Ένα παλιό κείμενο του Νίκου Δήμου που δυστυχώς παραμένει επίκαιρο
Ήταν μία συσσώρευση υποκρισίας. Γύρω από την αξιοπρεπή και ευγενέστατη χήρα του, είχαν μαζευτεί οι φίλοι αλλά και δεκάδες «επώνυμοι» - πολιτικοί, καθηγητές, δημοσιογράφοι, μαϊντανοί – που ήταν σαφές ότι ήρθαν για να λάμψουν δια της παρουσίας τους. (Είναι και προεκλογική περίοδος). Μερικούς από αυτούς ο αποθανών τους απεχθανόταν τόσο πολύ, που δεν τους έλεγε καλημέρα. Θυμάμαι όταν κάποτε συναντήσαμε έναν σημερινό μεγαλοϋπουργό, απέστρεψε το κεφάλι και μουρμούρισε μέσα στα δόντια του: «Μεγάλη λέρα».
Η «μεγάλη λέρα» στεκόταν στην πρώτη σειρά.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Γιώργος, ο καταναγκαστικά ακριβής στην ώρα του (πήγαινε πάντα δέκα λεπτά πριν), άργησε σε ραντεβού του. Η κηδεία ήταν ορισμένη για τις 11 αλλά άρχισε στις 11:15. Υποπτεύομαι ότι περίμεναν να έρθει ο Σημίτης. (Ναι, ήταν και αυτός εκεί, με την πρόεδρο της Βουλής και τον τέως πρόεδρο, καμιά δεκαπενταριά νυν και πρώην υπουργούς, κλπ).
Τραγικοί ήταν οι επικήδειοι. Στον τρίτο αγανάκτησα και έφυγα. Μία κυρία που δεν ήξερε ούτε να διαβάσει τα χαρτιά της, μιλούσε ήδη επί ένα τέταρτο λέγοντας κοινοτοπίες. Για τον Κουμάντο! Που ακόμα και στο τηλέφωνο διατύπωνε την άποψή του σε πέντε μεστές λέξεις και το έκλεινε σε δευτερόλεπτα. Ανυπεράσπιστος κείτονταν εκεί και (ευτυχώς) δεν άκουγε.
Αλλά η μεγαλύτερη υποκρισία ήταν η ίδια η νεκρώσιμη ακολουθία. Ο Γιώργος Κουμάντος ήταν διακηρυγμένος (και δημόσια) άθεος. Το ότι μπροστά στο σκήνωμά του έπρεπε να ακούγεται όλη η εκκλησιαστική προπαγάνδα περί μελλούσης ζωής, τόπων χλοερών και κόλπων Αβραάμ, όλη η επαναλαμβανόμενη ενοχοποίηση «ότι ου ζήσεται άνθρωπος και ουχ αμαρτήσει», ήταν αδιανόητο!
Όμως, αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα μίας θεσπισμένης πολιτικής κηδείας, οι δικοί του δεν είχαν επιλογή. (Ακόμα και την καύση νεκρών, για την οποία είχε αγωνιστεί, ένα αόρατο χέρι δεν την αφήνει να εφαρμοστεί. Ενώ ψηφίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ, πριν ένα χρόνο!)
Την εκκλησία βέβαια δεν την πονάει να κηδεύει άπιστους. Αν ήταν συνεπής, θα έπρεπε να το αρνείται. Αλλά απολαμβάνει έτσι ένα τελευταίο θρίαμβο μπροστά στο άψυχο σώμα.
Τι θα γίνει τελικά με όσους δεν πιστεύουν το μύθο της μέλλουσας ζωής, ούτε νιώθουν ρυπαροί και στιγματισμένοι από το προπατορικό και άλλα αμαρτήματα; Δεν θα υπάρξει γι αυτούς ένας αξιοπρεπής τρόπος αποχαιρετισμού;
doncat, 21/8/2007
Πήγα στην κηδεία του Γιώργου Κουμάντου. Συνήθως δεν πηγαίνω σε κηδείες – όλη η διαδικασία με εκνευρίζει. Αλλά εδώ δεν μπορούσα να μην πάω. Έφυγα λέγοντας ότι δεν θα ξαναπατήσω – παρά μόνο στην δική μου.
Ήταν μία συσσώρευση υποκρισίας. Γύρω από την αξιοπρεπή και ευγενέστατη χήρα του, είχαν μαζευτεί οι φίλοι αλλά και δεκάδες «επώνυμοι» - πολιτικοί, καθηγητές, δημοσιογράφοι, μαϊντανοί – που ήταν σαφές ότι ήρθαν για να λάμψουν δια της παρουσίας τους. (Είναι και προεκλογική περίοδος). Μερικούς από αυτούς ο αποθανών τους απεχθανόταν τόσο πολύ, που δεν τους έλεγε καλημέρα. Θυμάμαι όταν κάποτε συναντήσαμε έναν σημερινό μεγαλοϋπουργό, απέστρεψε το κεφάλι και μουρμούρισε μέσα στα δόντια του: «Μεγάλη λέρα».
Η «μεγάλη λέρα» στεκόταν στην πρώτη σειρά.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Γιώργος, ο καταναγκαστικά ακριβής στην ώρα του (πήγαινε πάντα δέκα λεπτά πριν), άργησε σε ραντεβού του. Η κηδεία ήταν ορισμένη για τις 11 αλλά άρχισε στις 11:15. Υποπτεύομαι ότι περίμεναν να έρθει ο Σημίτης. (Ναι, ήταν και αυτός εκεί, με την πρόεδρο της Βουλής και τον τέως πρόεδρο, καμιά δεκαπενταριά νυν και πρώην υπουργούς, κλπ).
Τραγικοί ήταν οι επικήδειοι. Στον τρίτο αγανάκτησα και έφυγα. Μία κυρία που δεν ήξερε ούτε να διαβάσει τα χαρτιά της, μιλούσε ήδη επί ένα τέταρτο λέγοντας κοινοτοπίες. Για τον Κουμάντο! Που ακόμα και στο τηλέφωνο διατύπωνε την άποψή του σε πέντε μεστές λέξεις και το έκλεινε σε δευτερόλεπτα. Ανυπεράσπιστος κείτονταν εκεί και (ευτυχώς) δεν άκουγε.
Αλλά η μεγαλύτερη υποκρισία ήταν η ίδια η νεκρώσιμη ακολουθία. Ο Γιώργος Κουμάντος ήταν διακηρυγμένος (και δημόσια) άθεος. Το ότι μπροστά στο σκήνωμά του έπρεπε να ακούγεται όλη η εκκλησιαστική προπαγάνδα περί μελλούσης ζωής, τόπων χλοερών και κόλπων Αβραάμ, όλη η επαναλαμβανόμενη ενοχοποίηση «ότι ου ζήσεται άνθρωπος και ουχ αμαρτήσει», ήταν αδιανόητο!
Όμως, αφού δεν υπάρχει η δυνατότητα μίας θεσπισμένης πολιτικής κηδείας, οι δικοί του δεν είχαν επιλογή. (Ακόμα και την καύση νεκρών, για την οποία είχε αγωνιστεί, ένα αόρατο χέρι δεν την αφήνει να εφαρμοστεί. Ενώ ψηφίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ, πριν ένα χρόνο!)
Την εκκλησία βέβαια δεν την πονάει να κηδεύει άπιστους. Αν ήταν συνεπής, θα έπρεπε να το αρνείται. Αλλά απολαμβάνει έτσι ένα τελευταίο θρίαμβο μπροστά στο άψυχο σώμα.
Τι θα γίνει τελικά με όσους δεν πιστεύουν το μύθο της μέλλουσας ζωής, ούτε νιώθουν ρυπαροί και στιγματισμένοι από το προπατορικό και άλλα αμαρτήματα; Δεν θα υπάρξει γι αυτούς ένας αξιοπρεπής τρόπος αποχαιρετισμού;