Απόσπασμα συνέντευξης από το περιοδικό Focus, 18/9/2013
Πέθανε σε ηλικία 93 ετών στη Φρανκφούρτη ο
κριτικός λογοτεχνίας και μουσικής Marcel Reich-Ranicki (Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι),
γεννημένος στην Πολωνία και εξορισμένος στο Βερολίνο ως «Γερμανός», από το οποίο
πάλι εξορίστηκε στη Βαρσοβία ως «Πολωνός». Σε παλαιότερη ανάρτηση είχε γίνει
αναλυτικότερη αναφορά στη ζωή και στην ιδιόρρυθμη προσωπικότητα του Ρανίτσκι, ο οποίος είχε
αναδειχθεί επί 50 χρόνια σε αυστηρό άρχοντα της λογοτεχνικής κριτικής και είχε καυτηριάσει πολλούς
συγγραφείς, αναγνωρισμένους και μη.
Στη συνέντευξη από το περιοδικό Focus ο Ρανίτσκι
είναι, ένα έτος πριν από το θάνατό του, λίγο μετά το θάνατο της γυναίκας του
Tosia, ήδη καρκινοπαθής αλλά με πεντακάθαρο μυαλό και σαφέστατες απόψεις.
Ο Marcel
Reich-Ranicki κάθεται στο σαλόνι του σε μια ψηλή μαύρη πολυθρόνα. Πίσω από την
πλάτη του εξέχει μια βιβλιοθήκη που καλύπτει όλο τον τοίχο, η οποία βιβιλιοθήκη είναι
γνωστή στη μισή Γερμανία από τις πολλές τηλεοπτικές συνεντεύξεις του.
Ερώτηση: Κύριε Ρανίτσκι, πριν από έξι
μήνες πέθανε η σύζυγός σας Τοζία. Ήσασταν μαζί της
παντρεμένος σχεδόν 70 χρόνια. Σας πλησίασε από αυτό το γεγονός περισσότερο η ιδέα του θανάτου;
Ranicki: Όχι, όταν είναι κάποιος πάνω
από 90 ετών, βρίσκεται ο θάνατος διαρκώς μπροστά του. Φυσικά μου λείπει η
γυναίκα μου, λείπει κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Είναι σαν να μου κόπηκε ένα κομμάτι
του σώματος.
Ερώτηση: Φοβάστε το θάνατο;
Ranicki: Ναι πολύ! Αλλά η διατύπωση της
ερώτησής σας δεν μου αρέσει. Δεν φοβάμαι το θάνατο, φοβάμαι που δεν θα υπάρχω
πια!
Ερώτηση: Βρεθήκατε σε νεαρή ηλικία στο
γκέτο της Βαρσοβίας, στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής, πολύ πιο κοντά στο
θάνατο απ’ ότι άλλοι άνθρωποι σε ολόκληρη της ζωή τους. Αυτή η εμπειρία άλλαξε
την άποψή σας για το θάνατο;
Ranicki: Ο θάνατος ήταν μια ζωντανή
εμπειρία στο γκέτο. Όταν η γυναίκα μου κι εγώ βγαίναμε το πρωί από το σπίτι,
έπρεπε να περνάμε πάνω από πτώματα που βρίσκονταν σκόρπια στους δρόμους και μεταφέρονταν πάνω σε ανοιχτές χειράμαξες. Η Τοζία κι εγώ γνωριστήκαμε στα 19
μας χρόνια εκείνη την ημέρα που ο πατέρας της Τοζίας κρεμάστηκε στο σπίτι του
στο γκέτο από τη ζώνη του. Ήταν νεκρός στο διπλανό δωμάτιο και η Τοζία τον είχε
εντοπίσει λίγα λεπτά πριν. Δύο χρόνια μετά έπρεπε να αποχαιρετήσουμε τους
γονείς μου Ελένη και Δαυίδ, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από το γκέτο ομαδικά.
Μερικές μέρες μετά μάθαμε ότι εκτελέστηκαν στις αίθουσες δηλητηριωδών αερίων
στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Treblinka. Ο θάνατος έγινε για μένα κάτι πολύ
πραγματικό.
Ερώτηση: Υπάρχει κάποιο βιβλίο για το
θάνατο, το οποίο σας εντυπωσίασε ιδιαίτερα;
Ranicki: Πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς
διηγούνται για το θάνατο. Ιδιαίτερα με συγκίνησε προσωπικά το βιβλίο του
Τολστόι «Ο θάνατος Ιβάν Ίλιτς». Δεν είναι μυθιστόρημα αλλά ένα μεγάλο διήγημα. Ο
τρόπος όμως που συλλαμβάνει ο Τσολστόι τις σκέψεις ενός ανθρώπου, ο οποίος
είναι ετοιμοθάνατος αλλά δεν μπορεί και δεν θέλει να πιστέψει ότι αυτός ο ίδιος,
με τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του θα πεθάνει και όλα αυτά
που τον καθορίζουν θα καταστραφούν, είναι μεγαλειώδης. Ο Τολστόι μπορούσε να
περιγράψει την ψυχή του ανθρώπου με τέτοια ακρίβεια, όπως κανένας άλλος
συγγραφέας. Δείχνει την αγωνία ενός ήρωα Ιβάν Ίλιτς, τον αμήχανο θυμό του, την
δυσπιστία του όταν πληροφορείται ότι είναι βαρειά άρρωστος. Στο τέλος
περιγράφει ο συγγραφέας πώς σε ένα τριήμερο αγώνα με το θάνατο εγκαταλείπεται ο
Ιβάν Ίλιτς από τη ζωή, πώς αυτή αποβάλλεται συστηματικά και χωρίς διακοπή από
το σώμα του. Ένα φοβερό, ασύγκριτο βιβλίο.
Με τη γυναίκα του Tosia. |
Ερώτηση: Υπάρχει κάτι να μας παρηγορήσει
για το δικό μας θάνατο;
Ranicki: Όχι δεν υπάρχει!
Ερώτηση: Πώς φαντάζεστε τη μετά θάνατο
ζωή;
Ranicki: Δεν υπάρχει το επέκεινα, δεν
υπάρχει μετά θάνατο ζωή! Οπότε δεν υπάρχει και λόγος να φαντάζομαι αυτή τη ζωή.
Ο θάνατος είναι το οριστικό τέλος.
Ερώτηση: Υπάρχουν στη λογοτεχνία πολλές
περιγραφές της μετά θάνατο ζωής: Η «Θεϊκή κωμωδία» του Δάντη ή στο βιβλίο «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σάρτρ. Η
συγγραφέας Σίβυλα Λεβιτσάρωφ παρουσιάζει διαρκώς στα μυθιστορήματά της τοπία από
τα επέκεινα, στα οποία κινούνται πεθαμένοι.
Ranicki: Σας παρακαλώ τώρα να μην
ανακατεύετε τα πράγματα. Η «Θεϊκή κωμωδία» προέρχεται από το 14ο αιώνα.
Ο Δάντης μετατρέπει τη θεολογία σε λογοτεχνία. Αν πράγματι πίστευε ο ίδιος στη
μετά θάνατο ζωή είναι μια άλλη ιστορία. Για τον Σαρτρ ήταν το θέμα των «Κεκλεισμένων θυρών» ένα εγκεφαλικό
παιχνίδι, ήθελε να μεταφέρει συγκεκριμένες φιλοσοφικές ιδέες σε λογοτεχνικές
εικόνες. Δεν έχει να κάνει τίποτα με κάποια πίστη σε μετά θάνατο ζωή. Και αφού
κάποια συγγραφέας Λεβιτσάρωφ πιστεύει σήμερα ότι πρέπει να γράψει πώς περνάνε
οι πεθαμένοι σε μεταθανάτια τοπία, είναι δικαίωμά της. Δεν πρόκειται να το διαβάσω!
Ερώτηση: Δεν είστε θεοσεβούμενος άνθρωπος.
Όμως πολλές θρησκείες υπόσχονται μια συνεχιζόμενη ζωή μετά θάνατο. Θα βρίσκατε εσείς
κάποια πατηγοριά σε μια θρησκεία;
Ranicki: Όχι! Δεν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο.
Ο Μαρξ ονόμασε τη θρησκεία «όπιο για το λαό». Είναι σημαντικό να βλέπουμε την
πραγματικότητα όπως αυτή είναι. Ακόμα κι όταν δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω. Δεν
έχει νόημα να εξαπατώ τον εαυτό μου. Η θρησκεία είναι όπως τα ματογυάλια που
θολώνουν την εικόνα της πραγματικότητας, εξαφανίζουν τις πικρές αλήθειες πίσω
από ένα ήπιο πέπλο… Γι’ αυτό και αρνούνται πεισματικά οι οπαδοί αυτών των
θρησκειών να βγάλουν τα παραμορφωτικά γυαλιά. Ακόμα και στο γκέτο προσπάθησα να
βλέπω τα πράγματα όπως ήταν πραγματικά, χωρίς να δημιουργώ ψευδαισθήσεις.
Ερώτηση: Τι κάνετε για να αντιμετωπίσετε
με τις σκέψεις την ιδέα του θανάτου;
Ranicki: Δεν ξεπερνιέται η ιδέα του θανάτου,
τα είπαμε προηγουμένως. Η σκέψη στο θάνατο είναι μαρτύριο, δεν μπορούμε να το
αποτρέψουμε αυτό.
Ερώτηση: Είστε τώρα 92 ετών. Όταν βγάλετε
ένα γενικό συμπέρασμα, τι ήταν σημαντικότερο στη ζωή σας;
Ranicki: Η αγάπη, η λογοτεχνία, η
μουσική, η οικογένειά μου, η γυναίκα μου – όχι πάντα με αυτή τη σειρά. Άλλοτε ήταν
σημαντικότερο το ένα, άλλοτε το άλλο, ανάλογα με την περίσταση.
Ερώτηση: Υπάρχει κάτι που θα θέλατε να
κάνετε ακόμα;
Ranicki: (διάλειμμα σκέψης) Κυρίως θα ήθελα να κάνω πράγματα με μεγάλη διάρκεια.
Αυτό που με τρομάζει πολύ στο θάνατο είναι η βεβαιότητα ότι δεν θα μπορώ να
διαβάζω τις εφημερίδες της επόμενης μέρας. Θέλω να μάθω τη συνέχεια, θέλω να
συμμετέχω… Θέλω να διαβάσω το επόμενο φύλλο της εφημερίδας. Αλλά αυτό δεν γίνεται,
κάποτε τελειώνουν όλα.
Ερώτηση: Τα γηρατειά έχουν κάποια
μειονεκτήματα, είναι μια κοινότυπη διαπίστωση. Έχουν όμως από τη σκοπιά σας και
πλεονεκτήματα τα γηρατειά;
Ranicki: Μην ακούτε ιστορίες για σοφία
και ηπιότητα του γήρατος. Αυτά είναι συναισθηματικές μπαρούφες. Τα γηρατειά είναι
φρικτά! Μας αφαιρούν σιγά σιγά όλα αυτά που μας αρέσουν, όλα στα οποία πιστεύουμε
ότι μπορούμε να εμπιστευόμαστε. Ο Philip Roth, ο μεγάλος Αμερικάνος συγγραφέας,
είπε κάποτε: «Τα γηρατειά είναι μια σφαγή!»
Η Ακαδημία στη Στοκχόλμη πρέπει να ντρέπεται που δεν του έδωσε ακόμα το
βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Ο Roth έχει δίκιο! Σε μεγάλη ηλικία έχουμε απέναντί
μας έναν πανίσχυρο αντίπαλο, είμαστε μόνοι και γινόμαστε όλο και ασθενέστεροι… Αυτός
ο αντίπαλος, ο χρόνος, γίνεται όλο πιο ισχυρός και καταστρέφει διαρκώς κάτι από
μας, χωρίς να μπορούμε να αντισταθούμε, μέχρι που μας εξαλείφει τελείως. Δεν βλέπω
κανένα πλεονέκτημα στα γηρατειά!