Ένα βιβλίο της Άννας Φραγκουδάκη
του Προκόπη Δούκα, Athensvoice, 1/9/2013
Οι τρόποι
αντιμετώπισης της (ντροπιαστικής και μοναδικής για τα μεταπολεμικά ευρωπαϊκά
δεδομένα) ανόδου της ναζιστικής ακροδεξιάς στη χώρα μας είναι αντικείμενο του
δημόσιου διαλόγου, εδώ και καιρό. Πολλοί σηκώνουν τα χέρια ψηλά, λέγοντας ότι
είναι «αργά πια για δάκρυα», άλλοι υποστηρίζουν ότι υπάρχει ακόμα καιρός για την
εφαρμογή μιας πολιτικής μηδενικής ανοχής.
Η Άννα
Φραγκουδάκη, ομότιμη καθηγήτρια της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης, στο βιβλίο
της «Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς» δεν εστιάζει στις λύσεις, ούτε
μόνο στη ναζιστική ακροδεξιά. Επιχειρεί να αναλύσει τις αιτίες που οδήγησαν σε
αυτό το πολιτικό τοπίο και ανατρέπει αρκετές από τις «ερμηνευτικές βεβαιότητες»
που επικρατούν: Για την επιστημονικά τεκμηριωμένη της ματιά, η άνοδος, πρώτα
του ΛΑΟΣ και στη συνέχεια της Χρυσής Αυγής δεν οφείλεται πρωτίστως στο
μεταναστευτικό. Ούτε η οικονομική κρίση είναι η γενεσιουργός αιτία, αλλά το
επιστέγασμα, που επέτρεψε να εκδηλωθούν ελεύθερα οι φασιστικές
αντικοινοβουλευτικές δυνάμεις, με ευθύνη που διασπείρεται σε όλο σχεδόν το
πολιτικό φάσμα.
Το πρώτο
μέρος αυτού του πολύ ενδιαφέροντος και βαθιά πολιτικού βιβλίου είναι μάλλον
κουραστικό – και εν πολλοίς «απωθητικό»: Καταγράφει με σχολαστική λεπτομέρεια
και δημοσιογραφική επιμέλεια τις δημόσιες παλινωδίες και αντιφάσεις της
επιτυχίας των δύο πρόσφατων ακροδεξιών σχημάτων. Το μέγεθος της υποκρισίας
είναι διάφανο και για τον πιο δύσπιστο, όταν ξεδιπλώνεται από τη μία η
προσπάθεια απόκρυψης και από την άλλη το «κλείσιμο του ματιού» ή η ξεδιάντροπη
ομολογία των πιο ρατσιστικών, ξενοφοβικών και μισαλλόδοξων αντιλήψεων.
Το δεύτερο
μέρος, όμως, είναι πραγματικά αποκαλυπτικό στην ανάλυση του: Η συγγραφέας
παραθέτει μία προς μία τις στρεβλώσεις και τις ιδεοληψίες που οδήγησαν στην
εξάπλωση του φασιστικού υποστρώματος, σε μεγάλες κατηγορίες πληθυσμού. Η κρίση
νομιμότητας των κομμάτων και η έντονη προσπάθεια αποδόμησης του
κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, η αδυναμία να αντιμετωπιστεί η παγκοσμιοποίηση
και οι σύγχρονες συνθήκες με την έξαρση του λαϊκισμού, η αδυναμία ακόμα και
(υποτίθεται) έμπειρων δημοσιογράφων να αντιμετωπίσουν φασίστες συνομιλητές και
η «ηρωοποίησή» τους από τα ΜΜΕ, η αποτυχία εξεύρεσης λύσεων για την έξοδο από
την κρίση του πολιτικού συστήματος είναι μερικές από τις αιτίες.
Ακόμα
περισσότερο, όμως, το χαλί για την άνοδο της ακροδεξιάς έστρωσαν οι ακραιφνώς
ιδεολογικές αγκυλώσεις, που έχουν σχέση με την επικράτηση της εθνικιστικής
ρητορείας και την ίδια την παιδεία που διαμορφώνει κοινωνικές συνειδήσεις: Η
Άννα Φραγκουδάκη καταγράφει την επιρροή που είχαν οι «χριστοδουλικοί αγώνες»
κατά της έννοιας των δικαιωμάτων στην υπόθεση των ταυτοτήτων, αλλά και τα συλλαλητήρια
για το Μακεδονικό. Επισημαίνει πόσο βλαπτική για το πολιτικοκοινωνικό σκηνικό
ήταν η ανοχή στην «αντιποίηση αρχής», όπως αυτή εκφράστηκε με την «κατά βούληση
άσκηση εξωτερικής πολιτικής», στην υπόθεση Οτσαλάν. Λαμβάνει υπ’ όψιν της την
βαθιά κρίση των ιδεών και αφιερώνει ιδιαίτερα κεφάλαια για το «Κίνημα των
Νεορθόδοξων» (που αγκάλιασε εκπροσώπους από τα δεξιά ως τα αριστερά του
πολιτικού φάσματος) και τον εμπρηστικό, μισαλλόδοξο, αντισημιτικό και εντέλει
ακροδεξιό, όπως τον αποκαλεί, λόγο του Χρήστου Γιανναρά.
Την ανάλυση
της συγγραφέως διαπερνά η επιμονή στην αποκωδικοποίηση του ανορθολογισμού, του
απομονωτικού εθνοκεντρισμού και των φοβικών ιδεολογημάτων για την «παγκόσμια
συνωμοσία για τον αφελληνισμό της ιστορίας» και τις «κινήσεις για τη σωτηρία
της γλώσσας», που «δήθεν φτωχαίνει». Ιδιαίτερη σημασία δε δίνει στον τρόπο με
τον οποίο οι Έλληνες διδάσκονται επισήμως ρατσιστικές και εθνικιστικές
αντιλήψεις, μέσω ξεπερασμένων εργαλείων ιστορικής ανάγνωσης, όπως αυτή του
«κράτους-έθνους», της ιστορικής συνέχειας μόνο από την κλασική Ελλάδα (με
παράλληλη άρνηση των πολιτισμικών επιρροών και προσμίξεων) και της αποδοχής
μιας συμπλεγματικής εθνικής ταυτότητας, που εκφράστηκε και στο ζήτημα της
ονομασίας της FYROM, ως επίσημη πολιτική.
Εδώ η Άννα
Φραγκουδάκη κάνει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάλυση: Η επίσημη ελληνική
παιδεία αποδέχεται έμμεσα την ανωτερότητα των άλλων ευρωπαϊκών πολιτισμών, με
αποτέλεσμα τη δημιουργία εθνικιστικών ανακλαστικών, τα οποία, αρνούμενα τους
γειτονικούς πολιτισμούς, προσπαθούν να αποκρούσουν τη δήθεν «κατωτερότητα» με
εθνικά μυθεύματα και ιδεολογήματα, αντί να αποδεχθούν την κοινωνική
ποικιλομορφία, τη συνεργασία και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, ως το μοναδικό δρόμο
συνεργασίας και ευημερίας των λαών. Η δημαγωγία και ο βαθύτατος αντιευρωπαϊσμός
άλλωστε των αντιλήψεων που επικρίνει η συγγραφέας, αποτελούν και το κλειδί για
την ερμηνεία της εξάπλωσής τους.
Στο τρίτο
μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας παρακολουθεί την καταιγίδα της κρίσης και τη
διαχείρισή της. Δεν διστάζει να θίξει ακόμα και μια παράμετρο-ταμπού για την
ερμηνεία της ανόδου της ακροδεξιάς: Η πλήρης ανομία και η εμπρηστική διάλυση
του κέντρου της Αθήνας μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου δεν είναι άμοιρες
ευθυνών για το κοινωνικοπολιτικό τοπίο που ακολούθησε, με τη διαμόρφωση του
κύματος των αγανακτισμένων και το ευρύ μέτωπο μιας «αντικοινοβουλευτικής και
αντιμνημονιακής πολιτικής».
Όπως
επισημαίνει, ο χειρισμός από το σύνολο σχεδόν της πολιτικής εξουσίας, αλλά και
τα ΜΜΕ, ήταν τραγικός. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση δεν αναγνώρισαν τις
πολιτικές τους ευθύνες για το συμβάν και ό,τι επακολούθησε, δεν αναγνωρίστηκε η
απόλυτη έλλειψη επαγγελματισμού της αστυνομίας, επιτράπηκε να μετατοπιστεί η
συζήτηση σε «καλή και κακή βία» – και η τακτική τού να δίνεται σημασία μόνο στα
μικροπολιτικά οφέλη, με αντιδημοκρατικούς εκτροχιασμούς συνεχίστηκε και από
τους διαδόχους στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, όπως με την περίπτωση της
δημοσίευσης των φωτογραφιών των οροθετικών ιεροδούλων.
Στα τελευταία
κεφάλαια, η Άννα Φραγκουδάκη ασκεί δριμεία κριτική στην ανεπάρκεια του
πολιτικού συστήματος (επιφυλάσσοντας ιδιαίτερες αναφορές και στους Ανεξάρτητους
Έλληνες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου), που ευνόησε
την εθνικιστική ρητορεία, την αλλοίωση των εννοιών, τον αντιμνημονιακό παροξυσμό
περί «προδοτών» και όλα όσα ενίσχυσαν την ατζέντα της ακροδεξιάς. Δεν χαρίζεται
στην αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ίσως δεν αφιερώνει αρκετό χώρο,
για το πώς και η μεγαλύτερη κομματική έκφραση της δεξιάς παράταξης και η
ηγετική της ομάδα «κλείνει το μάτι» στη Χρυσή Αυγή, με απρόβλεπτες επιπτώσεις.
Επισημαίνει ωστόσο πόσο λιγότερο εξοπλισμένη απέναντι σε εταίρους και δανειστές
είναι η εκάστοτε πολιτική ηγεσία, με την εξάπλωση της αντικοινοβουλευτικής και
αντιευρωπαϊκής δημαγωγίας.
Στο επίμετρό
της, η συγγραφέας κάνει τρία καταληκτικά σχόλια, που προτείνουν λύσεις από το
αδιέξοδο και συνοψίζουν το βάθος του προβλήματος. Αξίζει να κρατήσουμε μια
φράση: «Είναι αποκαλυπτικό ότι η ιστορία είναι το μόνο σχολικό μάθημα που έχει
τόσο μεγάλη απόκλιση από την αντίστοιχη επιστήμη, με αποτέλεσμα να διδάσκει όχι
μια προσαρμοσμένη, ή έστω αλλοιωμένη, αλλά την αντίθετη με βάση τα επιστημονικά
κεκτημένα προσέγγιση του παρελθόντος».
Δεν είμαι σε
θέση να καταλογίσω αδυναμίες σε επιστημονικό επίπεδο, σε αυτό το βιβλίο.
Ωστόσο, θα έλεγα ότι αν η συλλογιστική του έμπαινε με αξιώσεις στο δημόσιο
διάλογο, οι ελπίδες για μια καλύτερη Ελλάδα μετά την κρίση θα ήταν αυξημένες...