές και ερευνητικές διαφωνίες που ελάχιστο κόσμο απασχολούσαν, το ευρύ κοινό ενδιαφερόταν να διατηρηθεί στην πόλη το πανεπιστήμιο, επειδή έφερνε κόσμο και χρήμα, μορφωμένους γαμπρούς για τις θυγατέρες και καταρτισμένο προσωπικό για τη διοίκηση, αλλά και ευκαιρίες για ψυχαγωγία στα θέατρα και τις μουσικές εκείνης της εποχής. Στις πόλεις χωρίς πανεπιστήμιο είχε τον πρώτο λόγο ο επίσκοπος...
Για την Ανατολή οι πληροφορίες πάνω σε εκπαιδευτικά θέματα είναι περιορισμένες και οι περισσότερες προέρχονται, είτε από βίους Αγίων, είτε έμμεσα από άλλες περιγραφές. Το έτος 529 ο Ιουστινιανός καταργεί με έδικτο την Ακαδημία του Πλάτωνα (Ακαδήμεια), μετά από συνεχή λειτουργία της για περισσότερα από 900 χρόνια. Προφανής αιτία ήταν η αναβίωση της πλατωνικής φιλοσοφίας μέσω του αναπτυσσόμενου νεοπλατωνισμού και οι κίνδυνοι που προέκυπταν για το χριστιανισμό από μια άμιλλα ιδεών. Αυτή η απόφαση έκρυβε όμως και μια όχι ασήμαντη πολιτική υστεροβουλία, γιατί με την κατάργηση και της τελευταίας φιλοσοφικής Σχολής αποθαρρύνονταν οι Ελληνίζοντες, δηλαδή οι διανοούμενοι του Βυζαντίου που προσανατολίζονταν στις ιδέες του ελληνικού πολιτισμού. Οι Ελληνίζοντες απέβλεπαν στην αποδυνάμωση, μέσω της ελληνικής παιδείας, της απόλυτης αυτοκρατορικής ισχύος, η οποία εύρισκε στήριγμα στο χριστιανικό θεοκεντρικό οικοδόμημα.
Στις υπόλοιπες σχολές του πρώιμου Βυζαντίου στην Κων/πολη, την Καισάρεια της Παλαιστίνης, την Αλεξάνδρεια, τη Βηρυτό και την Αντιόχεια, με σημαντικότερες όλων τις δύο τελευταίες, διδάσκονταν κυρίως Φιλοσοφία, Θεολογία και Νομικά. Τα ιδρύματα εκτός του παραδοσιακά ελληνόφωνου χώρου ακολούθησαν νωρίς φθίνουσα πορεία, συχνά επειδή βρέθηκαν στο έλεος φυσικών φαινομένων αλλά και στη δίνη έντονων συγκρούσεων, άλλοτε μεταξύ χριστιανών και εθνικών και άλλοτε μεταξύ αντιμαχόμενων χριστιανικών ομάδων. Ειδικότερα η Βηρυτός και η Αντιόχεια ήταν επίσης συχνά στόχος επιδρομών και λεηλασιών από Πέρσες και Άραβες. Με την έναρξη της δεύτερης χιλιετίας το εκπαιδευτικό σύστημα του Βυζαντίου είναι υποτυπώδες και μόνο μερικοί φωτισμένοι δάσκαλοι μπορούν να προκαλέσουν πρόσκαιρες αναλαμπές του. Πανεπιστήμια που συνεδίαζαν τη διδασκαλία και την έρευνα, πεμπτουσία του σύγχρονου πανεπιστημίου, δεν υπήρξαν στο Βυζάντιο και, όποτε προέκυψαν τάσεις δημιουργίας τους, απετράπη αυτό με δραστική παρέμβαση του εκκλησιαστικού μηχανισμού.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ιωάννη Ιταλού, «ύπατου φιλοσόφου» και μαθητή του Μιχ. Ψελλού. Ο Ιταλός, γιος Νορμανδού μισθοφόρου από την Κάτω Ιταλία, απομακρύνθηκε από την εκπαίδευση, χαρακτηρίστηκε «ελληνόπληκτος και δαιμονόπληκτος στασιαστής κατά της Νέας Ρώμης» και καταδικάστηκε σε εγκλεισμό μέχρι το θάνατό του σε μοναστήρι, επειδή δίδασκε «αιρετικές αντιλήψεις». Προηγουμένως, είχε σωθεί ο Ιταλός, καταφεύγοντας στον τρούλο της Αγίας Σοφίας, από το λιντσάρισμα «αγανακτισμένων πιστών» που είχαν επιστρατευτεί από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό.
Επί 50 χρόνια, μετά την απομάκρυνση του Ιταλού, έμεινε κενή η θέση του ύπατου φιλοσόφου και τελικά διορίστηκε σ' αυτή από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' ένας διάκονος της Αγίας Σοφίας. Προφανώς στο θεόπληκτο περιβάλλον της Κων/πολης δεν υπήρχε δυνατότητα πανεπιστημιακής έρευνας, όπως αυτή δημιουργήθηκε, καταξιώθηκε και αποδεσμεύτηκε από κάθε εξάρτηση στην πολυκεντρική ευρωπαϊκή Δύση - για πρώτη φορά μετά την ελληνορωμαϊκή εποχή. Ο όρος πανεπιστήμιο είναι νεοελληνικός του 19ου αιώνα και δεν υπήρχε στο Βυζάντιο.
Στέλιος Φραγκόπουλος, Stelios Frangopoulos)
(δεκτή κάθε βελτιωτική, διορθωτική πρόταση)