της Κατερίνας Σχινά, Καθημερινή, 19/1/2015
Δημήτρης Ποταμιάνος: ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ, εκδ. Ποταμός
Ρομάν α κλεφ ονομάζει το νέο του μυθιστόρημα ο καθηγητής Δημήτρης Ποταμιάνος – και είναι: ο καθένας μπορεί να αναγνωρίσει τα πραγματικά πρόσωπα πίσω από τη μυθοπλαστική μεταμφίεση που τους επιφυλάσσει ο συγγραφέας, πολλές φορές μάλιστα ιδιαιτέρως ισχνή, με προφανή στόχο τον άμεσο εντοπισμό τους. Ωστόσο, μολονότι η αιχμηρή και παιγνιώδης του γλώσσα καταφέρνει να δώσει εξαιρετικά πνευματώδη πορτρέτα των πολλών προσώπων του δημόσιου βίου μας που εποικούν τις σελίδες του, οι ήρωές του συνιστούν στην ουσία ανθρώπινους τύπους, πολύ πέρα από την ατομική περίπτωση που περιγράφεται στο βιβλίο. Και στην κατηγορία αυτή εντάσσονται επίσης η Ευανθία, κεντρική ηρωίδα, οι δευτεραγωνιστές Αλκαίος, Άννα, Ανδριανή, και ασφαλώς η Λεόντιον, η αγαπημένη φίλη, σύντροφος και συνένοχος του κεντρικού ήρωα και αφηγητή Γεράσιμου Κλαουδάτου. Χαρακτηριστικό το όνομα, βεβαίως, αφού ο Κλαουδάτος, κατ’ επάγγελμα επίκουρος καθηγητής και κατά βιοτικήν επιλογή επικούρειος, δεν θα μπορούσε παρά με ένα τέτοιο μόνο παρατσούκλι να στολίσει την αγαπημένη του. Γιατί η Λεόντιον υπήρξε θελκτικοτάτη εταίρα, μία από τις προσφιλείς μαθήτριες του φιλοσόφου Επίκουρου, ενσάρκωση του οποίου στη σύγχρονη εποχή αποτελεί τρόπον τινά ο Κλαουδάτος.
Την ιστορία θα την αφηγηθεί, λοιπόν, ο καθηγητής Κλαουδάτος, που περιγράφεται με ιδιαίτερη συμπάθεια από τον συγγραφέα: αντιδεσποτικός, λάτρης των απολαύσεων –αλλά μάλλον των ευπόριστων, που φαιδρύνουν πνεύμα και σώμα– πράος, ανεκτικός, καρτερικός, καλόγνωμος, λάτρης των τελετουργιών (στο φαγητό, στον έρωτα, στη δημιουργία) που ξορκίζουν το χάσμα και φέρνουν κοντά τους ανθρώπους, πρόμαχος της ευγενούς μετριοπάθειας. Και καθώς είναι δομημένος στο πρότυπο του προσφιλούς του στοχαστή, του Επίκουρου, δεν θα μπορούσε παρά να ασχολείται και με την κηπουρική, αφού και ο αρχαίος φιλόσοφος, όταν ήρθε από τη Σάμο στην Αθήνα αγόρασε ένα κήπο και «εδίδασκεν εκεί πλείστους όσους οσημέραι οπαδούς προσελκύων», οπαδούς που στη συνέχεια θα ονομάζονταν «οι από των κήπων». Κήπο διαθέτει και ο Κλαουδάτος, και μάλιστα μέσα στα ωραία ερείπια της αρχαίας αγοράς, αφού η πίσω βεράντα του σπιτιού του στην Πλάκα βγάζει κατευθείαν στον αρχαιολογικό χώρο, και τις αρχές του Επίκουρου πασχίζει να μεταγγίσει στους φοιτητές του, θεωρώντας, όπως και ο αρχαίος φιλόσοφος, ότι το ύψιστο αγαθό είναι η ζωή η ίδια, ότι αυτό στο οποίο αξίζει να προσβλέπουμε είναι η γαλήνη της ψυχής, η μετρημένη απόλαυση των αγαθών και ότι η ανθρώπινη τελείωση επιτυγχάνεται, όσο αυτό είναι εφικτό, μέσα από τη συνεργασία και την αλληλεγγύη.
Ο Κλαουδάτος διαγκωνίζεται ως προς τον ρόλο του κεντρικού ήρωα, με τον καθηγητή και φίλο του Ανδρέα Φούσκο – τον μέγα κυνικό του βιβλίου, τον μαιτρ της παρωδίας, τυπικό δείγμα διανοούμενου που αναιρεί το θετικό περιεχόμενο της θεωρίας ή της φιλοσοφίας για να το χρησιμοποιήσει κατά βούληση με μόνο σκοπό την προσαρμογή σε ένα παρόν, από το οποίο μπορεί να αποκομίσει τα οφέλη που η ακόρεστη για αναγνώριση καρδιά του ποθεί. Οσο για την τρίτη βασική ηρωίδα, την Ευανθία, υπερευαίσθητη φοιτήτρια με εξημμένο ψυχισμό, εκείνη θα ενστερνιστεί, στο τέρμα της πολυδαίδαλης πνευματικής της περιπέτειας και αφού έχει απομακρυνθεί από την επίδραση του Φούσκου, τις ιδέες και τις αξίες της Συλλογικότητας, της Συνδημιουργίας και της Συνεργατικής έφεσης που της εμπνέει ο Κλαουδάτος.
Δεν θα ήταν άτοπο να υποστηρίξω ότι το βιβλίο του Δημήτρη Ποταμιάνου είναι μάλλον φιλοσοφικό μυθιστόρημα, ή μυθιστόρημα ιδεών, και όχι κάμπους νόβελ, όπως μοιάζει αρχικά. Υπάρχει βεβαίως και αυτή η διάσταση. Το ήπιο σκώμμα του Δ. Ποταμιάνου, η λεπτή όσο και τσουχτερή ειρωνεία του εστιάζουν στο χάλι της ανώτατης εκπαίδευσης και στις ανελέητες φαγωμάρες των διαπρεπών μελών της, αλλά και στις αθλιότητες της πολιτικής σκηνής και τη διαπλοκή της με πρόσωπα του ακαδημαϊκού ή του δημοσιογραφικού σιναφιού. Ομως, στους αντίποδες αυτής της κριτικής η, διάστικτη από αναφορές στους στοχαστές του συνεργατισμού, πλοκή του βιβλίου συγκροτεί ένα όραμα που στοιχηματίζει υπέρ της τιθάσευσης των επιθετικών και κακόβουλων ορμών μας και της αξιοποίησης του περίσσιου αποθέματος ευγένειας που υπάρχει επίσης μέσα μας.